Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

άλλος αίας μαστιγοφόρος

ΦΙΛ. Ο Σοφολογιώτατος έρχεται κατά 'μάς.
ΠΟΙΗΤ. Καλώς τα 'δέχθηκες με την υπομονή σου! εγώ δεν θέλω λόγια μ' αυτόν. Κοίτα πώς τρέχει! Το πηγούνι του σηκώνει την άκρη, ωσάν να ήθελε να ενωθή με τη μύτη. Ω να εγένονταν η ένωσι, και τόσο σφιχτή, 'πού να μην μπορή πλέον ν' ανοίξῃ το στόμα του, για να φωτίση το γένος!
ΣΟΦ. Έφαγα τον κόσμο, φίλτατε, για να σ᾿ εύρῳ· έτρεχα, όπως είναι το χρέος ενός καλού πατριώτη να τρέχει, όταν είναι εις κίνδυνον η δόξα του γένους· ένα βιβλίο θέλει τυπωθή 'γλήγορα, γραμμένο εις τη γλώσσα του λαού τής Ελλάδας, οπού λέγει κακό για 'μας τους σοφούς, και μου κακοφαίνεται. 
ΦΙΛ. Γιατί σου κακοφαίνεται;
ΣΟΦ. Γιατι πολλά μυαλά είναι σωστά, και πολλά όχι· και όσα δεν είναι σωστά, ημπορεί να απατηθούν. Είναι τόσοι χρόνοι οπού σπουδάζω για το κοινόν όφελος της πατρίδας μου, και δεν επιθυμούσα να έβγουν άλλοι να μου τυφλώσουν τους ανθρώπους. Ήλθα σ' εσέ, οπού είσαι σοφός και συ, για να ενωθούμε με όσους συλλογίζονται καλά, και να καταπλακώσουμε αυτόν τον βάρβαρον συγγραφέα.
ΦΙΛ. Και ποιος είναι ο συγγραφέας;
ΣΟΦ. Δεν μου είπαν τ' όνομά του· μου είπαν 'πως είναι ένας νέος, ο οποίος για την κοινή γλώσσα βαστάει πάντα το σπαθί στο χέρι, και, από τη μάνητα τη μεγάλη, ημπορούμε να 'πούμε 'πως εκαταστήθηκε άλλος Αίας μαστιγοφόρος.
ΠΟΙΗΤ. Λοιπόν πάρε τα μέτρα σου, μη λάχη και στον θυμό του σκοτώση πρόβατα και αυτός, και εντροπιασθή.
ΣΟΦ. Ας εντροπιασθή· γι' αυτόν δεν με μέλει· με μέλει για το κοινόν όφελος. 
ΠΟΙΗΤ. Και τι όφελος;
ΣΟΦ. Η γλώσσα σού φαίνεται 'λίγη ωφέλεια; με τη γλώσσα θα διδάξης το κάθε πράγμα· λοιπόν πρέπει να διδάξης πρώτα τες ορθές λέξες.
ΠΟΙΗΤ. Σοφολογιώτατε, τες λέξες ο συγγραφέας δεν τες διδάσκει, μάλιστα τες μαθαίνει από του λαού το στόμα· αυτό τό 'ξέρουν και τα παιδιά.

Διονύσιος Σολωμός, "Διάλογος", Διάττων 2006

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

κάποιος στεναγμός του ανέμου

Η οδός Λαγιετάνα, πλατιά, μεγάλη και καινούρια, διέσχιζε την καρδιά της παλιάς πόλης. Τότε κατάλαβα τι επιθυμούσα: ήθελα να δω τον καθεδρικό ναό τυλιγμένο στη γοητεία και στο μυστήριο της νύχτας. Δίχως να το ξανασκεφτώ, όρμησα μες στη σκοτεινιά των δρομίσκων που τον περιστοιχίζουν. Τίποτα δεν μπορούσε να κατασιγάσει και να θαμπώσει τη φαντασία μου όσο εκείνη η γοτθική πόλη καθώς ναυαγούσε ανάμεσα στα υγρά σπίτια χτισμένα χωρίς στιλ με τα γέρικα πελεκητά λιθάρια τους, που όμως είχαν αποκτήσει μια ιδιαίτερη πατίνα με τα χρόνια, θαρρείς και είχαν μολυνθεί με ομορφιά.
Το κρύο μού φάνηκε πιο έντονο στους στριφτούς δρόμους. Και το στερέωμα μεταμορφωνόταν σε στιλπνές λουρίδες ανάμεσα στις σχεδόν κολλητές ταράτσες. Υπήρχε μια μοναξιά εντυπωσιακή, θαρρείς και όλοι οι κάτοικοι της πόλης είχαν πεθάνει. Στις πόρτες παλλόταν κάποιος στεναγμός του ανέμου. Τίποτα άλλο.

Carmen Laforet, "Άβυσσος", Πατάκης 2007 (μετάφραση Χριστίνα Θεοδωροπούλου)

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

ενός λεπτού σιγή

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπά σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μία φορά;
Είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

Ντίνος Χριστιανόπουλος, "Ανυπεράσπιστος Καημός", Διαγώνιος 1960

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

τα δέντρα με τα κέρατα

Του λόγκου τ' αγριοδάμαλο, πόμαθε να πληγώνει
τα δέντρα με τα κέρατα, και να 'χει το πλατόνι
και το καπρί για σύντροφο, την ερημιά κρεβάτι,
το Λούρο, τ' Ασπροπόταμο κορύτο, νεροκράτη,
να βρέχει τα ρουθούνια του και να δροσολογιέται,
δεν είναι κρίμα, λιγδερό στ' αχούρι να κυλιέται,
ν' αναχαράζει βάρυπνο, να το τρυπούν οι ζάθοι,
και να περνά στον κάματο του λιναριού τα πάθη;

"Φωτεινός", Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Πελεκάνος 2013

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

να μην ακούγεται το λαχάνιασμά του

Κατά ένα περίεργο τρόπο ούτε που σκέφτηκε να της μιλήσει, την άφησε να φύγει και πάλι την ακολούθησε με το νωχελικό βήμα του από απόσταση. Το βράδυ, όταν ξάπλωσε στα παραγεμισμένα πουπουλένια ζεστά παπλώματα, τη φαντάστηκε λίγο λίγο να γδύνεται, να στέκεται γυμνή στο χορτάρι και γυμνή να επιστρέφει στη σκηνή, όπου την περίμενε αυτός. Πίεζε το στόμα του στο μαξιλάρι για να μην ακούγεται το λαχάνιασμά του. Κύματα ηδονής και λαχτάρας τον διαπερνούσαν, τώρα πια ήταν δέσμιός τους, δεν μπορούσε να ξεφύγει πουθενά και σε καμία άλλη σκέψη.
Ευτυχώς ο πατέρας του στο χωριό πήγαινε νωρίς για ύπνο και έτσι πρόλαβε να εγκαταλείψει (από το παράθυρο) το δωμάτιό του τόσο έγκαιρα, που τους πρόλαβε ακόμα να κάθονται και να τραγουδούν γύρω από τη φωτιά που σιγόκαιγε. Δεν είχε την προστασία της φωτιάς, μόνο του σκοταδιού. Τα τσιμπήματα των κουνουπιών ήταν ανυπόφορα, δεν μπορούσε να τα διώξει μην τυχόν και τον ανακαλύψουν. Προσπαθούσε από μακριά, μέσα από τις κιθάρες και τις φωνές, να ξεχωρίσει τη δική της, προσπαθούσε να διακρίνει το πρόσωπό της, ανεπιτυχώς όμως, διότι το λυκόφως είχε σβήσει τις γραμμές όλων των προσώπων.

Ivan Klíma, "Ένα Ερωτικό Καλοκαίρι", Καστανιώτης 2009 (μετάφραση Σόνια Στάμου-Ντορνιάκοβα)

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

που περπάτησαν ποτέ

Όταν το Σάββατο ερχόταν στο οικοτροφείο για να σε πάρει, τα παιδιά του Γυμνασίου μαζεύονταν σαν τις μύγες γύρω από το αμάξι της. Όχι για να θαυμάσουν την παλιά πράσινη Τζάγκουαρ με τις ιταλικές πινακίδες αλλά τις καλλίγραμμες γάμπες της. Όπως έλεγε αργότερα συμμαθητής σου σε κοινούς φίλους: "Η μάνα του είχε τα ωραιότερα πόδια που περπάτησαν ποτέ στο γρασίδι των Αναβρύτων". 

Χάρης Βλαβιανός, "το αίμα νερό", Πατάκης 2014