Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

απλώνοντας τεράστια πλοκάμια

Ύστερα κατέβηκε ο δικηγόρος κείνος από το αμάξι του, δικηγόρος δεν ήταν, κατόπιν διαταγής του Πατακού και μάζεψε το αποτσίγαρο που είχε πετάξει. Αυτόν τον επιστήμονα οφείλομε να τον στήσομε στον τοίχο πριν τον Πατακό. Γιατί κουβαλάει πίσω του χιλιάδες χρόνια ιστορίας, όπου αμέτρητοι άνθρωποι πάνω στον πλανήτη, γνωστοί κι άγνωστοι, γεννήθηκαν με την κατάρα της ευθύνης μέσα τους, για να ξυπνήσουνε μέσα μας τον αυτοσεβασμό μας, και πέθαναν σκοτωμένοι πρόωρα από την ευθύνη αυτή. Και τι άλλαξαν στον κόσμο; Πόσους ανακούφισαν; Ποιους δίδαξαν; Ούτε το αλφαβήτα της λευτεριάς δε μάθαμε... λόγια, λόγια, αερολογίες. Αρνούμαι, αρνούμαι γιατρέ ν' ακούσω άλλες φιγουρατζίδικες αυτοδιαφημίσεις. "Δεν πιστεύω τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος". Μπα; Σα δεν πιστεύω και δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος, αλλά μόνο για να πεθάνω. Είμαι λεύτερος γιατί έχω απόλυτη επίγνωση της μηδαμινότητάς μου. Η απουσία μου δε θ' αφήσει κανένα κενό πουθενά, σε κανένα άτομο, χώρο, ιστορία. Όχι, αδύνατο να συνεχίσεις να γράφεις μυθιστορήματα ύστερα από μια τέτοια δήλωση. Ας το πάρουμε απόφαση. Η λευτεριά δεν είναι προνόμιο για ζωή, αλλά διαβατήριο για το θάνατο. Αυτοί δεν είναι οι Καμικάζι, οι Βουδιστές που αυτοπυρπολούνται στο Βιετνάμ; Μπορείς βέβαια και να ζήσεις για να χαρείς το αποτέλεσμα. Πού οδηγεί ένα τέτοιο σύνθημα; Στο σημερινό αντιαισθηματικό, εγκληματικό και παράλληλα υποταγμένο άνθρωπο. Χωρίς ελπίδα και χωρίς πίστη σημαίνει χωρίς ιδανικά. Όσα πάνε κι όσα έρθουν. Πόσο το βολεύει το Σύστημα η παραίτηση του ανθρώπου! Εγώ, βέβαια, το έντομο, το κουρασμένο έντομο, δεν κατάφερα να προσφέρω το θάνατό μου... τι αξίζει ένα ξελιγωμένο, εξουθενωμένο έντομο; Η πείνα, όταν δεν έχει αντίπαλο την ψυχή σου, την πίστη σου, την ελπίδα, τρέφεται από την στέρησή σου, απλώνοντας τεράστια πλοκάμια που σου πιέζουν το μυαλό και σου κόβουν τα πόδια. Ζεις, σκέφτεσαι, αγαπάς, απελπίζεσαι με το στομάχι σου. Αρκεί!

Λιλή Ζωγράφου, "Επάγγελμα: Πόρνη", Γραμμή 1984

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

μέσα στις μεγάλες φούσκες

Κάποιοι δημιούργησαν ντόρο για τις δραστηριότητες του εκπαιδευτηρίου αλλά τελικά πρόκειται απλώς για σχολές ύπνου. Σχολές εκμάθησης τεχνικών υπνηλίας όπου οι εκπαιδευόμενοι χύνονται σε πολυθρόνες και ακούν από τα μεγάφωνα τρεις λέξεις που υπόσχονται να επιτύχουν το στόχο: Βάθος-Έγκατα-Πυρήνας.
Στη λέξη "βάθος" οι μαρτυρίες αναφέρουν την εικόνα ενός σύννεφου με εξάτμιση που τους κρατά μαλακά στον αέρα. Στο παράγγελμα "έγκατα" οι εκπαιδευόμενοι μιλούν για τεράστιες κυλιόμενες σκάλες που τους κατεβάζουν μέσα από παχιές στρώσεις αερίων σε ένα μέρος με σαπουνόφουσκες. Στην υποβολή "πυρήνας" οι παρευρισκόμενοι βρίσκονται μέσα στις μεγάλες φούσκες σε στάση εμβρύου ή, σύμφωνα με άλλους, σε χορευτική στάση όπως οι χορευτές της ρυθμικής γυμναστικής. Η φούσκα αυτή, με επιβάτη τον υποψήφιο απόφοιτο της σχολής ύπνου, κλοτσιέται στο σύμπαν για να κολυμπήσει στους αστερισμούς. Όσοι καταφέρουν να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους και την χορευτική τους στάση ενώ βυθίζονται στην πολυθρόνα του κέντρου σπουδών, αποφοιτούν με έπαινο και παίρνουν δώρο ένα κουβερτάκι. Το πρώτο τους κουβερτάκι.

Γιούλη Αναστασοπούλου, "Τι συμβαίνει με τα Βατόμουρα;", Θράκα 2016

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

με κίνδυνο να προκαλέσει

Λοιπόν, ήταν παιδιά από πέντε ως δέκα ετών που έπαιζαν την "κηδεία", ένα παιχνίδι σαν όλα τ' άλλα τελικά. ένα από αυτά, που υποδυόταν το νεκρό, ξαπλωμένο κατά γης, το κεφάλι του σκεπασμένο μ' ένα μαντήλι, τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος, τα πόδια του τεντωμένα και οι πατούσες του ενωμένες, κουνιόταν όσο γίνεται λιγότερο, και παρωδούσε αρκετά καλά ένα μικρό πτώμα. Ολόγυρα αγοράκια και κοριτσάκια, που άλλο έτρωγε μια ατέλειωτη ταρτίνα, άλλο έξυνε το κεφάλι του, κι άλλο έχωνε τα βγαλμένα πουκάμισά του στο μέρος όπου είναι συνήθειο να καθόμαστε, ψαλμωδούσαν με τη δροσερή και φάλτσα φωνή τους ένα παιδικό De profundis, ενώ ένα άλλο, με τη βοήθεια άλλων δυο, και τα τρία τυλιγμένα με παλιά σάλια που παραχώρησε η μαμά, λειτουργούσαν πάνω σε μια χιλιομετρική πέτρα.
Σ' αυτό το θέαμα τα χείλη μου έκαναν μια σύσπαση στην οποία δεν τα είχαν ποτέ συνηθίσει οι σκέψεις μου. Και θα καταλάβετε τι είδους ήταν το χαμόγελό μου, όταν σας πω ότι η γνώμη μου για "αυτήν την ηλικία" είναι ακριβώς εκείνη που είχε εκφράσει ο μυθογράφος Ζαν ντε Λα Φονταίν.
Γιατί ο Ποιητής, που σε τελική ανάλυση δεν είναι παρά ένα παιδί, ίσως κάπως λιγότερο συνειδητά διεστραμμένο από τα άλλα, γιατί ο Ποιητής να μην παίζει κι αυτός την "κηδεία"; Ή, αν προτιμάτε, γιατί, για να διασκεδάσει, να μην πιάνει τα επικήδεια αντικείμενα με τα αθώα βέβηλα χέρια του; Γιατί, με μια λέξη, πρέπει για τους σκοπούς του να συμμορφωθεί με το πνεύμα ενός αιώνα που μοιάζει να έχει για πάντα αποκλείσει τη μελαγχολία, και ενδιαφέρεται μονάχα για την ευθυμία (για να κάνω ένα δάνειο από το πλούσιο λεξιλόγιο του Ραμπελαί και του Γκαβρός), γιατί να μην παίζει εξοικειωμένος μ' αυτόν τον μεγάλο είρωνα που αποκαλούμε Τρόμο, με κίνδυνο να προκαλέσει, κι αυτός, πίσω του, στο Αβέβαιο, στο Άγνωστο, κάποιο μορφασμό σαν χαμόγελο περιφρόνησης;

Paul Verlaine, "Αναμνήσεις ενός Χήρου", Ερατώ 1982 (μετάφραση Στέργιος Βαρβαρούσης, Χαρά Κίττου)   

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019

εσείς οι περιπτώσεις

Έπειτα, είναι οι Άλλοι.
Κυκλοφορούνε μες στη σφαδάζουσα σάρκινη ζούγκλα
με διαφορετικού χρώματος ένδυση.
Παλαιότητα, ειδικότητα και ύφος ανάλογο,
βάσει χρώματος.
Οι σεπτοί βοηθοί του θεραπευτικού Ιερατείου,
με εκείνο το ύφος θιγμένης αξιοπρέπειας,
σαν κάποιος να τους πρόσβαλε τώρα μόλις.
"Μη μου μιλάς". Περίπτωση. "Πάλι ερώτηση;
Όλο ερωτήσεις εσείς οι περιπτώσεις. Άντι ήσυχα,
βουβά και πειθήνια να αφεθείτε
στο ό,τι για σας ετοιμάζουμε.
Λες και στο τέλος θα γίνει αλλιώς".
Παρέα μ' ένα πικρό άρρωστο χαμόγελο·
Κέρασμα. Στην Υγειά Σας!

Γιάννης Ζαμπαρδίκος, "Ποιήσεως Σύμφυτα", 2019

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

ωσάν πυροτέχνημα

Βασανιζόμουν από συχνούς ιλίγγους. Τα αντικείμενα μου φαίνονταν να στροβιλίζονται γύρω μου, κι εγώ να στροβιλίζομαι μαζί τους. Αν μια νεαρή γυναίκα παρουσιαζόταν κατά τύχη μπροστά μου, μου φαινόταν να λάμπει ζωηρά και να καταυγάζει ωσάν πυροτέχνημα. Αυτό το υγρό πυρ, αστείρευτο, ανάβλυζε εντός μου, ανέβαινε στο κεφάλι μου, και με τα πυρακτωμένα μόριά του, χτυπώντας τις γυάλινες επιφάνειες των ματιών μου, δημιουργούσε εκτυφλωτικούς αντικατοπτρισμούς.

Alfred de Musset, «Γκαμιανί», Άγρα 2002 (μετάφραση Ανδρέας Στάικος)

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019

ζωγραφισμένο σε μια προσευχή

Ο Γανύκτωρ ήταν βέβαιος ότι η ερώτησή του θα έφερνε τον Όμηρο σε δύσκολη θέση. Όμως ο ποιητής δεν είχε θαλασσοπορευτεί και ταξιδέψει ίσαμε την Αυλίδα για να χάσει τον χάλκινο τρίποδα. Παρατήρησε τότε έναν φτωχό ψαρά, μακριά απ' το πλήθος. Και δίχως να πάρει ανάσα είπε:
-Δείτε αυτόν τον άνθρωπο, ανοίγεται στη θάλασσα με δίκτυα μπαλωμένα, παλεύει με τα κύματα και τις καταιγίδες, άλλοτε γυρίζει με τα κοφίνια του γεμάτα, άλλοτε όχι. Κινδυνεύει να χαθεί στον ορίζοντα, και η γυναίκα του τον περιμένει ψάλλοντας προσευχές με μάτια δακρυσμένα. Αν ο Πλάστης του κόσμου τούτου ήθελε να γελάσει μαζί τους, θα τους βύθιζε πάραυτα στις παγωμένες γωνιές του αχαλίνωτου ωκεανού κόβοντάς τους τη γλώσσα και τα χέρια. Όμως όχι, περιμένει από τα πλάσματά του να τον καταλάβουν και να τον αγαπήσουν. Περιμένει να δει τον καημό τους ζωγραφισμένο σε μια προσευχή - ή σε ένα όμορφο ποίημα. Ένα όμορφο ποίημα δεν κάνει τίποτ' άλλο απ' το να διαβάζει τον κόσμο όπως θέλουν οι θεοί.

Δημήτρης Καρακίτσος, "Βενουσμπέργκ", Αντίποδες 2015

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

η απέναντι γυναίκα

Μια μέρα περπάτησε να πάει στη δουλειά, γιατί είχανε, λέει, απεργία τα ΚΤΕΛ. Κι όπως περπάταγε στη λεωφόρο ευθεία, της φάνηκε απέναντι στο βάθος πως ερχόταν ο εαυτός της. Ήταν ένα παράξενο συμβάν, ένα δρώμενο του παραλόγου, ένα παρατεταμένο ντεζαβού. Τη συντάραξε συθέμελα. Αμέσως έλιωσαν όλα τα κτήρια γύρω της, ο δρόμος έγινε μονόδρομος και ένιωσε ένα αίσθημα πρωτόγνωρο, ότι υπερίπτατο της ασφάλτου περίπου δέκα εκατοστά στον αέρα, σαν να τη μετέφεραν με ένα χοντρό, κόκκινο αγκίστρι πίσω στο κολάρο του εργοστασίου.
Ήταν ίδια, ήταν η ίδια απέναντι που ερχότανε, επέστρεφε από τη δουλειά, λερωμένη, αποκαμωμένη.
Κοντοστάθηκε.
Κοντοστάθηκε και η απέναντι γυναίκα.
Δεν κοιτάχτηκαν.
Φοβόντουσαν κι οι δυο το ίδιο πράγμα.
Προχώρησαν.
Η μια πήγε στο σπίτι.
Η άλλη πήγε στη δουλειά.

Χρίστος Ρ. Τσιαήλης, "Ψωμί", Γκοβόστης 2017

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2019

μου προκύπτουν εκατό ελέφαντες

Μ' αρέσουν οι απλές ιστορίες, όταν αρχίζω ένα σενάριο, υπάρχει ένας άνθρωπος που περπατάει, μέχρι εκεί κανένα πρόβλημα, έπειτα συναντάει μια κοπέλα, και πάλι ουδέν πρόβλημα, σε δυο λεπτά όμως μου προκύπτουν εκατό ελέφαντες, όλος ο στόλος του Νέλσονα και οι στρατιές του τσάρου, γι' αυτό δυσκολεύομαι πάντα να τελειώσω τις ταινίες που αρχίζω, αλλά τώρα με βοηθάει η Πολίν μου, μου ράβει τα κουστούμια, παραιτήθηκε απ' το σχολείο, μένουμε σ' ένα σπίτι που μας δάνεισε ένας φίλος απ' το Εθνικό Θέατρο, όπου επί τρεις μήνες τραγούδησαν τουλάχιστον καμιά εκατοστή άτομα στη χορωδία χωρίς να πάρουνε δεκάρα, εκείνη την εποχή ήταν το χειρότερο να είσαι νέος απ' το να 'χεις σκοτσέζικο όνομα στη γηραιά Αλβιόνα. Τώρα, αντίθετα, μόλις φτάνεις τα τριάντα σού λένε πως πρέπει να κάνεις τόπο στους νέους, εσύ παίρνεις την κατιούσα ενώ τα μικρά αναρριχώνται, μόλις βγαίνουν απ' την κούνια μάς σπρώχνουν στον γκρεμό, αλλά καθώς φτάνουμε στο χείλος, πιανόμαστε με τα δάχτυλα των ποδιών γιατί δεν έχουμε καμιά διάθεση να πηδήξουμε, τουλάχιστον όχι αμέσως... 

David McNeil, "Όλα τα Μπαρ της Ζανζιμπάρ", Πατάκης 1996 (μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου)

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019

πωλείται

Πωλείται: Μονοκατοικία πλήρως ανακαινισμένων αισθημάτων, 60 τ.μ. στη Βροχή (κέντρο), λόγω δυσανεξίας στο συναίσθημα.
Τιμή πώλησης: ένα τίποτα για όσους διαθέτουν ομπρέλα από σιδηροπαγές σκυρόδεμα. Δεκτές και δόσεις απ’ το μέλλον.
Έτος κατασκευής: αιχμάλωτο στο χρόνο.
Κύριοι χώροι: σαλόνι (γέμισε σκόνη ο καναπές / λουστράρισμα θέλει ο μπουφές / ήπιαμε όλο το βερμούτ),
τραπεζαρία (αχνίζει το αρνάκι στο ταψί / δακρύζει ο σοβάς την Κυριακή / πήραμε γράμμα από την Κύπρο),
κουζίνα (το χαμομήλι βράζει στην γκαζιέρα / τον πήρε ο ύπνος στην μπερζέρα / μια φρυγανιά για τον παππού),
ένα υπνοδωμάτιο (τα τζάμια ραγίζουν οι σκιές / νότια ντουβάρια από σουβλιές / μαμά, μου πήρε την κουβέρτα),
ένα μπάνιο (αλεύκαντες μορφές στους ρουμπινέδες / λαδώσαμε ξανά τους μεντεσέδες / μακάρι να είχαμε ντουζιέρα).
Βοηθητικοί χώροι: κελάρι (στριμώχνονται στη σκάλα οι φωνές / πλημμύρισε το σακί με τις φακές / έλα να παίξουμε κρυφτό).

Λίλια Κυρίτση, "Σε Χρόνο Σύντομο", Όστρια 2019

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

μπορεί από βλακεία

Τα εκατοντάδες πράγματα στη ζωή σου που τα 'κανες λάθος. Όχι, κατ' ανάγκην, επίτηδες, μπορεί από βλακεία, αδεξιότητα, απερισκεψία, λάθος, από αβουλία, χωρίς καμία πρόθεση.
Ενίοτε μια μισητή ανάμνηση παρεισφρέει ξαφνικά στο μυαλό σου, σαν διαρρήκτης που ρίχνει μια χορδή πιάνου πάνω από το κεφάλι σου και τη σφίγγει γύρω από το λαιμό σου.
Σε τέτοιες αναμνήσεις μου 'ρχεται να βγάλω μια πολύ δυνατή και παρατεταμένη κραυγή, για να διώξω μ' αυτό τον τρόπο τις σκηνές από το μυαλό μου, όπως την άνοιξη προσπαθεί να διώξει κανείς τα τρωκτικά από το φρεσκοσπαρμένο χωράφι του ή τη φτερωτή αλητεία από τον οπωρώνα του με ριπές από κανονάκια.
Στην ουσία δεν εννοώ καν τις ίδιες τις οδυνηρές αναμνήσεις, αλλά την ντροπή που προκαλούν. Όσο μεγαλύτερος γίνεσαι, τόσο μεγαλύτερη η ντροπή.

Joroen Brouwers, "Μέρες Αδέσποτες", Μεταίχμια 2009 (μετάφραση Ινώ βαν Ντάικ-Μπαλτά)

Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

τα καταφύγια

Ήμασταν έτοιμα για την Αποκάλυψη όμως η Αποκάλυψη δεν ήρθε ποτέ. Χαμάληδες μας βύζαξαν με οπλισμένο σκυρόδεμα μέχρι την ενηλικίωση του τσιμέντου. Σε γενικές γραμμές περάσαμε γαλήνια παιδικά χρόνια με πρωτοποριακά συστήματα εξαερισμού κι άφθονες προμήθειες στο πλευρό μας. Απ' όλους τους Ιωάννηδες που γνωρίσαμε ούτε ένας δεν υπήρξε αποκεφαλιστής. Συλλαβιστήκαμε μέσα στα ακούσια αντανακλαστικά μιας γενικευμένης παραφωνίας. Δεν χάλασε ο κόσμος. Μια ανορθόγραφη ζωή μας περιέλαβε, ταξινομώντας μας μες στους δικούς της συντακτικούς κανόνες, την ώρα που ο χρόνος σφύριζε αδιάφορα, κάτι αδιάφορα σύμφωνα συριστικά, πότε της φρενοβλάβειας και πότε της νοσταλγίας. Υπάρχει άφθονη θαλπωρή μέσα στην υπόσχεση του ολοκαυτώματος, άφθονη θαλπωρή μέσα στην καρδιά της θεομηνίας. Όμως αυτή δεν έρχεται. Τα σημεία σπανίως επαληθεύονται απ' τα τέρατα κι έτσι εμείς παραμένουμε κρύα δωμάτια που χάσκουν, κρύα δωμάτια εκκρεμή. Δεν χάλασε ο κόσμος. Κι ας μαίνεται το γινόμενο, κι ας άγεται το πηλίκο, κι ας κράζουν τα μεγάφωνα, τα εξώφυλλα κάποιον ατέρμονο πνιγμό, οι αίθουσες σύνταξης, τα ληξιαρχεία, κι ας κάνουν τζούφιο σαματά τα κουφάρια σας μέσα στη λέξη «πληροφορία ». Κι ας εξυφαίνεται μονίμως η απειλή. Δίκιο έχει μόνο όποιος επιζεί.

Γιώργος Πρεβεδουράκης, "Οδός Ρόδων", Πανοπτικόν 2018

Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

με τη βαρβάρα πέτροβνα

Να σας πω το πρόβλημά μου: δε γαμάω αρκετά! Μα καθόλου αρκετά! Ονειρεύομαι να κάνω έρωτα μ' ένα σωρό γυναίκες: με τη γειτόνισσα του επάνω ορόφου και με τη φίλη της, που είναι και οι δύο παντρεμένες, με τη γυναίκα του αρχισυντάκτη μου, μια μελαχρινή με γαμψή μύτη (έχω την εντύπωση ότι αρέσω περισσότερο στις γυναίκες που έχουν γαμψή μύτη), με τη σερβιτόρα ενός μπαρ, που βρίσκεται κοντά σ' έναν παλιό εκδοτικό οίκο, με τη Βαρβάρα Πέτροβνα, με τη μνηστή του Σούπερμαν, με τη μαρκησία των αγγέλων, με τη Νίκη της Σαμοθράκης, με την εκφωνήτρια του αεροδρομίου του Ορλύ, με τη θαμμένη ζωντανή, με την κυρία Ρενώ, τη δεσποινίδα Χέννινγκερ, με τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ-Μπουμ...
Δεν έχω επιτυχία στις γυναίκες. Είναι βέβαια μερικές που αποζητούν τη συντροφιά μου γιατί τις ακούω προσεκτικά και τις συμβουλεύω επωφελώς, αλλά όσον αφορά το πήδημα...

Βασίλης Αλεξάκης, "Τα Κορίτσια του Σίτυ Μπουμ-Μπουμ", Εξάντας 1985

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

δυο λογάκια εδώ στο τέλος

Χθες το βράδυ, καθισμένος μόνος στο κρεβάτι, σκέφτηκα πως η πραγματική συγγραφέας αυτής της ιστορίας είναι η μητέρα μου. Τη μέρα που άφησε το γράμμα της Βίλμα Αγκούρτο στο μπαούλο, το έκλεισε και πήγε στο δωμάτιό της, ήταν σαν να μου έγραφε στη διαθήκη της: μάθε ποια είναι αυτή η κοπέλα, μάθε ποιος ήταν πράγματι ο πατέρας σου, ποιος είσαι εσύ και ποια είμαι εγώ.
Δεν είχα πλέον λόγους να κατηγορώ τη μητέρα μου για υπερβολική καλοσύνη. τώρα πιο καταλάβαινα ότι εκείνη ήταν το πιο σημαντικό πρόσωπο στη ζωή μου: οι ψίθυροι και τα νανουρίσματα της όταν με πήγαινε για ύπνο, η σιγουριά στη φωνή της όταν με ξεπροβόδιζε για το σχολείο, τα μπλε και λευκά ταγέρ της όταν με υποδεχόταν, τα γκρίζα μαλλιά της, η αδιαμφισβήτητη φινέτσα στις φιλικές της σχέσεις, στις συζητήσεις ή στις μικρές μαζώξεις στο σπίτι της για τσάι, βουτήματα και μουσική, η χάρη με την οποία έβρισκε διέξοδο στα εφηβικά μου παράπονα ή προσπαθούσε να με καθοδηγήσει στα διλήμματά μου, άκου παιδί μου, πρέπει να δεις αν θέλεις να σπουδάσεις νομικά ή λογοτεχνία, βάλε από τη μια μεριά τα υπέρ και από την άλλη τα κατά, θέλεις να παντρευτείς με την Κλαούντια; είναι καταπληκτικό κορίτσι, αλλά κοίτα καλά αν σε συμφέρει αυτός ο γάμος, σκέψου το καλά και πάρε μετά την απόφασή σου, κανένας δεν σε πιέζει, δεν πρέπει να ξεχνάς τον αδερφό σου τον Ρουμπέν, εγώ του γράφω κάθε φορά που έχω λίγο χρόνο, να, γράψ' του δυο λογάκια εδώ στο τέλος, ένα απλό "χαιρετίσματα, τα λέμε", οτιδήποτε. "Αγαπητέ Ρουμπέν..."

Alonso Cueto, "Η Γαλάζια Ώρα", Μεταίχμιο 2009 (μετάφραση Κωνσταντίνος Παλαιολόγος)

κοντά σε μια πιο νέα πραγματικότητα

Ποτέ δεν μέθυσα τόσο, όσο μπορώ κάποιες στιγμές να μεθύσω με την απλή συναίσθηση πως υπάρχω όταν ξυπνώ το πρωί.

*

Πώς θα μπορούσε να ξέρει ένα πηγάδι ότι υπάρχουν ωκεανοί;

*
Η αίρεση βρίσκεται πάντα κοντύτερα στην αλήθεια, γιατί βρίσκεται κοντά σε μια πιο νέα πραγματικότητα.

*

Η Ιστορία υπάρχει για να εξιλεώσει το παρελθόν. Πότε θα υπάρξει μια Ιστορία να κάνει σωστή τη δουλειά της, να κάνει τους ανθρώπους να ντρέπονται;

Ασημάκης Πανσέληνος, "Συνέντευξη με τον Εαυτό μου", Κέδρος 1984

Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

καλοί άνθρωποι

Μια µέρα ο Ορλώφ καταβρόχθισε ένα σωρό πουρέ από µπιζέλια και πέθανε. Κι ο Κρυλώφ, όταν το έµαθε πέθανε κι αυτός. Κι ο Σπυριδώνωφ πέθανε µαζί τους. Κι η γυναίκα του Σπυριδώνωφ έπεσε από τον µπουφέ και πέθανε επίσης. Και τα παιδιά του Σπυριδώνωφ πνιγήκανε στην λιµνούλα. Κι η γιαγιά του Σπυριδώνωφ άρπαξε το µπουκάλι και πήρε τους δρόµους. Κι ο Μιχαήλοβιτς σταµάτησε να χτενίζεται και τον έφαγαν οι ψείρες˙ πάει. Κι ο Γκρούγλωφ ζωγράφισε µια γυναίκα µε µαστίγιο στο χέρι και παλάβωσε. Κι ο Περεχρέστωφ πήρε τετρακόσια ρούβλια µε τον τηλέγραφο και πήραν τα µυαλά του αέρα και τον διώξανε µε τις κλωτσιές απ’ την δουλειά.
Ήταν καλοί άνθρωποι όλοι, µα δεν πατούσαν τα πόδια τους γερά στη γη.

Даниил Хармс, "Βρέχει Γριές", 24grammata 2018 (μετάφραση Γιώργος Μπλάνας)

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

καλή εκδρομή;

Πώς να τα ξεχωρίσεις και τι να πρωτοξεθολώσεις μέσα σ' εκείνο το μυαλό των δεκαέξι χρόνων. Το θαύμαζες αυτό το πράμα, τη μόνιμη, όμορφη τρέλα, την αυθεντική μαγκιά σε κάθε κίνηση και κάθε ατάκα, τότε που η μαγκιά ήταν μόνο γνήσια αλλιώς σε ξεβράκωνε μπροστά σε όλους. Αλλά έβλεπες και την άλλη πλευρά, το σκοτάδι. Πώς να ελιχθείς, πώς να τους ακολουθήσεις σε όσα τους ομόρφαιναν και πώς να μην κάνεις τα άσχημα. Εκεί επιστρέφω όταν ψάχνω κουράγια στη ζωή μου, ακόμα και σήμερα - αφού τα κατάφερες τότε, θα τα καταφέρνεις πάντα.
Δεν έχει πλάκα. Δεν είναι πλάκα. Δεν το καταλαβαίνεις - ούτε να το φανταστείς μπορείς, αν δεν έχει κάτσει δίπλα σου. Άλλο η ζωή, άλλο ο θάνατος, άλλο να πεθαίνεις κάθε μέρα κι από λίγο. Να βλέπεις το ρολόι τους να μετράει αντίστροφα, όταν το δικό σου ακόμα δεν έχει αρχίσει να παίρνει μπρος. Έχει καιρό που είπα ένα ψέμα στην κόρη μου, υπάρχουν φαντάσματα μπαμπά; Όχι, παιδί μου, δεν υπάρχουν. Δηλαδή, δεν έχεις δει ποτέ σου φάντασμα; Όχι, δεν έχω δει. Κι ας έχω δει. Δεκάδες φαντάσματα. Δίπλα τους καθόμουν, μαζί τους ταξίδευα. Με στοίχειωναν. Όλη η χαρά, όλη η καύλα της εκδρομής γινόταν καπνός σε λίγα λεπτά, βλέποντας τα συντρόφια της Κυριακής να βυθίζονται με τις κόρες χαμένες σ' έναν εφιάλτη λίγα εκατοστά δίπλα μου. Πώς πέρασες; Καλά, καλά. Καλή εκδρομή; Καλή, καλή.

Νίκος Ιωαννίδης, "Μια Εποχή στο Τσιμέντο", Τόπος 2018

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

μέχρι τη λάρισα

Αυτός που κουράστηκε να ξεφυλλίζει βιβλία
κι εκείνος που έθαψε τους γονείς του Κυριακή πρωί,
στο ίδιο βαγόνι ερωτεύονται ασταμάτητα,
μέχρι τη Λάρισα, εντελώς σωματικά.

Γιώργος Βέης, "Ο Δράκος του Μεσημεριού", Ύψιλον 1983

Σάββατο 18 Μαΐου 2019

αυτό σώζει

Δοκίμασε ένα, είπε. Μπορεί να θυμίζει κοτόπουλο στη γεύση, αλλά είναι δεινόσαυρος, αλήθεια. Όχι πτηνό, όχι, το άλλο είδος που με κάποιον τρόπο επιβίωσε από τον γιγαντιαίο αστεροειδή που χτύπησε τη γη πριν από 65 εκατομμύρια χρόνια. Το ζώο που εκπροσωπεί το απόλυτο απέθαντο. Αυτός τα έλεγε τα αληθινά ζόμπι του Θεού. Με κάποιον τρόπο όλοι οι συγγενείς τους σφαγιάστηκαν κι εκείνοι κρύφτηκαν κάτω από τον καναπέ και επέζησαν, σπρώχνοντας τα παμπάλαια, προϊστορικά κορμιά τους στον σύγχρονο κόσμο. Περπατούν μάγκικα με λέπια και νύχια, γεννοβολώντας αβγά που δεν θα πετάξουν όταν μεγαλώσουν, αφού είναι προορισμένα να γίνουν οι μασκότ του σύγχρονου Νεάντερταλ, του ποδοσφαιρόφιλου της Φλόριντα. Κυλιούνται στο ποτάμι και στον βάλτο και αναπνέουν βρύα στα δέντρα, ρουφώντας όσο χρώμα έχει απομείνει στους ανθρώπους που είναι ακόμα ζωντανοί, αραιώνοντας τον αέρα με την ερπετώδη αναπνοή τους, αποδυναμώνοντας τη ζωντάνια με υγρασία, μετατρέποντας τον κόσμο σε παστέλ. Με την όμοια με πάπιας περπατησιά τους, γλιστράνε ανάμεσα στη λάσπη του ποταμού και τις προπέλες των βαρκών. Ο Όστιν λέει πως για να τους ξεφύγεις πρέπει να κάνεις ζιγκ ζαγκ. Δεν θα σε πιάσουν ποτέ αν τρέχεις σαν βλαμμένο. Απλά παίξ' το ηλίθιος, λέει. Αυτό σώζει τους πιο πολλούς ανθρώπους.

Rita Bullwinkel, "Ανάσκελα", Χαραμάδα 2019 (μετάφραση Μαρία Χρίστου)

Παρασκευή 17 Μαΐου 2019

ενάντια σε ιδιότυπους λογισμούς

Πάνω στη νοτισμένη άμμο
κρατώ την ισορροπία
μιας αρχιτεκτονικής.

Διορατικός, ευλαβέστατος,
υποταγμένος σε δόγματα
μάχομαι ενάντια
σε ιδιότυπους λογισμούς
από μεταφυσικούς
δρόμους ψύχους και βροχής.

Η φωνή θραυσμένη, κρύσταλλο
της οδύνης μου, Κυριακές
μ' ένα αύριο πάντοτε ίδιο,
πάντοτε ίδιο, ενώ σβήνεται
το απριλιάτικο φως και προσπαθώ
να συγκρατήσω τους θόλους.

Salvador Espriu, "Κοιμητήρι της Σινέρα", Αστρολάβος 1983 (μετάφραση Κώστας Τσιρόπουλος)

Τετάρτη 24 Απριλίου 2019

διανομή σκληρή, μα τίνος πράγματος;

Εμπρός! Εμπρός! Ομάδες του παρανο-σπινταριστού πλανήτη! Το Ράδιο της Πέμπτης Διεθνούς σας μιλά για τον μαλακό και μωβ καιρό! Τα Αυτο-Ξωτικά χτύπησαν! Και η μυστηριώδης ομάδα Σαντί Κανάλ εξαφανίστηκε μέσα σε μιαν αιθάλη άσφαιρων! Το μυστήριο πυκνώνει κι άλλο. Δόξα σ' εκείνους που μπόρεσαν να διαπράξουν τη μυθοπλασία και την κυανή της παράνοιας αστραπή. Ας ευχηθούμε η κόλαση να μοιάζει με έπαυλη των προαστίων!
Και μια νέα άφιξη! Η ομάδα Πλανήτης Πότλατς! Καλώς! Διανομή σκληρή, μα τίνος πράγματος; Προσοχή! Προσεχώς Παντέν! Ακόμα κι ο Ιησούς είχε στιγμές αμφιβολίας και πόνου!
Ελπίζω πως μαντέψατε τ' όνομά μου! Χαίρομαι που σας γνωρίζω! Εμπρός Ομάδες του παρανο-σπινταριστού πλανήτη!
Sympathy for the Devil!

Jean-Bernard Pouy, "Ο Σπινόζα Γαμάει τον Χέγκελ", Oposito 2019 (μετάφραση Ζ.Δ. Αϊναλής)

Τρίτη 16 Απριλίου 2019

το μεσημέρι

Το μεσημέρι ήταν σκληρό, όλο φως και σιωπή, και το πέρασμα του λεωφορείου αύξησε την ταραχή του. "Όλα φρικιαστικά τέλεια" είπε και η φωνή του πήρε το σχήμα φυλακής. Εκείνη έκανε μερικά βήματα προς την διασταύρωση. "Φεύγω" του είπε και ο ήλιος αναπήδησε στην πρόσοψη του Κεντρικού Ταχυδρομείου. "Μη" φώναξε "Μη". Σταμάτησε για μια στιγμή τρομαγμένη κι απόμεινε να αιωρείται στο χείλος του πεζοδρομίου: Να πέσει ή να μην πέσει; Έκανε με κόπο ένα αβέβαιο βήμα.
-Πόσο μόνη είμαι, είπε κι άνθισε σαν πασχαλιά μπρος το γωνιακό παντοπωλείο.

Θάνος Παπαδόπουλος, "Δεν Αγαπάς δυο Φορές τα Ίδια Πράγματα", Στοχαστής 1982

Δευτέρα 8 Απριλίου 2019

κάποιος κάποιον

Τώρα είσαι αληθινός. Χωρίς τη φρουρά και τους κρυμμένους άσους στο μανίκι. Μιλάνε τα έργα. Όχι οι εφημερίδες και τα κανάλια σου, γεννημένα στην εγκληματική ελευθερία. Το σόου αυτή τη φορά συνεχίζεται χωρίς εσένα. Ο κάθε ηλίθιος θεατής βρίσκεται σε καλύτερη μοίρα από σένα. Αυτός είναι ζωντανός κι εσύ νεκρός. Οι απόβλητοι θα θέλαν τουλάχιστον εσύ να μείνεις αθάνατος. Πρέπει να πιστεύουν σε κάτι, την ώρα που ψάχνουν στα σκουπίδια. Γιατί εσύ, ακριβώς εσύ, τους στέρησες το αμερικάνικο όνειρο; αναρωτιέται ο Χάντερ.
Τώρα θα προτιμήσουν να παραμείνουν φτωχοί, μα ζωντανοί!
Το καινούριο αφεντικό θα έχει πλούσια αλώνια. Δε θα είσαι πια εμπόδιο στο δρόμο του. Κι αυτός θα φύγει κάποια μέρα, ευπαθής, αναλώσιμος, ευάλωτος. Νιώθεις το άγγιγμα της σφαίρας σαν ελαφρύ κάψιμο. Μετά έρχεται ο θάνατος. Ούτε καν πονάς.
Οι πλούσιοι είναι οι δικοί μας θεοί. Εμείς είμαστε τα δικά τους βοσκοτόπια. Όπως οι άγριοι όνοι στη Βίβλο είναι βοσκοτόπια για τους λέοντες. Κάποιος κάποιον θα φάει.

Georgi Grozdev, "Πλιάτσικο", Μανδραγόρας 2008 (μετάφραση Χρήστος Χαρτοματσίδης)

Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

χιλιοστοελένιο

Την ξέρετε σίγουρα αυτή την κλίμακα; Την έχει επινοήσει ο Γ.Α.Χ. Ράστον, ο μεγάλος μαθηματικός του Καίμπριτζ. Να, έχει ως εξής: Η Ελένη της Τροίας γίνεται αποδεκτή ως το απόλυτο στη γυναίκεια ομορφιά και σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός ποιητή το πρόσωπό της έκανε να αποπλεύσουν χίλια καράβια. Αλλά σαφώς εδώ το "πρόσωπο" εννοεί τη γυναίκα ως σύνολο. Κατά συνέπεια ας ονομάσουμε το πρόσωπο που κάνει χίλια πλοία να σαλπάρουν "Ελένιο". Αλλά τι είναι το πρόσωπο που κάνει μόνο ένα πλοίο να σαλπάρει; Προφανώς ένα "χιλιοστοελένιο". Πρέπει να υπάρχει λοιπόν μια διαβάθμιση για όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα ανάμεσα σ' αυτά τα δύο, τα οποία προβάλλουν οποιεσδήποτε αξιώσεις στο κάλλος. Σκεφτείτε την Γκάρμπο. Πιθανόν γύρω στα 750 "χιλιοστοελένια", επειδή, παρ' όλο που το πρόσωπό της είναι έξοχο, η σιλουέτα της είναι πενιχρή και τα πόδια της μεγάλα. Η Μαρία λοιπόν μου φαίνεται πως είναι θαύμα από κάθε άποψη, που εγώ είχα τη χαρά να ανιχνεύσω, και τα ρούχα της άλλωστε φαίνονται ότι δεν είναι σκοπίμως επιλεγμένα, ώστε να συγκαλύπτουν κουσούρια. Άρα λοιπόν τι λέμε; Εγώ θα πρότεινα 850 "χιλιοστοελένια" για τη Μαρία. Κανείς περισσότερα; Εσύ τι λες Άρθουρ;
Εγώ θα 'λεγα πως είναι φίλη μου και δε διαβαθμίζω τους φίλους με μαθηματικό υπολογισμό, είπε ο Άρθουρ.

Robertson Davies, "Έκπτωτοι Άγγελοι", Κριτική 1992 (μετάφραση Κώστας Θεολόγου)

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

άκουγα ακόμα τη ζωή να ξεφωνίζει

Πανικόβλητος, γύρισα στο δωμάτιό μου στην οδό Χόουπ, έκλεισα τα παράθυρα, τράβηξα τις κουρτίνες, αμπάρωσα την πόρτα. Παρόλ' αυτά, άκουγα ακόμα τη ζωή να ξεφωνίζει με πόνο γύρω μου...
Αποφάσισα και πάλι να βρω μόνιμη δουλειά... Οι γνωστές ενοχές... Τα βράδια έβρισκα κάποια ανακούφιση στα τσιγάρα με μαριχουάνα που κάπνιζα στη στέγη του ξενοδοχείου. Και με την ψεύτικη διαύγεια που προκαλούσε το ναρκωτικό, κοιτούσα την πόλη της νύχτας και φανταζόμουν -σα σ' ένα ηλίθιο, άνοστο θεατρικό έργο όπου κάθε συναίσθημα αμβλύνεται- πως είχα διαχωρίσει τη θέση μου από τον κόσμο: όπως ένιωθα μικρός, τότε που κοίταζα έξω από το παράθυρο, αποτραβηγμένος από τη ζωή.
Ο κόσμος μου αποκάλυπτε το θάνατό του μέσα από τη διαδικασία της αργής ανακάλυψης: τη βασανιστική απώλεια της αθωότητας· και διαπίστωσα πως λαχταρούσα πάλι να βρω το Θεό της παιδικής μου ηλικίας. Αλλά αυτός ο κόσμος της μοναξιάς και της απελπισίας Τον διέψευδε, Τον αναιρούσε. Ο ουρανός είχε γίνει πια για μένα μια σκοτεινή σπηλιά, εκεί που κάποτε ήταν απεριόριστος, γεμάτος αγγελούδια και γαλήνη.
Και καθώς οι χτύποι της καμπάνας από την απέναντι εκκλησία θρηνολογούσαν μέσα στη νύχτα, κοίταξα από τη στέγη μου κατά την Πλατεία Πέρσινγκ.
Μια μέρα, από θλίψη για τα ίδια Του τα δημιουργήματα, ο Θεός έπεσε στην Κόλαση... Τώρα, ο κόσμος γυρίζει ζαλισμένα σαν τη ρόδα του Λούνα Παρκ που έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο.

John Rechy, "Η Πόλη της Νύχτας", Εξάντας 1986 (μετάφραση Χρύσα Τσαλικίδου)

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

λες και δεν είχαν κόκαλα

Αποχαιρετώ αυτόν τον χειμώνα, αυτή την άνοιξη, τις γέφυρες που δεν μπορούσα να διασχίσω χωρίς ευτυχία, όταν ο ουρανός ήταν τόσο εύθραυστος πάνω από το Τυλιερί, που τα σύννεφα γίνονταν ακόμα πιο ελαφρά για να μπορούν ακόμα να αιωρούνται· αντίο, μαγαζιά, δέντρα, φώτα του γκαζιού, αντίο αστυφύλακα, που είσαι όχι μόνο αδιάβροχος αλλά και ερωτευμένος με το νερό του ουρανού, αφού παρ' όλο το χιόνι του Ιανουαρίου, τη βροχερή επίμονη του Φεβρουαρίου, το χαλάζι του Μαρτίου, τις μπόρες του Απριλίου, τις καταιγίδες του Μαΐου, σε έβρισκα πάντοτε στη θέση σου, χωρίς να είσαι ούτε τόσο δα υγρός. Μικρέ γενναίε λουστραρισμένε αστυνομικέ, ένα ολόκληρο ποτάμι κυλούσε στα πόδια σας, δεν ήσαστε πιο περήφανος γι' αυτό, αλλά αμετακίνητος, εμπνέατε περίεργους πειρασμούς σ' αυτόν το φίλο που ονειρευόταν να σας δει να κάνετε έρωτα με μια αδελφούλα των φτωχών, Δάφνις και Χλόη, με τις χοντρές κάπες και τα χοντρά σεντόνια, πετάτε πάνω από τα σπίτια, από τις εκκλησίες, από τους πύργους, άγγελοι της πόλης. Αλλά, όπως οι άλλοι άγγελοι, αυτοί της παιδικής μου ηλικίας που είχαν ένα σώμα τόσο απαλό, λες και δεν είχαν κόκαλα, όπως όλοι αυτοί οι άγγελοι, είσαστε ήδη παρελθόν. Το παρελθόν των γερασμένων ανθρώπων. Πρέπει να καταθέσουμε το εξής: πρέπει να είμαστε σοφοί, συνετοί.

René Crevel, "Το Σώμα μου κι Εγώ", Καστανιώτης 1996 (μετάφραση Γιώργος Μίχαλος)

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

ανύπαρκτη, επομένως αδιανόητη

Η ανάμνηση της ηδονής είναι η πιο αδύναμη, η πιο αχνή απ' όλες. Η ηδονή η ίδια δεν αποτελείται παρά μονάχα από σκέψεις· περνώντας λοιπόν στη δικαιοδοσία της μνήμης, μεταμορφώνεται στο ακριβώς αντίθετό της: γίνεται ανύπαρκτη, επομένως αδιανόητη. Ξέρω ότι εκείνο το βράδυ είδα ξάφνου τον εαυτό μου, έναν άντρα μόνο μέσα στον κύβο του, τριγυρισμένο από αόρατους άλλους, μέσα στους δικούς τους κύβους, τριγυρισμένο από δεκάδες χιλιάδες σελίδες τυπωμένου χαρτιού, στις οποίες περιγράφονταν τα ίδια αλλά διαφορετικά συναισθήματα αληθινών ή φανταστικών ανθρώπων. Είχα συγκινηθεί με τον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν επρόκειτο να γράψω ποτέ μια τέτοια σελίδα, κανείς όμως δε θα μπορούσε να μου πάρει την αίσθηση αυτών των τελευταίων ωρών. Μου είχε αποκαλυφθεί ένα πεδίο που ως τότε μου έμενε κλειστό και κρυφό για μένα. Εξακολουθούσε να είναι κλειστό, ίσως να μην ξανάμπαινα ποτέ μου εκεί μέσα. Τουλάχιστον όμως το είχα δει. Ή, μάλλον, για να χρησιμοποιήσω μια πιο σωστή λέξη, το είχα ακούσει. Ο ήχος, η φωνή που ξέφυγε απ' τα χείλη της, δεν ήταν από αυτόν εδώ τον κόσμο. Ήταν κάτι που δεν είχα ξανακούσει ποτέ στη ζωή μου. Ήταν η φωνούλα ενός παιδιού και μαζί ένα παράπονο που δεν μπορούσε να εκφραστεί με λόγια. Όπου αντηχούσε αυτός ο βόγγος, η ζωή ήταν αδιανόητη.

Cees Nooteboom, "H Ακόλουθη Ιστορία", Καστανιώτης 1993 (μετάφραση Μαρία Αγγελίδου)

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

κυριακή

Ανάμεσα στις δεντροστοιχίες της λεωφόρου Γκομπλέν
Ένα μαρμάρινο άγαλμα μ' οδηγεί απ' το χέρι
Σήμερα είναι Κυριακή τα σινεμά γεμάτα
Πάνω στα κλαδιά τα πουλιά κοιτάνε τους ανθρώπους
Και τ' άγαλμα με φιλάει μα κανείς δε μας βλέπει
Μόνο ένα τυφλό παιδί που μας δείχνει με το δάχτυλο.

Jacques Prévert, "Επιλογή από τα Paroles", Εγνατία 1971 (μετάφραση Δημήτρης Καλοκύρης)

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

εισιτήριο για τη σικελία

Μια φέτα λεμόνι είναι ένα εισιτήριο για τη Σικελία και τα δροσερά της τριαντάφυλλα. Οι στιλβωτές πατωμάτων χορεύουν σαν αιγυπτιακές φιγούρες.
Ο ανελκυστήρας βρίσκεται εκτός λειτουργίας.
Οι υπέρμαχοι της άμυνας μενσεβίκοι γυρνούν στα σπίτια και οργανώνουν τις νυχτερινές βάρδιες στα σκεπαστά προαύλια.
Η ζωή είναι και τρομαχτική και γλυκιά!
Ο Παρνόκ είναι ένα κουκούτσι από λεμόνι, που το πέταξαν σε κάποια ρωγμή της γρανιτένιας Πετρούπολης - κι η μεγάλη νύχτα, που απλώνεται απειλητικά, καθώς πίνει τον μαύρο τούρκικο καφέ της θα τον ρουφήξει κι αυτόν,

Осип Мандельштам, "Το Αιγυπτιακό Γραμματόσημο", Οροπέδιο 2016 (μετάφραση Βιργινία Γαλανοπούλου)

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

η ντουλάπα

Άνοιξε η ντουλάπα
κι έπεσε ένα μωρό.
Σε στιγμές έντονης
μεταφυσικής αγωνίας
το μεγάλωσαν, το ανάθρεψαν
κάποτε πήρε τη ζωή στα χέρια του,
αποφάσισε να παντρευτεί,
έμεινε έγκυος
και γέννησε ένα σκρίνιο.

Μανώλης Μπαλής, "Το Τσιμέντο Έχει Φιλότιμο", Ώρες 1994

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2019

γράφω για να μην πεθάνω από καημό

Γράφω για να μην πεθάνω από καημό
για να μην πνιγώ σε τούτη τη δίψα για φόνο
που σκεπάζει τις φρικτές αυνανιστικές βραδιές
των άθλιων θεωρείων των κινηματογράφων.
Θα έδινα τη δίψα και το επώνυμό μου
για ένα φιλί και μόνο...
αλλά μονάχα σάλιο υπάρχει κάτω απ' τον φλογερό
υπερσυντέλικο του ανθρώπινου.
Θα 'δινα τον εαυτό μου για έναν γλυκό θεό
που θα μ' έκανε να ψυχορραγήσω στο φως
αλλά ο μαύρος καβαλάρης των ονείρων μου
με προσκαλεί στην άγρια καταστροφή
της αιματηρής μορφής των μνημάτων.
Για να μην παραδοθώ σ' αυτόν, τόσο αληθινό... γράφω, μιλώ,
αναλώνομαι στην ίδια μου την τρέλα που είμαι άνθρωπος.

Miguel Labordeta, "Ελεγεία Σχεδόν", Κουκούτσι 2014 (μετάφραση Κώστας Βραχνός)

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

για χάρη του·

Αυτή τη στιγμή ποθούσε:τον ανέκφραστο θόρυβο των κυμάτων που διαλύονται στην ακτή· την καταπραϋντική σιωπή της μπουνάτσας· τις θερμές μέρες όταν στις σκουρόχρωμες πέτρες διαλύονται οι λειχήνες και απ' τα υπερώριμα ανοιγμένα σύκα στάζει το γλυκό σορόπι· ποθούσε αυτό το ασταμάτητο, σχεδόν πονεμένο τραγούδισμα των αόρατων γρύλλων· τις έντονες και ερεθιστικές μυρωδιές του αλατιού, της πίσσας, των τηγανητών ψαριών, των ξεραμένων φυκιών, του ιωδίου, του κόκκινου κρασιού, του καμένου λαδιού· ποθούσε τις ήρεμες νύχτες κάτω από ένα χαμηλό ουρανό που σαν ασημένιο κουδούνι φώτιζε τα βάθη της θάλασσας· ποθούσε κάποια έρημη πλαζ του Νότου, δίπλα στην Μπούντβα, όπου αφημένος στη ζεστή άμμο θα ξαπλώσει μόνος, ακίνητος και αποχαυνωμένος σαν ο κόσμος να υπάρχει για χάρη του· και ποθούσε, σχεδόν απελπισμένα, το καυτό και αδιάντροπο σώμα κάποιας γυναίκας στην οποίας τα βάθη, ακόρεστα από ήλιο και αναμονή, θα βυθιστεί ολόκληρος, ξεχνώντας το θάνατο και το χρόνο.

Бранимир Шћепановић, "Στόμα Γεμάτο Χώμα", Παρασκήνιο 1988 (μετάφραση Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης)