Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

νανουρίσματα σ' ανακάλυφτη γλώσσα

Άνοιξα τσακ! απότομα τα μάτια μου απ’τη φασαρία πούκανε το ταβάνι άγρια μεσάνυχτα/ λύνοντας τα σχοινιά απ’τους 4 τοίχους κι έφυγε παίρνοντας μαζί του τη σκεπή και τις κουβέρτες μου. Ευκάλυπτοι/ σακουλάκια λεβάντας και βατομουριές ήρθανε και ξαπλώσανε στα δόντια μου στο μαξιλάρι μου και στα μαλλιά μου. Μ’ένα σφύριγμα βαποριού σαλπάρισε η πόρτα/ κι απ’το πέρασμα μπήκαν με μικρά πηδηματάκια/ η μάνα μου κι ο πατέρας νιόνυμφοι/ με κερασάκια στ' αυτιά και τα κορδόνια τους αντικρυστά δεμένα. Από πίσω η γιαγιά απ' το χωριό με τσεμπέρι κατεβασμένο απ' το στόμα. Κατόπιν η γιαγιά Αθηναία με γούνα που δαγκωνόταν στο λαιμό και το στόμα βαμένο μ' ένα περίεργο κόκκινο μεταξωτό χαρτάκι -τόχω- ο Γιώργος με τη Μυρτώ ευτυχώς είχαν ζήσει. Ίχνος πουθενά από βουβά τηλέφωνα και συνταγές και στον καθρέφτη που γυαλίστηκα είμουνα όμορφη. Όχι όμως έτσι σαν άνθρωπος/ είμουνα μισό Βαρδάρης – μισό άσπρο πουλί – περίεργο άσπρο - κι ο ταξιτζής που μ' είχε δείρει μαι νύχτα πολύ μούδωσε ένα ματσάκι μυγκέ απ' αυτά που δίνουνε για την πρώτη φορά τους στις νύφες. Κουβεντιάζανε γρήγορα γρήγορα και σιγά σα να γουργουρίζανε νανουρίσματα σ' ανακάλυφτη γλώσσα. Ένας Μάης 68 μ' ένα πανί δεμένο στο κεφάλι σαν αυγό έκανε ΧΑ! στο τζάμι και το χνώτισε/ κι ένα δάχτυλο σκέτο/ ένα ολομόναχο δάχτυλο σκέτο/ έγραψε ένα ολόκληρο ποίημα με αριθμούς. Έκανε τ' όνειρο πράξη. Λες να κάνουνε την επανάσταση οι αριθμομηχανές... σκέφτηκα... Όπου κι να με βάλουν προσαρμόζομαι ξανασκέφτηκα
καλο νάν αυτό ή κακό

Κατερίνα Γώγου, "Ιδιώνυμο",  Καστανιώτης 1980

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου