Όλα ήταν ένα αρρωστημένο παιχνίδι πλουσίων. Ποιος παρακολουθούσε ποιον, ποιος κρατούσε ποιον με ενοχοποιητικά στοιχεία και ντοκουμέντα για την κρυφή ζωή του, ποιος είχε μπει σε ποιανού το μυαλό κι έβλεπε καρέ καρέ όλη τη συστοιχία των ορμητικών εικόνων που κάνουν γκέλες από τον αμφιβληστροειδή σου στον νωτιαίο μυελό ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου πριν χύσεις, τα πάντα, πούτσους μουνιά βυζιά σβέρκους φακίδες μασχάλες σφαλιάρες νανουρίσματα εφηβαία γραβάτες χειρόφρενα έντομα κάμπιες φίδια ρετσίνι να βγαίνει απ' το έλατο Μπέιλις να μπαίνει στο Καλούα δάχτυλα γλώσσες κωλοτρυπίδες, δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Κάποιος πλήρωνε. Κάποιος διεστραμμένος πλήρωνε για όλα αυτά, και κάποιος διασκέδαζε με την ψυχή του σ' ένα πριβέ παράδεισο τρώγοντας σούσι αυγοτάραχο ξιφία. Ένα φριχτό ατύχημα συνέβαινε εκείνη τη στιγμή στην άλλη άκρη της πόλης, στο επαρχιακό δίκτυο, κάπου στα σύνορά μας, μια σύγκρουση με φοβερό θόρυβο κι αμέσως μετά διπλή έκρηξη κινητήρας-ντεπόζιτο που όμως δεν ήταν κανείς εκεί για να τ' ακούσει. Σιωπή και βουβαμάρα κι ημικρανία απ' τον αυχένα μέχρι τους κροτάφους, ο Λουκάς να μου το 'χει στείλει πίσω τρεις φορές για διορθώσεις και τώρα να πατάω την τελευταία αποστολή πριν πέσω κάτω, η γειτόνισσα απέναντι ολόγυμνη με αντιασφυξιογόνα μάσκα κι εγώ να ψήνομαι, να τρέμω, να μην μπορώ ξαφνικά να κουνηθώ γιατί προφανώς κάπου, κάπως, από κάποιον καριόλη μέσα σ' όλα αυτά, είχα κολλήσει κόβιντ.
Μάκης Μαλαφέκας, "Deepfake", Αντίποδες 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου