Ξυπόλυτη· να μια συναρπαστική λέξη. Πολλές λέξεις καθίστανται στον νου μας συναρπαστικές επειδή σημαίνουν κάτι εντελώς προσωπικά υπέροχο, νοσταλγικό κι αγαπημένο· αυτή είναι φυσικά και η περίπτωση τούτης της λέξης για τον ποδολάτρη, αλλά η επιφανειακή και πρωτογενής αυτή αγάπη δεν πρέπει να μας εμποδίζει να αναζητήσουμε την ξεχασμένη ετυμολογία της. Προέρχεται από το αρχαίο εξυπολύω που θα πει λύνω από κάτω, χαλαρώνω/λύνω τα σανδάλια. Είναι λοιπόν σαν να εμπεριέχεται η κίνηση του γδυσίματος (του λυσίματος) στη γύμνια, σαν να ενδυναμώνεται η ηδονή του γυμνού από τούτη την κίνηση του ξεγυμνώματος - κι έτσι, σύμφωνα με τη λέξη, ένα κορίτσι με τα ποδαράκια του γυμνά μόλις λίγο πριν έλυσε τα σανδάλια του· αρχέγονα ξυπόλυτη ήταν η μελαχρινή κοπέλα του πλοίου που μπροστά στα μάτια μου έλυσε τα λουριά των σανδαλιών της.
Σπύρος Μαντζαβίνος, "Ποδολάτρες". Πατάκης 2025