Πέμπτη 26 Ιουλίου 2018

νοβάλις

Ο Νοβάλις αξιώνει να προσδώσει μορφή σε μια πλήρη ολότητα της έκδηλης, εντεύθεν υπέρβασης, δεδομένου ότι δεν πρόκειται εδώ, με κανένα τρόπο για άμεση ή έμμεση "επίδραση", αλλά για μια απριορική κοινότητα τάσεων. Γι' αυτόν το λόγο, όπως συμβαίνει με την υφολογία των ιπποτικών εποποιιών, η υφολογία της δεδομένης μορφής τείνει αποκλειστικά στο παραμύθι. Όμως, ενώ οι επικοί συγγραφείς του Μεσαίωνα προσανατολίζονται, με αφελή και πηγαία επική διάθεση, προς την αναπαράσταση του εδώ κόσμου και δεν αντιλαμβάνονται την εμπνευσμένη παρουσία της υπέρβασης και της μεταμόρφωσης του πραγματικού σε φανταστική αφήγηση, παρά ως αποκύημα της ιστορικο-φιλοσοφικής κατάστασής τους, στον Νοβάλις αυτή η μυθώδης πραγματικότητα γίνεται ο συνειδητός σκοπός της δημιουργίας του, αποκατάσταση μιας διαρραγείσας ενότητας μεταξύ πραγματικού και υπερβατικού. Γι' αυτόν το λόγο δεν καταλήγει σε μια ολοκληρωμένη και οριστική σύνθεση. Το πραγματικό καθηλώνεται από τη γήινη πεζότητα που προκαλεί η έλλειψη ιδεών και ο υπερβατικός κόσμος, αφού προέρχεται απευθείας από τη φιλοσοφική-αξιωματική σφαίρα του αφηρημένου, γίνεται τόσο αέρινος, τόσο κενός περιεχομένου, ώστε τα δύο αυτά στοιχεία να ενοποιούνται οργανικά και να διαμορφώνουν μια ζωντανή ολότητα. Κατ' αυτό τον τρόπο η αισθητική αδυναμία που ο Νοβάλις διαπιστώνει στο έργο του Γκαίτε, γίνεται ακόμη μεγαλύτερη και αξεπέραστη στο ίδιο το έργο του: η νίκη της ποίησης, η μεταμορφωτική και λυτρωτική κυριαρχία της σε ολόκληρο το σύμπαν, δεν έχει τη δύναμη να εισαγάγει σ' αυτό τον παράδεισο ό,τι κρίνεται πεζό και γήινο. 

György Lukács, "Η Θεωρία του Μυθιστορήματος", Πολύτροπον 2004 (μετάφραση Ξανθίππη Τσελέντη)

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

δεν ήταν ο θεός

Μετά ζήτησε από τον Βλκ να του δώσει άδεια άνευ αποδοχών και για μια εβδομάδα ρίχτηκε στην κραιπάλη, όπως ο επιτυχών στις εισαγωγικές εξετάσεις που νομίζει πως το χειρότερο στη ζωή του έχει περάσει.
Και όντως έτσι ήταν. Ανακάλυψε πως το Κράτος δεν ήταν ο Θεός, και κατά έναν παράξενο τρόπο η διατύπωση αυτή δεν τον λύγισε, επιτέλους ωρίμασε ως πολίτης. Κατάλαβε πως θα πραγματοποιούσε τα όνειρά του μόνο αν κοιτούσε τη δουλειά του και όχι με το να πειραματίζεται στο χώρο της υψηλής πολιτικής, όπου εύκολα μπορούσε να πυροβοληθεί ή να χτυπηθεί από κάποιον αδέσποτο μετεωρίτη. Κατάλαβε πως μόνο μια τίμια δουλειά θα του επέτρεπε να ξεδιπλώσει όλο το ταλέντο του, και αυτό μάλιστα υπό την προστασία του νόμου. Δεν αποκήρυξε όμως το παρελθόν του -σιχαινόταν τους άντρες που μετάνιωναν δημόσια για τις πράξεις τους- το έβλεπε με κριτικό μάτι, αλλά με κατανόηση, όπως βλέπει ένας καλλιτέχνης τα πρώιμα έργα του. Προσπαθούσε να σταθεί στα θετικά στοιχεία και ν' αποφύγει τα προηγούμενα λάθη, κυρίως όμως τον απεριόριστο ενθουσιασμό και την τυφλή εμπιστοσύνη.
Χάρη σ' αυτά βρήκε στην κοινωνία, όπου η Επανάσταση είχε γίνει ένας γερός θεσμός, μια σταθερή θέση και λίγο αργότερα και τον πραγματικό πατέρα του, που τόσο πολύ τον είχε αναζητήσει - όχι στο πρόσωπο ενός από τους τυχοδιώκτες που έρχονται και παρέρχονται χωρίς να είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τις βασικές ανάγκες των παιδιών, αλλά στο πρόσωπο ενός άντρα τόσο καλλιεργημένου, ισορροπημένου και χρήσιμου όπως ήταν ο Βλκ.

Pavel Kohout, "Η Δήμιος", 2008 (μετάφραση Σόνια Στάμου-Ντορνιάκοβα)