Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

μια σχεδόν μανιακή αυτοπεποίθηση

Σύντομα έγινε σαφές ότι η τακτική των Πρώσων ήταν να αφήσουν την πόλη να λιμοκτονήσει. Στην αρχή, οι πιο πολλοί ευκατάστατοι Παριζιάνοι το αντιμετώπισαν σαν μια μικρή στέρηση. Οι περισσότεροι αστοί Παριζιάνοι είχαν αποθηκεύσει τρόφιμα για κέθε ενδεχόμενο πριν από την ήττα στο Σεντάν. Τα κορυφαία εστιατόρια εξακολουθούσαν να προσφέρουν το καλύτερο φαγητό κατά τη διάρκεια της πολιορκίας και οι πλουσιότεροι πελάτες διαμαρτύρονταν μονάχα για την έλλειψη φρέσκων θαλασσινών και την κακή ποιότητα των λαχανικών. Αποτελούσε επίσης διασκεδαστική καινοτομία στα καλύτερα τραπέζια να παραγγέλνει κανείς φιλέτο ελέφαντα, νεφρά καμήλας ή βραστό κάστορα, φρεσκοσφαγμένα από το ζωολογικό κήπο. Οι καλοφαγάδες συζητούσαν για τη σχετική αξία των διαφορετικών ειδών αρουραίων, εκ των οποίων οι πιο τροφαντοί πωλούνταν από τους χασάπηδες σαν διασταύρωση ανάμεσα σε "χοιρινό και πέρδικα". Υπήρχε πάντα σταθερή κατανάλωση στα καλύτερα κρασιά, σαμπάνιες και λικέρ για να συνοδεύουν τέτοιες λιχουδιές. Η διάθεση που επικρατούσε στην πόλη ήταν κάτι ανάμεσα σε μεγάλη ένταση -που εκφαζόταν με μια "φρενίτιδα κατασκοπίας", όπου φανταστικοί Γερμανοί πράκτορες βρίσκονταν παντού- και σε μια σχεδόν μανιακή αυτοπεποίθηση.

Andrew Hussey, "Παρίσι, η Μυστική Ιστορία", Πάπυρος 2009

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

sapere aude!

Αλλά "τι σημαίνει διαφωτίζω;", αναρωτιούνται οι άνθρωποι του 18ου αιώνα μέσω του Μόζες Μέντελσον. Σε ένα διάσημο κείμενο, που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1784, ένα από τα ωραιότερα που παρουσίασαν οι διανοητές της εποχής του, ο Καντ θα δώσει μέσα σε λίγες σελίδες, στις οποίες θα επανερχόμαστε πάντα, τον ακριβέστερο και πιστότερο στο πνεύμα των φιλοσόφων, ορισμό του Διαφωτισμού: "Διαφωτισμός είναι η έξοδος του αθρώπου από την ανωριμότητά του για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος. Ανώριμότητα είναι η αδυναμία να μεταχειρ΄'ιζεσαι το νου σου χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου. [...] Sapere aude! Έχε θάρρος να μεταχειρίζεσαι τον δικό σου νου: τούτο είναι το έμβλημα του Διαφωτισμού". Η έκκληση του Καντ για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της ιστορίας και της θρησκείας είναι συνέπεια της αντίληψης του ότι ο Διαφωτισμός αποτελεί μια δυναμική διαδικασία, μια συνεχή πορεία προς μία όλο και πιο προωθημένη αυτό-χειραφέτηση. Αυτή η αισιόδοξη θεώρηση της ιστορίας βασίζεται στην ιδέα του πρωτείου των δικαιωμάτων του ανθρώπου: υπό την επιρροή του Ρουσσώ, ο Καντ αρχίζει να αντιλαμβάνεται την ελευθερία ως τη βασική αρχή της ηθικής και η θεωρεία του κοινωνικού συμβολαίου του φαίνερται πλέον ως η μόνη πολιτική φιλοσοφίς που συμφωνεί με αυτή την αντίληψη της ηθικής. Ο Καντ αναγνώρισε το χρέος του προς τον Ρουσσώ: "Ο Ρουσσώ διέλυσε τις αυταπάτες μου [...]. Μαθαίνω να τιμώ του ανθρώπους και θα ήμουν πιο άχρηστος από έναν απλό εργάτη, αν δεν πίστευα ότι αυτό το αντικείμενο μελέτης μπορεί να δώσει σε όλα τα υπόλοιπα μιαν αξία που συνίσταται στο εξής: να αναδείξει τα δικαιώματα της ανθρωπότητας". Θεωρούσε τον συγγραφέα του Contrat social τον Νεύτωνα της ηθικής: "Ο Ρουσσώ, πρώτος από όλους, ανακάλυψε πίσω από την ποικιλία των συμβατικώς ανθρώπινων μορφών, τη φύση του ανθρώπου στα βάθη όπου ήταν κρυμμένη".

Zeev Sternhell, "Ο Αντι-Διαφωτισμος", Πόλις 2009 (μετάφραση Άννα Καρακατσούλη)

νάξος

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

καμιά συγκίνηση δεν πρέπει να σβήνει και να χάνεται αχαρτογράφητη

Το κερί κόντευε να τελειώσει. Σύρθηκε προς τις φλοκάτες και πλάγιασε. Έβγαλα ένα δικό μου κερί που είχα μέσα στο σακούλι και το άναψα, για να μπορώ να σου γράψω. Τι έχουν να πουν οι αρχαίοι για δυο πλάσματα που ψάχνουν ο ένας τον άλλον μες στο σκοτάδι; Δεν ξέρω. Είδα πώς του χάιδεψε τα μαλλιά, πώς πέρασε το χέρι της πάνω απ' την πληγή στο μάτι. Δεν είναι αντρόγυνο που πέρασε μια ολόκληρη ζωή μαζί, που έκανε παιδιά, εγγόνια και τώρα περιμένουν το θάνατο αγκαλιά παίρνοντας θάρρος ο ένας από τον άλλον. Είναι μόνο δυο πλάσματα της νύχτας, σαν τα νυχτοπούλια, την αρκούσα, τα σκυλιά που αλυχτούνε σε κάθε φύσημα του ανέμου. Μη βιαστείς να πεις πως είναι ανήθικο και σιχαμερό. Η ηθική είναι για τους χορτάτους και τους καλοντυμένους.
Σου γράφω λοιπόν για μια καληνύχτα από εδώ, από τη γειτονιά των εξαθλιωμένων, σου γράφω έξω από μια περιτοιχισμένη πόλη γεμάτη μυστικά και ομίχλη. Σου γράφω από την καρδιά μιας ανάλγητης αυτοκρατορίας. Σου γράφω για την ανάγκη να τα διαφυλάξω όλα, πιο πολύ γιατί καμιά συγκίνηση δεν πρέπει να σβήνει και να χάνεται αχαρτογράφητη.
Κοιμούνται, ακούω τις ανάσες τους. Η γριά έχει κολλήσει πάνω στην πλάτη του, παίρνει τη ζέστα του για να διώξει τις φωνές της νύχτας που την τάραξαν, τη σήκωσαν και την έφεραν εδώ με τρύπιες παντόφλες. Κοιμούνται. Αύριο μπαίνω στην πόλη και δε θα ξαναεπιστρέψω ποτέ εδώ, όμως αυτή η φωλιά τους θα κρατήσει ως το θάνατο. Ποιος ξέρει, ίσως και να πεθάνουν μαζί. Θα 'ναι τότε η νύχτα που η αρκούδα θα βγάλει ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό, θα κόψει την αλυσίδα και θα τρέξει προς τους σκοτεινούς βάλτους, τότε που τα μάτια της θα ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν τις δυο αδερφές της, τη μεγάλη και τη μικρή στον ουρανό.

Ισίδωρος Ζουργός, "Η Αηδονόπιτα", Πατάκης 2008

paris

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

το λουρί

Το παράδοξο του καπιταλισμού είναι πως τόσο οι εργάτες όσο και το κεφάλαιο παλεύουν διαρκώς, με δοαφορετικούς τρόπους, για να απελευθερωθούν από την αργασία. Η ιδιάζουσα μορφή του ανταγωνισμού μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας χαρακτηρίζεται από μία φυγόκεντρο κίνηση: οι δύο πόλοι της ανταγωνιστικής σχέσης απωθούν ο ένας τον άλλο. Υπάρχει μια αμοιβαία απώθηση μεταξύ ανθρωπιάς και κεφαλαίου (κάτι προφανές αλλά και πολύ σημαντικό). Αν παρομοιάσουμε την αποδιαρθρωμένη σχέση του καπιταλισμού με έναν ιδιοκτήτη σκύλου που βγάζει βόλτα το σκύλο του με ένα μακρύ λουρί, τότε το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού είναι ότι τόσο ο σκύλος όσο και το αφεντικό του έχουν την τάση να τρέπονται σε φυγή ο ένας από τον άλλο.
Για να διευρύνουμε την αναλογία, η κρίση δεν προκύπτει όταν ο ιδιοκτήτης και ο σκύλος τρέχουν προς αντίθετες κατευθύνσεις, προκύπτει όταν η ενότητα της σχέσης επιβεβαιώνεται μέσα από το λουρί. Μπορεί ο σκύλος και το αφεντικό του να έχουν ξεχάσει το δεσμό τους, τελικά όμως αυτή η σχέση επιβάλλεται ανεξάρτητα από τη θέλησήτους. Το ίδιο συμβαίνει με το κεφάλαιο: ανεξάρτητα από το πόσο θέλουν το κεφάλαιο και η εργασία να ξεχ'ασουν την αμοιβαία τους δέσμευση, τελικά αυτή επιβάλλεται. Πίσω από όλες τις μορφές που μπορεί να πάρει η σχέση κεφαλαίου και εργασίας βρίσκεται το γεγονός ότι το κεφάλαιο δεν είναι τίποτα άλλο από αντικειμενοποιημένη εργασία.

John Holloway, "Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία", Σαββάλας 2006

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

μια θεαματική εξάσκηση στο κενό

Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στην Ελλάδα και στους Έλληνες. Οι Έλληνες, σαν έθνος, ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τους Άγγλους ή τους Γάλλους. Η Ελλάδα, σαν κράτος, δεν ανήκει στην ίδια κατηγορία με την Αγγλία ή τη Γαλλία. Η Ελλάδα είναι μικρή και καθυστερημένη, αυτό όμως δεν είναι λόγος για να είναι κι ο κάθε Έλληνας, σαν άτομο, "μικρός" και καθυστερημένος. Ένας Έλληνας πολιτικός μπ[ορεί πολύ καλά να διαθέτει διάνοια το ίδιο ισχυρή όσο κι ένας Άγγλος ή ένας Γάλλος πολιτικός, πολλές φορές μάλιστα διαθέτει μεγαλύτερη οξυδέρκεια και καταπληκτική διαίσθηση. Είναι ικανός να μιλά τόσο καλά, όσο κι ο κάθε Δυτικός πολιτικός, αν όχι και καλύτερα, αλλά αυτό είναι όλο. Είναι ο θεατής, στο μεγαλύτερο μέρος του παιχνιδιού. Ώσπου να αποκτήσει η Ελλάδα το κύρος ενός αληθινού κυρίαρχου κράτους, θα μένει θεατής. Δεν έχει να στηριχθεί στην ίδια κοινωνική, διοικητική, ιστορική υποδομή, όπως ο Δυτικός πολιτικός. Δεν έχει άλλη δυνατότητα, από το να παίρνει μέρος στο διεθνές πολιτικό παιχνίδι, σαν μια ιδιοφυΐα, όχι σαν εκπρόσωπος ενός κράτους. που σημαίνει ότι δεν είναι σε θέση να παίξει κανένα ρόλο σ' αυτά. Είναι όμως ικανός να κατανοεί, θεωρητικά και ακαδημαϊκά, όλα τα τρέχοντα πολιτικά ζητήματα που ανακύπτουν σε όλη την οικουμένη. Επιθυμεί να εξασκήσει την ευφυΐα του επάνω σ' αυτά, και την εξασκεί. Αλλά δεν κάνει τίποτα άλλο, επειδή δεν έχει κι εδώ τίποτα άλλο να κάμει. Είναι μια θεαματική εξάσκηση στο κενό.

C.M. Woodhouse, "Το Μήλο της Έριδας", Εξάντας 1976 (μετάφραση Μ.Κ.)

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

δεν θα πειράξουμε κανένα

-Να πείτε στο Βασιλιά ότι διαταγές δεν δεχόμαστε παρά μονάχα από τον αρχηγό της επανάστασης, συνταγματάρχη Νοκόλαο Ζορμπά. Θα περάσουμε από το Τατόι, αφού αυτός είν' ο δρόμος μας. Και, αν καθίσουν φρόνιμα, δεν θα πειράξουμε κανένα.
Η απάντηση αυτή ανησύχησε ακόμα περισσότερο το Βασιλιά.
Έστειλε τον υπασπιστή του Βακάλογλου στο Ζορμπά, να πάει να συναντήσει τη φάλαγγα και να βάλει σε θεογνωσία το Χριστοδούλου. Ο Βακάλογλου βρήκε τον Αρχηγό στο σπίτι του. Είχε φορέσει πολιτικά. Τον έβαλε "άρον άρον" στοπ αυτοκίνητό του και βγήκαν από την Αθήνα ν' απαντήσουν τη φάλαγγα. Ο Χριστοδούλου είχε σταθεί στους μύλους του Παινέση, έβαλε προφυλακές κι έστειλε συνδέσμους, να πληροφορηθεί τι γίνεται. Ο Ζορμπάς μόλις έφτασε με το Βακάλογλου πρόσταξε τη φρουρά να συγκεντρωθεί. Μίλησε. Εξήγησε όσα είχανε γίνει και τους τόνισε ότι η επανάσταση είχε αμνηστευτεί, έδοσε διαταγή στο Χριστοδούλου να οδηγήσει τη φάλαγγα στους στρατώνες και γύρισε στην Αθήνα. Όταν έφυγε, δεν βάσταξε ο Χριστοδούλου.
-Καταλαβαίνεις τίποτα εσύ απ' αυτά! φώναξε στο σύντροφό, τον Ξάνθο. Εμείς ξεκινήσαμε από τη Χαλκίδα για επανάσταση, όχι για αμνηστία! Μα, καθώς φαίνεται,είναι και τούτοι εδώ... λεοντόκαρδοι, όπως κι ο συνταγματάρχης μας! Άιντε, πάμε τώρα να στρατωνιστούμε!

Σπύρος Μελάς, "Η Επανάσταση του 1909", Μπίρης 1957

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

όπως και ο γκαίτε

Με τη ίδια λογική που η περίπτωση Χεσκαρτέρα θα πρέπει να ξεκαθαριστεί στα ισπανικά κοινοβούλια, ο Ζιντάν θα ζει έναν συνεχή γολγοθά, από το ένα γήπεδο στο άλλο, μιας και στις πλάτες του Βερβερίνου βαραίνει το ερώτημα για το αν αξίζει τα λεφτά που παίρνει για να παίζει ή για το αν θα παίζει σύμφωνα με την αξία του. Κάθε φορά που η Ρεάλ θα αντιμετωπίζει οποιονδήποτε αντίπαλο, η αξιολόγηση του Ζιντάν θα έχει τη δική της καθοριστική υπεραξία, κάτι σαν την επαλήθευση των μαθηματικών πράξεων ή την τηλεοπτική δοκιμή του Skip. Ο Ζιντάν δεν έχει άλλη εναλλακτική λύση από το να κλείσει στόματα και να απογοητεύσει αυτούς που τον κριτικάρουν με το παιχνίδι του, πριν κατηγορηθεί, με κάποιον τόνο δράματος, ότι έφαγε τη θέση του Ελγκέρα. Ποτέ άλλοτε ένας ποδοσφαιριστής δεν είχε συγκεντρώσει πάνω του σε τέτοιο βαθμό τα βλέμματα όλων των φιλάθλων όπως αυτός ο άνδρας, ο οποίος παίζει καλά κυρίως με την Εθνική Γαλλίας και ο οποίος πέρασε από την Ιταλία όπως και ο Γκαίτε: κάνοντας διακοπές και δίχως να γράψει, νομίζω, τίποτα που να ανήκει στο λογοτεχνικό εκείνο είδος των ταξιδιωτικών αφηγήσεων που αλλάζει τα τοπία.

Manuel Vázquez Montalbán, "Ποδόσφαιρο, μια θρησκεία σε αναζήτηση θεού, μια θρησκεία σε χέρια πολυεθνικών", Μεταίχμιο 2006 (μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος)

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

εκ μέρους των υγιώς σκεπτόμενων ελλήνων

Στο μεταξύ, ο Κονδύλης για να διατηρήσει την εξουσία, είχε κινητοποιήσει τους φίλους του και τη μερίδα των αδιάλλακτων. Το βράδυ της 27ης Νοεμβρίου έγινε στο "Κεντρικόν" συγκέντρωση των οπαδών του Γ. Μερκούρη, φίλου του Κονδύλη και οπαδού του χιτλερισμού. Οι Έλληνες αυτοί φασίστες πήγαν στη συγκέντρωση με λάβαρα που είχαν τον αγκυλωτό σταυρό και στη μέση το στέμμα. Η συγκέντρωση, στην οποία πήραν μέρος και οι "εργατικοί ηγέτες" Ευαγγέλου και Στρουτζάκης, ενέκρινε ψήφισμα προς το Βασιλιά, με το οποίο ζητούσε "εκ μέρους των υγιώς σκεπτόμενων Ελλήνων" την παραμονή του Κονδύλη στην εξουσία. Την ίδια μέρα, σμηνίτες πέρασαν από τους δρόμους με αυτοκίνητα φωνάζοντας: "Τον εφέραμε, μας την έσκασε". Έγινε επίσης απόπειρα να συγκροτηθει στο Σύνταγμα διαδήλωση κατά της αμνηστίας και υπέρ της κυβέρνησης, αλλά απέτυχε από έλλειψη πελατείας...

Σπύρος Λιναρδάτος, "Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου", Θεμέλιο 1988

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

ο νέος από την απέναντι μεριά

Να 'ξερες τι χάνεις που δε με γνωρίζεις για να σου πω
Πόσο τίποτα είναι να' σαι ωραίος και νέος
Να 'χεις δικό σου ένα ακριβό δωμάτιο
Ένα αυτοκίνητο που να σε περιμένει
Ένα σκύλο να σε κοιτά στα μάτια
Ένα κορίτσι που να χορεύει μαζί σου μπόσα-νόβα
Κ' ένα πατέρα που πληρώνει, πληρώνει τη χάρη σου γενναιόδωρα

Όλα αυτά ως αύριο
Γιατί αύριο που θα με γνωρίσεις
Θα γίνουν όλα
Χιόνι στα κεραμίδια του σπιτιού σου
Χτύποι από την καμπάνα της εκκλησιάς
-Που βρίσκεται στον παραπάνω δρόμο
Βαθιά πληγή απ' το μαχαίρι
-Ενός χασάπη στη γωνιά του δρόμου σου ακριβώς

Γιατί αύριο θα έχεις:
Λίγο αίμα
Και
Πολύ θερμότητα

Μάνος Χατζιδάκις, "Μυθολογία", Άγρα 2007

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

τ' ανθρώπινο σχήμα

Απορώ με τ' ανθρώπινο σχήμα που το συνηθίζουμε και μας φαίνεται σταθερό. Ερωτώ, τι λογής είναι το κεφάλι, τα χέρια, το κορμί; Η όρθια στάση τι μπορεί να σημαίνει; Τι μπορώ να πω; Ποια μαρτυρία να δώσω; Καμιά ισχυρή μαρτυρία δεν βρίσκω. Που χρειάζεται να προχωρήσω; Σε ποιο βάθος πρέπει να κατέβω; Να συλλάβω τ' αληθινό νόημα, να βρω τη βάση, την εξήγηση που εγώ στέκουμαι όρθιος ενώ με ειδοποιεί για το μέλλον ο άλλος πλαγιασμένος παντοτινά. Είμαι υποχρεωμένος να κλείσω τα μάτια μου και να δω με τη μνήμη. Για ν' ανακαλύψω το σχήμα που έσβησε σταθερότερα, πρέπει να περιορίσω τις ανάγκες μου, να μείνω φτωχός περισσότερο για να θυμούμαι, να ξεδιψώ περισσότερο με τη δίψα παρά με το νερό που πίνεται στη βρύση. Σκύφτω μέσα στο λάκκο που τον έχουν σκάψει βαθύ. Που 'ναι ο θεμέλιος λίθος; Που υψώνεται, πολύεδρη οικοδομή, η ευρύτερη από το χώρο, η ακατάλυτη από το χρόνο; Διακρίνω μόνο πλήθος αναγκαίες απόψεις. Σκέφτουμαι. Συλλογιέμαι τον τρόπο που θα φύγω από τον καθημερινό δρόμο. Πως θα καθαριστώ από το ιδιωτικό μου συμφέρον που με βρωμίζει; Πως θα μπορέσω να δεχτώ τα λόγια που ξεπερνούν τις διαστάσεις από κάθε κτίσμα; Ράντισέ με ουρανέ με ύσσωπο για να καθαριστώ, να πλυθώ, ν' ασπρίσω περισσότερο από το χιόνι.

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, "Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση", Άγρα 1982

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

μαγκιά του

Πρέπει, προηγουμένως, να ξεκαθαρίσουμε ένα ζήτημα: Κανέναν, ειδικά στον ελληνορωμέικο τρόπο μας, δεν ενδιαφέρει, αν ο πλησίον του μαλάκας δηλώνει άθεος. Μαγκιά του. Από γενέσεως Λοξία, οι λοξίες βρίθουν μέσα στους κοινούς τόπους του τρόπου μας, κι οι κυνικοί, στωικοί, στοχαστές, αστόχαστοι κι αεριτζήδες βαρύγδουποι, πάνε σύννεφο κι η αθεια είναι κοινός αρχέγονος τόπος του τρόπου μας. Άλλωστε, το τε θείον δόξη... Το θείον, για μας είναι πάντοτε δόξη. Κατά τη δόξα μας, για τη δόξα μας, κατά την γνώμη μας, μας θυμίζει ο Θουκυδίδης. Άλλωστε κι ο Μακρυγιάννης δεν μας ξαναλέει, "με τις πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον"; Δηλαδή κι ο Αιγιάννης μέσα στην πιάτσα κι αυτός, έχει δοσοληψίες με τον ένθεο, τον άθεο και τον τρέχα-γύρευε. Στο περίπου μας κι ο Άγιος μας.

Κώστας Ζουράρις, "γελάς ελλάς αποφράς", Αρμός 1990

οι εφημερίδες

Γράψτε μου σ' ένα χαρτί, είπε ο κ. Κ. στον κ. Βιρ, τι ζητάτε για να μπορούν να εκδίδονται οι εφημερίδες. Γιατί οι εφημερίδες δε θα πάψουν να εκδίδονται. Ζητείστε όμως το ελάχιστο. αν λογουχάρη ζητούσατε να τις εκδίδουν άνθρωποι που εξαγοράζονται αυτό θα μου ήταν πιο ευχάριστο από το να ζητάτε αδέκαστους, γιατί αυτούς που εξαγοράζονται θα τους δωροδοκούσα για να βελτιώσουν τις εφημερίδες. μα κι αν ακόμα ζητάτε αδέκαστους, ας αρχίσουμε να ψάχνουμε μπας και τους βρούμε, κι αν πάλι δεν τους βρούμε ας δοκιμάσουμε να τους φτιάξουμε. Γράφτε μου σ' ένα χαρτί πως θέλετε να είναι οι εφημερίδες κι αν τύχει και βρούμε ένα μυρμήγκι που να συμφωνεί με το χαρτί σας θ' αρχίσουμε αμέσως. Ετούτο το μυρμήγκι θα μας βοηθήσει περισσότερο να διορθώσουμε τις εφημερίδες από μια γενική κατακραυγή ότι οι εφημερίδες είναι αδιόρθωτες. Γιατί πιο εύκολα μπορεί ένα μυρμήγκι να μετακινήσει ένα βουνό, από τη διάδοση ότι το βουνό είναι αμετακίνητο.

Bertolt Brecht, "Ιστορίες του κ. Κόυνερ", Θεμέλιο 1991 (μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης)

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

paris

καθώς και όποιος περιφρονεί τους ανθρώπους για τους οποίους γράφει.

Λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν πως είναι η δουλειά ενός ανταποκριτή πρακτορείου ειδήσεων. Ο ανταποκριτής οφείλει να είναι μάρτυρας όλων των σημαντικών γεγονότων σε μια έκταση τριάντα εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων (η έκταση της Αφρικής), να γνωρίζει τι συμβαίνει συγχρόνως σε πενήντα χώρες της ηπείρου, τι συνέβαινε εκεί παλιότερα και τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον, να γνωρίζει τουλάχιστον τις μισές από τις δύο χιλιάδες φυλές στις οποίες χωρίζεται ο πληθυσμός της Αφρικής, να απομνημονεύσει εκατοντάδες τεχνικές λεπτομέρειες του τύπου: η πιο σύντομη αεροπορική διαδρομή από το Ραμπάτ στο Λιλόνγκουε, η πιο εύκολη διαδρομή από την Ταμανράσετ στην Μομπάσα, που θα βγάλει βίζα για τις Κομόρες, σε ποια χώρα απαιτείται εμβόλιο κατά της χολέρας, ποιος είναι ο αριθμός του τέλεξ στο Γιαουντέ. Και επιπλέον -μάλλον όχι επιπλέον, αλλά πρωτίστως- πρέπει να σκέφτεται. Ναι, να σκέφτεται και ξανά να σκέφτεται. Απαιτείται επίσης ψυχική δύναμη και σωματική αντοχή. Διότι τι να την κάνει ο ανταποκριτής μας τη σκέψη άμα τον καταλάβει για μήνες η παραλυτική μελαγχολία και δε γράψει ούτε μια λέξη σε μια περίοδο που συμβαίνουν άκρως σημαντικά γεγονότα; Ή άμα πηγαίνει από νοσοκομείο σε νοσοκομείο αντί να πηγαίνει από μέτωπο σε μέτωπο, από μια χώρα όπου έληξε ένα πραξικόπημα σε μιαν άλλη, όπου ένα άλλο πραξικόπημα μόλις αρχίζει; Δεν μπορεί επίσης να γίνει ανταποκριτής όποιος φοβάται τη μύγα τσε τσε, τη μαύρη κόμπρα, τους ελέφαντες, τους ανθρωποφάγους, να πίνει νερό από ποτάμια και ρυάκια και να τρώει τούρτα από ψημένα μυρμήγκια, όποιος τρέμει στην ιδέα της αμοιβάδας και των αφροδίσιων νοσημάτων, ότι θα τον ληστέψουν και θα τον δείρουν, όποιος μαζεύει λεφτά για να χτίσει στη χώρα του ένα σπιτάκι και δεν μπορεί να κοιμηθεί σε αφρικάνικη καλύβα. Καθώς και όποιος περιφρονεί τους ανθρώπους για τους οποίους γράφει.

Ryszard Kapuściński, "Ο Πόλεμος του Ποδοσφαίρου", Μεταίχμιο 2002 (μετάφραση Ζώγια Μαυροειδή)

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

ως ένδειξη απειλής, καλής θέλησης ή θράσους

Η δεύτερη περιπέτειά συνέβη στο Πέτριτς, τη βουλγαρική πρωτεύουσα του φόνου, πατρίδα τόσων πολλών πληρωμένων δολοφόνων, ώστε η τιμή της δολοφονίας κόντευε να πέσει και κάτω απ' τα 7 δολάρια. Καθώς περιδιάβαζε τους δρόμους ψάχνοντας για ξενοδοχείο, έπεσε πάνω του ένας μεθυσμένος που είχε βγει τρεκλίζοντας από ένα μπαρ, κι έκανε κάτι ακατανόητα σχόλια αποδοκιμασίας για το μούσι του. Ο Μπάζιλ τον αγνόησε και συνέχισε να περπατάει, αλλά, εκείνο το ίδιο βράδυ, τρεις άνδρες μπήκαν απ' το παράθυρο του ξενοδοχείου του και τον απείλησαν με πιστόλια. Τους είχε προσλάβει ο μεθυσμένος για να σκοτώσουν τον ξένο με την ενοχλητική τριχοφυΐα. Ο ψύχραιμος Μπάζιλ τους επισήμανε πως εφτά δολάρια διά του τρία δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο, και προσφέρθηκε να τους πληρώσει εκατό φορές παραπάνω αν αλληλοσκοτώνονταν. Το δωμάτιο αντήχησε με πυροβολισμούς. Το επόμενο πρωί, ο Μπάζιλ συνάντησε τυχαία τον μεθυσμένο και τον κέρασε ένα ποτό ως ένδειξη απειλής, καλής θέλησης ή θράσους. Μέχρι να επιστρέψει στο ξενοδοχείο του, η καμαριέρα είχε καθαρίσει το πηχτό αίμα, είχε εξαφανίσει τα πτώματα κι είχε καλύψει τις τρύπες απ' τις σφαίρες στους τοίχους με πίνακες ζωγραφικής της κακιάς ώρας.

Rhys Hughes, "Νέα Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας", Πόλις 2007 (μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης)

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

θεατής μιας γιορτής πυροτεχνημάτων

Στιγμές αργότερα, ήταν γυμνός μέσα στο κόκκινο ημίφως, ερεθισμένος και παραδομένος στην ομορφιά της. Τον πήρε από το χέρι και ξάπλωσαν στο κρεβάτι. Για μια στιγμή, κοίταξε το χαμηλό ταβάνι και είδε τη σκιά της. Μία μαύρη υποψία πάνω στο λευκό σοβά, σαν fresco σε μοναστήρι του Τορίνο, η ιστορία της δημιουργίας έτσι όπως κανένας Ευαγγελιστής δεν θα τολμούσε να την εξιστορήσει. Όταν τα πύρινα χείλη της άρχισαν να τρέχουν πάνω στο στέρνο του, παραδώθηκε αμέσως. Την ένιωσε από πάνω του σαν γλυκιά ομίχλη στις κορφές των κέδρων κι έπειτα... τον πήρε βαθιά μέσα της. Τα πάντα γύρω του έγιναν δίνη, ένας τρελός στροβιλισμός με φόντο το κόκκινο φως, που όλο δυνάμωνε. Το κορμί της και το απαλό του λίκνο, το πυρωμένο της είναι, οι ακατάληπτοι ψίθυροί της και ο μαύρος καταρράκτης των μαλλιών της έγιναν ένας πυροβολισμός χρωμάτων μέσα στο χρόνο, ένα βέλος που τρέχει να προλάβει τη στιγμή που όλο περνά και που δεν αφήνει τίποτα άλλο από μια μεγαλειώδη ανάμνηση. Ήταν μέσα της, ένα με το αέρινο σώμα της και κάθε λεπτό που περνούσε τον πονούσε όλο και περισσότερο γιατί δεν θα γύριζε ποτέ πίσω, κι αυτός... αυτός ήθελε να σταματήσει τα ρολόγια όλου του κόσμου, να παγώσει όλα τα χρονόμετρα -ακόμα και τη γη την ίδια αν μπορούσε να τη λυτρώσει από την αέναη περιστροφή της- πριν σημάνει η στιγμή εκείνη που όλο θα ενώνονταν σε μια έκρηξη αισθήσεων και σαν νεκρός ήλιος, θα σκόρπιζαν στο κενό για πάντα.
Με την αγωνία του όλο να μεγαλώνει, άγγιζε το όνειρό του. Κύρτωσε το κορμί του σαν τόξο και παραδόθηκε στους σπασμούς της ηδονής. Δεν είχε κανέναν έλεγχο ούτε στο κορμί, μα ούτε και στη σκέψη του. Δεν ήταν πρωταγωνιστής σ' ετούτο το μυστήριο της φύσης, μα θεατής μιας γιορτής πυροτεχνημάτων. Κι εκείνη ήταν το σκοτάδι πάνω στο οποίο κεντούσε η ζωή το υφαντό της. Εκείνη ήταν όλες οι απαντήσεις στα μεγάλα ερωτηματικά, εκείνη ήταν η σκηνή του κοσμικού έργου και η αυλαία στο τέλος της παράστασης.

Μιχάλης Κατράκης, "Ο-ντέι: Το Φετίχ της Καρδιάς", Οξύ 2007

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

cool

Κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας καταλάβαμε ότι σχεδόν οι μισοί -ίσως και οι περισσότεροι- έχουν έναν κοινό παρανομαστή. Έκαναν, κατ' ορισμό, κατάχρηση σεξ. Χρησιμοποιούν το σεξ για να αλλάξουν τα συναισθήματά τους. Είναι, μεταξύ άλλων, μεγαλοκαταναλωτές πορνό, τακτικοί θαμώνες πορνομάγαζων. Αγοράζουν σεξ και αποτελούν το μεγάλο ποσοστό αυτών που αγοράζουν πορνοϋπηρεσίες. Ο σεξομανής ψάχνει για απολαύσεις για να αποφύγει να νιώθει ανησυχία και νευρικότητα. Θέλει να αποφύγει τη χρόνια κατάσταση του να μην ανήκει πουθενά, τη μοναξιά και την κενότητα.
Η αιτία που κανείς κάνει κατάχρηση σεξ, ναρκωτικών, φαγητού, τυχερών παιχνιδιών κ.λπ. -η ψυχή της κατάχρησης δηλαδή- είναι επειδή θέλει να αλλάξει/ορίσει τα αισθήματά του.
Ένας ψυχολόγος θα έλεγε ότι ο σεξομανής "σεξοποιεί" συναισθήματα όπως οργή, μοναξιά, φόβο κ.λπ. και ενεργεί με σεξ για να αλλάξει αυτά τα συναισθήματα.
Με αυτό το μοντέλο επεξήγησης θα μπορούσε να πει κανείς ότι εγώ -όταν ήπια αλκοόλ για πρώτη φορά- "αλκοολοποίησα" τα συναισθήματά μου του άγχους, της μοναξιάς και του φόβου. Όταν έπινα αλκοόλ εξαφανίζονταν αυτά τα συναισθήματα και τα αντικαθιστούσαν άλλα. Άρχιζα να αισθάνομαι καλά. Αισθανόμουν χαλαρός και cool.
Η κατανάλωση αλκοόλ εξελίχθηκε πολύ γρήγορα σε εθισμό και κατέληξε σε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά επειδή ήξερα τι αποτέλεσμα θα είχε για μένα προσωπικά. Το ίδιο ισχύει για όλων των ειδών τις καταχρήσεις.

Roslund & Hellström, "Η Θυρίδα", Οξύ 2011 (μετάφραση Ξενοφών Παγκαλιάς)

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012

πλάνητες πλανήτες

Την πρώτη μέρα που πάτησες το πόδι σου μέσα σ' αυτήν την αναχρονιστική Βαβέλ άρχισες αμέσως να κατασκευάζεις στο νου σου την αληθινή εικόνα γι' αυτό που θα ήταν η δουλειά σου. Δεν ήρθες να παλέψεις ενάντια στην τρέλα αλλά να συμβιώσεις κριτικά μαζί της. Τώρα είναι πάλι μπροστά σου, καθώς βαδίζεις μαζί με τον Φον Χάγκεν. Τη βλέπεις στα τινάγματα του κεφαλιού και των ώμων που συνοδεύουν το λυγερό περπάτημα ενός μακρυμάλλη νεαρού με χαλκόχρωμη επιδερμίδα. Είναι στο σαρδόνιο χαμόγελο μιας αξιοσέβαστης κυρίας που σκύβει το κεφάλι και αιωρείται αφηρημένη στην κουνιστή πολυθρόνα της, στο ανόητο πηγαινέλα των περισσοτέρων, που προκαλεί συναπαντήματα και συγκρούσεις που τις αποφεύγουν μόνο την τελευταία στιγμή - μηχανικά. Η διαδρομή του καθενός μοιάζει να κινείται από ελατήρια κρυμμένα στην ψυχή του. Πλάνητες πλανήτες σ' ένα σύμπαν που το διευθύνει ο θεός της τρέλας, δεν ανταμώνουν ποτέ. Ποτέ δεν αγγίζονται.

Javier Azpeitia, "Ύπνος", Opera 2007 (μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος)

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

στιγμές που χαλάρωνα

Ήταν όμως και στιγμές που χαλάρωνα. Αν δεν χαμηλώσω το κεφάλι, έλεγα, αν δεν σκύψω ταπεινά στην πηγή, όλα χαμένα. Έτσι ζει ο άνθρωπος, αγάπησέ τον, κι αν θες να του διδάξεις τις αλήθειες σου, πλησίασέ τον. Πρόσωπα αδρά, μάρμαρο της Ελευσίνας, χέρια άδεια, μάτια καστανά, χνότα τουριστικά: ούζο, σκόρδα και καλαμαράκια. Διαμαρτύρονται για τα τείχη που γκρεμίστηκαν, εγώ όμως πλακώνομαι από τις πέτρες που στήθηκαν με των πληβείων τον ιδρώτα και το αίμα. Και τα άλλα Τείχη, του Καβάφη; Πρόοδοι της λογικής: δίχως γάλα αφρόγαλα δε γίνεται, ούτε δίχως αυγά ομελέτα, τα δέντρα του δάσους δεν είναι όλα ίδια, τα δάχτυλα του χεριού δεν είναι όλα ίσα, ό,τι μας έδωσε ο Θεός δεν πρέπει να το κόβουμε, τα μαλλιά όμως και τα νύχια πρέπει να τα κόβουμε. Δεν ξέρω εσύ, εγώ πάντως με παρόμοιες αλήθειες μεγάλωνα. Να 'μουν μύγα, κουνούπι, μονολογούσα, και να παραφύλαγα στις ώρες των εγκλημάτων. Να 'μπαινα σε ανάκτορα και σε βουλές και να τους τσιμπούσα θανατηφόρα.

Μάρω Δούκα, "Η Πηγάδα", Κέδρος 1974

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

τα ενυδρεία

Όχι, σοβαρά τώρα, η ευτυχία, αυτή η συγκεχυμένη κατάσταση, αυτή η ανέφικτη σύγκλιση των παραλλήλων της πέψης χωρίς καούρα και του ικανοποιημένου εγωισμού χωρίς τύψεις, εξακολουθεί να μοιάζει, για μένα που ανήκω στην οδυνηρή τάξη των θλιμμένων ανήσυχων που αναμένουν αιωνίως μια έκρηξη ή ένα θαύμα, ένα πράγμα τόσο αφηρημένο και περίεργο όσο η αθωότητα, η δικαιοσύνη, η τιμή, έννοιες μεγαλόσχημες, βαθιές και εντέλει κενές, που η οικογένεια, το σχολείο, η κατήχηση και το κράτος μου είχαν επιβάλει με επισημότητα για να με δαμάσουν καλύτερα, για να καταπνίξουν, αν μπορώ να το πω έτσι, ήδη απ' το αυγό κάθε επιθυμία για διαμαρτυρία και εξέγερση. Αυτό που απαιτούν οι άλλοι από εμάς, ξέρετε, είναι να μην τους αμφισβητούμε, να μην ταράζουμε τις μικροσκοπικές ζωούλες τους, καλαφατισμένες ενάντια στην απελπισία και την ελπίδα, να μη σπάσουμε τα ενυδρεία με τα βουβά τους ψάρια που πλέουν στο λιμνασμένο νερό της καθημερινότητας, φωτισμένης ξάφνου από την υπνοβατική λάμπα που ονομάζουμε αρετή και που αποτελείται απλώς, όταν την παρατηρήσουμε από κοντά, από τη χλιαρή απουσία φιλοδοξίας.

António Lobo Antunes, "Στου Διαόλου τη Μάνα", Πάπυρος 2008 (μετάφραση Αθηνά Ψυλλιά)

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

αμφίβολο

Μύγες βοΐζουνε χαρούμενα στο γαλάζιο αέρα. Η εξοχή μυρίζει όμορφα. Χώμα υγρό, μισοζεσταμένο, και χορτάρι φρέσκο. Κάπου, πίσω απ’ τα δέντρα, μια αγελάδα μουκανίζει μονότονα. Στρατιώτες γελούνε. Φυσικά, όλο το ζήτημα στηρίζεται σε μια διαίσθηση. Του ήρθε προχτές του Κυριάκου Κωστακαρέα, στην πλατεία Συντάγματος. Του ξαναήρθε σήμερα, στη φανταστική μάχη με τους αλεξιπτωτιστές. Του ξεσκέπασε ανεπάντεχα τούτη την απλή κι ευκολονόητη αλήθεια, πως η ανθρωπότητα είναι τρελλή. Έτσι, αποκαλυπτικά, δεν γεννήθηκαν τάχα όλες οι μεγάλες ιδέες;
Δίπλα του, ο Ντουντούμης γυαλίζει μ’ επιμέλεια και στοργή ένα σκερπανάκι. Θα το πάρει, λέει, μαζί του στον πόλεμο. Σαν τελειώνει η μάχη, θα βγαίνει περίπατο και θα επιθεωρεί τους σκοτωμένους. Θα τους ψάχνει το στόμα και θα χτυπά, με το σκερπανάκι του, τα χρυσά δόντια. Έχει κάμει τους υπολογισμούς του. Αν δουλέψει με σύστημα, λογαριάζοντας βέβαια και τις βέρες των παντρεμένων, μπορεί να φέρει πίσω ένα δισάκκι γεμάτο χρυσάφι, περιουσία μεγάλη. Θ’ ανοίξει πορνείο που δεν το ξανάδε η Αθήνα. Θα φέρει γυναίκες από την Ανατολή.
Ένα τραγούδι κοριτσίστικο σηκώνεται μέσα από τα χωράφια, ανάκατα με το μουκάνισμα της αγελάδας, με τα γέλοια των φαντάρων: «Όλο μου λες πως πια δεν μ’ αγαπάς. Γιατί; Γιατί; Γιατί;» Ο Κυριάκος Κωστακαρέας προσπαθεί να συγκεντρωθεί. Η ανθρωπότητα λοιπόν είναι τρελλή. Η φυσική της κατάσταση είναι μια τρέλλα ήρεμη και κρυμμένη, σαν σιγανή φωτιά, που έχει την εξωτερική όψη της φρονιμάδας, μα που εύκολα, μόλις βοηθήσουν κατάλληλες περιστάσεις, φουντώνει και γίνεται τέλεια λωλαμάρα. Εξάλλου, ανάμεσα σε τούτην τη σιγανή τρέλλα, που είναι ο γενικός κανόνας, και στη φανερή τρέλλα των ανθρώπων που τους κλείνουν στα φρενοκομεία, μπορεί κανείς να χαράξει όρια καθαρά και σίγουρα; «Αμφίβολο», συλλογίζεται ο Κυριάκος Κωστακαρέας. Το κορίτσι ξελαρυγγίζεται: «Με φοβερίζεις πως αλλού θα πας. Γιατί; Γιατί; Γιατί;»

Γιώργος Θεοτοκάς, «Ασθενείς και Οδοιπόροι», Εστία 1964

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

δεν είχαμε προκαθορισμένο δρομολόγιο

Τελείωσα τις απολυτήριες εξετάσεις μου στα τέλη του Ιουνίου του 1989 και, λίγο μετά, ξεκίνησα με δυο φίλους από το πανεπιστήμιο με το τρένο InterRail για το γύρο της Ευρώπης. Δεν είχαμε προκαθορισμένο δρομολόγιο ή την παραμικρή ιδέα για τις χώρες που θέλαμε να επισκεφτούμε. Συχνά καταλήγαμε να κοιμόμαστε σε τρένα που έκαναν νυχτερινά δρομολόγια, καθώς κινούμασταν διαμέσου διαφορετικών χωρών, σε διαφορετικές χρονικές ζώνες, χωρίς να σκεφτόμαστε τίποτε περισσότερο, παρά να ταξιδέψουμε βράδυ από το Λονδίνο στο Μόναχο και μετά από λίγες μέρες να συνεχίσουμε στο Σάλτσμπουργκ και μετά στη Βιέννη, και ύστερα να προσπαθήσουμε να βρούμε ένα τρένο για την Πράγα. Μας σταμάτησαν στα σύνορα της Τσεχοσλοβακίας επειδή δεν είχαμε βίζα, οπότε τα παρατήσαμε και επιστρέψαμε στη Νίκαια. Εκεί δεν κάναμε τίποτα περισσότερο από το να ξαπλώνουμε στην παραλία με τα βότσαλα για λίγες μέρες, ενώ μέναμε σε ένα φτηνό ξενοδοχείο κοντά στην προκυμαία. Σε όλη τη διάρκεια αυτών των μακρινών ταξιδιών με το τρένο, δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι θα έκανα στη συνέχεια της ζωής μου. Δεν είχα καμιά δουλειά στην οποία μπορούσα να επιστρέψω, τίποτα σταθερό, έτοιμο ή σχεδιασμένο. Όλα έμοιαζαν απεριόριστα ανοιχτά. Μπορούσε να συμβεί το οτιδήποτε. Ήταν πολύ καλύτερο να ζω με την πρόκληση του απρόσμενου σε αυτό που θα έκανα, σε αυτό που θα πήγαινα ή σε αυτό που θα μου συνέβαινε. Και δεν ήθελα την ευθύνη της ενήλικης ζωής. Ήθελα να καθυστερήσω το μέλλον, να το αφήσω να με περιμένει. Στην πραγματικότητα, ήθελα να συνεχίσω να ζω στο σπίτι, ως έφηβος, χωρίς ευθύνες, προφυλαγμένος από την ασπίδα των γονιών μου. Θα μπορούσα να είχα παραμείνει σε εκείνα τα τρένα για πολλούς ακόμα μήνες, να μείνω μέσα σε αυτά και απλά να εξακολουθώ να κινούμαι, στην επόμενη πόλη, σε μια καινούρια χώρα, μέσα σε μια νέα Ευρώπη, σε έναν κόσμο που άλλαζε, μέχρι να μου τελειώσουν τα χρήματα.

Jason Cowley, «Το Τελευταίο Παιχνίδι», Τόπος 2010 (μετάφραση Χρίστος Χαραλαμπόπουλος)