Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

φιλοσοφικό

Μόνο οι μεγάλες πολιτείες μπορούν να παρουσιάσουν στην φαινομενολογική πνευματικότητα τις ουσιώδεις πτυχές των χρονικών και α-πιθανολογικών συγκυριών. Ο φιλόσοφος, που κάπου κάπου επιβιβάζεται στην ταπεινή και εργαλειώδη ανυπαρξία ενός λεωφορείου S, μπορεί να αντιληφθεί εκεί μέσα, με τη διαύγεια του κωνοειδούς οφθαλμού του, τις φευγαλέες και αποχρωματισμένες όψεις μιας ασεβούς συνείδησης, που κατατρύχεται απ' το μακρύ λαιμό της ματαιοδοξίας και το κορδόνι της άγνοιας. Αυτή η χωρίς πραγματική εντελέχεια ύλη ρίχνεται πολλές φορές στην κατηγορική επιτακτικότητα της ζωικής και αντεγκλητικής ορμής της ενάντια στη νεο-μπερκλεϊανή α-πραγματικότητα ενός σωματικού μηχανισμού απαλλαγμένου συνείδησης. Κατά συνέπεια, αυτή η ηθική στάση παρασύρει τον πιο ασυνείδητο απ' τους δυο προς ένα κενό διάστημα, όπου αποσυντίθεται στα πρωταρχικά και αγκυλωτά του στοιχεία.
Η φιλοσοφική έρευνα συνεχίζεται φυσιολογικά μέσω της τυχαίας αλλ' αναγωγικής συνάντησης του ιδίου όντος, συνοδευόμενου απ' το α-στοιχειώδες και ραπτικό του όμοιο, που το συμβουλεύει να μεταθέσει -μέχρι τελικής συμπτώσεως απόψεων- την έννοια του κουμπιού του παλτού του που, από κοινωνιολογικής απόψεως, είναι πολύ χαμηλά τοποθετημένο.

Raymond Queneau, "Ασκήσεις Ύφους", Ύψιλον 1984 (μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης)

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

στον προηγούμενο αιώνα μιλάμε

Αυτή η πάλη -κι εγώ θέλω να επιμείνω στην πάλη ανθρωπιάς και ιδιοτέλειας- και να θυμίσω ότι είναι νεωτερικό -το είπε η κ. Καλογήρου ήδη- δηλαδή είναι αντιρομαντικό στη σύλληψή του και θέλω να θυμίσω, μάλλον να παραλληλίσω με το ότι οι πιο τολμηροί στίχοι της νεοελληνικής φιλολογίας κατά τον Γ.Π. Σαββίδη είναι σ' ένα ερωτικό ποίημα του Καβάφη που λέει για δύο νέους -δεν έχει σημασία ότι είναι δύο νέοι, ας πούμε ότι είναι και κανονικό ζευγάρι, μας ενδιαφέρει ότι "ο έρωτας των, τα εξαίσια των νιάτα δροσίστηκαν, ζωντάνεψαν, τονώθηκαν απ' τες εξήντα λίρες του χαρτοπαικτείου". Ο ένας είχε πάει και έπαιξε χαρτιά και είχε κερδίσει εξήντα λίρες και επιστρέφει και ο έρωτας τονώνεται, ζωντανεύει και τα λοιπά απ' τις εξήντα λίρες, δηλαδή τα λεφτά τονώνουν τον έρωτα. Αυτοί είναι οι τολμηρότεροι στίχοι, γιατί το γνωστό το ξέρουμε, οι φτωχοί είναι πιο γνήσια ερωτευμένοι και όλα τα υπόλοιπα που ξέρουμε. Και μόνο ο Καβάφης έχει τολμήσει -στον προηγούμενο αιώνα μιλάμε- να το διατυπώσει ευθύτατα, το "δροσίστηκαν, ζωντάνεψαν, τονώθηκαν τα νιάτα" από τα λεφτά. Με την ίδια έννοια και εκείνο το κλίμα είναι κατ' αρχήν αντιρομαντικό, δηλαδή δεν ποντάρει στην αντίθεση φτωχός μεν αλλά Νίκος Ξανθόπουλος, που είναι εύκολο, υπαρκτό αλλά εύκολο, παρά ποντάρει σ' αυτό που είναι πιο τολμηρό, ότι δηλαδή με τα λεφτά είσαι πιο ερωτευμένος. Αυτό δεν το λέει κανείς εύκολα, ούτε στην πραγματική ζωή. Λοιπόν, και ο ανθρωπισμός εδώ, ο υπόκωφος, ο τσεχωφικός για να ακολουθήσουμε τη σκέψη της συναδέλφου, δεν καταργεί την άλλη πλευρά που λέει ότι είμαι ταξιτζής και πρέπει να βγάλω το αγώγι. Παρακαλώ κ. συνάδελφε.

Μίμης Σουλιώτης, "Μου αφήνεις πενήντα δραχμές για τσιγάρα;", Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας 2009

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

αλλά να μην έχει μείνει τίποτα!

Για κακή του τύχη, δε φαινότανε καμιά άμαξα στο δρόμο κι ήταν υποχρεωμένος να πάει με τα πόδια, τυλιγμένος στην κάπα του και καλύπτοντας το πρόσωπό του μ' ένα μαντήλι σαν κάποιος που η μύτη του αιμορραγεί. "Ίσως τα φαντάζομαι όλ' αυτά, μια μύτη δεν μπορεί να εξαφανιστεί έτσι". Πήγε σ' ένα ζαχαροπλαστείο με συγκεκριμένο σκοπό να κοιταχτεί σ' ένα καθρέφτη. Για καλή του τύχη δεν ήταν κανείς στο μαγαζί, οι σερβιτόροι καθάριζαν τις αίθουσες και τακτοποιούσαν τις καρέκλες. Μερικοί κουβαλούσαν δίσκους με ζεστές πίτες. Οι χτεσινές λεκιασμένες με καφέδες εφημερίδες ήταν πεταμένες στα τραπέζια και στις καρέκλες. "Δόξα στο Θεό, δεν είναι κανείς εδώ", σκέφτηκε, "τώρα μπορώ να ρίξω μια ματιά." Πλησίασε δειλά τον καθρέπτη και κοίταξε: "Τι αηδιαστικό!" αναφώνησε φτύνοντας... "Αν τουλάχιστον υπήρχε κάτι στη θέση της μύτης, αλλά να μην έχει μείνει τίποτα!..." Δαγκώνοντας από στενοχώρια τα χείλη του, έφυγε από το ζαχαροπλαστείο κι αποφάσισε ν' αποχωριστεί τη συνήθεια που είχε και να μην κοιτάξει ούτε να χαμογελάσει σε κανένα.
Ξαφνικά, κοκάλωσε δίπλα στο κούφωμα μιας πόρτας, καθώς ένα απίστευτο γεγονός ξετυλιγόταν κάτω από τα μάτια του: μια άμαξα σταμάτησε στην είσοδο, οι πόρτες άνοιξαν, ένας αξιωματικός με στολή βγήκε σκυφτός και ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά. Φανταστείτε τη φρίκη και την κατάπληξη του Κοβάλεφ, όταν αναγνώρισε πως αυτό το άτομο ήταν η ίδια του η μύτη! Αυτό το απίθανο θέαμα τον έκανε να τρικλίζει από κατάπληξη και μόλις που μπορούσε να κρατηθεί όρθιος στα πόδια του, αλλά αποφάσισε, όποιο κι αν ήταν το τίμημα να περιμένει την επιστροφή της μύτης στην άμαξα και παρέμεινε κει τρέμοντας σα να 'χε πυρετό. Πράγματι, δυο λεπτά αργότερα, εμφανίστηκε η μύτη. Φορούσε χρυσοκεντ ημένη στολή με ψηλό, σκληρό κολάρο, πέτσινη κυλότα και ένα σπαθί κρεμόταν στο πλευρό του. Από το φτερωτό καπέλο του ήταν φανερό ότι είχε το βαθμό του κρατικού συμβούλου. Ήταν επίσης φανερό από το παρουσιαστικό του ότι πήγαινε επίσκεψη. Κοίταξε γύρω, φώναξε έρρινα στον αμαξά: "Εδώ!", ανέβηκε στην άμαξα και τ' άλογα ξεκίνησαν καλπάζοντας. 

Никола́й Васи́льевич Го́голь, "Η Μύτη", Κέδρος 1994 (μετάφραση Μήτσος Αλεξανδρόπουλος)

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

ηγεμών εκ δυτικής λιβύης

Άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Aριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν• ήταν μετριόφρων.
Aγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.

Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται•
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ’ οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.

Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά•
κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, "Ποιήματα 1897-1933", Ίκαρος 1984

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

το περιβόλι

Ένα όμορφο και πλούσιο περιβόλι
είχε τότες ο Θειος εις την Ασία,
και για να μην εμπαίνουνε οι διαόλοι
να κάνουνε στα λάχανα ζημία,
μες στσι φράχτες εκεί τσι καλαμένιες
είχε στημένες τσάκες σιδερένιες.

Μα, καθώς ως και τώρα συνεβαίνει,
εκεί που στηούμε τσάκες για ποντίκια,
που πιάνεται ένα, κι άλλο πάλε μπαίνει,
γιατί μποδιέται η τσάκα στα χαλίκια –
έτσι και τότε, εμπαίνανε οι διαόλοι
κι αφανίζανε το μαύρο περιβόλι.

Ανδρέας Λασκαράτος, "Γιατί τα τάλαρα τα λένε τάλαρα", Ημερολόγιον Σκόκου 1911

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

μου αφήνεις πενήντα δραχμές για τσιγάρα

Εκείνα τα χρόνια δούλευα στο αγώγι. Τρίπολη-Αθήνα εξακόσιες δραχμές. Είχα μια κράισλερ, πετούσε. Δέκα τρεις Μαΐου, με το παλαιό. Έκανε μια ζέστη, χρόνια είχα να την θυμηθώ. Μετράω με το παλαιό εγώ. Ήρθε ένας, είχε το παιδί του διφθερίτη. Το είχε κουβαλήσει πρώτα στον Παπαδημητρίου. Σπουδασμένος στη Γαλλία ο Παπαδημητρίου.
Του λέει, Πάρε το αεροπλάνο να το πας στην Αθήνα το παιδί.
Δεν είχαν τα μέσα εδώ. 
Έρχεται αυτός με την γυναίκα του, μπαίνουν στην κούρσα χωρίς συμφωνία. Από πού είσαι; τον ρωτάω.
Από το Βαλτεσινίκο, μου λέει.
Το πατάω εγώ το αυτοκίνητο, τα φώτα αναμμένα, έντεκα το πρωί, άντε δώδεκα. Κάνω δυόμιση ώρες μέχρι των «Παίδων». Τότε, με κείνους τους δρόμους. Σταματάω μπροστά στην πύλη, βγαίνει πρώτα ο άντρας με το αγοράκι αγκαλιά. Θα ήταν ώς τριών ετών. Το πηγαίνει μέσα. Εγώ περίμενα.
Έρχεται καμιά φορά, του λέω τί έγινε;
Μου λέει θα το γλιτώσω, το έμπασαν στο θάλαμο. Μου λέει τί σου χρωστάω;
Τί να του γυρέψω, όσα ήθελα μπορούσα, δεν με είχε συμφωνήσει.
Αλλά με μισό παπούτσι ήτανε.
Του λέω, Είσαι ευχαριστημένος να μου δώσεις πεντακόσιες δραχμές;
Βγάζει ένα πεντακοσιάρικο, εκείνο είχε όλο κι όλο.
Τί είναι, του λέω, τον είδα που δίσταζε.
Μου αφήνεις, λέει, πενήντα δραχμές να πάρω τσιγάρα;
Ντρεπότανε.
Και για ναύλα, να πάω εδώ στο Αιγάλεω, σ’ έναν συγγενή μου;
Του λέω, Δώσ’ μου τέσσερα κατοστάρικα.
Τί να του πω που ήταν με μισό παπούτσι.

Θανάσης Βαλτινός, "Εθισμός στη Νικοτίνη", Μεταίχμιο 2003

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

το σιγάρον

Ώ δροσερόν μου σίγαρον, τίς σ’ έδωκεν την δρόσον,
τίς σ’ έδωκεν την δύναμιν και με δροσίζεις τόσον;
Μην έλαβες την δύναμιν εκ των κομψών δακτύλων,
οπόταν σε συνέθλιβον και σ’ έκαμναν στρογγύλον;
Την δρόσον μήπως σ’ έδωκε με ένα ασπασμόν της,
η γλώσσα, ήτις σ’ έβρεξε με το γλυκύ υγρόν της;
Μήπως κανένα μυστικόν σε είπε, και γνωρίζεις,
κι οπόταν με τα χείλη μου σε πίνω ψιθυρίζεις;
Ειπέ το, σίγαρόν μου, πριν ολοτελώς σε καύσω, 
αν είν’ ωραίον να χαρώ, αν είν’ κακόν να κλαύσω!

Βασίλειος Μιχαηλίδης, "Ασθενής Λύρα", 1882

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

πού είναι τα πουλιά;

Ατσάραντοι και λιάροι κι' αητομάχια
συκοφάγοι και κατσουλιέρες και κοτσύφια
τσουτσουλιάνοι και τσαλαπετεινοί και τσόνοι
καλημάνες και καλατζάκια και τσιμιάλια
τσιπιριάνοι και τσικουλήθρες και σπέντζοι
τετεντίτσες και τουρλουμπούκια και κίσσες
καλοκερήθρες και σηκονούρες και ασπροκόλια
μπεκανότα και δοδόνες και κολοτριβιδόνες
ξυλοτρούπιδες και σπίγγοι και τρουποφράχτες
κοκκινονούρες και τρυγονόλιαροι και μυγουσάκια
γαϊταρίθια κα σβουρίτζια κα σγουρδούλια
θεοπούλια και μυγούδια και σπίνοι;

Πού είναι ο κοκκινολαίμης;

Πού είναι τα παπιά;
Κρινέλια και γερμάνια και ψαλίδες
ξυλόκοτες και μπάλιζες και σουγλοκόλια
γερατζούλια και ντελίδες και μαυρόπαπα
ψαροφάγοι και τουρλίδες και ζαγόρνα
λαγοτουρλίδες και τσιλιβίδια και βουτουλάδες;

Πού είναι ο Μολοχτός κι' ο Πάπουζας;
Η Αβοκέτα κι' ο Καλαμοκανάς;

Πού είναι οι συκοπούλες οι βουλγάρες κι' οι σιταρίθρες
τα βατοπούλια τα κουφαηδόνια κι' οι αερογάμηδες
οι φάσες και οι σπαθομύτες
τα κιρκινέζια κι' οι χαλκοκουρούνες;

Πού είναι ο μπούφος
ο χουχουλόγιωργας κι' ο κούκος
ο νυχτοκόρακας ο γκιόνης κι' ο καράπαπας;

Πού είναι
τα ξεφτέρια τα γεράκια και οι αετοί;

Πού είναι ο Ντρένιος ο Καλογιάννης και ο Μπέτος;

Πού είναι οι Μαυροσκούφηδες;

Γιώργης Παυλόπουλος, "Που είναι τα πουλιά;", Κέδρος 2004

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

πως είχα πάντα δίκιο

Όταν το κατοικήσαμε ήμουνα δώδεκα χρονών
τότε που έμπαινα στις συνεχόμενες φάσεις
της αχαλίνωτης στην αρχή, μετά της λογοκρατούμενης
έπειτα της πολιτικά ελεγχόμενης τρέλας.
Σ’ αυτό με φλόγισαν ιδέες που άλλες έγιναν πράξεις
άλλες πήραν υπόσταση σε γραφτά κάθε λογής
άλλες παραμορφώθηκαν τόσο που με τρομάζουν,
σ’ αυτό ταλαντεύτηκα για καιρό
ανάμεσα στη διακηρυγμένη πίστη
και στην αδιακήρυχτη ακόμα αμφιβολία,
επιθύμησα ταξίδια ως τότε απρόσιτα
καθώς έμενα καθηλωμένος άλλοτε απ’ την αρρώστια
άλλοτε απ’ τις απαγορεύσεις της αστυνομίας
άλλοτε απλώς από έλλειψη χρημάτων,
εκεί αποφάσισα να μην πνίξω άλλο τη φωνή μου
μόνο που η πληρωμή αποδείχτηκε ακριβότερη
απ’ ό,τι ως τότε φανταζόμουν.
Σ’ αυτό ένιωσα πως κάπου με περίμενε
κάτι σημαντικό, κάτι προσωπικό για μένα
που όμως δεν το προλάβαινα γιατί συνεχώς
εμφανίζονταν άλλες προτεραιότητες, καθήκοντα
που φοβόμουν ότι δεν τα εκπλήρωνα όσο όφειλα
αν κι έβλεπα πως οι άνθρωποι γαντζώνονται
στα πόστα και στα γραφεία που αποκτούν
πως οι σύντροφοι εμφανίζονται ή καταργούνται
σύμφωνα με πολιτικές αποφάσεις κι εντολές.
Στο σπίτι αυτό ξεψύχισε ο πατέρας μου, μ’ εμένα
να τρέχω αλλού για φίλους και για κομματικά.
Καθώς ξανασκέφτομαι κι αυτά που λέω
κι αυτά που παραλείπω, αναρωτιέμαι:
Είναι δυνατόν να πίστευα ή και τώρα ακόμα να πιστεύω
πως είχα πάντα δίκιο;

Τίτος Πατρίκιος, Το Σπίτι, Διαβάζω Οκτώβριος 2009

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

μια λίγο διαφορετική εκδοχή

Όσο για τα τοπία με πλαγιές ή τις θέες βουνών, ο ίδιος ο Μωμ ο Χαράκτης έλεγε: «Νομίζω ότι τα φυσικά τοπία είναι ζώα σαν και μας. Ο χείμαρρος που κατεβαίνει με ορμή ή τ’ αυλάκι που ανοίγει είναι σαν το πουλί που γυρνοβολά στον αέρα και τον γάιδαρο που σκαρφαλώνει διστακτικά. Οι οροφές των σκοτεινών σπηλαίων είναι γεμάτες από τις μορφές των αστερισμών. Οι αρκούδες των Πυρηναίων που στέκονται όρθιες στα πίσω τους πόδια είναι πελώριες καραβέλες που κλυδωνίζονται μες στους τυφώνες».
Έχουμε μια λίγο διαφορετική εκδοχή από τον Γκρυνεχάγκεν: «Μια μέρα που σχεδίαζε εικόνες του παραδείσου, καθισμένος πάνω στην ταράτσα του στη Ρώμη, ο συντεχνίτης του, ονόματι Πουαγύ, από την Αμπεβίλ, παρατηρώντας την ακινησία του και το πρόσωπό του που ήταν εξαιρετικά συγκεντρωμένο, του είπε στ’ αστεία: “Πιστεύετε ότι στον παράδεισο θα έχει ανάλογες εκστάσεις;” Αλλά ο Κύριος Μωμ διατήρησε το σοβαρό του ύφος και του είπε ότι ακόμα και στον παράδεισο έτσι θα είναι. “Και τις έχει φανταστεί ο Θεός αυτές τις εκστάσεις;” τον ρώτησε ο Πουαγύ. Ο Κύριος Μωμ του απάντησε στο ίδιο σοβαρό ύφος: “Η ύλη φαντάζεται τα ουράνια. Μετά τα ουράνια φαντάζονται τη ζωή. Μετά η ζωή φαντάζεται τη φύση. Μετά η φύση γεννοβολά και εκδηλώνεται με διάφορες μορφές που κατά πάσα πιθανότητα δεν τις συλλαμβάνει, αλλά τις επινοεί ανασκαλεύοντας τη φωτιά μέσα στο χώρο. Τα σώματά μας είναι μία από αυτές τις εικόνες που έφτιαξε με τη βοήθεια του φωτός”». Ο Γκρυνεχάγκεν συμπληρώνει: «Ο Κύριος Ζελλέ έλεγε για τον Κύριο Μωμ, αστειευόμενος: “Τους χαράκτες δεν τους χαρακτηρίζει η χαριτολογία”. Γερμανικό χιούμορ, όπως λένε οι Ιταλοί».

Pascal Quignard, «Ταράτσα στη Ρώμη», Άγρα 2002 (μετάφραση Θοδωρής Τσαπακίδης)

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

anywhere

Η λογοτεχνία δεν είναι κάπου μόνιμα εγκατεστημένη, είναι νομάδας. Όχι μόνο επειδή μας βάζει να ταξιδεύουμε στον κόσμο αλλά κυρίως επειδή μας σπρώχνει να ταξιδέψουμε στην ανθρώπινη ψυχή. Επίσης είναι διορθωτική, γιατί είναι η μοναδική δυνατότητα που μας παραχωρείται για να αλλάξουμε τα γεγονότα και να διορθώσουμε τη μητριά Ιστορία. Κι αυτό επειδή είναι ο χώρος του δυνατού, της απόλυτης ελευθερίας. Έγκλειστος στο κάστρο του Τωρώ, δίπλα στο Μορλαί, ο Auguste Blanqui, μετά την κατάρρευση της Κομμούνας, παίρνει το αίμα του πίσω από τα γεγονότα που τον είχαν συνθλίψει. Ξεκινώντας από τις θεωρίες περί σύμπαντος του Laplace, και επομένως με ένα καθαρά επιστημονικό σθένος, παρότι επιχειρεί να το εφαρμόσει σε μια απλή υπόθεση, ουσιαστικά ξαναπιάνει την ιδέα του απείρου του Σύμπαντος, του Χρόνου και του Χώρου, και εγγράφει την υπόθεση που κάνει σε ένα πλήθος πιθανών κόσμων, σε ένα πλήθος πιθανών ιστοριών, όπου η καθεμία κατά βάθος είναι ίδια με τον εαυτό της αλλά με διαφορετική κάθε φορά έκβαση. Έτσι, για παράδειγμα, σε έναν απροσδιόριστο χώρο του χωροχρόνου, anywhere, οι ίδιοι οι κομμουνάροι θα έχουν κερδίσει τη μάχη και θα έχουν επιβάλει τα ιδανικά τους, και ο ίδιος ο Μπλανκί, συνεπής προς τον εαυτό του αλλά σε μια από τις πιθανές παραλλαγές του, αντί να νιώσει τη βαθιά πίκρα της ήττας, θα δει το θρίαμβο των ιδανικών του. Το L'Eternité par les astres, βιβλίο μοναδικό και εξαιρετικό ενός μη λογοτέχνη, είναι στην πραγματικότητα μεγάλη λογοτεχνία και, αναμφίβολα, ένα από τα πιο επαναστατικά βιβλία του τέλους του 19ου αιώνα. Χωρίς το οποίο, θα πρόσθετα, ένας μεγάλος συγγραφέας όπως ο Jorge Louis Borges ίσως να μην είχε υπάρξει ποτέ.

Antonio Tabucchi, "Λογοτεχνίας Εγκώμιο", Άγρα 2009 (μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης)