Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

σαπουνόφουσκες

Ω Μεγαλιότατε! Πώς τα πάντα περιδινούνται και αποσυντίθενται μπροστά στα μάτια μου! Προχωρημένος πια στα χρόνια, ο θάνατος δεν με φοβίζει. Μα με φοβίζει να νιώθω δόλωμα στον στρόβιλο της ιστορίας που δεν καταλαβαίνω. Εκείνους βεβαίως τους γνώρισα. Αξιοθαύμαστοι, ναι, δημιουργοί μεγαλόψυχων και μεγαλόπρεπων παρανομιών, και πώς υπέμειναν με ατσάλινη ψυχή τις πιέσεις της ανάκρισης, και πώς ανέβηκαν στο ικρίωμα σαν γενναίοι. Έστω κι αν, την τελευταία νύχτα, αμφέβαλαν ανθρώπινα για τον εαυτό τους και προσπάθησαν να κρυφτούν πίσω από ψευδείς ευφημισμούς· έστω κι αν, σ' όλη τους τη ζωή, σκέφτονταν περισσότερο τις αλυσίδες παρά τη φήμη τους ως αθλίων, κατά τρόπον ώστε ο Κύριλλος τους επετίμησε δια στόματός μου. Με τον οποίον, αλίμονο, είναι και ο έσχατος εξευτελισμός μου: από την ώρα που μεταμφιέστηκα με τα ρούχα του, μου έτυχε να ταυτίζομαι τόσο, που συχνά να λέω τα λόγια του και να νιώθω τα συναισθήματά του... Συγχυσμένος από τον ίδιο μου τον εαυτό και διεφθαρμένος από τη συναναστροφή μαζί τους, αναρωτιέμαι: Εμείς, οι άνθρωποι, ποιοι είμαστε; Είμαστε πραγματικοί, είμαστε ζωγραφιές; Χάρτινες μεταφορές, αδημιούργητα ομοιώματα, ανύπαρκτες οπτασίες στη σκηνή μιας παντομίμας από στάχτες, σαπουνόφουσκες που βγαίνουν από το καλάμι ενός ταχυδακτυλουργού εχθρού;

Gesualdo Bufalino, "Τα Ψέματα της Νύχτας", Γνώση 1990 (μετάφραση Έφη Καλλιφατίδη)

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

αλλά αφήνει πολλά πίσω του

Ακόμα και όταν κάποιος εδώ πρέπει να χωρίσει από τον άλλον, τα μάτια του λάμπουν από χαρά, γιατί ξέρει ότι σύντομα θα τον ξαναδεί, γεια σου σουσού, ένα γκρίζο σκαθάρι σέρνεται με τα τέσσερα καθώς στρίβει στη γωνία και χάνεται, αλλά αφήνει πολλά πίσω του: μια φιλία και μια ανθρώπινη ποιότητα. Ένα κορίτσι που, ενώ η οικογένεια την πειράζει με καλόβολα αστεία την ώρα του μεσημβρινού φαγητού, πετιέται ξαφνικά πάνω σαν να την τσίμπησε ταραντούλα και υποδέχεται το φίλο της, που τόση ώρα τον περίμενε και που εκείνη τη στιγμή επιστρέφει από μια ορειβασία με αναρρίχηση. Στη συνέχεια ολόκληρη η οικογένεια πάει περίπατο. Τέτοια οικογενειακά εγχειρήματα με τα οποία οι άνθρωποι διασχίζουν μια περιοχή όπως μια πυκνή ομίχλη στα βουνά εκνευρίζουν τον Χανς αφάνταστα. Μανιασμένος σκαλίζει με το κουταλάκι του τα τελευταία υπολείμματα του παγωτού του στο κύπελλο, ξεθυμαίνοντας έτσι πάνω από αθώα παρασκευάσματα. Περιγραφές για διαβάσεις παγετώνων. Αποχαιρετισμός της οικογένειας. Μύηση της "αδερφής" Χριστίνας στην εύθυμη πλάκα. Αναχώρηση για το ταχυδρομείο, μιάμιση ώρα πορεία, ανάπαυση στο μπαρ "Ο θείος Σεπ". Ένα αγόρι που ανεβοκατέβηκε το βουνό. Ένα εντελώς ιδιόμορφο συναίσθημα, που ρέει από μένα σε σένα και από σένα σε μένα. Η γιαγιά που νεύει φιλικά. Βόλτα, κουβέντα, μεσημβρινό φαγητό. Βόλτες στο ξέφωτο όπου υλοτομούν λάρικες. Κάποιος που τίποτα δεν επιθυμεί τόσο όσο να βλέπει γρασίδι και ουρανό. 

Elfride Jelinek, "Οι Αποκλειμένοι", Εκκρεμές 2001 (μετάφραση Λευτέρης Αναγνώστου) 

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

οι λύσεις

Καµιά φορά είµαστε µόνοι. Φαντασιωνόµαστε µια λύση. Ένα ξεπέρασµα τάχα της αβύσσου. Να σταµατήσουµε να ζούµε αέναα περιπλανώµενοι στο κενό. ∆ίπλα µας ρίζες, θεµέλια, αλλά για πολλούς από µας µόνο στέγαστρα ανησυχίας . Η συνείδησή µας; Ένα απλό λάθος που καλούµαστε να το διορθώσουµε . Οι φίλοι, µάς συµβουλεύουν : έτσι γίνεται συνήθως , γιατί για σένα νάναι αλλιώς; Όµως για σένα η σύλληψη της ολότητάς σου έχει κατασπαραχθεί. Πρέπει να υπάρχει ησυχία, ηρεµία. Που πας µε τόσο πάθος; Η παγίδα της µη αυθεντικότητας τυλίγεται και ξετυλίγεται. Το σηµείο της απόλυτης ένωσης ξεµακραίνει ώσπου να γίνει ένα συµβατικό σηµάδι ευτυχίας που το ονοµάζουµε: έρωτα, σύµβαση, βόλεµα ή πιο ποιητικά: ήρεµο αεράκι. Τελειώνοντας η ζωή µας, τελειώνει και η ύβρη για όσα δεν τολµήσαµε. Και η αγάπη; Μια διοικητική λειτουργία που οργανώνει το φαντασιακό µας.

∆ηµήτρης Κ. Παπαϊωάννου, "minima amoralia", Ενδυµίων 2014


Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

όλοι τους

Έχω βαρεθεί αυτή την πόλη που μέσα στο λυκόφως, τούτη τη στιγμή, δεν ανήκει ούτε στη μέρα ούτε στη νύχτα. Όπως, γενικότερα, δεν ανήκει ούτε στην ομορφιά ούτε στην ασχήμια, ούτε στην Ανατολή ούτε στη Δύση, ούτε στη φιλοσοφημένη ραθυμία ούτε στον παραγωγικό ανταγωνισμό. Κι έχω χειρότερα βαρεθεί τους κατοίκους της. Ούτε φτωχοί ούτε πλούσιοι, ούτε ακριβώς πιστοί ούτε ακριβώς άθεοι· έτοιμοι για την απελπισία της αμαρτίας κι ακόμα πιο έτοιμοι για την ωμή εξαγορά της. Στριμωγμένοι διαρκώς, όλοι τους, στο στενό κέντρο της πόλης. Σε βαθμό που να μην ξεχωρίζουν καθόλου, πια, οι ευγενείς από τους άξεστους, οι εργατικοί από τους τυχοδιώκτες, οι ποιητές από τους τραμπούκους. Αλλού, αλλού. Οπουδήποτε αλλού. Κι ας γίνει ό,τι να 'ναι. 

Πέτρος Μαρτινίδης, "Σε περίπτωση Πυρκαϊάς", Νεφέλη 1999 

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020

το άπειρο είναι ακριβώς εκεί

Ο συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες διατείνεται ότι το άπειρο πρέπει να είναι το βασικό θέμα της λογοτεχνίας κι ότι καλύτερο τρόπο για να μην γραφτεί ποτέ λογοτεχνία χαρακτήρων δεν έχει σκεφτεί.
Ο πατέρας μου, σε μια συζήτηση που είχαμε όταν έγινα 17 χρονώ, υπήρξε περισσότερο σαφής: "Τρία πράγματα είναι άπειρα", μου είπε: "η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο, η άμμος της ερήμου, και οι συγγενείς της μάνας σου". Όταν το ανέφερα αυτό στον ποιητή Νίκο Καρούζο, κούνησε το κεφάλι του. "Πού να σου εξηγώ...", σχολίασε. Ο Καρούζος μάς έλεγε επίσης: "Το άπειρο είναι ακριβώς εκεί... Να εκεί!". Κι έδειχνε απ' το καφενείο στην πλατεία Μαβίλη όπου καθόμαστε, απέναντι, πεζοδρόμιο της Βασιλίσσης Σοφίας. Ταύτιζε τρόπον τινά το άπειρο με το "μυθικό απέναντι" στο οποίο αναφέρεται ο Κάφκα στην γνωστή παραβολή του. Αντίθετα, ο συγγραφέας Θεόδωρος Σκαφιδάς, όταν με αφορμή μια συνέντευξη που έδινε του ζητήθηκε η γνώμη του για το άπειρο, είπε: "Εμένα, δουλειά μου είναι να ξυπνάω τα κορόιδα". Έτσι ήταν πάντα ο Σκαφιδάς, κρυψίνους και απότομος.

Ευγένιος Αρανίτσης, "Ιστορίες που Άρεσαν σε Μερικούς Ανθρώπους που Ξέρω", Ίκαρος 1995

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2020

γιατί βρισκόταν;

Εκεί που στεκόταν, στηριγμένος στον κορμό ενός δέντρου της "Γωνιάς" κι απολάμβανε τη γλυκιά νυχτερινή ατμόσφαιρα του Βάλεϋ Φηλντς, ένιωσε ότι το μυαλό του δεν ήταν τόσο ξεκάθαρο. Θυμόταν βέβαια αμυδρά κάποια κουβέντα που είχε με το φίλο του, τον κάπταιν Κέλυ, και που παρουσίαζε πολύ ενδιαφέρον. Μα του είχαν μείνει ακόμα τρεις βασικές απορίες. 
Οι εξής: 
1) Ποιος ήταν; 
2) Πού βρισκόταν; 
3) Γιατί βρισκόταν; 
Προσπαθούσε λοιπόν να δώσει μια λύση σ' αυτό το τριπλό πρόβλημα. Κατά κάποιον τρόπο, ήταν κάτι που απασχολούσε και τον Μάρκο Αυρήλιο. Μόνο που ο κύριος Χοκ είχε ένα πλεονέκτημα παραπάνω απ' το ρωμαίο αυτοκράτορα. Ο τελευταίος αναρωτιόταν γιατί να ζει στον κόσμο των μεγάλων ανδρών, ενώ ο Τζ. Β. Χοκ ήθελε μόνο να μάθει γιατί στηριζόταν σ' ένα δέντρο, που όμως φαίνεται ανήκε σε κάποιον κήπο στα προάστια. 
Προφανώς, σκέφτηκε, για κάποιον λόγο θα πρέπει να βρισκόταν εκεί. Και φαντάστηκε πως, αν ηρεμούσε εντελώς και συγκεντρωνόταν, θα τα θυμόταν όλα. 

P.G. Wodehouse, "To Άτιμο το Χρήμα", Γράμματα 1987 (μετάφραση Βίκυ Μπόμπολα)

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

το ακριβές βάρος των πραγμάτων

Τι περίεργο που είναι Αντόνιο... Να σου μιλήσω για πρώτη φορά εξ ονόματος του Σεφαραδίτη που είμαι, για πρώτη και τελευταία. Να γεννιέμαι και να πεθαίνω με κάθε λέξη, και να έχω πλήρη επίγνωση. Να κλείνω τα μάτια στο δωμάτιό μου, προσμένοντας τις λέξεις του παρελθόντος, να τις αισθάνομαι σιγά σιγά· να 'ρχονται στ' αυτιά μου, να τις ψάχνω με το fener και να καταλαβαίνω πως το ψέμα δεν έχει θέση ανάμεσά τους: στη μουσική αυτών των λέξεων αισθάνομαι πλήρης. Σ' αυτές τις λέξεις, σ' αυτήν τη μουσική δεν υπάρχει μόνο το ακριβές βάρος των πραγμάτων του παρελθόντος, αλλά, έστω και σε λήθαργο, η jalis πραγματικότητα των ημερών.
Δεν υπάρχει, δεν θα υπάρξει πια πραγματικότητα για μένα, γιατί δεν υπάρχει πραγματικότητα παρά μόνο στον λόγο, και τα djudyo πέθαναν μαζί μ' αυτούς που τα μιλούσαν. Ποτέ μου δεν αναρωτήθηκα αν μου άρεσε αυτή η γλώσσα, αν αγαπούσα αυτούς που πέθαναν: αυτοί ήμουν εγώ, αυτοί έμειναν στα βάθη της ψυχής μου.
Και τώρα, πεθαίνοντας μαζί με τη γλώσσα μου, αφήνω τους μουσαφίρηδες να μιλούν με το στόμα μου και να γράφουν με το χέρι μου. Αυτοί γράφουν και αυτοί διαβάζουν. Δεν έχω παρά ν' ακούσω το τι λέγεται σε τούτο το κομματάκι του κόσμου και αν το μεταφέρω στο χαρτί.

Marcel Cohen, "Γράμμα στον Αντόνιο Σάουρα", Νησίδες 1997 (μετάφραση Σάμης Ταμπώχ)

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

μονάχα οι λοξοί

Ο Έντγκαρ απ' το μέρος που καθόταν διάλεγε πάντα να έχει καλή εποπτεία και ν' ακούει το θρηνητικό κάλεσμα απ' τις πεταλούδες. Γύρω του ήταν σαν κουρέλια απλωμένοι στις καρέκλες των διαφορετικών καφέ οι παράξενοι της πόλης. Κανείς άλλος δεν μπορούσε να αντέξει τη φωνή απ' τις πεταλούδες. Μονάχα οι λοξοί. Ανάμεσά τους ήταν και ο Έντγκαρ. Ήταν κι αυτός ένας σκοτεινός. Δεν ήξερε πού ζούσε και εν τέλει αν αυτό που ζούσε ήταν ζωή ή σκλαβιά. Δεν ήξερε τον χώρο και τον χρόνο. Πότε γεννήθηκε και πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε. Ήταν συνήθως θλιμμένος, άλλες φορές σε πανικό, μερικές φορές ξέγνοιαστος και σπάνια ένιωθε ν' αγαπάει όλο τον κόσμο. Το φάσμα των συναισθημάτων της κυκλοθυμίας του ήταν ευρύ. Τα συναισθήματα που εμφανίζονταν συχνότερα ήταν αυτά που συνιστούσαν το εσωτερικό του πένθος. Το πένθος για το θάνατο του αγέννητου εαυτού του. Έβλεπε τους ανθρώπους, θηρευτής θελξικάρδιων βλεμμάτων και σαλεμένων ψυχών. Όταν τον έπιανε αγοραφοβία ή όταν φοβόταν ότι οι άλλοι έβλεπαν στο πρόσωπό του ένα τέρας, κοίταζε πάλι τη λάμπα για να ξεκουραστεί.

Φώτης Θαλασσινός, "Το Άσμα της Φάλαινας", Οδός Πανός 2012 

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

όπως το ψάρι στο νερό

"Εμείς σεβόμαστε προσεκτικά τις επιλογές σας κι έτσι εργαζόμαστε μέσα στα συστήματά σας, ακόμη κι όταν επιδιώκουμε να σας απαλλάξουμε από αυτά", συνέχισε η Μπαμπάκα. "Η Δημιουργία ακολούθησε πολύ διαφορετικό δρόμο από αυτόν που επιθυμούσαμε. Στον κόσμο σας η αξία του ατόμου εκτιμάται πάντα με βάση την επιβίωση του συστήματος, είτε αυτό είναι πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό ή θρησκευτικό - στην ουσία, οποιουδήποτε συστήματος. Στην αρχή ένας, έπειτα μερικοί και τελικά πολλοί θυσιάζονται εύκολα για το καλό και τη συνέχιση της ύπαρξης αυτού του συστήματος. Με τη μία ή την άλλη μορφή, αυτό υπάρχει πίσω από κάθε αγώνα για εξουσία, κάθε προκατάληψη, κάθε πόλεμο και κάθε κατάχρηση μιας σχέσης. Η επιθυμία για εξουσία και ανεξαρτησία είναι πλέον τόσο διαδεδομένη, που σήμερα θεωρείται φυσιολογική". 
"Δηλαδή δεν είναι;"
"Είναι το ανθρώπινο παράδειγμα", πρόσθεσε η Μπαμπάκα, που είχε επιστρέψει φέρνοντας κι άλλο φαγητό. "Είναι όπως το ψάρι στο νερό: κυριαρχεί σε τέτοιο βαθμό, που περνά απαρατήρητη και χωρίς να την αμφισβητεί κανείς. Είναι η μήτρα: ένα διαβολικό σχέδιο στο οποίο έχετε παγιδευτεί, ενώ αγνοείτε πλήρως την ύπαρξή του".

William P. Young, "Η Καλύβα", Κέδρος 2009 (μετάφραση Γιώργος Καστανάρας)

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

το αντίθετο της νεύρωσης

Η σκηνή επαναλαμβάνεται. Έτσι λειτουργεί η νεύρωση: μια σκηνή που επαναλαμβάνεται και επαναλαμβάνεται και επαναλαμβάνεται (περίεργο, αλλά το αντίθετο της νεύρωσης είναι η παρέκκλιση, αν και λίγοι το αντιλαμβάνονται). Έπρεπε να ηρεμήσει. Αποφάσισε να εφαρμόσει μια διανοητική άσκηση ελέγχου που πετύχαινε πάντα: να συντάξει μια λίστα. Η καταμέτρηση πραγμάτων (τα δέκα καλύτερα γκολ που έχει δει στη ζωή του, δέκα τραγούδια που ξεκινούν με α, οι δέκα κοπέλες που θα ήθελε να ρίξει στο κρεβάτι - αυτή η κατηγορία πολλές φορές διευρυνόταν περιλαμβάνοντας ηθοποιούς και μοντέλα του εξωτερικού, του εσωτερικού, της δεκαετίας του '70, του '80, του '90 κ.λπ.) ήταν μια δραστηριότητα που του άδειαζε το μυαλό, που τον παρακινούσε να ξαναβρεί τους φυσιλογικούς του ρυθμούς. Σκέφτηκε, σκέφτηκε, σκέφτηκε και τελικά το βρήκε: "δέκα επαγγέλματα που δεν μπορεί να κάνει ένα άτομο με διχρωματοψία". Δεν υπήρχε αμφιβολία, αυτή τη φορά η νεύρωση τον είχε γραπώσει γερά. "Ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας, αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού, τελωνιακός, πυροσβέστης, φωτογράφος, χαρτογράφος, χημικός, αστυνομικός, οδηγός λεωφορείου, επίσημος ζωγράφος βασιλικής αυλής". Τη στιγμή που ολοκληρώνει τη λίστα, το φανάρι γίνεται κόκκινο, δηλαδή πράσινο. Ξεκινάει. 

Damian Tabarovsky, "Ιατρική Αυτοβιογραφία", Πάπυρος 2009 (μετάφραση Νάντια Γιαννούλια)

Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

πρόσφεραν την ίδια απομόνωση

Για δες που μπορούσε να μιλάει γι' αυτά τα άσχετα πράγματα, διαπίστωσε με κατάπληξη, έστω κι αν ο λαιμός του ήταν ξερός από τη νευρικότητα και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο προφίλ της, που διαγραφόταν στα τελευταία φώτα του δρόμου, τα καθαρά αυστηρά χαρακτηριστικά, το ανεπαίσθητο χαμόγελο, τα μαύρα μαλλιά και το απαλό σχήμα του στιλπνού κότσου που σχημάτιζαν στον αυχένα της. Ύστερα έστριψαν στο σκοτεινό δρόμο κάτω από τα δέντρα και οι προβολείς άρχισαν να ξεκόβουν, από το σκοτάδι μπροστά τους, τον ένα λιγνό κορμό μετά τον άλλο· ήταν λεπτοί σαν χορδές άρπας, τεντωμένες καμπύλες φωτός, που τους προσπερνούσαν ορμητικά και χάνονταν ξανά πίσω, στο σκοτάδι. Κάπου εκεί στα δεξιά τους, πέρα από τη ζώνη των δέντρων, το ποτάμι λαμπύριζε, κρύο κάτω από τα παγερά αστέρια. Το καλοκαίρι υπήρχαν συνήθως εδώ κάτω κάμποσα αυτοκίνητα παρκαρισμένα στις χορταριασμένες άκρες του δρόμου, με ζευγαράκια σφιχταγκαλιασμένα και βυθσμένα στο δικό τους κόσμο, ενώ περισσότερα ζευγαράκια έκαναν βόλτες ανάμεσα στα δέντρα ή ήταν ξαπλωμένα στο χορτάρι δίπλα στην όχθη· τώρα όχι όμως. Οι πίσω σειρές των κινηματογράφων ήταν πιο ζεστές, τα σεπαρέ των καφεμπάρ πρόσφεραν την ίδια απομόνωση. Κανείς δε θα ερχόταν απόψε εδώ. Και, χωρίς τους εραστές, αυτός ο δρόμος ήταν απομονωμένος και ήσυχος. 

Ellis Peters, "Ο Θάνατος και η Εύθυμη Γυναίκα", Άγρωστις 1995 (μετάφραση Ελένη Μπονάτσου)

Τρίτη 4 Αυγούστου 2020

γι' αυτό κοιμάται

Με θυμάται κι αυτό είναι σημαντικό. Δεν ξέρω αν με θυμάται πολύ, αλλά και λίγο να 'ναι μου φτάνει. Πόσο όμορφο είναι το λίγο όταν πιάνεσαι απ' αυτό! Λέω αύριο το απόγευμα που θα 'χω κέφι να στείλω ένα γράμμα. Πάντα ένα γράμμα είναι παρηγοριά για κείνονε που λείπει. Αύριο θα γράψω και θα πω... τι θα πω; Τα νέα μου. Ποια νέα μου; Ο καιρός είναι πολύ κρύος θα πω και χαίρω άκρας υγείας. Είμαι καλά τούθ' όπερ επιθυμώ και δι' υμάς, μάθε ότι ο καιρός εδώ... όχι τα 'πα για τον καιρό, θα πω για τας προσεχείς εκλογάς σε τέσσερα χρόνια. Και τι να πω για τας εκλογάς; Ότι ο κόσμος εδώ μάθε ότι εξύπνησε πια. Στις συγκεντρώσεις των κομμάτων φωνάζανε πολύ και λέγανε διάφορα, το ίδιο και οι εφημερίδες. Δεν αποκλείεται να 'χουμε αλλαγή στας προσεχείς εκλογάς, δηλαδή τόση αλλαγή που να θαυμάξει η Ευρώπη και που να τρίβεις τα μάτια σου αυτά τα πράσινα άβυθα μάτια σου που μου κρατούνε συντροφιά. Πάντως αυτήν την ώρα ο κόσμος κοιμάται, ένας τεράστιος γίγαντας που κοιμάται, του αρέσει ο ύπνος γι' αυτό κοιμάται, είναι και πρόνοια της φύσης γιατί ο γίγαντας έχει τεράστια δύναμη κι έτσι και ξυπνήσει... Πάντως φημολογείται πως ξυπνάει, οι γίγαντες είναι και χαζοί, εν πάση περιπτώσει θα δούμε. Θα σου γράψω αύριο εξάπαντος κι απόψε θα σε ονειρευτώ. Καληνύχτα! 

Ακριβή Παπαλεξανδράτου-Λυμπεροπούλου, "Γυμνοί με τα Χέρια στις Τσέπες", Σύγχρονη Εποχή 1986

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

από πού να το πιάσει

Δεν καταδικάζω τη λεκτική μουσικότητα κι όλα αυτά που συνεπιφέρει με την παραφωνία, την τραχύτητα και την καινοφανή γλυκύτητά της. Όμως, μια πλαστικότητα ψυχής με προσελκύει πολύ περισσότερο. Να αντιτάσσεις τη ζωντανή γεωμετρία στη διακοσμητική γοητεία των προτάσεων. Να έχεις στιλ κι όχι ένα στιλ. Ένα στιλ που δεν θα επέτρεπε την αντιγραφή του από κανέναν. Που να μην ήξερε κανείς από πού να το πιάσει. Ένα στιλ που θα γεννιόταν από το κόψιμο ενός κομματιού μου, από μια σκλήρυνση της σκέψης κατά το δύσκολο πέρασμά της από τον εσώκοσμο στον εξώκοσμο. Μ' ένα σαστισμένο σταμάτημα όπως του ταύρου όταν μπαίνει στην αρένα. Να εκθέσουμε τα φαντάσματά μας στο νερό μιας αποκρυσταλλωτικής πηγής, όχι να μάθουμε πώς να ψιλοδουλεύουμε πολύπλοκα αντικείμενα, αλλά να απολιθώσουμε, καθώς περνά, καθετί όμορφο που βγαίνει από μέσα μας. Να δώσουμε όγκο στις αφηρημένες έννοιες. 

Jean Cocteau, "To Όπιο", Αιγόκερως 2007 (μετάφραση Άρης Σφακιανάκης)

Κυριακή 5 Ιουλίου 2020

δαχτυλοβρεκτήρας κυλινδρικός

Βλεπόμαστε τα Σάββατα. Συνήθως στέκεται έξω απ' τη βιτρίνα του χαρτοπωλείου και περιμένει. Πάνω από το κεφάλι της βρίσκονται δυο σειρές κίτρινα γράμματα, αυτοκόλλητα. "Δαχτυλοβρεκτήρας κυλινδρικός". Με ρώτησε εντέλει τις προάλλες τί σημαίνει. Πώς να της εξηγήσω; Μίλησα όπως μπορούσα για ένσημα, φακέλλους, γραμματόσημα. Βάλθηκε τότε να κλαίει σιγανά. Σειρήνες περιπολικού ακούστηκαν ξάφνου δίπλα μας και την έσπρωξα με βία επάνω στη βιτρίνα. Τη φίλησα, ώσπου ησύχασαν όλα γύρω. "Σήμερα μην πληρώνεις", είπε. Όλη τη νύχτα περπατούσαμε, η Όλγα μιλούσε ρώσικα κι εγώ έκανα πώς καταλαβαίνω.

Ούρσουλα Φώσκολου, "Το Κήτος", Κίχλη 2016

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020

αναλόγως με τις απαιτήσεις της μάχης

Έπρεπε να τους χώσουν, έναν έναν, ανάμεσα από τα σίδερα του κλουβιού, στο κάθε κάγκελό του, και με τη βοήθεια της Ακτίνας, να τους κρατήσουν ακίνητους, με δύο ή τρεις άντρες να τους συγκρατούν από κάθε άκρη, με στόχο να σχηματίσουν ένα φράγμα κατά μήκος και σε όλο το ύψος του τετραγώνου, σε διάφορα επίπεδα και σημεία αναλόγως με τις απαιτήσεις της μάχης εναντίον των δύο θηρίων, και ταυτόχρονα να προσέχουν ώστε να μη δυσκολεύουν ή εμποδίζουν τις κινήσεις του Διοικητή και των άλλων τριών πιθήκων, σ' έναν διαβολικό ακρωτηριασμό του χώρου, σε τρίγωνα, τετράγωνα, τραπέζια, παραλληλόγραμμα, σε παράλληλες, διαγώνιες και κάθετες γραμμές, πολλές γραμμές, κάγκελα κι άλλα κάγκελα, ώσπου να εμποδίσουν πια κάθε κίνηση των μονομάχων και να τους ακινητοποιήσουν σταυρωμένους μέσα στο τερατόμορφο σχήμα εκείνης της γιγάντιας ήττας της ελευθερίας από το χέρι της γεωμετρίας.

José Revueltas, "Η Τρύπα", Ακυβέρνητες Πολιτείες 2019 (μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος)

-αναμφίβολα, πιστεύοντας-


Κυριακή 31 Μαΐου 2020

ήταν λες κι έβλεπα παιδικά

Στη μέση της κηδείας μπήκε ένας παππούς με έναν κόκορα. Έκατσε εκεί που κάθεται ο ψάλτης κανονικά, αλλά κανένας δεν καθόταν πριν. Εκεί έκατσε μαζί με τον κόκορα, που τον είχε δεμένο μ' ένα σκοινί από το λαιμό. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράμα κι άλλαξα θέση για να τον βλέπω καλύτερα, οι άλλοι ούτε που κουνήθηκαν, γιατί μάλλον τον έβλεπαν κάθε μέρα να περπατά και να τραβά με το σκοινί τον κόκορα. Όποτε ο παπάς έλεγε αμήν, ο κόκορας έκανε ένα κικιρίκου, μόνο ένα, όχι πολλά. Μετά ξανά αμήν ο παπάς, ξανά κικιρίκου κι ο κόκορας. Δεν καταλάβαινα τι συμβαίνει, αλλά μ' άρεσε, ήταν λες κι έβλεπα παιδικά. Ο παπάς συνέχιζε την κηδεία.
Φαντάστηκα πάλι τον πεθαμένο να σηκώνεται και να φωνάζει πως κανείς δεν μπορεί εδώ να πεθάνει με την ησυχία του και ξαφνικά ο παπάς αντί να διώξει τον κόκορα να αρχίζει κι αυτός τα κικιρίκου και όλος ο κόσμος κικιρίκου και ο πεθαμένος να έβγαινε απ' το φέρετρο και να 'φευγε απ' τα νεύρα του και να πήγαινε να θαφτεί μόνος του.
Τίποτα από αυτά που σκεφτόμουν δεν έγινε και η κηδεία συνέχισε κανονικά με τον κόκορα να κάνει αυτά που ήθελε να κάνει, χωρίς κανένας να γκρινιάζει κι εγώ σήκωνα την μπλούζα και γελούσα κρυφά και στο τέλος ρώτησα τον μπαμπά και μου 'πε πως τρελός αυτός με τον κόκορα, αλλά δεν πειράζει κανέναν κι εγώ τον ρώτησα αν και ο κόκορας τρελός, αλλά δεν ήξερε να μου πει και του είπα ακόμη πως όταν θα μεγαλώσω θέλω κι εγώ κόκορα να πάρω και αυτός είπε πως, πριν πάμε στο Σπίτι Παιδιού, θα περάσουμε από τον μπακάλη να πάρουμε γάλα και ν' αφήσω τα κοκόρια κατά μέρος.
Το πρωί, αφού ήπια το γάλα, φώναξα κιρικίρου. "Τι 'ναι αυτά;" με ρώτησε η μαμά. Πήρα την τσάντα στους ώμους και ξεκίνησα για το σχολείο. Κικιρίιιιικου!

Κυριάκος Συφιλτζόγλου, "Σπίτι Παιδιού". Αντίποδες 2019

Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

το απόλυτο έπαψε να υπάρχει

Ας φανταστούμε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή που παίζει σκάκι και που προϋπολογίζει απεριόριστο αριθμό κινήσεων. Ο άνθρωπος πρέπει να παίξει σκ'άκι με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, δεν μπορεί να παρατήσει το παιχνίδι, δεν μπορεί να το διακόψει και πρέπει αναγκαστικά να χάσει. Χάνει τίμια, αφού χάνει σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού. Χάνει επειδή έκανε κάποιο σφάλμα. Αλλά δεν μπρούσε να κερδίσει.
Ο άνθρωπος που χάνει στο σκάκι παίζοντας μ' έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή που αυτός ο ίδιος τροφοδότησε με πληροφορίες, που αυτός τον "έμαθε" να παίζει, δεν είναι πια τραγικός ήρωας. Αν παίζει έτσι σκάκι από τη στιγμή που γεννιέται ώσπου πεθαίνει, και αν πρέπει να χάνει, θα είναι το πολύ πολύ ένας τραγικό-γκροτέσκος ήρωας. Το μόνο που απόμεινε από τον τραγικό κόσμο είναι η κατάσταση της "ενοχής του αθώου", ο παίχτης που αναπότρεπτα θα ηττηθεί και το αναπόφευκτο σφάλμα. Αλλά το απόλυτο έπαψε να υπάρχει. Το αντικατέστησε ο παραλογισμός της ανθρώπινης κατάστασης.
Αυτός ο παραλογισμός δεν βρίσκεται στο γεγονός ότι οι μηχανισμοί που δημιούργησε ο άνθρωπος είναι κάτω από ορισμένες συνθήκες πιο ισχυροί και μάλιστα πιο έξυπνοι από τον άνθρωπο. Βρίσκεται στο γεγονός ότι οι μηχανισμοί αυτοί δημιουργούν αναγκαστικές καταστάσεις που υποχρεώνουν τον άνθρωπο να παίζει σ' ένα παιχνίδι όπου οι πιθανότητες της ολοκληρωτικής του συντριβής μεγαλώνουν ολοένα. Η χριστιανική αντίληψη για το τέλος του κόσμου, με τη Δεύτερα Παρουσία και τον διαχωρισμό τον δικαίων από τους αδίκους, είναι παθητική. Το τέλος του κόσμου από μια τεράστια βόμβα είναι βέβαια εντυπωσιακό, αλλά πάντως γκροτέσκο. Ένα τέτοιο τέλος του κόσμου, τόσο για τους Χριστιανούς όσο και τους Μαρξιστές, είναι πνευματικά απαράδεκτο. Θα είταν ένα τέλος μπουφονικό.

Yan Kott, "Σαίξπηρ, ο Σύγχρονός μας", Ηριδανός 1970 (μεταφραση Αλέξανδρος Κοντζιάς)

Σάββατο 2 Μαΐου 2020

ο σάντσο πάντσα ρωτά

Κατηγορούν τα πουλιά για ελαφρότητα. Μα, μόνο ένα πουλί θα μπορούσε να είναι αρκετά αγνό, αρκετά εγωιστικό, αρκετά εγκληματικό. Το κορμί τραγουδά με τα δάχτυλά του. Μιαν αγκαλιά σχηματίζει αμερόληπτα το δεσποτισμό της πάνω στην παρδαλή μου φιγούρα. Και το σκυλίσιο μου κολάρο θα βγάλω όπως με μια σπανιόλικη κίνηση το παγόνι βγάζει τα φτερά του και τα καρφώνει στα βασίλεια της ποίησης. Που να τα ξέρουν αυτά οι θρησκευόμενοι μαλάκες και οι απατεώνες διαβητικοί! Ανάμεσα στα τόσα καλά της εξτρεμιστικής μου νεότητας το αποκορύφωμα της ποιητικής μου χοντροκοπιάς. Ένα κτήνος πολύ λίγο ενδιαφέρεται για τις καταστάσεις που το ερεθίζουν. Το ένστιχτο είναι τυφλό, λειτουργεί χοντρικά. Οι μεγαλοφυείς έρωτες απαιτούν και μεγαλοφυείς εραστές. Αφήστε το πνεύμα ελεύθερο να απομυζήσει ότι του αρέσει. Να γίνει τέχνη αιμομικτική, από μιαν αγάπη του εαυτού για τον εαυτό. Ζαχαρωτά και τουλίπες και ανεμόμυλοι. Τώρα που αρχίζει να φαίνεται ο θανατόκοσμος κτηνοβασίες αλυσίδες βρισιές, ο Σάντσο Πάντσα ρωτά: Δον, τι ανεμόμυλος είναι αυτός που αλέθει εκεί κάτω; Τι αλέθει Δον, και ποιος προσέχει τη μυλόπετρα;

Αντώνης Αντωνάκος, "13 τρόποι να κοιτάξεις το διάβολο στα μάτια την ώρα του σεξ", Αδέσποτος Σκύλος 2019

Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

άπιαστο

Τα γεγονόταν που εκτυλίσσονται στο "Γκραντ Οτέλ" δεν αποτελούν ποτέ ολόκληρα, ξεχωριστά, καθορισμένα πεπρωμένα: δεν είναι παρά κομμάτια τους, τμήματά τους, αποσπάσματά τους: Στα κλειστά δωμάτιά του ζουν άνθρωποι, κοινοί ή ενδιαφέροντες, άνθρωποι που πέφτουν - δίπλα-δίπλα συγκατοικούν η ευδαιμονία κι η καταστροφή. Η περιστρεφόμενη πόρτα γυρίζει, κι αυτό που συμβαίνει ανάμεσα σε μιαν άφιξη και μιαν αναχώρηση δε σχηματίζει ποτέ ένα ενιαίο σύνολο. Ίσως, εξάλλου, να μην υπάρχουν στον κόσμο αδιάσπαστα πεπρωμένα, μα μονάχα κάτι το παραπλήσιο: αρχές που δε θα 'χουν συνέχεια, καταλήξεις των οποίων δεν προηγήθηκε καμιά αρχή. Αυτό που φαίνεται τυχαίο διέπεται συχνά από νόμους. Κι αυτό που συμβαίνει στη ζωή δεν είναι διόλου ακλόνητο, σαν τις κολόνες ενός κτιρίου, ούτε καταστρώνεται σα το σχέδιο μιας συμφωνίας, ούτε μετριέται σαν την τροχιά των άστρων - αλλά, αντίθετα, είναι, στην ανθρώπινη φύση του, πιο γρήγορο και πιο άπιαστο απ' τις σκιές των σύννεφων που περνούν πάνω από ένα λιβάδι... Αν επιχειρούσε κανείς ν' αφηγηθεί τι είδε πίσω απ' τις κλειστές πόρτες των δωματίων του ξενοδοχείου, θα διέτρεχε τον κίνδυνο να ταλαντευτεί ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, σαν να ισορροπούσε πάνω σ' ένα τεντωμένο σχοινί...

Vicki Baum, "Γκραντ Οτέλ", Ψυχογιός 1983 (μετάφραση Δημήτρης Ζορμπαλάς)

Τρίτη 14 Απριλίου 2020

το εξαφανισμένο παιδί

Ένα-δύο-τρία φόρα πήραν, βούτηξαν με τη λαχτάρα στο στόμα και τ’ αλάτι της θάλασσας στον ουρανίσκο.
Κοντά τους πήγα να τρέξω, μα χάρτινα τα πόδια και
διαλύθηκα.
Φώναξα «παίξτε με κι εμένα, παίξτε με!» όμως απέμεινα με τη λαχτάρα στο στόμα και τ’ αλάτι των δακρύων στον ουρανίσκο.
Όλα ήταν στη θέση τους: το γαλάζιο, τα βραχάκια· ακόμα και των φυκιών το ιριδίζον, απαράλλαχτο το χρώμα.
Μα η αναπνοή, η αναπνοή μου, η πιo βαθιά φουρτούνα κι εγώ, ανυπόστατη αγορίστικη ιδέα,
το τίποτα.

Ειρήνη Βακαλοπούλου, "Existential Angst", Βακχικόν 2013

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

τα βαποράκια

Η Ελλάδα είναι μια χώρα γκαμπριολέ. Καλοκαιρινή. Το χειμώνα υποφέρει. Οι μουσαμάδες της μπάζουν. Το καλοφιφέρ της ζεσταίνει μόνο τους μπροστινούς. Τα γυναικόπαιδα στα πίσω καθίσματα βρέχονται και τουρτουρίζουν. Όσο για μας, στο πορτ-μπαγκάζ, που προσπαθούμε να περάσουμε τα σύνορα, έχουμε πολύ λίγες πιθανότητες, αλλά δεν το βάζουμε κάτω. Εμείς, τα βαποράκια του ελληνισμού, θα την παραδώσουμε την παραμυθένια βαλίτσα έστω κι αν χρειαστεί να διασχίσουμε ολόκληρη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Κι αν ακόμα είσαι ένας απ' αυτούς που ξεφτιλίστηκαν σήμερα στα πεζοδρόμια της Συγγρού περιμένοντας τον Κολόμπο σοσιαλιστή που πέρασε για να εισπράξει το νταβατζηλίκι του παραθυρένιου διορισμού των παιδιών σου, μην απελπίζεσαι και δεν θ' αργήσεις κοντά μου να 'ρθεις μια χαραυγή. Καινούρια αγάπη να μου ζητήσεις. Κάνε λιγάκι υπομονή.

Τζίμης Πανούσης, "Η Ζάλη των Τάξεων", Γνώσεις 1989

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

το κλουβί

Η πόρτα ανοίγει και μου ορμά. Με κολλά στον γεμάτο συνθήματα τοίχο. Το δέρμα του μυρίζει πηλό. Καλύπτει την οσμή της τουαλέτας. Χώνει τη γλώσσα του στο στόμα μου. Γεύομαι πηλό. Πιέζει με το κορμί του το δικό μου και χουφτώνει τον κώλο μου.
Φέρνω τα χέρια μου στα ασημένια, μακριά μαλλιά. Η μαύρη μάσκα καλύπτει το περίγραμμα των ματιών του, ένα μέρος της μύτης του και τους κροτάφους του. Σταμάτια του λάμπουν κυπαρίσσια. Ένα μοναδικό χρώμα. Ανοίγει το τζιν του και το όργανό του πετάγεται με ορμή έξω. Ανοίγω τα πόδια και εκείνος με σηκώνει ψηλά. Τραβάει το εσώρουχό μου στο πλάι και χώνεται μέσα μου. 
Παράδεισος. Αυτός είναι ο παράδεισος που ψάχνω. Το μυαλό μου δραπετεύει από το κλουβί όπου είχα κλειστεί. Η νέα μου θρησκεία, θα γίνει αυτός. Όσο σπρώχνει μέσα μου βαθύτερα, μου μεταφέρει την καύλα του και η νέα μου πίστη δυναμώνει.

Αφροδίτη Καριοφύλλη, "Σκοτεινό Ερωτικό Ξέσπασμα", Πηγή 2020

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

να υγροποιείται και να γίνεται πηγή

Νιώθω ανούσια τα πάντα. Ακούω τουθς χτύπους της καρδιάς μου υποτονικούς κι ανησυχώ. Η ψυχή μου, το κορμί μου ποθούσε να αγκαλιάσει το σταρένιο της δέρμα, που είχε την αθωότητα της ηδονής. Δεν ήθελα ν' ανοίξω διάλογο με τη δική μου φλογέρα αναρωτώντας την γιατί δεν ησυχάζεις. Να κάνω περιττές ερωτήσεις που θα φλόγιζαν τη στιχουργική μου ευκολία. Τ' έχεις, καημένη και βογκάς, και κλαις και αναστενάζεις σ' όλη αυτή την ερημιά, σ' όλη αυτή τη νύχτα, και λες τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο. Διψούσα λέξεις φλογισμένες που θα δρόσιζαν την έξαψη του σώματος. Άρχισα να απαγγέλω τον Σταυραετό, παρακαλώ σε... Αργά οι στίχοι, βασανιστικά. Προσδοκούσα πως κάθε στίχος θα δυνάμωνε την επιθυμία μου, που θα έφτανε στην Τσουκαρέλα. Να την ακούσει ο Σταυραετός, να με πάρει κι εμένα στα φτερά του, να κοιμηθώ μια νύχτα πλάι της, να νιώθω τον πόθο να εξατμίζεται στο τέλος της διαδρομής, να υγροποιείται και να γίνεται πηγή που να υγραίνει τη ζωή μου.

Εύαγγελος Αυδίκος, "Οδός Οφθαλμιατρείου", Εστία 2019

Κυριακή 1 Μαρτίου 2020

the scene becomes clear

Η πλάτη του ακουμπάει απαλά στην άμμο του βυθού. Δεν τρομάζει. Είναι πλήρως χαλαρωμένος. Το κορμί του παραμένει ακίνητο να κοιτάζει ψηλά. Στην εικόνα της επιφάνειας που λαμπυρίζει παρεμβάλλονται ημιδιάφανες μορφές σαν ανθρώπινες μέδουσες, που το περίγραμμά τους αλλάζει σε κάθε τους κίνηση μέσα στο νερό. Οι ηλιαχτίδες περνούν πια και μέσα από το δικό τους πρίσμα και αλλοιώνονται όλο και περισσότερο. Όλα είναι διάφανα εκεί κάτω... ακόμη και ο ίδιος.
Κοιτάζει το χέρι του με κάποιον τρόπο χωρίς να κουνηθεί. Είναι κι εκείνο διάφανο. Το βλέμμα του ταξιδεύει σε όλο του το κορμί. Είναι κι εκείνο διάφανο. Είναι ολόκληρος ένα ζελατινώδες πλάσμα που προσπαθεί να κρατήσει την ανθρώπινη υπόστασή του. Μπορεί και κοιτάζει τον εαυτό του ολόκληρο. Δεν ξέρει πώς, αλλά μπορεί. Χωρίς να έχει βγει από το σώμα του. Διατηρώντας ακόμη αυτή την παράξενη μορφή.

And as I draw near
The scene becomes clear
Like watching my life on a screen

Δεν ξέρει πού είναι ούτε πώς βρέθηκε εκεί, αλλά νιώθει υπέροχα. Οποιαδήποτε ανάμνηση έχει χαθεί.

Μάριος Δημητριάδης, "Φωνές από την Άβυσσο", Bell 2020

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

ακατάπαυστα

Το πήρε έτσι όπως ήταν ανοιχτό και άρχισε να το διαβάζει. Στην αρχή δεν κατάλαβε πολλά, αλλά συνέχισε γιατί ήταν περίεργος. Ήταν ένα βιβλίο με ποιήματα. Διαβάζοντας, άλλα καταλάβαινε και άλλα όχι. Γυρνούσε τις σελίδες και διάβαζε κομματιαστά. πέρασε πολλή ώρα και σήκωσε απορημένο το βλέμμα του κοιτάζοντας γύρω.
-Βρε-βρε, μονολόγησε, για δες, που ήταν όλα αυτά και εγώ δεν τα έβλεπα;
Να τα ψηλά χορτάρια, σαν ξανθά μαλλιά κυμάτιζαν ανατριχιάζοντας. Το αεράκι σαν χέρι απαλό του χάιδευε το πρόσωπο. τα τζιτζίκια παίζαν τα βιολιά τους και οι πεταλούδες διάφανες και μαύρες του έγνεφαν κουνώντας τα φτερά τους. Οι σηταρήθρες είχαν στήσει χορό πιο πέρα, όχι πια τσιρίζοντας, αλλά τραγουδώντας φέρνοντάς του παιδικές ξεχασμένες μνήμες.
Στα πόδια του ακατάπαυστα δούλευαν τα μυρμήγκια και χίλια δυο μικρολούλουδα μοσχοβολούσαν. Τι χρώματα που είχαν! Υπήρχαν και πριν; Τα πατούσε χωρίς να τα βλέπει; Ακολούθησε μια αλυσίδα πράσινες κάμπιες που από ένα πεύκο πιο πέρα, πήγαιναν άραγε για πού;

Λιλή Χ. Τσουρνάβα, "Ο Δρόμος της Αλόννησος", Αυτοέκδοση 2020

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

χρειάζομαι μια λέξη

Ζήτησες ένα ρήμα
Χρειάζομαι μια λέξη, είπες, για να στεγάσει τα αισθήματα
Πώς να πορεύομαι ακαθοδήγητος;
"Ζούμε" είναι το ρήμα, η λέξη είναι "Ζωή"
Αυτή μας ζήτησε να τη δεξιωθούμε
Με ό,τι μαζέψαμε χρόνους πολλούς,
ψιμύθια και υπάρχοντα, έτσι απλά, να τη δεχθούμε
Αποδεχθήκαμε την πρόσκληση με την ψυχή ανοιχτή, άδολη
την καρδιά,
ακμαία το όνειρα, το σώμα έτοιμο
Τώρα, όλα είναι πιθανά

Έλενα Ψαραλίδου, "Θυμητάρι Ενός Ερημοναύτη", Αυτοέκδοση 2014

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

το μουτζούρωμα των σελίδων

Ίσως να υποψιάζεσαι ότι κατά κάποιον τρόπο σε προσκαλώ σε μια societatem sceleris, σε μια απόκρυφη εγκληματική ρύθμιση, σε μια σχετικώς ανέντιμη και όχι καθαρή συμφωνία, που δεν της λείπει όμως ο δόλος. Τότε, η ερώτησή σου θα μπορούσε να σε απεικονίσει σαν διπλό ον: επιθεωρητή και ταυτοχρόνως καταδότη. Επειδή, έχοντάς με ανακρίνει, θα μπορούσες να συμπεράνεις ότι υπάρχουν στοιχεία για να με καταγγείλεις σ' εσένα. Λοιπόν, είσαι συνένοχος, ντετέκτιβ, καταδότης, μπάτσος. Αναρωτιέμαι αν αναρωτήθηκες ποτέ γιατί η ευγενική και λίγο κενόδοξη χάρη σου ερμηνεύεται μερικές φορές σαν πονηριά δεσμοφύλακα ή μπάτσου που έμαθε το savoir vivre. Δεν υπάρχει λόγος να πιστέψω ότι γράφω ένα μήνυμα, κάτι που προϋποθέτει έναν παραλήπτη, όσο ανώμαλος κι αν είναι. Δεν καταλαβαίνω όμως αν γράφω ένα βιβλίο, αυτό και μόνο, ή ένα βιβλίο για το βιβλίο που ακόμη δεν έχω γράψει ή αν το βιβλίο που γράφω για ένα άλλο βιβλίο είναι το ίδιο το βιβλίο που πρέπει να γράψω. Πιθανώς να μην του αρμόζει καν η ονομασία βιβλίο, να είναι απλούστατα ένα κουρελόχαρτο, ένας σωρός λέξεων και χαρακτήρων, ένα διαμελισμένο λεξικό. Γράφω ή μουτζουρώνω σελίδες; Θα ήθελα να είναι ξεκάθαρο το εξής: Το να γράφεις είναι ελεεινό, αυτό που μετράει είναι το μουτζούρωμα των σελίδων. Αμφιβάλλω όμως ότι μπορείς να καταλάβεις αυτά τα πράγματα, παρ' όλο που κρατάς στα χέρια σου τη μοίρα μου. Ίσως γι' αυτό δεν καταφέρνω να ελευθερωθώ από την εντύπωση πως είσαι ανόητος.

Giorgio Manganelli, "Τυράννου Εγκώμιο", Γνώση 1994 (μετάφραση Γιώργος Κασαπίδης)

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

καθώς εκτελούσα τους ακροβατισμούς μου

Η βόμβα τους είναι εδώ, αλλά η σχιζοφρένεια περνάει αλλού. Αμέσως, τώρα. Είχα μπει σαν ηλίθιος στο χώρο μιας έκτασης "ιδιωτικής θήρας". η σχιζοφρένεια άναψε/το μυαλό έβραζε/κουνούσα κοροϊδευτικά το πουλί μου/μπροστά στα ανοιχτά σαγόνια της παγίδας που μου είχαν στήσει/Ούτε σε είδα. ούτε με είδες/να όμως που μ' είδαν/Να πάω να κρυφτώ/Πού/Ηθοποιός, λοιπόν, ξανά/ στη μεγάλη οικογένεια του περιπλανώμενου παρανοϊκού θιάσου/.
Με είχαν τσακώσει επ' αυτοφώρω/πάνω στην παρανοϊκή πτήση μου/Η αγωνία γραμμένη στα πρόσωπά τους/καθώς εκτελούσα τους ακροβατισμούς μου/το κορμί στρεβλωμένο/σπασμωδικές χειρονομίες στον αέρα/το γλίστρημα κι η πτώση στο έδαφος/στο πάτωμά τους σέρνομαι σαν ποντικός/Η κουρτίνα που πέφτει/τέλος του θεάματος/Η βροντή σωπαίνει/τέλος/σκαρφαλώνω σ' ένα στεγνό κι αποστειρωμένο σεντόνι/Πάνω μου σκυμμένος ο αξιότιμος κύριος ...όπουλος ή ο αξιότιμος κύριος ...ίδης/κραδαίνει ένα σκαρπέλο/που γλιστράει στη γλυκερή επιφάνεια της φαλάκρας μου/καθώς προχωράει, όμως, ξεφεύγει/δεξιά, αριστερά/κι αλλάζει πορεία/Στην άκρη του σκαρπέλου κολλημένο/αυτό που λένε σχιζοφρένεια/το κομμάτι που αφαίρεσαν από το κεφάλι μου/τώρα πλέει μέσα σε μια μπουκάλα/Για να πλησιάσω/να το δω/με άφησαν και το είδα/τώρα όμως είναι μακριά/πολύ μακριά/σαν ένας κομήτης βρέφος καρφωμένος στο ουράνιο στερέωμα/.
Να τρέχω και να ψάχνω, για να βρω το μέρος και το πρόσωπο, που θα μου δώσουν να καταλάβω, μια για πάντα, ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα, ότι η γη δεν είναι χαμένη, ότι κανείς δεν έπαθε τίποτα, ότι τα πάντα βρίσκονται εκεί που βρίσκονται, στη θέση τους, ότι απέμεινε μια σημαδούρα, κάτι που μπορεί να βοηθήσει ακόμη, ότι δε φτάσαμε στο σημείο μηδέν, έτσι όπως το είχα σκεφτεί σαν ενδόμυχο πόθο μου.

Gregory Berglund, "Σχίζο Τάνγκο", Ανοιχτή Γωνία 1982 (μετάφραση Κώστας Δεληγιάννης)