Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

το μουτζούρωμα των σελίδων

Ίσως να υποψιάζεσαι ότι κατά κάποιον τρόπο σε προσκαλώ σε μια societatem sceleris, σε μια απόκρυφη εγκληματική ρύθμιση, σε μια σχετικώς ανέντιμη και όχι καθαρή συμφωνία, που δεν της λείπει όμως ο δόλος. Τότε, η ερώτησή σου θα μπορούσε να σε απεικονίσει σαν διπλό ον: επιθεωρητή και ταυτοχρόνως καταδότη. Επειδή, έχοντάς με ανακρίνει, θα μπορούσες να συμπεράνεις ότι υπάρχουν στοιχεία για να με καταγγείλεις σ' εσένα. Λοιπόν, είσαι συνένοχος, ντετέκτιβ, καταδότης, μπάτσος. Αναρωτιέμαι αν αναρωτήθηκες ποτέ γιατί η ευγενική και λίγο κενόδοξη χάρη σου ερμηνεύεται μερικές φορές σαν πονηριά δεσμοφύλακα ή μπάτσου που έμαθε το savoir vivre. Δεν υπάρχει λόγος να πιστέψω ότι γράφω ένα μήνυμα, κάτι που προϋποθέτει έναν παραλήπτη, όσο ανώμαλος κι αν είναι. Δεν καταλαβαίνω όμως αν γράφω ένα βιβλίο, αυτό και μόνο, ή ένα βιβλίο για το βιβλίο που ακόμη δεν έχω γράψει ή αν το βιβλίο που γράφω για ένα άλλο βιβλίο είναι το ίδιο το βιβλίο που πρέπει να γράψω. Πιθανώς να μην του αρμόζει καν η ονομασία βιβλίο, να είναι απλούστατα ένα κουρελόχαρτο, ένας σωρός λέξεων και χαρακτήρων, ένα διαμελισμένο λεξικό. Γράφω ή μουτζουρώνω σελίδες; Θα ήθελα να είναι ξεκάθαρο το εξής: Το να γράφεις είναι ελεεινό, αυτό που μετράει είναι το μουτζούρωμα των σελίδων. Αμφιβάλλω όμως ότι μπορείς να καταλάβεις αυτά τα πράγματα, παρ' όλο που κρατάς στα χέρια σου τη μοίρα μου. Ίσως γι' αυτό δεν καταφέρνω να ελευθερωθώ από την εντύπωση πως είσαι ανόητος.

Giorgio Manganelli, "Τυράννου Εγκώμιο", Γνώση 1994 (μετάφραση Γιώργος Κασαπίδης)

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

καθώς εκτελούσα τους ακροβατισμούς μου

Η βόμβα τους είναι εδώ, αλλά η σχιζοφρένεια περνάει αλλού. Αμέσως, τώρα. Είχα μπει σαν ηλίθιος στο χώρο μιας έκτασης "ιδιωτικής θήρας". η σχιζοφρένεια άναψε/το μυαλό έβραζε/κουνούσα κοροϊδευτικά το πουλί μου/μπροστά στα ανοιχτά σαγόνια της παγίδας που μου είχαν στήσει/Ούτε σε είδα. ούτε με είδες/να όμως που μ' είδαν/Να πάω να κρυφτώ/Πού/Ηθοποιός, λοιπόν, ξανά/ στη μεγάλη οικογένεια του περιπλανώμενου παρανοϊκού θιάσου/.
Με είχαν τσακώσει επ' αυτοφώρω/πάνω στην παρανοϊκή πτήση μου/Η αγωνία γραμμένη στα πρόσωπά τους/καθώς εκτελούσα τους ακροβατισμούς μου/το κορμί στρεβλωμένο/σπασμωδικές χειρονομίες στον αέρα/το γλίστρημα κι η πτώση στο έδαφος/στο πάτωμά τους σέρνομαι σαν ποντικός/Η κουρτίνα που πέφτει/τέλος του θεάματος/Η βροντή σωπαίνει/τέλος/σκαρφαλώνω σ' ένα στεγνό κι αποστειρωμένο σεντόνι/Πάνω μου σκυμμένος ο αξιότιμος κύριος ...όπουλος ή ο αξιότιμος κύριος ...ίδης/κραδαίνει ένα σκαρπέλο/που γλιστράει στη γλυκερή επιφάνεια της φαλάκρας μου/καθώς προχωράει, όμως, ξεφεύγει/δεξιά, αριστερά/κι αλλάζει πορεία/Στην άκρη του σκαρπέλου κολλημένο/αυτό που λένε σχιζοφρένεια/το κομμάτι που αφαίρεσαν από το κεφάλι μου/τώρα πλέει μέσα σε μια μπουκάλα/Για να πλησιάσω/να το δω/με άφησαν και το είδα/τώρα όμως είναι μακριά/πολύ μακριά/σαν ένας κομήτης βρέφος καρφωμένος στο ουράνιο στερέωμα/.
Να τρέχω και να ψάχνω, για να βρω το μέρος και το πρόσωπο, που θα μου δώσουν να καταλάβω, μια για πάντα, ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα, ότι η γη δεν είναι χαμένη, ότι κανείς δεν έπαθε τίποτα, ότι τα πάντα βρίσκονται εκεί που βρίσκονται, στη θέση τους, ότι απέμεινε μια σημαδούρα, κάτι που μπορεί να βοηθήσει ακόμη, ότι δε φτάσαμε στο σημείο μηδέν, έτσι όπως το είχα σκεφτεί σαν ενδόμυχο πόθο μου.

Gregory Berglund, "Σχίζο Τάνγκο", Ανοιχτή Γωνία 1982 (μετάφραση Κώστας Δεληγιάννης)