Ήταν ακόμα καλοκαίρι, και τα παιδιά ζύγωναν πιο κοντά. Ένα αγόρι κατηφόριζε στο πεζοδρόμιο σέρνοντας ξοπίσω του ένα καλάμι για ψάρεμα. Ένας άντρας έστεκε και περίμενε με τα χέρια στερεωμένα στη μέση. Καλοκαίρι, και τα παιδιά του έπαιζαν στην μπροστινή αυλή, μαζί με το φίλο τους, μια παράξενη μικρή τραγωδία δικής τους επινόησης.
Ήταν φθινόπωρο, και τα παιδιά του πιάνονταν στα χέρια στο πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι της κυρίας Ντιμπόζ. Το αγόρι βοηθούσε την αδερφή του να σηκωθεί κι έφευγαν για το σπίτι τους. Φθινόπωρο, και τα παιδιά του έτρεχαν πάνω κάτω στο τετράγωνο, με τις χαρές και τις λύπες της μέρας γραμμένες στα πρόσωπά τους. Κοντοστέκονταν μπρος σε μια βελανιδιά, κατευχαριστημένα, έκπληκτα, ανήσυχα.
Χειμώνας, και τα παιδιά του ριγούσαν έξω από το φράχτη της αυλής, με φόντο ένα φλεγόμενο σπίτι. Χειμώνας, κι ένας άντρας έβγαινε στο δρόμο του· τα γυαλιά του του 'πεφταν και πυροβολούσε ένα σκυλί.
Καλοκαίρι, κι έβλεπε την καρδιά των παιδιών του να ραγίζει.