Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

αντηχούσε σαν ορχήστρα

Κρατώντας το πάνω μέρος του παραθυρόφυλλου, η κοπέλα κοιτούσε και χαμογελούσε. Ξάφνου, κάτι σαν μακρινό κάλεσμα την ανατάραξε μέσα κι έξω. Ήταν σαν να ξύπνησε από τη χειροπιαστή πραγματικότητα σε μιαν άλλη, ακόμη πιο ξεκάθαρη και αδιαμφισβήτητη. Από εκείνη τη στιγμή δεν την άφησε πια καθόλου η αίσθηση μιας θριαμβευτικής πλούσιας συνείδησης του κόσμου. Όπως όταν ακούμε τα λόγια των ανθρώπων και τα κατανοούμε, κι αν επαναλάβει κανείς όσα ειπώθηκαν, τα καταλαβαίνουμε εκ νέου μ' ένα διαφορετικό, καινούριο νόημα, το ίδιο συνέβη και σ' εκείνη.
Παίρνοντας ένα παλιό μεταξωτό τσεμπέρι, που στο κεφαλάκι της φάνταζε πάντα νεανικό, το έδεσε με το ένα χέρι κάτω από το πιγούνι, κλείδωσε την πόρτα και πετάχτηκε ξυπόλυτη στο δρόμο. Παρόλο που επικρατούσε ερημιά και γαλήνη, της φαινόταν πως η ίδια αντηχούσε σαν ορχήστρα και πως μπορούσαν να την ακούσουν. Όλα έμοιαζαν όμορφα, όλα την ευχαριστούσαν. Η ζεστή σκόνη γαργαλούσε τα γυμνά της πόδια. Ανέπνεε βαθιά και χαρούμενα. Στο ημίφως της αυγής οι στέγες και τα σύννεφα διατηρούσαν τη σκοτεινιά τους. Οι φράχτες, οι αγριοτριανταφυλλιές, τα μποστάνια, οι μπαξέδες και ο αμυδρά διακριτός δρόμος λαγοκοιμόνταν. Σε όλα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει μια διαφορετική τάξη απ' ότι την ημέρα. Την ίδια, αν και σε μια αρμονία που νωρίτερα σού διέφευγε. Όλα κοιμόταν με τα μάτια ανοιχτά, κοιτάζοντας στα κλεφτά την κοπέλα που περνούσε.

Александр Грин, "Τα Πορφυρά Πανιά", Κίχλη 2014 (μετάφραση Ιοκάστη Καμμένου)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου