Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

στα χρώματα του Πολύγνωτου

Που έτσι είναι (-ή μάλλον ήτανε) και οι ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΓΚΕΣ (-πόσες έγχρωμες πάλι φωτογραφίες δεν έχω κάνει κι απ' αυτές...), ...-και που έτσι ήτανε και κάποια μικρά εξοχικά σπίτια (-ξύλινα όλα) στο Καβούρι και στη Βουλιαγμένη (-έχω κάνει σχετικά έγχρωμα σχέδια από το 1939...), ...-μόνο που θα' θελα τώρα να θυμηθώ πως πριν από τον πόλεμο, στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά, ο τότε Υπουργός "Παιδείας και Θρησκευμάτων", έβγαλε μια διαταγή που όριζε "να βαφτούνε όλα τα παραλιακά σπίτια της Αίγινας άσπρα", στην όψη τους προς τη θάλασσα, γιατί η Ελλάδα είναι ΑΣΠΡΗ και γιατί αυτά τα σπίτια, στην Αίγινα, ήτανε όλα βαμμένα στα χρώματα του Πολύγνωτου, στην ΩΧΡΑ, στο ΧΟΝΤΡΟΚΟΚΚΙΝΟ, στο ΜΑΥΡΟ (-σε μια κάτω ζώνη του σπιτιού), αλλά και στο λουλακί. Απόδειξη... τρανή, πως η Ελλάδα δεν είναι άσπρη. Και που η Διαταγή εκτελέστηκε. Γιατί και σήμερα ακόμα, όταν πάει κανείς και ξύσει, με ένα σουγιά, ή με ένα κλειδί, το άσπρο χρώμα, θα βγει από κάτω το χρώμα που είχανε αρχικά τα σπίτια: ένα ΚΟΚΚΙΝΟ, μια ΩΧΡΑ, ένα ΜΑΥΡΟ, ένα ΛΟΥΛΑΚΙ.

Άρης Κωνσταντινίδης, "Η Αρχιτεκτονική της Αρχιτεκτονικής", Άγρα 1992

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

κάτω από τα πόδια σας

Εγώ δε "σκοτώνω", εγώ "κάνω κάποιον να πεθάνει".
Από το "σκοτώνω" ως το "κάνω κάποιον να πεθάνει" η απόσταση είναι όση από το έγκλημα στο σεισμό. Είμαστε συνηθισμένοι στην τρομερή συμφορά του θανάτου (τα αμέτρητα πτώματα των μαλακίων που παράγει η θάλασσα μέρα με τη μέρα και που σαπίζουν στον ήλιο κάτω από την άμμο, ή κλεισμένα στο σπειροειδές περίβλημα των σαλιγκαριών), αλλά αποστρεφόμαστε τη θέληση και τα σκοτεινά σχέδια ενός φτωχού δολοφόνου όπως εγώ - σε αυτή τη "θέληση" ακριβώς έγκειται η καταδίκη του εγκλήματος - γι' αυτό σας προτείνω να με σκεφτείτε σαν μια ταπεινή καταστροφή, έναν μικρό σεισμό που το επίκεντρό του είναι κάτω από τα πόδια σας.
Αντιλαμβάνεστε τον τρόπο που συνεχίζετε; Πρώτα η "ταυτότητά" μου, τώρα τα "κίνητρά" μου. Σκεφτείτε, επινοήστε τα δικά σας! Είναι σίγουρο ότι δε σας λείπουν οι λόγοι για να δολοφονηθείτε μέσω κάποιου τρίτου, κάποιου υπηρέτη: αναζητήστε τους και ησυχάστε. Αφιερώστε μου όμως το φόβο σας. Σας συνιστώ και πάλι το ρομαντισμό, επειγόντως.

José Carlos Somoza, "Γράμματα ενός ασήμαντου δολοφόνου", Κέδρος 2007 (μετάφραση Ντίνα Σιδέρη)

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

ακηδία

Υπάρχουν λέξεις στα αρχαία ελληνικά για την αεργία (για παράδειγμα, σχόλη, άλης και αργός) και για ένα είδος κορεσμού ή μιας μπλαζέ κατάστασης του μυαλού (για παράδειγμα, η λέξη κόρος), αλλά δύσκολα κάποια από αυτές αντιστοιχεί εξ ολοκλήρου στην αντίστοιχη δική μας έννοια της βαρεμάρας. Η πιο κοντινή είναι πιθανώς η ακηδία, η οποία προέρχεται από το κήδος, που σημαίνει να νοιάζεσαι, συν το αρνητικό πρόθεμα. Αυτή η έννοια, όμως, παίζει μόνο έναν ελάσσονα ρόλο στην πρώιμη ελληνική σκέψη, όταν περιγράφει μια κατάσταση αποσύνθεσης, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί κάτι σαν χαύνωση ή σαν έλλειψη συμμετοχής. Θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι τον 4ο μ.Χ. αιώνα, με τους Πρώτους Πατέρες στις ερήμους πέρα από την Αλεξάνδρεια, για να αποκτήσει ο όρος ένα πιο τεχνικό νόημα, περιγράφοντας τώρα μια κατάσταση κορεσμού από τη ζωή ή κούρασης. Ο Ευάγριος ο Ποντικός (περ. 345-399) θεωρεί την ακηδία δαιμονική. Ο μεσημεριανός δαίμονας (daemon meridianus) είναι ο πιο πανούργος απ' όλους τους δαίμονες, επιτίθεται στον μοναχό στο μέσο της μέρας, το καταμεσήμερο, με τον ήλιο να μοιάζει ακίνητος στον ουρανό. Τα πράγματα μένουν ως έχουν σ' αυτή την κατάσταση, αλλά φαίνεται να έχουν χάσει εντελώς τη ζωντάνια τους. Ο δαίμονας κάνει τον άνθρωπο να σιχαίνεται το μέρος στο οποίο βρίσκεται - ακόμα και την ίδια του τη ζωή.

Lars Svendsen, "Η φιλοσοφία της βαρεμάρας", Σαββάλας 2006 (μετάφραση Παναγιώτης Καλαμαράς)

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

με ποινή το όνειδος και το πρόστιμο

Έχουμε ένα εργαστήρι μαθηματικών επιστημών, όπου κατασκευάζουμε όλα τα εργαλεία, τόσο τα αστρονομικά όσο και τα γεωμετρικά, που είναι διαλεκτής ποιότητας.
Έχουμε τον οίκο εξαπάτησης των αισθήσεων, όπου επινοούμε κάθε τρόπο εξαπάτησης, ψευδαίσθησης, οραμάτων, γητείας και αυταπάτης. Αλλά βρίσκουμε και τα αδύνατα σημεία τους. Εύκολα θα πειθόσουν ότι εμείς, με τόσα φυσικά επιτεύγματα που κινούν το θαυμασμό, θα μπορούσαμε να ξεγελάμε συνεχώς τις αισθήσεις, αν φυσικά θέλαμε να παρουσιάζουμε αυτά τα επιτεύγματα για θαύματα. Αλλά απεχθανόμαστε κάθε ψέμα και απάτη σε σημείο, μάλιστα, που να απαγορεύουμε σε όλους τους αδελφούς –με ποινή το όνειδος και το πρόστιμο- να παρουσιάζουν οποιοδήποτε έργο ή αντικείμενο της φύσης σαν θαύμα ή υπερβολή. Είναι υποχρεωμένοι να το παρουσιάζουν με τον αληθινό του χαρακτήρα, δίχως επιτηδεύσεις.
Αυτά είναι, τέκνο μου, τα πλούτη του Οίκου του Σολομώντος.

Francis Bacon, «Η Νέα Ατλαντίς» (από τη συλλογή «Utopia»), Μεταίχμιο 2007 (μετάφραση Γρηγόρης Κονδύλης)

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

ποτέ δυο φορές συνέχεια σ’ ένα ορισμένο μέρος

Ο Λονγκ Τζακ προτιμούσε ιστορίες που είχαν κάτι το υπερφυσικό. Τους κρατούσε άφωνους με διηγήσεις φρικιαστικές για πειρατές της ακτής Μονομόι, που κορόιδευαν και φόβιζαν κάποιους έρημους ψαράδες θαλασσινών. Για άθαφτους νεκρούς που περπατούσαν στην άμμο ή στοίχειωναν τους αμμόλοφους, για τον κρυμμένο θησαυρό στο Νησί της Φωτιάς, που τον φύλαγαν τα πνεύματα των αντρών του Κιατ, για πλοία που φεύγανε μέσα στην ομίχλη στην κομητεία του Τρούρο, για το λιμάνι εκείνο στο Μάιν, όπου κανένας εκτός από τους ξένους δεν έριχνε άγκυρα ποτέ δυο φορές συνέχεια σ’ ένα ορισμένο μέρος, εξαιτίας των νεκρών αντρών ενός πληρώματος που τραβούσαν κουπί εκεί τα μεσάνυχτα, με την άγκυρα στην πλώρη του παλιού πλοίου σφυρίζοντας –όχι φωνάζοντας, μα σφυρίζοντας- για την ψυχή εκείνου που τάραξε την ησυχία τους.
Ο Χάρβεϊ πίστευε ως τότε πως στην ανατολική ακτή της πατρίδας του, από το Μάουντ Ντέζερτ και νότια, κατοικούσαν άνθρωποι που πήγαιναν εκεί το καλοκαίρι τ’ άλογά τους και διασκέδαζαν στα εξοχικά τους. Κορόιδευε τις ιστορίες με τα φαντάσματα –όχι τόσο όπως ένα μήνα πρωτύτερα- μα τελικά κατέληγε να κάθεται σιωπηλός σε μια γωνιά, τρέμιοντας από το φόβο του.

Rudyard Kipling, «Δαίμονες των Κυμάτων», Καστανιώτης 1987 (μετάφραση Μαίρη Κιτσικοπούλου)

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

η αψηλάφητη και προστατευτική ομίχλη της μνήμης

…Κανένας δεν μάζευε τις ελιές που έπεφταν από το δέντρο και η λιωμένη σάρκα τους γέμιζε με μαύρα σημάδια τα τρία τούβλινα σκαλοπάτια στα οποία κατέληγε, στρίβοντας απότομα δεξιά, το πρώτο τμήμα του μονοπατιού που πλαισιωνόταν από αυτούς τους ανοιχτογάλανους θάμνους, όπως κανένας άλλος, εκτός από τα παιδιά, δεν έδινε σημασία στα γινωμένα σύκα, με το σχεδόν κατάμαυρο ζαρωμένο και ρυτιδιασμένο δέρμα, τη σκασμένη κατακόκκινη, γεμάτη σποράκια, γλυκιά σάρκα, τα οποία βρίσκονταν σκορπισμένα λίγα μέτρα παραπέρα ανάμεσα στις τούφες του πράσινου ακόμα γρασιδιού στο κιτρινισμένο από το καλοκαίρι λιβάδι και τα οποία έπρεπε να διεκδικείς από τα μυρμήγκια κάτω από το βαρύ άρωμα των πλατιών φύλλων της συκιάς. Στην άκρη της αλέας της πλαισιωμένης με τις μουριές, το τραμ έκανε στάση κάτω από το τεράστιο πεύκο σε σχήμα ομπρέλας του οποίου ο κορμός, γερμένος από τον αέρα, ακουμπώντας σχεδόν στο έδαφος, ήταν καλυμμένος όχι ακριβώς από φλούδα αλλά από χοντρά ρομβοειδή λέπια βαλμένα το ένα μέσα στο άλλο, που είχαν ένα μεταξένιο γκρίζο χρώμα με λίγο ροζ στο κέντρο και κατέληγαν σ’ ένα τραχύ καφέ εξόγκωμα. Από ένα σημείο ανάμεσά τους ανάβλυζε διαρκώς το ρετσίνι, που στην αρχή σχημάτιζε μια χοντρή φούσκα στο μέγεθος του φραγκοστάφυλου, λάμποντας χρυσοκίτρινη στον ήλιο και της οποίας η βάση καλυπτόταν από ένα είδος λευκώματος πριν φτάσει να στάξει στο τέλος όμοια με μια μακρά σειρά γκρίζων δακρύων που ξασπρίζει σιγά σιγά σαν κουτσουλιά πουλιού. Δυο αλόες νάνοι με κίτρινες μπορντούρες στα φύλλα, βαλμένες σε πήλινες γλάστρες, στεφάνωναν τους παραστάτες της καγκελόπορτας στην είσοδο της αλέας η οποία προχωρούσε βαθιά στους κήπους όπου, το Σεπτέμβρη, την εποχή του τρύγου, θα έλεγες ότι αιωρείτο μονίμως στον ακίνητο αέρα ανάμεσα στις δάφνες η λεπτή άσπρη σκόνη που σήκωσε, στο πέρασμά του το αυτοκίνητο κάποιου επισκέπτη – ή απλώς (τέτοια ήταν η ξηρασία) τα πέταλα των μεγαλόσωμων αλόγων και οι σιδεροντυμένοι τροχοί των κάρων. Θαρρείς και, πέρα από το καλοκαίρι, υπήρχε και κάτι άλλο που ψυχορραγούσε δίχως τελειωμό μες στην αποπνικτική ακινησία του αέρα, όπου έμοιαζε να επιπλέει συνεχώς αυτό το αιωρούμενο πέπλο που καμιά πνοή αύρας δεν έδιωχνε, κατερχόμενο αργά, καλύπτοντας με ομοιόμορφο σάβανο τις φουντωτές δάφνες, το τσουρουφλισμένο από τον ήλιο γρασίδι, τις μαραμένες ίριδες και τα στάσιμα νερά της γούρνας κάτω από ένα αψηλάφητο στρώμα στάχτης: η αψηλάφητη και προστατευτική ομίχλη της μνήμης.

Claude Simon, «Το Τραμ», Εστία 2003 (μετάφραση Θωμάς Σκάσσης)

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

φέρνοντας τους σε επαφή με τον “πολιτισμό”

Αυτή η Συνθήκη του 1814 επέφερε μια νέα και σημαντική αλλαγή. Παραχώρησε την κυριότητα εδαφών σε μεμονωμένους Ινδιάνους, καταλύοντας την έννοια της κοινοκτημοσύνης των ινδιάνικων εδαφών. Αυτή η μέθοδος μύησε τους Ινδιάνους στον ανταγωνισμό και στη δολοπλοκία, που ήταν χαρακτηριστικά του πνεύματος του δυτικού καπιταλισμού και ταίριαζαν στην παλιά αντίληψη του Τζέφερσον περί αντιμετώπισης των Ινδιάνων, φέρνοντας τους σε επαφή με τον “πολιτισμό”.

Howard Zinn, "Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών", Αιώρα 2008 (μετάφραση Θεόδωρος Καλύβας)

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

μισούν ο ένας τον άλλο, αρκεί

Τον βασάνιζε η εκπληκτική του καρτερία, αυτή η θεμελιώδης ιδιότητα των φουκαράδων του στρατού ή μη, χάρη στην οποία είναι εύκολο τόσο να τους σκοτώσεις όσο και να τους αφήσεις να ζήσουν. Ποτέ ή σχεδόν ποτέ δεν ρωτάν το γιατί οι μικροί, το γιατί τραβάν όσα τραβάνε. Μισούν ο ένας τον άλλο, αρκεί.

Louis-Ferdinand Céline, "Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας", Εστία 2008 (μετάφραση Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου)

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

ωλένη

τίποτα σημαίνει τίποτα...

"Αλήθεια τι εννοείται όταν μιλάτε γι' αποτυχημένη επανάσταση; Αν έχετε διάθεση να τα σπάσετε όλα, γιατί δεν το κάνετε; Σιάτλ, Νταβός, Γένοβα, Νέα Υόρκη... Οι δρόμοι είναι φίσκα από νεαρούς που θέλουν να ξεπαστρέψουν μπάτσους κι επιχειρηματίες με πούρο."
"Κι εσείς; Εσείς γιατί δεν είστε μαζί τους;"
Αναμφισβήτητα αυτή ήταν μια καλή ερώτηση. Την είχα σκεφτεί πολλές φορές απ' την καλή κι απ' την ανάποδη.
"Καταρχήν επειδή πρέπει να τρέχεις πιο γρήγορα απ' τους μπάτσους, κι εγώ γέρασα πια..."
"Μαλακίες" είπε εκείνη περιφρονητικά.
"Για μια φορά, σκεφτείτε λίγο πριν απαντήσετε. δεν εννοώ πως γέρασα και δεν μπορώ να τρέξω, εννοώ πως δεν θέλω πια να γυρίζω την πλάτη στους μπάτσους."
"Αυτό το καταλαβαίνω."
Το χαμόγελό της, γεμάτο κατανόηση, μ' ενόχλησε σχεδόν όσο και η απάντησή της.
"Όχι, δεν καταλαβαίνετε τίποτα. τρέχει κανείς όταν δεν κρατάει τίποτα στα χέρια. Και δεν εννοώ μόνο τα όπλα... Τίποτα σημαίνει τίποτα... Ούτε καν την ελπίδα πως πεθαίνεις για ένα καλύτερο αύριο."
"Και μετά;"
"Τίποτα άλλο... Δεν υπάρχει μετά... Να τρέχεις μπροστά απ' τους μπάτσους με τη σκέψη πως αυτό θα εξανθρωπίσει κάπως τον καπιταλισμό, είναι σαν να τρέχεις μ' άδεια χέρια... Συγγνώμη, θέλω να κατουρήσω..."
Εκείνη με μια σιδερένια λαβή με υποχρέωσε να ξανακαθίσω. Ήταν πιο κόκκινη κι από νεογέννητη παπαρούνα. Πολύ θα ήθελα να ξέρω τι θα έκανε αν τη φιλούσα.

Patrick Raynal, "Πρώην Σύντροφοι", Μεταίχμιο 2004 (μετάφραση Μελίνα Καρακώστα)

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

περισσότερο ή λιγότερο αθώα

Οι κοινωνικές εκδηλώσεις στη Γαλλία περιελάμβαναν πάρα πολλά τέτοιου είδους παιχνίδια, περισσότερο ή λιγότερο περίπλοκα, περισσότερο ή λιγότερο αθώα: Ο λύκος και η ελαφίνα, το τυχαίο φιλί, το φιλί των τεσσάρων γωνιών, το απατηλό φιλί, το φιλί με τις χειροπέδες, το ταξίδι στα Κύθηρα, το φιλί του λαγού. Μεταξύ αυτών, υπήρχε και ένα ιδιαίτερα πρωτότυπο παιχνίδι, το οποίο ήταν πολύ δημοφιλές στα τέλη του 18ου αιώνα, εποχή κατά την οποία επικρατούσε ενθουσιασμός για τη νέα ανακάλυψη, τον ηλεκτρισμό. Επρόκειτο για μια ηλεκτρική μηχανή, ανακάλυψη του Γκέοργκ Ματίας Μπόζε, η οποία έκανε θραύση στα κοσμικά σαλόνια. Μια όμορφη γυναίκα καθόταν σ' ένα σκαμπό με γυάλινα πόδια, και συνδεόταν μ' ένα καλώδιο με το μηχάνημα. Όλοι όσοι τη φιλούσαν, μόλις άγγιζαν τα χείλη της δέχονταν μια μικρή ηλεκτρική εκκένωση. Αν όμως ήθελε να κρατήσει το φιλί περισσότερο μπορούσε ν' αγγίξει κρυφά τον ομορφονιά. Έτσι το ρεύμα γειωνόταν και το φιλί ήταν εντελώς ανώδυνο.

Alain Montadon, "Το Φιλί", Γνώση 2009 (μετάφραση Ινώ Ρόζου)

αφού οι συγγραφείς είναι τόσο χέστηδες

Σήμερα, το κάθε κουτορνίθι που δεν ξέρει πως να την πέσει σ' ένα βιβλίο το χτυπάει λέγοντας ότι είναι συναισθηματικό. Πού να καταλάβουν τα κουτορνίθια ότι για να γράψεις ένα μυθιστόρημα πρέπει να βρεις τις πλέον φορτισμένες λέξεις για να προκαλέσεις τη μεγαλύτερη δυνατή συγκίνηση. Πού να καταλάβουν ότι άλλο πράγμα το συναίσθημα κι άλλο πράγμα ο συναισθηματισμός, ότι ο συναισθηματισμός είναι το φιάσκο του συναισθήματος. Και, αφού οι συγγραφείς είναι τόσο χέστηδες που δεν τολμάνε να κοντράρουν τα κουτορνίθια που είναι στα πράγματα κι έχουν διαγράψει το συναίσθημα και τη συγκίνηση, βγαίνουν όλα αυτά τα ορθότατα μυθιστορήματα, τα ψυχρά, άνευρα και άψυχα, που μοιάζουν να βγήκαν κατευθείαν απ' το γκισέ κάποιου προοδευτικού υπαλλήλου προκειμένου να ικανοποιήσει τους κριτικούς...

Javier Cercas, "Η ταχύτητα του φωτός", Πατάκης 2007 (μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου)

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

μια άσβεστη αίσθηση αξιοπρέπειας

Μάλλον δεν αναφέρθηκα αρκετά στο ανταποδοτικό ή θετικό στοιχείο των ταξιδιών. Ευθύς μόλις διαπιστώσετε ότι η ηλιθιότητα και η βαρβαρότητα είναι παντού οι ίδιες, ανακαλύπτετε επίσης ότι τα ουσιώδη στοιχεία του ουμανισμού είναι με τη σειρά τους παντού τα ίδια. Οι Παντζάμπι στο Αμριτσάρ και τη Λαχώρη είναι το ίδιο φιλόξενοι και ανοιχτόμυαλοι, παρόλο που ο διαμελισμός των περιοχών σημαίνει τον ακρωτηριασμό του Παντζάμπ όσο και της ινδικής υπο-ηπείρου. Ενθαρρυντικός αριθμός αθεϊστών κι αγνωστικιστών ενδημεί στις έξι κομητείες της Βόρειας Ιρλανδίας, μολονότι τόσο η αρχαία επαρχία του Όλστερ όσο και η ιρλανδική ενδοχώρα έχουν διχοτομηθεί. Και, το σπουδαιότερο όλων, το ένστικτο για δικαιοσύνη κι ελευθερία μάς είναι το ίδιο έμφυτο όσο τα κελεύσματα του φυλετισμού, της σεξουαλικής ξενοφοβίας και της πρόληψης. Οι άνθρωποι ξέρουν πότε τους λένε ψέματα, ξέρουν πότε οι κυβερνήτες τους παραλογίζονται, ξέρουν ότι δεν αγαπούν τις αλυσίδες τους. Όποτε πέφτει μια Βαστίλη, εκπλήσσεται κανείς ευχάριστα πάντα απ' το πόσοι λογικοί και αξιοπρεπείς άνθρωποι υπήρχαν τριγύρω της από την αρχή. Υπάρχει μια παλιά διαφωνία σχετικά με το αν τα γεμάτα ή τα άδεια στομάχια οδηγούν αντιστοίχως στον εφησυχασμό ή στην επανάσταση: δεν ωφελεί να την συντηρούμε. Το καίριο όργανο είναι το μυαλό, όχι τα εντόσθια. Οι άνθρωποι ξεσηκώνονται από μια άσβεστη αίσθηση αξιοπρέπειας.
Έχω μια Σομαλή φίλη η οποία, κατά τη διάρκεια της δυτικής επέμβασης στη δύστυχη χώρα της το 1992, έγινε ένα είδος (μονομελούς) υπηρεσίας πληροφοριών για τ' ανθρώπινα δικαιώματα. Κάποια στιγμή, μια ομάδα Βέλγων στρατιωτών παρανόησε κι άνοιξε πυρ σ' ένα πλήθος Σομαλών, σκοτώνοντας αρκετούς πολίτες. Ο μεταλλάκτης της Ρακίγια πήρε αμέσως φωτιά, με όλα τα βελγικά πρακτορεία ειδήσεων να της τηλεφωνούν ταυτόχρονα. Αλίμονο, τόσοι απεσταλμένοι και συντάκτες μόνο ένα ήθελαν να μάθουν: Οι Βέλγοι Στρατιώτες ήσαν Φλαμανδοί ή Βαλώνοι; Σ' αυτή την τιποτένια ερώτηση εκείνη απαντούσε -όχι χωρίς σκέρτσο, υποψιάζομαι- ότι η οργάνωση της δεν έπαιρνε θέση για τις φυλετικές εντάσεις στο Βέλγιο. Το περιστατικό αυτό μου θυμίζει μόλις ότι σας χρωστάω ένα γράμμα για τη σημασία του χιούμορ.

Christopher Hitchens, "Γράμμα σε ένα νέο αντιρρησία", Εστία 2003 (μετάφραση Γ.Θ. Καράμπελας)

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

κάνω περίπατο τον πόνο μου

Κάνω περίπατο τον πόνο μου, τον διασκεδάζω, τον ψυχαγωγώ, προσπαθώ να τον κοιμίσω. Την ίδια στιγμή, ετοιμάζω φράσεις, μηχανεύομαι ομολογίες, όχι πολύ ατιμωτικές. Ορκίζομαι να μιλήσω μόλις καθίσουμε στο τραπέζι, ή πάλι λίγο αργότερα, όταν θα με βοηθήσει ν’ ανέβω στο δωμάτιο για να κοιμηθώ. Βλέπω εκ των προτέρων τη σκηνή: θα με φιλήσει. Θα μου πει: «Δεν πειράζει, αγάπη μου. Τα’ όνομά σου δεν έχει σημασία. Αφού εγώ σ’ αγαπώ». Και κατά βάθος, αυτό είναι αλήθεια! Τι σημασία έχει το όνομα; Τότε, γιατί να μιλήσω;
Ανοίγει το παράθυρο.
-Μπερνάρ! Γύρνα πίσω! Θα κρυώσεις!
Ακριβώς όπως η μητέρα μου, κάποτε! Και επιστρέφω, θυμωμένος, με τη σουβλιά στα πλευρά να εκτοξεύει την ύπουλη φωτιά της. Έπειτα, κάποια μέρα, δεν ξέρω πώς, με επισκέπτεται η έμπνευση. Κάθομαι στο πιάνο. Παίζω μερικά μέτρα για να μαλακώσω αυτά τα δάχτυλα που αδρανούν εδώ και τόσο καιρό. Και, αμέσως, ένα βαλς του Σοπέν. Η Έλεν, πάνω, συγυρίζει το δωμάτιο. Τα βήματά της σταματούν στις πρώτες νότες. Τα δάχτυλά μου τρέχουν. Έχασα πολλά, ξέρω όμως ακόμα να τονίζω τις αξίες, να δίνω ζωή σ’ αυτή την όλο χάρη μουσική, που ενώνει με τόσο συγκινητικό τρόπο την ορμή, την ονειροπόληση, την παραίτηση. Αφήνομαι. Ξεχνάω τα υπόλοιπα. Βγάζω από το καταπονημένο όργανο έναν παθιασμένο μονόλογο που εκφράζει διαδοχικά τους λόγους που έχω να ζήσω ή να πεθάνω. Ξεχνάω ότι πονάω. Παίζω με απληστία, με λαχτάρα, με τρέλα, με απελπισία. Είμαι αλλού, στην αληθινή πατρίδα μου. Τα χέρια μου πετούν μπροστά μου. Ένα ρίγος κυριεύει τον αυχένα μου. Ένα νυχτερινό, τώρα. Μου αρέσει λιγότερο αυτή η θλίψη που αγγίζει την ψυχή, είναι όμως τόσο εύκολη! Κυλά σαν πανσέληνος. Και, για το τέλος, γιατί δεν άντεχα άλλο, κράτησα μια ανδροπρεπή πολωνέζα, σκεπτόμενη, κάτι σαν βάδισμα στ’ αστέρια, με το κάπως χαμένο βλέμμα σοφού. Να πώς πρέπει να προτρέχει κανείς της μοίρας του.

Boileau-Narcejac, «Οι Λύκαινες», Κέδρος, 2005 (μετάφραση Εύη Γερόκωστα)

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

εισπνέω σκοτάδι από το στόμα

Υπάρχει ξαφνικά μια έντονη λάμψη λευκού φωτός που μου τρυπάει τα μάτια. Κάποιος σκύβει πάνω μου, μια φωνή μου σκίζει το κεφάλι, ακούω κραυγές που ηχούν σε διαδρόμους στο βάθος, αλλά ξέρω ότι είναι δικές μου. Εισπνέω σκοτάδι από το στόμα, σκοτάδι γεμάτο άγνωστα πρόσωπα, ψίθυρους, και πεθαίνω πάλι ευτυχισμένη.
Ένα λεπτό αργότερα –μια μέρα, μια βδομάδα, ένα χρόνο μετά- το φως επιστρέφει από την άλλη μεριά των βλεφάρων μου, τα χέρια μου καίνε, και το στόμα μου, και τα μάτια μου. Με σπρώχνουν σε άδειους διαδρόμους, φωνάζω πάλι. Σκοτάδι.
Μερικές φορές, ο πόνος συγκεντρώνεται σε ένα μόνο σημείο, πίσω από το κεφάλι. Μερικές φορές, νιώθω ότι με μετακινούν, ότι με σπρώχνουν αλλού, και διακλαδίζεται στις φλέβες μου, σαν μια απότομη φλόγα που μου στεγνώνει το αίμα. Μέσα στο σκοτάδι υπάρχει συχνά φωτιά, συχνά νερό, αλλά δεν υποφέρω πια. Οι γλώσσες της φωτιάς με φοβίζουν. Το νερό που αναβλύζει είναι κρύο και γλυκό στον ύπνο μου. Θα ‘θελα να εξαφανιστούν τα πρόσωπα, να σβηστούν οι ψίθυροι. Όταν εισπνέω το σκοτάδι από το στόμα, θα ‘θελα το σκοτάδι το πιο μαύρο, θα ‘θελα να γλιστρήσω όλο και πιο βαθιά στο παγωμένο νερό, να μην επιστρέψω πια.

Sébastien Japrisot, «Παγίδα για Σταχτοπούτα», Κέδρος 2002 (μετάφραση Ελένη Λινάρδου)

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

το γοητευτικό εμπόδιο

Αναρωτηθήκαμε, και συνεχίζουμε ακόμα να αναρωτιόμαστε, για ποιους λόγους έδρασαν οι εντολοδόχοι των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου καθώς και για τη στρατηγική τους. Αναζητήσαμε στις πεποιθήσεις των τρομοκρατών την πηγή της ψυχικής δύναμης που τους οδήγησε να επιχειρήσουν τέτοιου είδους τερατώδεις πράξεις. Ενίοτε τους βρίσκαμε ελαφρυντικά για το ότι είχαν το κουράγιο να θυσιάσουν τη ζωή τους. Δεν καταλάβαμε ότι οι Δίδυμοι Πύργοι δεν ήταν ο στόχος πάνω στον οποίον έριχναν τα αεροπλάνα της γραμμής αλλάζοντας την πορεία τους, αλλά το γοητευτικό εμπόδιο που τους υπνώτιζε όπως το φως μιας λάμπας τις πεταλούδες της νύχτας.
Με άλλα λόγια δεν καταλάβαμε το ριζικό μίσος. Το εξανθρωπίσαμε, πιστεύοντας ότι υπήρχε στόχος και ότι οι δράστες του εγκλήματος είχαν λόγους να το κάνουν. τα αίτια των πράξεών τους τα εκλάβαμε ως λόγους, περιφρονώντας το μάθημα του Βολταίρου. Τα αίτια της 11ης Σεπτεμβρίου είναι πολλά και μπορούμε να τα αναλύουμε ατέρμονα. Η γλώσσα μας μάς ωθεί να μετατρέψουμε το αίτιο με την έννοια του αποχρώντος λόγου σε "αίτιο" με την ηθική έννοια του όρου. Αλλά η ίδια μας η γλώσσα δεν μπόρεσε να μετρήσει τη ριζικότητα του κακού.

Jean-Pierre Dupuy, "Ελάσσων Μεταφυσική των Τσουνάμι", Άγρα 2008 (μετάφραση Ιωάννα Αβραμίδου)

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

έχεις όλη τη νύχτα μπροστά σου

Μερικές ταινίες όμως εξακολουθούν να διαθέτουν αυτό το κάτι, εξακολουθούν να σου προκαλούν ρίγη ακόμα και μετά από πολλά χρόνια. Του έβαλα να δει τους Κακόφημους δρόμους (1973), ταινία που γύρισε ο Μάρτιν Σκορτσέζε στις αρχές της καριέρας του. Είναι για το πως μεγαλώνει κανείς στη σκληρή και βίαιη γειτονιά της Μικρής Ιταλίας στη Νέα Υόρκη. Υπάρχει μια σεκάνς κάπου στην αρχή που μου έχει μείνει αξέχαστη. Με τις δραματικές συγχορδίες των Ρόλλινγκ Στόουνς στο "Tell Me" ως υπόκρουση, η κάμερα ακολουθεί τον Χάρβεϊ Καϊτέλ καθώς μπαίνει σε ένα μπαρ με κόκκινα φώτα. Όποιος έχει πάει σε κάποιο μπαρ βράδυ Παρασκευής την ξέρει αυτήν την αίσθηση. Γνωρίζεις τους πάντες, σου γνέφουν, σε αποκαλούν με το μικρό σου όνομα, έχεις όλη τη νύχτα μπροστά σου. Ο Καϊτέλ ελίσσεται ανάμεσα στο πλήθος, σφίγγει ένα χέρι εδώ, ανταλλάσσει κάποιο αστείο εκεί, λικνίζεται απαλά στον ρυθμό της μουσικής. Είναι το πορτραίτο ενός νεαρού που είναι ερωτευμένος με τη ζωή, ερωτευμένος με το ότι είναι ζωντανός αυτό το βράδυ της Παρασκευής, με τους συγκεκριμένους ανθρώπους σε τούτο το μέρος. Έχει επίσης την υπογραφή της χαράς που νιώθει ένας νεαρός κινηματογραφιστής, μια στιγμή έκστασης, όπου πραγματοποιεί, δημιουργεί μια ταινία.

David Gilmour, "Η Κινηματογραφική Λέσχη", Πατάκης 2011 (μετάφραση Γιώργος Καλαμαντής)

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

καρπούζια

Όλα τα μπαρ που βρίσκονται εκτός της (ευρύτερης) περιοχής της Αθήνας συγκαταλέγονται σε μια γενική και αδιαβάθμητη κατηγορία: την επαρχία. Είτε πρόκειται για μικρές ή μεγαλύτερες πόλεις είτε για χωριά, στη νησιώτικη ή στην ηπειρωτική χώρα, όλες οι γυναίκες που συνάντησα στο ερευνητικό πεδίο δεν προχωρούσαν σε καμιά διάκριση. Η επαρχία συγκροτείται ως τόπος αντιστικτικά προς τη μία και μοναδική πόλη: την Αθήνα.
Σε αυτό το πλαίσιο, κάθε τόπος χάνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Η πρόσληψη του κάθε χώρου μοιάζει αδιαφοροποίητη, σχεδόν ισοπεδωτική, και ταυτίζεται με το χώρο της δουλειάς. Για κάποιους τόπους είναι γεγονός ότι δεν αναφέρονται καν με το όνομά τους, αλλά με το όνομα του μπαρ όπου η γυναίκα εργάστηκε (π.χ. όταν η Νίκη μιλά για τον Μαξιμάκια, εννοεί τα Τρίκαλα). Τα στοιχεία του τόπου που περνούν στην αφήγηση (π.χ. οι αγροτικές παραγωγές και άλλες οικονομικές δραστηριότητες της περιοχής) συνδέονται άμεσα με την εμπειρία στο μπαρ.
Σε μια συνέντευξη, ο Θ. Αλεξανδρής, απαντώντας στην ερώτηση της δημοσιογράφου για τα κριτήρια επιλογής της πόλης στην εκάστοτε συνεργασία του, αναφέρει: «Όλα είχαν σχέση με την κονσομασιόν, τα φράγκα, και άρα με την περίοδο της συγκομιδής! Έτσι, στη Βέροια φτάναμε όταν πουλιόνταν τα ροδάκινα, στο Ναύπλιο τα πορτοκάλια, στη Λάρισα τα ζαχαρότευτλα, στην Ιεράπετρα τα αγγούρια. Ένα βράδυ, στην Κυλλήνη, μας είπαν να περάσουμε σε είκοσι ημέρες, γιατί τότε θα έχουν πουληθεί τα καρπούζια*».

*Συνέντευξη στη Σταυρούλα Παναγιωτάκη, περιοδικό Κλικ, β’ περίοδος, τεύχος 19, Μάρτης 2000.

Λιόπη Αμπατζή, «Ποτό για Παρέα», Κέδρος 2009

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

ακαθάριστη εθνική ευτυχία

Ο Βιλλιέ ντε Λ’ Ιλ Αντάμ φαντάστηκε μια συσκευή που θα συνέλεγε τους τελευταίους στεναγμούς του ετοιμοθάνατου, για να υποφέρουν λιγότερο οι οικείοι του. Ο Ράιχ είχε κατασκευάσει μια μηχανή που θα συσσώρευε «την ενέργεια της οργόνης». Στοιχηματίζουμε πως αυτή τη στιγμή κάποια ομάδα επιστημόνων κατασκευάζει ένα ηδονόμετρο που θα μετράει την ΑΕΕ (Ακαθάριστη Εθνική Ευτυχία)*, το ποσοστό της ευδαιμονίας σε έναν δεδομένο πληθυσμό, έτσι καθώς μετράμε το ποσοστό υγρασίας στην ατμόσφαιρα. Όσο αποτελεσματικά κι αν θα λειτουργεί μια τέτοια μηχανή, μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως οι αριθμοί θα έχουν μια πολύ ελάχιστη σχέση με την «ευτυχία» η οποία δεν ανήκει στην τάξη της στατιστικής ή της ανάγκης.

*Σύμφωνα με τον όρο που υιοθέτησε η Λέσχη της Ρώμης, σε αντίθεση προς το ΑΕΠ.

Pascal Bruckner, «Η Αέναη Ευφορία», Αστάρτη 2001 (μετάφραση Λόισκα Αβαγιανού)

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011

και ο πανικός σταμάτησε μόνο όταν κλήθηκε ένας Τούρκος μάγος και έκανε τη δουλειά σωστά

Λοιμοί, ξηρασίες, πλημμύρες, σεισμοί, πειρατές, πόλεμοι και φωτιές –όλα τα κακά και οι συμφορές του επίγειου βίου στα οθωμανικά Βαλκάνια- επέβαλλαν το σεβασμό των επουράνιων δυνάμεων και των ανθρώπων που ήταν σοφοί και γνώστες του θείου, σεβασμό που αψηφούσε τις θρησκευτικές ταξινομήσεις. Διάφοροι άγιοι, λόγου χάρη, ήταν γνωστοί ως προστάτες συγκεκριμένων πόλεων και η ικανότητά τους να αποσοβούν κινδύνους αναγνωριζόταν από χριστιανούς και μουσουλμάνους. «Και αυτοί οι Τούρκοι μένουν εκστατικοί» όταν τα λείψανα του αγίου Νικολάου του Μετσοβίτη δαμάζουν το θανατικό στα Τρίκαλα και κρατούν μακριά τις ακρίδες. Μια άλλη επιδρομή ακρίδων –«σαν σκοτεινό σύννεφο, που σχεδόν δεν το διαπερνούσαν οι αχτίδες του ήλιου»- νικήθηκε στην Κύπρο χάρη στο δεξί χέρι του αγίου Μιχαήλ, και πάλι προς γενική ανακούφιση. Λέγεται ότι, όταν εκτέλεσαν κάποιο μάρτυρα της ορθόδοξης πίστης, τα γνωρίσματα της αγιότητας –τη γλυκεία «απερίγραπτη» ευωδία που ανέδιδε το σκήνωμα, την υπερφυή λάμψη , τη μη αποσύνθεση του λειψάνου- τα αναγνώριζαν όχι μόνο οι χριστιανοί μα και οι μουσουλμάνοι. Τέλος, η θρησκεία δεν ανέκοπτε τον τρόμο που μπορούσε να κυριέψει πόλεις όπου εμφανίζονταν ξαφνικά οι βρικόλακες, όπως συνέβη στην Αγιά, όπου τους είδαν «να γλιστρούν εδώ κι εκεί με μεγάλα φανάρια στα χέρια τους». Στην Αδριανούπολη το 1872 ένας μουσουλμάνος χότζας και ένας χριστιανός παπάς δεν κατάφεραν να ξορκίσουν τους βρικόλακες και να τους διώξουν από την πόλη, και ο πανικός σταμάτησε μόνο όταν κλήθηκε ένας Τούρκος μάγος και έκανε τη δουλειά σωστά.

Mark Mazower, «Τα Βαλκάνια», Πατάκης 2002 (μετάφραση Κωνσταντίνος Ν. Κουρεμένος)

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

εάν απουσιάζει τέτοιος κυβερνήτης

Κατά το 10ο αιώνα, ο φιλόσοφος αλ-Φαράμπι όρισε τα πρότυπα με τα οποία τα κράτη έπρεπε να κρίνονται, στο βιβλίο του «αλ-Μαντίνα αλ-φαντίλα» (Οι ιδέες των πολιτών της ενάρετης πόλης). Το καλύτερο από τα κράτη είναι εκείνο που κυβερνάται από κάποιον ο οποίος είναι και φιλόσοφος και προφήτης, σε επαφή μέσω της νοημοσύνης του και της φαντασίας του με την Ενεργό Διάνοια, η οποία πηγάζει από το Θεό. Εάν απουσιάζει τέτοιος κυβερνήτης, το κράτος μπορεί να είναι ενάρετο, εάν κυβερνάται από το συνδυασμό αυτών οι οποίοι συλλογικά κατέχουν τα αναγκαία χαρακτηριστικά, ή από κυβερνήτες οι οποίοι διατηρούν και ερμηνεύουν τους νόμους που παραδόθηκαν από τον ιδρυτή (τέτοιο θα ήταν το πρώιμο χαλιφάτο). Στο άλλο άκρο υπάρχουν κοινωνίες, των οποίων το κυρίαρχο στοιχείο δεν κατέχει τη γνώση του καλού. Αυτές οι κοινωνίες στερούνται κοινού αγαθού και διατηρούνται ενωμένες με τη βία, ή με κάποιο φυσικό χαρακτηριστικό, όπως η κοινή καταγωγή, ο χαρακτήρας ή η γλώσσα.

Albert Hourani, «Ιστορία των Αραβικών Λαών», Λιβάνης 1994 (μετάφραση Βύρων Ματαράγκας)

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2011

εδώ και τώρα

Ουσιαστικά από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και ιδίως κατά την κρίσιμη πρώτη πενταετία του 1980 η πολιτική προσδοκία γνωρίζει μια τεχνητή απογείωση, για να συρρικνωθεί απότομα στη συνέχεια ακολουθώντας τους ρυθμούς ενός πολιτικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από τον «εκρουτινισμό» των χαρισματικών του πόλων. Η ανάσχεση του πολιτικού ριζοσπαστισμού συντελείται ως ιστορική και πολιτική απομάγευση, ως βαθιά καταπόνηση κάθε πολιτικού-αξιακού ενδιαφέροντος. Το ίδιο το βαρυφορτωμένο συμβολικά παρελθόν γίνεται όχι απλώς πιο ακατανόητο για τις νεότερες γενιές αλλά περισσότερο ξένο και αδιάφορο για τους μεγαλύτερους. Νέες ευαισθησίες διαπνέουν τους βιωματικούς κόσμους: ένας ηδονιστικός παροντισμός για τα μεσαία αστικά στρώματα και μια αίσθηση αδυναμίας και κοινωνικής αποκαρδίωσης για τις λαϊκές τάξεις. Το γνωστό σύνθημα, επί παραδείγματι, «εδώ και τώρα» συμπυκνώνει καίρια την επιθυμία για λυτρωτική αποδέσμευση μιας καινούριας εθνικής πλειοψηφίας από τη βία του αυταρχικού κράτους («παραδοσιακή Δεξιά») αλλά και τις ουτοπικές υποσχέσεις ενός απόμακρου –και ολοένα πιο αμφίβολου και λιγότερου ελκυστικού μέλλοντος- («παραδοσιακή Αριστερά»). Στην ουσία, το «εδώ και τώρα» της δεκαετίας του 1980 είναι ήδη ένα αντι-ιδεολογικό πρόσταγμα, ένα μεταπαραδοσιακό κέλευσμα με μια ιδιαίτερη έννοια. Ως σύνθημα υπόσχεται αυτό που ήδη υπάρχει, προσφέρει στον αποδέκτη του ό,τι ήδη συντελείται και τεκμαίρεται στο ενεργό παρόν και στη συγχρονία: εθνική ενότητα, πολιτική συμφιλίωση, άνοδο του κατά κεφαλήν εισοδήματος, ιδιόκτητη στέγη, εξοχικό κ.λπ. Η αποδέσμευση από τον κλοιό του παρελθόντος απαιτεί έτσι συγχρόνως την πλήρη απορρόφηση του μέλλοντος από ένα διεσταλμένο παρόν. Ακόμα και αν τούτη η διεργασία εκφράζεται με πολιτικά λεξιλόγια, όπως τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980, προαναγγέλλει σαφώς την περιστολή και αποσύνθεση του πολιτικού φαντασιακού. Αυτή η στιγμή συμπυκνώθηκε, με τρόπο επιτυχημένο, στο γνωστό ηδονιστικό σλόγκαν του περιοδικού ΚΛΙΚ: «Η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή».

Νικόλαος Σεβαστάκης, «Κοινότοπη Χώρα», Σαββάλας 2004