Δευτέρα 26 Μαΐου 2025

μακαντάμ

Όταν είναι φρεσκοστρωμένο μοιάζει με χαβιάρι, ηχεί σαν σπασμένο γυαλί, σαν να μασουλάς παγάκια.
Μασούσα τα παγάκια όταν τελείωσε η λεμονάδα· λικνιζόμουν μαζί με τη γιαγιά μου στην κούνια της βεράντας. Ατενίζαμε τους αλυσοδεμένους κατάδικους που έστρωναν την οδό Άπσον. Ένας εργοδηγός έχυνε το ασφαλτόμειγμα· οι κατάδικοι το πατίκωναν βαδίζοντας πάνω του με βαριά, ρυθμικά βήματα. Οι αλυσίδες κροτάλιζαν· το ασφαλτόμειγμα έβγαζε έναν ήχο σαν χειροκρότημα.
Οι τρεις μας λέγαμε τη λέξη "μακαντάμ" συχνά. Η μητέρα μου επειδή μισούσε το μέρος όπου ζούσαμε, μέσα στην αθλιότητα - τουλάχιστον τώρα θα είχαμε ένα ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Η γιαγιά μου απλώς ήθελε καθαριότητα - το ασφαλτόμειγμα θα μας απάλλασσε από τη σκόνη. Κόκκινη σκόνη του Τέξας από το χυτήριο, που τρύπωνε στο σπίτι με την γκρίζα της ουρά και κατακαθόταν σε αμμόλοφους στο παρκέ του προθαλάμου, πάνω στο τραπέζι της από μαόνι.  
Συνήθιζα να επαναλαμβάνω τη λέξη "μακαντάμ" δυνατά, στον εαυτό μου, επειδή ηχούσε όπως το όνομα ενός φίλου.

Lucia Berlin, "Οδηγίες για Οικιακές Βοηθούς", Στερέωμα 2018 (μετάφραση Κατερίνα Σχινά)

Κυριακή 11 Μαΐου 2025

χρονοκτήμονας

Παλιότερα έμπαινα μέσα τους, τώρα είμαι αναγκασμένος να αγοράζω. Το φαντάζομαι και ως εξής: είμαι ο άνθρωπος που εξαγοράζει παρελθόν. Έμπορος ιστοριών. Άλλοι εμπορεύονται τσάι, κορίανδρο, μετοχές, χρυσά ρολόγια, γη... Εγώ τριγυρνάω και αγοράζω παρελθόν στη χονδρική. Πείτε με ό,τι θέλετε, ονομάστε με. Εκείνοι που κατέχουν γη είναι γαιοκτήμονες, εγώ είμαι χρονοκτήμονας, κτήτορας ξένου χρόνου, κάτοχος ξένων ιστοριών και ξένου παρελθόντος. Είμαι αξιοπρεπής έμπορος, ποτέ δεν κάνω παζάρια στην τιμή. Εξαγοράζω μόνο ιδιωτικό παρελθόν, το παρελθόν συγκεκριμένων ανθρώπων. Κάποτε προσπάθησαν να μου πουλήσουν το παρελθόν ενός ολόκληρου κράτους, αρνήθηκα.
Αγοράζω κάθε είδους ιστορίες - για εγκαταλείψεις, για άπιστες συζύγους, για παιδικά χρόνια, για ταξίδια και για την απώλεια προσανατολισμού, για λύπες και ξαφνικές λύσεις... Αγοράζω και ευτυχισμένες ιστορίες, αλλά δεν έχει πολλούς πωλητές ιστοριών τέτοιου είδους. Από την πρώτη λέξη είμαι σε θέση να ξεχωρίσω το μπαγιάτικο από το φρέσκο εμπόρευμα, το αυθεντικό από εκείνο κάποιων απατεώνων που επινοούν ιστορίες και προσπαθούν απλώς να εξοικονομήσουν κάτι επιπλέον. 
Οι περισσότεροι άνθρωποι πουλάνε τις ιστορίες τους για μηδαμινά ποσά, κάποιοι άλλοι απορούν κιόλας που τους προτείνουν λεφτά για κάτι που δεν κοστίζει τίποτα. Άλλοι είναι ικανοποιημένοι μόνο και μόνο που υπάρχει κάποιος να μοιραστεί το βάρος που μέχρι τότε σήκωναν μόνοι τους.
Ποια είναι η δική μου αμοιβή; Χάρη σε μια παλιότερη ασθένειά μου και χάρη στις αγορασμένες ιστορίες μπορώ τώρα να κινηθώ στους διαδρόμους διαφόρων εποχών. Να έχω τα παιδικά χρόνια όλων απ' όσους αγόρασα, να μοιράζομαι τις γυναίκες και τις λύπες τους. Να τα αποθηκεύω όλα στα κιβώτια του Νώε, σ' εκείνο το υπόγειο.

Georgi Gospodinov, "Περί Φυσικής της Μελαγχολίας", Ίκαρος 2018 (μετάφραση Αλεξάνδρα Ιωαννίδου)