Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

ένας νάρκισσος νέου τύπου

Ένας Νάρκισσος νέου τύπου, σακατεμένος από τη θλίψη, μπαϊλντισμένος από αηδία για τον εαυτό του, στοχάστηκε ώρα πολύ πρόσωπο με πρόσωπο με τον εαυτό του. Κατάλαβε ότι το πρόσωπό μας είναι εκείνο το μέρος της σάρκας μας που η παρουσία των ομοίων μας το πλάθει και το ξαναπλάθει, το αναθερμαίνει και το ζωντανεύει αδιάκοπα. Ένας άνθρωπος που μόλις άφησε κάποιον με τον οποίον είχε μια ζωηρή συνομιλία: στο πρόσωπό του παραμένει για κάμποση ώρα μια ζωντάνια που σβήνει σιγά-σιγά κι η επέλευση ενός άλλου συνομιλητή θα κάνει τη φλόγα της να ξαναφουντώσει. "Ένα πρόσωπο σβησμένο. Ένας βαθμός απαλοιφής που, αναμφίβολα, ποτέ μέχρι τώρα δεν τον έφτασε το ανθρώπινο είδος". Ο Ροβινσώνας είχε προφέρει αυτές τις λέξεις φωναχτά. Κι όμως η φάτσα του, την ώρα που ξεστόμιζε τούτα τα βαριά σαν πέτρες, λόγια δεν είχε κινηθεί πιότερο από μια μπουρού ή από ένα βούκινο. Προσπάθησε να σκεφτεί κάτι χαρούμενο κι έβαλε τα δυνατά του να χαμογελάσει. Αδύνατον. Υπήρχε αλήθεια κάτι το παγωμένο στο πρόσωπό του και για να σπάσει ο πάγος θα χρειάζονταν πολύωρα και χαρούμενα ξανανταμώματα με τους δικούς του. Μόνο το χαμόγελο ενός φίλου θα μπορούσε να του ξαναδώσει το χαμόγελο...
Ξεκόλλησε από το φριχτό γήτεμα του καθρέφτη και κοίταξε γύρω. Δεν είχε ό,τι του χρειαζόταν σε τούτο το νησί; Μπορούσε να σβήσει τη δίψα, να χορτάσει τη πείνα, να φροντίσει για την ασφάλεια κι ακόμα για την άνεσή του, κι υπήρχε κι η Βίβλος για να ικανοποιεί τις πνευματικές του απαιτήσεις. Ποιος λοιπόν, με μόνη τη δύναμη ενός χαμόγελου θα έκανε τον πάγο που παρέλυε το πρόσωπό του να λιώσει; Τα μάτια του έπεσαν τότε στον Τεν που ήταν καθισμένος κατάχαμα, δεξιά του και σήκωνε τη μουσούδα προς το μέρος του. Μήπως ο Ροβινσώνας είχε παραισθήσεις; Ο Τεν χαμογελούσε στον κύριό του! Το μαύρο χείλος του, φίνο και δαντελωτό, σηκωνόταν μόνο από τη μια πλευρά της μούρης του κι άφηνε να φανεί μια διπλή σειρά σκυλόδοντα. Συνάμα έγερνε αστεία το κεφάλι από τη μια μεριά και θα έλεγες πως τα φουντουκιά του μάτια ζάρωναν ειρωνικά. Ο Ροβινσώνας άρπαξε με τα δυο του χέρια το χοντρό τριχωτό κεφάλι και το βλέμμα του καλύφθηκε από συγκίνηση. Μια ξεχωριστή θέρμη χρωμάτισε τα μάγουλά του κι ένα ανεπαίσθητο ρίγος έκανε τις άκρες των χειλιών του να τρέμουν. Ήταν όπως στις όχθες του Ουζ, όταν η πρώτη ανάσα του Μάρτη σ' έκανε να προαισθανθείς τα σπαρταρίσματα της άνοιξης που σε λίγο θα έμπαινε. Ο Τεν έκανε πάντα τη γκριμάτσα του κι ο Ροβινσώνας τον κοιτούσε με πάθος θέλοντας να ξαναβρεί την πιο γλυκιά από τις ιδιότητες του ανθρώπου. Από εκείνη την ημέρα κι έπειτα ανάμεσά τους γινόταν ένα παιχνίδι. Ξαφνικά ο Ροβινσώνας διέκοπτε τη δουλειά του, το κυνήγι, το περπάτημα στην ακρογιαλιά ή στο δάσος -ή άλλοτε άναβε ένα δαδί στη μέση της νύχτας- και το πρόσωπό του, που άρχιζε πια να ξαναζωντανεύει, κοίταζε τον Τεν μ' έναν ορισμένο τρόπο. Κι ο Τεν με το κεφάλι γερτό του χαμογελούσε και το σκυλίσιο χαμόγελό του μέρα με τη μέρα καθρεφτιζόταν όλο και πιο καθαρά στο ανθρώπινο πρόσωπο του κυρίου του.

Michel Tournier, "Παρασκευάς ή στις μονές του Ειρηνικού", Εξάντας 1986 (μετάφραση Χρήστος Γ. Λάζος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου