Τρίτη 13 Ιουνίου 2023

αραχνοκάμερες

Το Γκρίμσμπι δεν έμοιαζε καθόλου με το υποβρύχιο λημέρι των κλεφτών που είχε πλάσει ο Τομ με τη φαντασία του. Έκανε πολύ κρύο και παντού βρόμαγε μούχλα και βραστό λάχανο. Το κτίριο, που απέξω έδειχνε τόσο μαγικό κι ονειρεμένο, ήταν στην ουσία ασφυκτικά μικρό και τόσο γεμάτο, που έμοιαζε με παλαιοπωλείο στο οποίο κάποιος λήσταρχος είχε δωρίσει τα λάφυρα από τις αμέτρητες λεηλασίες του. Οι διάδρομοι ήταν στρωμένοι με κλεμμένα υφαντά και στην περίτεχνη ύφανση τους η μούχλα προσέθετε νέα σχέδια. Στα ράφια και στους αποθηκευτικούς χώρους, που διακρίνονταν από τις μισάνοιχτες πόρτες των δωματίων και των εργαστηρίων, ο Τομ έβλεπε σωρούς από ρούχα, μουχλιασμένα βιβλία και έγγραφα, στολίδια και κοσμήματα, όπλα και εργαλεία, υπεροπτικές κούκλες βιτρίνας από πανάκριβα καταστήματα, οθόνες τηλεοπτικής μετάδοσης, τροχούς αεροσκαφών, μπαταρίες, λάμπες και κάθε λογής λαδωμένα εξαρτήματα από τα Σπλάχνα διάφορων πόλεων.
Παντού υπήρχαν αραχνοκάμερες. Τα μικροσκοπικά μηχανήματα πλημμύριζαν τις οροφές. Τα λεπτά γυαλιστερά πόδια τους έλαμπαν στις σκοτεινές γωνίες. Τώρα δεν είχαν λόγο να κρύβονται και ζάρωναν σε στοίβες από πιάτα, κατέβαιναν από τις βιβλιοθήκες, σέρνονταν στα κάδρα ή αιωρούνταν από τα επικίνδυνα ηλεκτροφόρα καλώδια που σαν γιρλάντες στόλιζαν τους τοίχους. Τα κυκλώπεια μάτια τους γυάλιζαν και βούιζαν στην προσπάθειά τους να εντοπίσουν τον Τον καθώς ο Κολ και ο Σκιούερ τον οδηγούσαν στο αρχηγείο του θείου. Στο Γκριμσμπι οι πάντες ζούσαν κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του θείου.

Philip Reeve, "Το Χρυσάφι των Αρπακτικών", Μίνωας 2018 (μετάφραση Αναστασία Λαμπροπούλου)