Μασούσα τα παγάκια όταν τελείωσε η λεμονάδα· λικνιζόμουν μαζί με τη γιαγιά μου στην κούνια της βεράντας. Ατενίζαμε τους αλυσοδεμένους κατάδικους που έστρωναν την οδό Άπσον. Ένας εργοδηγός έχυνε το ασφαλτόμειγμα· οι κατάδικοι το πατίκωναν βαδίζοντας πάνω του με βαριά, ρυθμικά βήματα. Οι αλυσίδες κροτάλιζαν· το ασφαλτόμειγμα έβγαζε έναν ήχο σαν χειροκρότημα.
Οι τρεις μας λέγαμε τη λέξη "μακαντάμ" συχνά. Η μητέρα μου επειδή μισούσε το μέρος όπου ζούσαμε, μέσα στην αθλιότητα - τουλάχιστον τώρα θα είχαμε ένα ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Η γιαγιά μου απλώς ήθελε καθαριότητα - το ασφαλτόμειγμα θα μας απάλλασσε από τη σκόνη. Κόκκινη σκόνη του Τέξας από το χυτήριο, που τρύπωνε στο σπίτι με την γκρίζα της ουρά και κατακαθόταν σε αμμόλοφους στο παρκέ του προθαλάμου, πάνω στο τραπέζι της από μαόνι.
Συνήθιζα να επαναλαμβάνω τη λέξη "μακαντάμ" δυνατά, στον εαυτό μου, επειδή ηχούσε όπως το όνομα ενός φίλου.
Lucia Berlin, "Οδηγίες για Οικιακές Βοηθούς", Στερέωμα 2018 (μετάφραση Κατερίνα Σχινά)