Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

να μη γίνουν τα μάτια μας σαν του φιδιού

Καθώς ο Πρόεδρος μιλούσε, ο Ντικ αντίκρισε το πρόσωπό του ανάμεσα στα κοκορόφτερα των Ιταλών στρατηγών. Ήταν ένα πρόσωπο γκρίζο, παγωμένο, πέτρινο, χαραγμένο που έδειχνε μακρύ κάτω απ' το ψηλό καπέλο. Το μικρό του χαμόγελο φαινόταν σαν να το 'χαν ζωγραφίσει εκ των υστέρων. Ο όμιλος των επισήμων απομακρύνθηκε και σε λίγο δεν ακουγόταν πια. Εκείνο τ' απόγευμα στις πέντε, όταν συνάντησε την Αν Ελίζαμπεθ στο διαμέρισμα του Εντ, της τα διηγήθηκε όλα για τους επισήμους και τις ομιλίες, της είπε ότι ο Πρόεδρος στο ρωμαϊκό Φόρουμ έμοιαζε με τη λύκαινα που βύζαιναν ο Ρώμος και ο Ρωμύλος. "Τρομακτικό πρόσωπο, σαν ερπετό ή σαν αυτές τις φάτσες των Ρωμαίων πολιτικών που συναντάς στους τάφους της Αππίας οδού... Ξέρεις τι είμαστε, Αν Ελίζαμπεθ; Είμαστε οι Ρωμαίοι του Εικοστού Αιώνα, και γω που ήθελα να είμαι Έλληνας".
Η Αν Ελίζαμπεθ που ήταν θαυμάστρια του Γουίλσον, ενοχλήθηκε στην αρχή με τα λόγια του. Ήταν εκνευρισμένος κι είχε έξαψη και μίλαγε συνέχεια. Γι' αυτό και δεν κράτησε την υπόσχεσή της και ήπιε μαζί του ένα ζεστό ρούμι μιας και το δωμάτιο ήταν παγωμένο. Στο φως του δρόμου, γύρω από την Πιάτσα ντι Σπάνια, βλέπανε τα πλήθη που περνούσαν συνέχεια μέσα στο σκοτάδι.
"Είναι τρομερό να το σκεφτείς, Αν Ελίζαμπεθ. Δεν μπορείς να φανταστείς τα αισθήματα του κόσμου... Αγρότες προσεύχονται γι' αυτόν μέσα στις καλύβες τους... δεν ξέρουμε τίποτα και τους πατάμε κάτω... είναι η λεηλασία της Κορίνθου... νομίζουν ότι θα τους δώσει ειρήνη, ότι θα δώσει μια ζωή όπως ήταν αυτή πριν από τον πόλεμο. Αρρωσταίνεις αν ακούσεις όλους τους λόγους... Χριστέ μου, ας μείνουμε όσο μπορούμε πιο ανθρώπινοι... να μη γίνουν τα μάτια μας σαν του φιδιού ούτε και τα πρόσωπά μας πέτρινα και να μη γίνει το αίμα μας μελάνι... Δε θέλω να γίνω Ρωμαίος".
"Καταλαβαίνω τι εννοείς", είπε η Αν Ελίζαμπεθ, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του. "Είσαι καλλιτέχνης, Ντικ, και σ' αγαπώ πολύ... είσαι ο ποιητής μου, Ντικ".
"Στο διάολο να πάνε όλα", είπε ο Ντικ, ρίχνοντας τα μπράτσα του γύρω απ' το λαιμό της.

John Dos Passos, "1919", Οδυσσέας 1982 (μετάφραση Τάσος Δενέγρης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου