Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

το σχέδιο είχε εξ αρχής κάτι αφελές

Πρέπει να πούμε ότι αυτό το σχέδιο είχε εξ αρχής κάτι αφελές, διότι θεωρούσε την ιρακινή κοινωνία σαν ένα μη διευθετημένο σύνολο, στο οποίο επιτρέπεται να εισαγάγουμε ένα νέο πολιτικό καθεστώς εν είδει εμπορικού προϊόντος. Όμως δεν είναι ανάγκη να είμαστε επαγγελματίες κοινωνιολόγοι για να γνωρίζουμε ότι τα πολιτικά καθεστώτα δε μπορούν να διαχωριστούν από το υπόλοιπο της κοινωνικής δομής. Η κοινωνία αποτελεί ένα όλον με αλληλοεξαρτώμενα στοιχεία. Τα αποτελέσματα ενός νέου μέτρου δεν εξαρτώνται μόνο από τις εγγενείς του ποιότητες. Εάν εισαγάγουμε την ιατρική περίθαλψη χωρίς άλλες αλλαγές, το αποτέλεσμα είναι μια απότομη άνοδος της γεννητικότητας, που με τη σειρά της προκαλεί αγροτική μετανάστευση και κοινωνικές εντάσεις. Εάν ανοίξουμε τα σύνορα στα βιομηχανικά προϊόντα, καταστρέφουμε την οικονομία της τοπικής διατροφής και ευνοούμε την διολίσθηση από τη φτώχεια στην εξαθλίωση. Εάν εμφυτεύσουμε τους δημοκρατικούς κανόνες σε μια παραδοσιακή κοινωνία, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τα αποτελέσματα.

Tzvetan Todorov, "Η νέα διεθνής αταξία", Εστία 2004 (μετάφραση Μιχάλης Πάγκαλος)

Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

ένα νέο μνημονικό σύστημα

Όταν τελικά οι ναζί έχασαν τον πόλεμο οι νικήτριες χώρες οργάνωσαν ένα διεθνές δικαστήριο και οι νομικοί αναρωτήθηκαν πως να χαρακτηρίσουν την τελική λύση του εβραϊκού ζητήματος και τα διάφορα σχέδια εξόντωσης των Τσιγγάνων των Σλάβων κ.λπ. και επινόησαν τον όρο γενοκτονία. Οι ιστορικοί έκριναν οτι κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα υπήρξαν καμιά εξηνταριά γενοκτονίες σ' όλο τον κόσμο αλλά δεν πέρασαν όλες στη συλλογική μνήμη. Οι ιστορικοί έλεγαν πω η ιστορική μνήμη δεν ήταν μια συνιστώσα της Ιστορίας και πως η μνήμη είχε περάσει από τη σφαίρα της Ιστορία στην ψυχολογική σφαίρα κάτι που σήμαινε πως είχε εγκαθιδρυθεί ένα νέο μνημονικό σύστημα στο οποίο δεν ετίθετο ζήτημα μνήμης του γεγονότος αλλά της μνήμης της μνήμης. Και πως η εισβολή της ψυχολογίας στη μνήμη είχε προκαλέσει στον κόσμο το συναίσθημα ότι είχε να ξεπληρώσει κάποιο χρέος αλλά χωρίς να ξέρει ποιο και σε ποιον.

Patrik Ourednik, "Europeana", Κέδρος 2005 (μετάφραση Μανώλης Αγγελόπουλος)

Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

persona

Την περασμένη βδομάδα βρήκα τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά του μπαμπά πεταμένα στο καλάθι της τουαλέτας. Νίκησα το καπάκι ασφαλείας με ένα αμέριμνο σπρώξιμο και έπειτα ένα στριφογύρισμα. Το μπουκάλι ήταν γεμάτο μέχρι τη μέση με λευκά, ασβεστοειδή χάπια.
Στην ιστοσελίδα alternativemedicine.com, την οποία ο πατέρας μου έχει περιλάβει στα αγαπημένα του στον υπολογιστή του, γράφει ότι «η συναισθηματική νάρκη που επιφέρει το Prozac είναι συχνά πολύ χειρότερη στα μάτια του ασθενούς απ’ ότι η αρχική κατάθλιψη».
Έχω τη γνώμη ότι η ιστοσελίδα εννοεί «σύμφωνα με την άποψη του ασθενούς» και ότι τα μάτια δεν επηρεάζονται ιδιαίτερα.
Η πρώτη ένδειξη ήταν η αμαύρωση του λευκού κατά τα άλλα μητρώου απουσιών του πατέρα μου από τα πρωινά της Δευτέρας.
Όταν γύρισα σπίτι από το σχολείο τη Δευτέρα, τον βρήκα στο παράθυρο της κρεβατοκάμαράς του με την γκρενά του ρόμπα, να χαζεύει το φέρι μπόουτ του Κορκ που ερχόταν για να δέσει. Ο διακόπτης της κρεβατοκάμαρας ήταν γυρισμένος στο τέρμα.
«Κυρίες και κύριοι, ο Κόρκι», είπα, με δήθεν εφετζίδικη φωνή τηλεπαρουσιαστή , μπαίνοντας στο δωμάτιο.
«Ναι, ο Κόρκι», επιβεβαίωσε.
Κρατούσε μια κούπα νερό που μέσα του κολυμπούσε ένα ροζιασμένα υπόλειμμα λεμονιού. Φορούσε παντόφλες και κάλτσες.
«Είσαι άσχημα;» τον ρώτησα.
Γύρισε προς τα μένα. Οι σακούλες κάτω απ’ τα μάτια του έμοιαζαν μαλακές και λείες. Δεν φορούσε τα γυαλιά του.
«Δεν νιώθω πολύ καλά», επιβεβαίωσε. «Λέω να μείνω στο κρεβάτι».
Οι κόρες των ματιών του είχαν μικρύνει.
Έριξα μια ματιά γύρω μου στο δωμάτιο. Το κρεβάτι ήταν στρωμένο. Μέχρι που είχε απλώσει το μαξιλάρι σε ένα ρομβοειδές σχέδιο, πάνω στη σανίδα του κρεβατιού.
Έπειτα απ’ αυτό, για κάνα δυο μέρες, δεν τον έβλεπα παρά μόνο όταν κατέβαινε για να ξαναγεμίσει την κούπα του και μερικές φόρες για να αλλάξει τη φέτα του λεμονιού του. Χρησιμοποιούσε μια κούπα που είχε γραμμένη πάνω της τη λέξη Persona, δίπλα σε ένα άχαρο λογότυπο: μια ρόδα λούνα-παρκ από πολύχρωμες βούλες που ξεκινούσαν κόκκινες, γίνονταν κίτρινες, πράσινες κι έπειτα ξανά κόκκινες.

Joe Dunthorne, «Υποβρύχιο», Ίνδικτος 2008 (μετάφραση Αλέξης Καλοφωλιάς)

Σάββατο 27 Αυγούστου 2011

κάθε άνθρωπος είναι ιερός

Το μήνυμα του Χριστού είναι, λοιπόν, ένα θρησκευτικό μήνυμα με την πλήρη έννοια του όρου (συνδέει το ανθρώπινο και το θεϊκό), αλλά και ένα μήνυμα που σχετικοποιεί την εξωτερική θρησκεία προς όφελος της εσωτερικής πνευματικότητας. Οι θρησκείες μετά τη νεολιθική εποχή και την έλευση του ιουδαϊκού μονοθεϊσμού είχαν αποϊεροποιήσει τη φύση. Ο Ιησούς αποϊεροποίησε τις θρησκείες. Δεν καταργεί εντούτοις κάθε έννοια του ιερού: κάθε άνθρωπος είναι ιερός εφόσον προέρχεται από τον Θεό και έχει τη δυνατότητα να ξαναβρεί την Πηγή του –τον Πατέρα, την πρωταρχική αρχή, τον Ένα, το θείο, το Απόλυτο, οποιοδήποτε όνομα δίνουμε στην υπερβατικότητα- μέσα στο δικό του πνεύμα. Από εκεί και έπειτα τίποτε δεν έχει τόση αξία όση η ανθρώπινη συνείδηση που αναζητά την αλήθεια. Μετά τον Χριστό, η θρησκεία είναι ακόμη δυνατή, αλλά με μία και μόνη προϋπόθεση: να αποδέχεται αυτή τη ριζική αυτονομία των ατόμων που βρίσκονται, με τη συνείδησή τους, μόνα απέναντι στον Θεό όπως και απέναντι στους άλλους, όπως ωραία το εξέφρασε ο Emmanuel Levinas.

Frédéric Lenoir, «Ο Χριστός Φιλόσοφος», Πόλις 2010 (μετάφραση Αιμίλιος Βαλασιάδης)

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

ένα φανταστικό τοπίο

Πάντα καθόμουν παράθυρο. Ακόμη και στις περιπτώσεις που το λεωφορείο ήταν φίσκα στον κόσμο, εγώ θα σπρωχνόμουν, θα ζητούσα, θα παρακαλούσα και θα έπειθα κάποιον να μου παραχωρήσει θέση δίπλα στο παράθυρο. Ιδιαίτερα όταν έβρεχε, απολάμβανα στο μέτωπό μου τη δροσιά του γυαλιού, αλλά χωρίς να βρέχομαι. Οι σταγόνες πάνω στις φυλλωσιές, οι σταγόνες πάνω στη θάλασσα και οι σταγόνες πάνω στον κάμπο, καθιστούσαν τις φυλλωσιές, τη θάλασσα και τον κάμπο ένα φανταστικό τοπίο που από πουθενά αλλού ε θα μπορούσες να δεις έτσι. Και κάθε που κάποιος συνεπιβάτης μου, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, αποκοιμιόταν δίπλα μου κι έγερνε πάνω μου, απόμενα ακίνητη και στυλωμένη, να μην τον ξυπνήσω, να μην του μαρτυρήσω την όποια μου και όση μου ενόχληση, αλλά να υποκριθώ και να πειστώ από μέσα μου πως ετούτο είναι ένα ρομαντικό ταξίδι που το περίμενα από μικρή και πως έτσι συμβαίνει στα ρομαντικά ταξίδια αυτού του τύπου: ο άλλος έρχεται η στιγμή που γέρνει πάνω σου κι αποκοιμιέται. Μήπως λίγες φορές γνωρίστηκαν άνθρωποι μεταξύ τους κατ’ αυτόν τον τρόπο; Μπήκαν στο λεωφορείο ξένοι και βγήκαν φίλοι ή ερωτευμένοι. Και λίγο καιρό αργότερα παντρεύτηκαν κιόλας. Έχω πολλά πρόχειρα παραδείγματα, ακόμη και πολύ στενών μου φίλων. Αλλά δε θα επιμείνω.

Ασημένια Σαράφη, «Φεγγαράδα στο Δέρμα», Πατάκης 2007

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2011

αθήνα



μονομαχία στην κεντρική λεωφόρο

Η πόλη που έχεις εσύ δεν είναι αυτή που έχουν οι άλλοι. Η δικιά σου πόλη, η πόλη του καθενός, έχει τις κολόνες φωτισμού στο λάθος σημείο και είναι γεμάτη σκιές εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν. Στην πόλη σου, ο εφημεριδοπώλης κρεμάει την Ovaciones* πλάγια και πρέπει να κάνεις ακροβατικά για να ρίξεις μια ματιά στους τίτλους. Στην πόλη σου το κατάστημα της γωνίας κλείνει οπωσδήποτε στις 7.15, μολονότι όταν τους ρωτήσεις το πρωί τι ώρα θα κλείσουν το βράδυ θα σου πουν στις οχτώ. Στην πόλη σου το κανάλι Εννιά** δείχνει με παρεμβολές την ώρα που έχει ταινίες με τον Μπόγκαρτ. Ίσως η προσωπική πόλη του καθενός να έχει ομοιότητες με τις άλλες. Η αθλιότητα, η ανεργία, η αδιαντροπιά της εξουσίας που ψεύδεται ηλεκτρονικά, η τιμή της βενζίνης, το μαύρο σύννεφο που ταξιδεύει από βορειοδυτικά προς νοτιοδυτικά, η κακοκεφιά των γειτόνων του πέμπτου, η στάνταρ γεύση των χάμπουργκερ στα φαστφουντάδικα, η ακαριαία αντίδραση της καθαρίστριας όταν μια λάμπα κινείται απρόβλεπτα και αναγγέλλει το σεισμό. Όλα αυτά όμως είναι διακόσμηση. Ζούμε σε διαφορετικές πόλεις, που είναι κατασκευασμένες με υλικά τις καταχρήσεις εξουσίας και το φόβο, τη διαφθορά και τη διαρκή απειλή της ζούγκλας που, κρυμμένη στα πρόσωπα του συστήματος, ξεπροβάλλει κάθε τόσο για να μας υπενθυμίζει ότι είμαστε εύθραυστοι, ότι είμαστε μόνοι, ότι μια μέρα θα γίνουμε λίπασμα για τα ραδίκια. Ή ότι μια μέρα όλα πρέπει να παιχτούν κορόνα-γράμματα, στυλ ουέστερν, ή να κριθούν σε μια μονομαχία στην κεντρική λεωφόρο: αυτοί ή εμείς.

*Καθημερινή αθλητική εφημερίδα.
**Τηλεοπτικός σταθμός με πολιτιστικό πρόγραμμα.

Paco Ignacio Taibo II, «Στην ίδια πόλη υπό βροχή», Άγρα 2007 (μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος)

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

όπου να 'ναι θα αναβλύσει βρόμικο αίμα

Δεν είναι μακριά ο παράδεισος, τουλάχιστον όχι για μένα
Κι αν έχεις πρίμο άνεμο μπορείς
ν' αρμενίσεις μακριά
Και να βρεις τη γαλήνη...

Μελωδίες της Μοίρας. αυτή εδώ μου ραγίζει την πουτάνα την καρδιά μου. καθόμαστε κι ακούμε όσο μπορούμε να τ' αντέξουμε, αλλά ξέρω ότι το τραγούδι έχει ανοίξει πηγάδι στο συναισθηματικό ξέφωτο της μαμάς, καθώς και στο δικό μου, φαντάζομαι. Όπου να 'ναι θα αναβλύσει βρόμικο αίμα. Το φέρνει στην επιφάνεια το πιάνο.
"Λοιπόν", λέει. Η Τζορτζ είπε ότι μπορεί να παραπλανήσει το σερίφη μόνο μέχρι αύριο. χωρίς καν να υπολογίσουμε το θέμα με τα ναρκωτικά".
"Αλλά τουλάχιστον είμαι αθώος".
"Έμα τώρα, Βέρνον, χαρ-χαρ..." Γελάει με ύφος δυσπιστίας, ένα σαρκαστικό γελάκι που σημαίνει ότι είσαι ο μόνος μαλάκας στον κόσμο που πιστεύει αυτό που μόλις είπες. Προσέξτε πόσο δημοφιλή έχουν γίνει τελευταία αυτού του είδους τα γαμημένα γελάκια. Πήγαινε στον κάθε μαλάκα και πες ό,τι να 'ναι, πες, "Ο ουρανός είναι γαλανός", και θα σου πετάξει ένα απ' αυτά τα γαμημένα γελάκια, τ' ορκίζομαι. Έτσι σου τη λέει σήμερα ο κόσμος, αυτό το δίδαγμα παίρνω. Δε σε αντικρούουν πια με επιχειρήματα, απλώς σε σαρκάζουν με το γέλιο τους, του τύπου: ναι, οπωσδήποτε.

DBC Pierre, "Βέρνον ο Μικρός Θεός", Ελληνικά Γράμματα 2004 (μετάφραση Βάκυ Τόμπρου)

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2011

εξαιτίας της ξαφνικής αύξησης της εγκεφαλικής του ισχύος

Αλήθεια -όταν το σκέφτεσαι κάτω απ' αυτό το πρίσμα- η ιστορία του Προπατορικού Αμαρτήματος στη Γένεση θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας μύθος για την εμφάνιση της αυτοσυνειδησίας στην ιστορία της εξέλιξης. Ο Homo sapiens, εξαιτίας της ξαφνικής αύξησης της εγκεφαλικής του ισχύος, αντιλαμβάνεται τη θνητότητά του, και συγκλονίζεται τόσο απ' αυτή την ανακάλυψη που επινοεί μια ιστορία, όπως είπε ο Ραλφ, "για να εξηγήσει πως βρέθηκε σ' αυτή τη δύσκολη θέση και να δει πως θα ξεφύγει". Μια ιστορία ότι πρόσβαλε μια δύναμη μεγαλύτερη απ' αυτόν, η οποία τον τιμώρησε με θάνατο για τούτη την παράβαση -και, σε μετέπειτα εκδοχές της ιστορίας, του πρόσφερε μια δεύτερη ευκαιρία στην αθανασία. Όλ' αυτά υπάρχουν στους πρώτους στίχους του Χαμένου Παραδείσου [...}. Αν αφαιρέσουμε τη μυθολογία, τη θεολογία και την μπαρόκ ποίηση, θα βρούμε ίσως κι εδώ ένα αμυδρό ίχνος της τρομερής ανακάλυψης του πρωτόγονου ανθρώπου ότι είναι θνητός: ότι θα ζει εν χρόνω και ότι θα πεθάνει εν χρόνω. Στο μύθο το απαγορευμένο δέντρο είναι το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. Αν φάτε τον καρπό του, προειδοποιεί ο Θεός τον Αδάμ και την Εύα, θα πεθάνετε. Ίσως όμως η γνώση ήταν στην πραγματικότητα γνώση του θανάτου και του υπαρξιακού άγχους που έφερε μαζί της. Η Πτώση του Ανθρώπου ήταν μια πτώση στην αυτοσυνειδησία, και ο Θεός ένα μύθευμα που την αντισταθμίζει. Όπερ έδει δείξαι.

David Lodge, "Σκέψεις, σκέψεις...", Bell 2002 (μετάφραση Χρίστος Τόμπρας)

ο σιωπηλός

Δεν δύναμαι να κατηγορήσω τον κουρέα μου ότι εκληρονόμησε το ελαττωμα των αρχαίων ομότεχνών του. Ποτέ δεν ευρέθηκα εις την ανάγκην, εις ην ο αρχαίος εκείνος, όστις, ερωτηθείς παρά του κουρέα του "Πως σε κείρω;", απήντησε "Σιωπών". Ποτέ δεν μου ανέπτυξε τας ιδέας του περί της διοργανώσεως του στρατού μας ή τας γνώμας του περί του γλωσσικού ζητήματος.
Εξ εναντίας αυτός αναγκάζεται να μου συμβουλεύη σιωπήν δια να μη με κόψη με το ξυράφι του.
-Προσέξετε, μη μιλάτε να μη κοπήτε!
Αυτό δε και το "με τις υγείες σας", με το οποίον τελειώνει το ξύρισμα, είνε αι μόναι λέξεις τας οποίας ακούω από το στόμα του.
Είνε χολερικής μορφής άνθρωπος, ωχρός και ισχνός, σχεδόν σκυθρωπός πάντοτε. Αλλά δεν είνε σταθερός κανών ότι οι χολερικοί είνε ολιγόλογοι. Εγνώρισα ανθρώπους αυτού του τύπου, ανυπόφορους φλύαρους, κατά τοσούτο δε μάλλον επικίνδυνους, καθ' όσον η σοβαρά μορφή των εμπνέει εμπιστοσύνην και ανύποπτοι εμπίπτετε εις την παγίδα.
Αλλ' η ολιγολογία του κουρέως μου, ενώ αφ' ενός με ευχαριστεί, εξ άλλου μ' επείσμωνε και μ' εσκανδάλιζε. Μου εφαίνεται τρόπον τινά ασέβεια προς τας παραδόσεις του επαγγέλματος και διέψευδε την ιδέα την οποίαν είχα περί των κουρέων κατά τρόπον τόσον απρόοπτον, ώστε να μου φαίνεται ως προσβολή προσωπική. Αυτός, όχι μόνον φλύαρος δεν ήτο, αλλά και δεν υπέφερε τας ομιλίας των άλλων.
Δια τούτο ανέστρεψα τους όρους. Εφλυάρουν εγώ ο πελάτης, προσπαθών να εξερεθίσω την σιωπηλήν του απάθειαν και εκδικούμενος συγχρόνως δι' όσο έχει υποφέρει απ' αιώνων το γενειοφόρον γένος των ανθρώπων αποό την πολυλογίαν των κουρέων. Αλλ' εις τας ερωτήσεις μου απήντα με ξηρά μονοσύλλαβα και οσάκις τον ηνάγκαζα να είπη περισσότερα, μου επέβαλλε σιωπήν με την απειλήν του ξυραφιού.
-Μη μιλάτε, σας είπα, να μη σας κόψη το ξυράφι.
Υποθέτω δε ότι σκοπίμως μ' έκοπτεν ενίοτε, δια να ενισχύσει και δια του παραδείγματος τους λόγους του.

Ιωάννης Κονδυλάκης, "Όταν ήμουν δάσκαλος", Εστία 1991

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

στράβει ο νους μου

Όσο δερνόμουνε και σερνόμουνε και συλλογιόμουνε τέτοια με το νου μου, η νύχτα προχωρούσε, και στους απέραντους κάμπους του κόσμου γλιστρούσε η γις μας σιγά σιγά, να κάμη τον καθημερινό της δρόμο γύρω στον ήλιο. Καίγανε πάντοτες τα φώσια με το θολό τους φέξιμο, κάνανε και φαινότανε ακόμη καλήτερα το σκοτάδι. Κάπου κάπου άκουγες μια βοή κι ανατρίχιαζες, είτανε τα κανόνια που βροντούσανε. Έλεγες πως αστροπελέκια σειούσανε τη γις και θέλανε να σπάσουνε πέτρα. Είτανε για να προσκυνήσουνε το λείψανο. Σάλεβε, κουνιότανε το πλήθος, μουρμούριζε σα θάλασσα που βράζει. Μου αρέσει να περπατώ μέσα στο λαό, δίχως να με ξαίρη κανένας και γω να συλλογιούμαι τα δικά μου. Η φαντασία μου παίρνει φωτιά. Στράβει ο νους μου, χιλιάδες ιδέες, σα χαλάζι και σα βροντή, μου δέρνουνε το μυαλό. Στο κεφάλι μου μέσα σηκώνουνται φουρτούνες.

Γιάννης Ψυχάρης, «Το ταξίδι μου», Νεφέλη 1988

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

απαθής, βίαιος, αδιάφορος

Τώρα ήξερε –αυτό την τρόμαζε, και με έναν παράδοξο τρόπο την ηρεμούσε ταυτόχρονα- ότι ήταν δυνατόν, ίσως και εύκολο, να εγκατασταθεί στη μοναξιά όπως σε μιαν άγνωστη πόλη, σ’ ένα διαμέρισμα με μια παλιά τηλεόραση κι ένα κρεβάτι του οποίου ο σομιές τρίζει καθώς στριφογυρίζεις μέσα στην αϋπνία σου. Να σηκωθείς να πας στην τουαλέτα και να μείνεις εκεί ακίνητη, μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι σου υγρό από το νερό και το σαπούνι, με τα μάτια κλειστά, καθώς θυμάσαι το στόμα ενός άντρα. Και να ξέρεις πως αυτό μπορεί να κρατήσει για όλη σου τη ζωή, και μάλιστα να το συνηθίσεις. Να παραιτηθείς και να μην αντιδράς στη σκέψη ότι μπορεί να γεράσεις πικραμένη και μόνη, ότι θα βαλτώσεις σ’ αυτή την πόλη ή σε οποιαδήποτε άλλη χαμένη γωνιά του κόσμου, καθώς αυτός ο κόσμος θα εξακολουθεί να περιστρέφεται όπως το έκανε πάντα, αν και πριν δεν το καταλάβαινες – απαθής, βίαιος, αδιάφορος.

Arturo Pérez-Reverte, «Η Βασίλισσα του Νότου», Πατάκης 2004 (μετάφραση Δημήτρης Δημουλάς)

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

and most gloriously silly

Η πανσιόν ήταν σιωπηλή τη μέρα και φασαριόζικη τη νύχτα, όταν οι ένοικοι του διπλανού δωματίου έπιαναν τους ατέλειωτους καβγάδες τους και η πιτσιρικαρία έκλαιγε. Έτσι, το πήρα απόφαση ότι θα έγραφα τη διπλωματική μου κάπου αλλού. Κάθε μέρα, από τη μία μέχρι τις έξι τα χαράματα, καταλάμβανα ένα τραπέζι του καφέ Μπριτάνικο, απέναντι από το πάρκο Λεσάμα. Βρισκόταν μερικά βήματα από την ανάστατη κατοικία μου και δεν έκλεινε ποτέ. Μέσ' από τα μαρκετερί παράθυρά του διασκέδαζα μερικές φορές χαζεύοντας τις σκιές των κατεστραμμένων κήπων και τα παγκάκια που τώρα καταλάμβαναν άστεγες οικογένειες. Σ' ένα απ' αυτά τα παγκάκια, την άνοιξη του 1944, ο Μπόρχες είχε φιλήσει για πρώτη φορά την Εστέλα Κάντο, αφού την προηγούμενη της είχε στείλει μια φλογερή ερωτική επιστολή: I am in Buenos Aires, I shall see you tonight, I shall see you tomorrow, I know we shall be happy together (happy and drifting and sometimes speechless and most gloriously silly), γεμάτος ντροπή ωστόσο για το ανεξέλεγκτο πάθος του. Ο Μπόρχες ήταν τότε σαράντα πέντε χρονών, μα εξέφραζε τα αισθήματά του τρομαγμένα και άγαρμπα. Εκείνη τη νύχτα είχε φιλήσει την Εστέλα Κάντο σ' ένα απ' τα παγκάκια κι έπειτα την είχε φιλήσει κι αγκαλιάσει πάλι στο αμφιθέατρο που έβλεπε στην οδό Μπρασίλ, απέναντι από τους τρούλους της Ορθόδοξης Ρώσικης Εκκλησίας.

Tomás Eloy Martínez, "Ο Τραγουδιστής των Τάνγκο", Καστανιώτης 2006 (μετάφραση Κατερίνα Τζωρίδου)

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

το βιβλίο που δεν το διαβάζει πια κανείς

"Τι είναι ομορφότερο από τη Φύση που υπερισχύει των ανθρώπινων έργων; Πνιγμένα στη βλάστηση ερείπια ναών στις ζούγκλες της Ινδίας. Χιονόνερο που λαμπυρίζει στον ήλιο πάνω σε μια στέγη από σχιστόλιθο. Ο Ναπολέων που εντούτοις εκστρατεύει κατά της Ρωσίας. Ο Αμερικανός στη Δρέσδη. Ομίχλη σε μια μητρόπολη. Τι είναι ομορφότερο από τα γηρατειά; Ο γέροντας. Το βιβλίο που δεν το διαβάζει πια κανείς. Ο δικαστής που πηγαίνει στις πουτάνες. Ο άνθρωπος που τρελαίνεται. Ο δήμιος..."

Harry Mulisch, "Το πέτρινο νυφικό κρεβάτι", Καστανιώτης 2005

Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

διότι φόβος είναι

"Πολυαγαπημένη, Θεέ μου, πόσο σ’ αγαπώ! Είναι πού αργά τη νύχτα, έχω αφήσει στην άκρη τη μικρή μου ιστορία, που βέβαια ήδη δυο βράδια δεν την έχω δουλέψει καθόλου και που μέσα στη σιωπή αρχίζει να αναπτύσσεται και να γίνεται μια πιο μεγάλη ιστορία. Να σου τη δώσω να τη διαβάσεις, πώς να το κάμω αυτό; Ακόμη κι αν ήταν έτοιμη; Έτσι όπως είναι γραμμένη δεν διαβάζεται κι ακόμη κι αν αυτό δεν ήταν εμπόδιο, διότι σίγουρα μέχρι τώρα δεν σε έχω κακομάθει με ωραίο γραφικό χαρακτήρα, κι έτσι δεν θέλω να σου στείλω να διαβάσεις τίποτε. Να σου διαβάζω θέλω. Ναι, αυτό θα ήτανε ωραίο, να σου διαβάζω αυτή την ιστορία και συγχρόνως να είμ’ αναγκασμένος να σου κρατώ το χέρι, διότι η ιστορία είναι λίγο τρομαχτική. Λέγεται «Μεταμόρφωση», θα σου προκαλούσε φόβο πού κι ίσως να ευχαριστούσες για ολόκληρη την ιστορία, διότι φόβος είναι βέβαια αυτό που με τα γράμματά μου είμ’ αναγκασμένος δυστυχώς καθημερινά να σου προκαλώ."
(Γράμμα στη Φελίτσε, 23 Νοεμβρίου 1912).

"Πολυαγαπημένη! Τι εξαιρετικά βδελυρή ιστορία είναι αυτή που βάζω τώρα πάλι στην άκρη, για να αναπαυτώ στις σκέψεις μου για σένα. Τώρα έχει λίγο προχωρήσει λίγο πάνω από τη μέση κι εγώ επίσης δεν είμαι εν γένει ανικανοποίητος απ’ αυτήν, αλλά βδελυρή είναι απεριόριστα και τέτοια πράγματα. Βλέπεις, βγαίνουνε απ’ την ίδια καρδιά που κατοικείς εσύ και που εσύ ανέχεσαι ως κατοικία. Μη θλίβεσαι γι’ αυτό, διότι, ποιος ξέρει, όσο πιο πολύ γράφω κι όσο πιο πολύ απελευθερώνομαι, τόσο πιο καθαρός και πιο άξιος ίσως γίνομαι για σένα, αλλά σίγουρα υπάρχουνε πολλά ακόμη να πετάξω από μέσα μου κι οι νύχτες δεν μπορούν να είν’ αρκετά μεγάλες γι’ αυτή την κατά τα άλλα άκρως ηδονική εργασία."
(Γράμμα στη Φελίτσε, 23 προς 24 Νοεμβρίου 1912)

Franz Kafka, «Οι Γιοι», Ίνδικτος 2009 (μετάφραση Αλέξανδρος Κυπριώτης)

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

κυρίως νυχτερινά

Σε ό,τι αφορά προσωπικά τον Κέες Πόπινγκα, πρέπει κανείς να παραδεχτεί ότι στις οκτώ η ώρα το βράδυ υπήρχε ακόμη χρόνος, καθώς το πεπρωμένο του δεν είχε ακόμη καθοριστεί. Όμως χρόνο για τι; Μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό απ' αυτό που επρόκειτο να κάνει, έχοντας εξάλλου την απόλυτη πεποίθηση ότι οι κινήσεις του δεν θα είχαν μεγαλύτερη σημασία απ' ό,τι κατά τη διάρκεια των χιλιάδων, των μυριάδων ημερών που προηγήθηκαν;
Θα σήκωνε τους ώμους του με αδιαφορία αν του έλεγαν ότι η ζωή του θα άλλαζε απότομα και ότι αυτή η φωτογραφία, που βρισκόταν πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού και τον έδειχνε όρθιο στο κέντρο της οικογένειάς του, με το χέρι του νωχελικά ακουμπισμένο στη ράχη μιας καρέκλας, θα δημοσιευόταν σε όλες τις εφημερίδες της Ευρώπης.
Τέλος, αν είχε ψάξει μέσα του, με πλήρη συνείδηση, για να βρει τι θα μπορούσε να τον προδιαθέσει για ένα ταραχώδες μέλλον, σίγουρα δεν θα είχε σκεφτεί τη φευγαλέα εκείνη, σχεδόν ένοχη συγκίνηση, που τον συγκλόνιζε όταν έβλεπε να περνούν τρένα, κυρίως νυχτερινά, με κατεβασμένα τα στόρια που σκέπαζαν το μυστήριο των επιβατών.

George Simenon, "Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν", Άγρα 2004 (μετάφραση Αργυρώ Μακάρωφ)

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

ένας ολόκληρος κόσμος που παραμένει ανέκδοτος

Ακριβώς. Αν ταξιδεύεις στην Αφρική, πρέπει να διαβάσεις Καπουσίνσκι, αν ταξιδεύεις στην Αυστραλία, πρέπει να διαβάσεις Τσάτγουιν, κι αν ταξιδεύεις στο Αφγανιστάν, Όσνε Σέιερσταντ, για ν’ αναφέρω μερικούς. Και όπου και να ταξιδεύεις, τις Αόρατες Πόλεις του Ίταλο Καλβίνο, δεν νομίζετε; Είναι το κατεξοχήν βιβλίο του ταξιδιώτη. Κι όχι μόνο εκείνου που διασχίζει θάλασσες και βουνά. Γιατί μπορείς να ταξιδέψεις με πολλούς τρόπους. Από ιδέα σε ιδέα. Από βιβλίο σε βιβλίο. Και από τη μήτρα μιας γυναίκας στη μήτρα μιας άλλης γυναίκας. Μη γελάτε. Σε κάθε επιδερμίδα και σε κάθε ματιά υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που παραμένει ανέκδοτος.

Alberto Torres Blandina, «Η λέσχη των ανομολόγητων πόθων», Opera 2009 (μετάφραση Τζίνα Σερέτη)

Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

χάρι σε μένα

σ αυτή την πόλη οι νεκροί δεν είναι νεκροί. περπατούν στους δρόμους και πουλάνε καραμέλες στα παιδιά. χαιρετούν τους ηλικιομένους, προσεύχονται στις εκκλησσίες.
καμιά φορά είναι τόσοι πολλοί που αναρωτιέμαι μήπως κι εγώ είμαι νεκρός. ίσως είμαι γδαρμένος και κοματιασμένος, ίσως τα μέλλη μου να σέρνονται στο βηθό μιας λίμνης, ίσως όσα βλέπω να είναι μόνο όσα βλέπουν τα μάτια μου που μπορεί να μην υπάρχουν πια.
ίσως να μην καταλαβαίνω πια.
αλλά αυτός είναι στ αλήθεια νεκρός. ναι. οι στάχτες του δεν μπορούν να τριγυρνάνε εκεί πέρα. το χέρι του δεν είναι πια χέρι, το δέρμα του δεν έχει πια τι να καλύψει, γι αυτό μου μιλάει έτσι. γι αυτό παραπονιέται. κι εγώ του λέω ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πια, σατανά, χα. δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πια.
πάρα πολλές αμαρτίες. όλες μαζεμένες στο στήθος σαν τα σκουλήκια που σε τρώνε. η φωτιά. αλλά εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πια, είσαι καθαρός.
χάρι σε μένα.
ήρθα από την κόλαση για να σε σώσω. και να καθαρίσω τους οχετούς του αίματός σου και του σπέρματός σου για να μην υπάρχουν πια αμαρτίες σαν και σένα. μπάσταρδε. το έκανα για σένα. το τομάρι σου θα ταΐσει τα σκυλιά, το σάλιο σου. το σάλιο σου.
μια μέρα, οι άνθρωποι –οι νεκροί- θα κοιτάξουν πίσω τους και θα πουν ότι με μένα άρχισε ο 21ος αιόνας.
αλλά εσύ δεν πρόκειται να δεις τον 21ο αιόνα.
εσύ είσαι καθαρός.
χάρι σε μένα.

Santiago Roncagliolo, «Κόκκινος Απρίλης», Καστανιώτης 2007 (μετάφραση Μαργαρίτα Μπονάτσου)

Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

δυο τέλειες σταγόνες δάκρυα

Γύρισα στο σπίτι νωρίς. Είπα "γεια" μπαίνοντας, αλλά δεν πήρα απάντηση. Έκανα μια γύρα σ' όλα τα δωμάτια. Δεν τη βρήκα σε κανένα. Στο τραπέζι της κουζίνας βρήκα το σωληνάριο της κόλλας, εντελώς τελειωμένο. Προσπάθησα να κουνήσω μια καρέκλα για να καθίσω. Δεν κουνήθηκε. Ξαναπροσπάθησα. Ούτε σπιθαμή. Την είχε κολλήσει στο πάτωμα. Το ψυγείο δεν άνοιγε. Το 'χε κολλήσει κι αυτό, για να μην μπορεί ν' ανοίξει. Δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε, τι την έπιασε κι έκανε τέτοιο πράγμα. Δεν ήξερα που ήταν. Πήγα στο καθιστικό να τηλεφωνήσω στη μάνα της. Δεν μπόρεσα να σηκώσω το ακουστικό. Το είχε κολλήσει κι αυτό. Έδωσα μια κλωτσιά στο τραπέζι και κόντεψα να σπάσω το πόδι μου. Ούτε καν κουνήθηκε. και τότε την άκουσα να γελάει, κάπου από πάνω μου. Κοίταξα επάνω και την είδα. Στεκόταν ξυπόλητη στο ταβάνι του καθιστικού.
Έμεινα να την κοιτάω χάσκοντας. Όταν ανέκτησα τον έλεγχο των φωνητικών μου χορδών, το μόνο που βρήκα να ρωτήσω ήταν:
"Τι στην ευχή... τρελάθηκες τελείως;"
Δεν απάντησε, χαμογέλασε μόνο. Το χαμόγελό της φαινόταν τόσο φυσικό, ενώ αυτή κρεμόταν έτσι ανάποδα, λες και τα χείλη της τεντώνονταν μόνα τους από τη δύναμη της βαρύτητας.
"Μην ανησυχείς, θα σε κατεβάσω", είπα τρέχοντας στο ράφι κι αρπάζοντας τα πιο χοντρά βιβλία.
Έφτιαξα έναν πύργο με τους τόμους της εγκυκλοπαίδειας και σκαρφάλωσα στην κορυφή.
"Μπορεί να σε πονέσει λιγάκι", είπα προσπαθώντας να κρατήσω την ισορροπία μου.
Εξακολουθούσε να χαμογελάει. Τράβηξα όσο πιο δυνατά μπορούσα, αλλά δεν έγινε τίποτα. Προσεκτικά γλίστρησα κάτω.
"Μην ανησυχείς", είπα. "Θα φωνάξω τους γείτονες, κάτι θα βρω να κάνω, θα πάω δίπλα να ζητήσω βοήθεια".
"Θαυμάσια", γέλασε. "Δεν πρόκειται να πάω πουθενά".
Γέλασα κι εγώ. Ήταν τόσο όμορφη και τόσο απρόσμενη. Έτσι όπως κρεμόταν ανάποδα απ' το ταβάνι. Με τα μακριά της μαλλιά να κυματίζουν προς τα κάτω και τα στήθη της να μοιάζουν με δυο τέλειες σταγόνες δάκρυα κάτω απ' το άσπρο της μπλουζάκι. Τόσο όμορφη. ξαφνικά σκαρφάλωσα στη στοίβα με τα βιβλία και τη φίλησα. Ένιωσα τη γλώσσα της πάνω στη δική μου. Τα βιβλία γκρεμίστηκαν κάτω απ' τα πόδια μου., αλλά εγώ έμεινα να αιωρούμαι στον αέρα, κρεμόμουν μονάχα απ' τα χείλη της.

Etgar Keret, "Ο οδηγός λεωφορείου που ήθελε να γίνει θεός", Καστανιώτης 2004 (μετάφραση Μάγκυ Κοέν)

Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

σκόνη

Το μυαλό της είχε σταματήσει. Που να κοιτάξει τώρα; Τίποτα δεν είχε βρει στα συρτάρια. Κι όμως, κάτω από το κρεβάτι, που ήταν το πιο απλό, δεν είχε κοιτάξει ακόμα. Έπεσε μπρούμυτα και κόλλησε το μάγουλο πάνω στο φτηνό χαλάκι που είχε στρωμένο γύρω από το κρεβάτι, για να πατούν σε κάποιο πανί όταν σηκώνονται από τον ύπνο τους. Τίποτε δεν υπήρχε κάτω από το κρεβάτι τους. Χοντρή σκόνη μονάχα πάνω στα γυαλιστερά ξύλα του πατώματος. Ένας πλανήτης ερημιάς εκείνο το σκονισμένο πάτωμα κάτω από το κρεβάτι τους, ακριβώς σαν τη ζωή τους. Σηκώθηκε έντρομη και καταϊδρωμένη. Ανάσαινε με δυσκολία. "Αν πεθάνω, σκέφτηκε, σε ένα τέτοιο μέρος γεμάτο με γκρίζα σκόνη θα πάει να κατοικήσει η ψυχή μου."

Γιώργος Μανιώτης, "Το Ρεπερτόριο της Άνοιξης", Κέδρος 1994

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

έκατσε και σκοτώθηκε σαν τον πούσκιν

Ελάχιστα πράγματα μπορούσα να κάνω για να ξεριζώσω εκείνες τις αμφιβολίες, κι όταν κατάφερνα μερικές φορές να τις ξεχνώ, εκείνες επέμεναν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους με τη μορφή ενός επαναλαμβανόμενου, ξεκάθαρου ονείρου: ήμουν πίσω στην Ουκρανία και έτρεχα καβάλα στο άλογο, δίπλα στον αδελφό μου, στη βόρεια όχθη του Ντον. Ένα άτακτο τάγμα Κοζάκων μας παρατηρούσε σιωπηλά από την άλλη όχθη, θαρρείς και ζήλευαν την παιδική ηρεμία με την οποία ο Πιότρα κι εγώ κινούμαστε σ’ εκείνο το αβέβαιο έδαφος, το οποίο εκείνοι δεν μπορούσαν να προσπελάσουν. Ξαφνικά άκουγα πίσω μου τη φωνή της γιαγιάς μου, του μοναδικού προσώπου για το οποίο νομίζω πως έχω νιώσει κάτι παρεμφερές με τρυφερότητα, να κοροϊδεύει κι εκείνη τη φυλή των Κοζάκων και να θυμάται γελώντας την ταφή του ποιητή Λέρμοντοβ, του τελευταίου και πιο αδέξιου των ρομαντικών. Μιλούσε μάλλον εξαντλημένη παρά πικραμένη, ύστερα από ογδόντα χρόνια γεμάτα στερήσεις στις όχθες της Κασπίας, και διηγούνταν τη μονομαχία του ποιητή σαν ένα κακόγουστο αστείο, την τελευταία ανοησία ενός άμυαλου νεαρού χωρίς φαντασία:
«Ο δύσμοιρος έκατσε και σκοτώθηκε σαν τον Πούσκιν». Μουρμούριζε μ’ ένα από κείνα τα άυλα χαμόγελα που μόνο στα όνειρα διαγράφονται. «Δεν είχε καν τα κότσια να δημιουργήσει τον ίδιο του το θάνατο», και μου διηγούνταν για άλλη μια φορά τη μονομαχία του Λέρμοντοβ με την παραμικρή λεπτομέρεια, σαν να ‘λεγε κάποιο παλιό ανέκδοτο, που μόνο εκείνη το έβρισκε αστείο.

Ignacio Padilla, «Αμφιτρύων», Κέδρος 2008 (μετάφραση Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη)

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

ex post ante

Τα Ευαγγέλια δεν κρύβουν ότι αποκαλύπτουν την προσωπικότητα εκείνου που τα έγραψε, ή τις πεποιθήσεις του, δεν πρόκειται για απλή μεταφορά γεγονότων. Ο Λουκάς αρχίζει το Ευαγγέλιό του: "Πολλοί προσπάθησαν να συντάξουν μια διήγηση για τα γεγονότα, που είναι βεβαιωμένο ότι συνέβησαν ανάμεσά μας, όπως μας τα παρέδωσαν εκείνοι που από την αρχή ήταν αυτόπτες μάρτυρες και έγιναν κήρυκες αυτού του χαρμόσυνου μηνύματος. Γι' αυτό θεώρησα κι εγώ καλό, εντιμότατε Θεόφιλε, αφού ερεύνησα όλα τα γεγονότα από την αρχή και με ακρίβεια, να σου τα γράψω με τη σειρά, για να βεβαιωθείς ότι τα όσα διδάχθηκες είναι αυθεντικά". Οι διδαχές αυτές συγκροτούν μια μακροσκελή αφήγηση, που αποτελείται από πολλές επιμέρους διηγήσεις, συνεχείς επαναλήψεις, μια μετα-μυθολογία. Η πληθωριστική μετάδοση από στόμα σε στόμα σχημάτισε, μια μεγάλη αλυσίδα από φήμες - και το αποτέλεσμα πέτυχε. Όταν γνωρίζουμε ότι "μεταδίδω δεν σημαίνει απλώς μεταφέρω και επαναλαμβάνω, αλλά προσπαθώ και αναπαράγω", το ex post ante, το εκ των υστέρων, δεν μπορεί να είναι αυθεντικό. Ποιο χειρόγραφο μπορεί να διανύσει ολόκληρους αιώνες με παρατηρήσεις και διαφορετικές ερμηνείες, χωρίς να μεταβληθεί σε παλίμψηστο; Χωρίς να κατρακυλά και να φουσκώνει, σαν μπάλα από χιόνι, μπάλα φωτιάς που γίνεται πέτρα, καθώς περνά διαδοχικά από τους χώρους που ο ένας μετά τον άλλο τη ρουφούν και τους οποίους, με τη σειρά της, απορρόφησε.

Régis Debray, "Ο Θεός", Κέδρος 2005 (μετάφραση Μαρία Παραδέλη)

Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

λαγούμια

Η ώρα της συνάντησης είχε φτάσει! Αλλά, στ' αλήθεια, τα λαγούμια είχαν σμίξει κι οι ψυχές μας είχαν επικοινωνήσει; Τι ανόητη φαντασία μου ήταν όλο αυτό! Όχι, οι στοές συνέχιζαν παράλληλες όπως πριν, αν και τώρα ο τοίχος που τις χώριζε ήταν σαν ένας τοίχος από γυαλί κι εγώ μπορούσα να βλέπω τη Μαρία σαν μια φιγούρα σιωπηλή κι άπιαστη... Όχι, ούτε κι αυτός ο τοίχος έμενε πάντα έτσι. Πολλές φορές γινόταν από πέτρα μαύρη και τότε πια δεν ήξερα τι γινόταν στην πλευρά την άλλη, τι γινόταν μ' εκείνη σ' αυτά τα ανώνυμα διαλείμματα, τι παράξενα συμβάντα διαδραματίζονταν. Μέχρι που πίστευα πως στη διάρκεια εκείνων των διαλειμμάτων το πρόσωπό της άλλαζε και πως μια γκριμάτσα περιπαικτική το παραμόρφωνε κι ίσως να αντάλλαζε χαμόγελα με κάποιον άλλον κι όλη η ιστορία με τις στοές ήταν μια γελοία εφεύρεση ή δοξασία δική μου και πως σε κάθε περίπτωση υπήρχε ένα και μοναδικό τούνελ, σκοτεινό και μοναχικό: το δικό μου, το τούνελ που μέσα του είχαν κυλήσει τα παιδικά μου χρόνια, η νιότη μου, η ζωή μου ολόκληρη.

Ernesto Sabato, "Το Τούνελ", Αστέρι 1981 (μετάφραση Μάγια-Μαρία Ρούσου)

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011

μία αυτοκτονία

Ήταν τόσο θεατρικός. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη, φορώντας μαύρο κουστούμι, μ’ ένα λουλούδι στην μπουτονιέρα του. Έβαλε το όργανο στο στόμα του, περίμενε μέχρι να ζεσταθεί η κάνη, και χαμογελώντας παραπλανητικά στο είδωλό του – πυροβόλησε.
Έπεσε σαν παλτό που γλυστράει από τους ώμους. Αλλά η ψυχή του στάθηκε για λίγο, κουνώντας το κεφάλι της που γινόταν όλο και πιο ελαφρύ, ύστερα διστακτικά μπήκε στο σώμα, ματωμένο στην κορυφή, τη στιγμή που η θερμοκρασία του άγγιζε τη θερμοκρασία των αντικειμένων. Αυτό –ως γνωστόν- προμηνύει μακροζωία.

Zbigniew Herbert, «Η ψυχή του κ. Cogito», Γαβριηλίδης 2001 (μετάφραση Χάρης Βλαβιανός)