Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

ποιος θα τον κατακρίνει;

Ποιος θα τον κατακρίνει; Ποιος δε θ’ αναγαλλιάσει μυστικά όταν ο ήρωας βγάλει την πανοπλία και σταθεί στο παράθυρο να κοιτάξει τη γυναίκα και το γιο του, που πολύ μακρινοί στην αρχή, σιγά σιγά όλο και πλησιάζουν, μέχρι που χείλη και βιβλίο και κεφάλι βρίσκονται ολοκάθαρα μπροστά του, αν και είναι ακόμα υπέροχα και ξένα απ’ την ένταση της απομόνωσής του και απ’ την ερημιά των αιώνων και το χαμό των άστρων, κι αν τέλος βάζοντας την πίπα του στην τσέπη και σκύβοντας μπροστά της το μεγαλόπρεπο κεφάλι του – ποιος θα τον κατακρίνει αν προσκυνήσει την ομορφιά του κόσμου; 

Virginia Woolf, "Μέχρι το Φάρο", Οδυσσέας 2006 (μετάφραση Έλλη Μαρμαρά)

πλαταμώνας

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

θα βάλω μέσα ένα όνειρο

Αν μου 'λέγαν: σου μένουν είκοσι χρόνια ζωής, πως θα 'θελες να περάσεις το κάθε εικοσιτετράωρο που σου απομένει να ζήσεις; Θα απαντούσα: δώστε μου δυο ώρες ενεργητικότητας και είκοσι δύο ώρες για να ονειρεύομαι υπό την προϋπόθεση ότι θα μπορώ να θυμάμαι -γιατί το όνειρο δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο μέσα από τη μνήμη που το τρέφει. Λατρεύω τα όνειρα, ακόμη κι όταν είναι εφιάλτες, όπως συμβαίνει συνήθως με τα δικά μου. Τα όνειρά μου είναι διαρκώς σπαρμένα από εμπόδια, που τα συναντώ ξανά και ξανά. Αλλά το ίδιο μου κάνει. Αυτός ο τρελός έρωτας για το όνειρο, για την απόλαυση του να ονειρεύομαι τελείως απαλλαγμένος από οποιαδήποτε ανάγκη για εξήγηση, είναι ένα από τα βαθιά αισθήματα που μ' έφεραν κοντά στο σουρεαλισμό. Ο "Ανδαλουσιανός σκύλος" γεννήθηκε από τη συνάντηση ενός ονείρου μου με ένα όνειρο του Νταλί. Αργότερα εισήγαγα όνειρα στις ταινίες μου, προσπαθώντας να αποφύγω τον λογικό κι επεξηγηματικό ρόλο που παίζουν συνήθως. Μια μέρα είπα σ' ένα μεξικανό παραγωγό -που όμως δεν του άρεσε καθόλου το αστείο μου: "Αν η ταινία βγει πολύ μικρή, θα βάλω μέσα ένα όνειρο".

Luis Buñuel, "Η Τελευταία Πνοή", Οδυσσέας 2006 (μετάφραση Μαρία Μπαλάσκα)

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

ελευσίνα

κι όταν εγώ δεν θάχω σώμα

Κι όταν εγώ δεν θάχω σώμα
να έρχομαι πλέον εδώ,
θα συνεχίζεις εσύ ακόμη,
ακόμη κι ακόμη ν'ακούγεσαι, θάλασσα.
Όμως μπορεί να σε ακούνε και μένα
για κάμποσο ακόμη. Μπορεί
να βρίσκουνε και άλλα πράγματα
άγνωστα που τους είχαν διαφύγει,
μέσα στις λέξεις μου.

Νικηφόρος Βρεττάκος, "Συνάντηση με τη Θάλασσα", Ποταμός 2012

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2013

ο μότσαρτ

O Mότσαρτ μ' ένα μαύρο σκύλο τριγυρίζει τα καμμένα
σπίτια· ψάχνει κει μέσα στην καφτή τέφρα και την καρβου-
νίλα.
Σε μερικές γωνιές δεν έχουν ακόμη σβήσει οι φωτιές...

―ΠAPAΞENO -λέει- ΠOYΘENA ΔEN AKOYΓETAI ΠIA H MOYΣIKH MOY...

Μίλτος Σαχτούρης, "Ποιήματα 1945-1971", Kέδρος 1977

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

και ιδού ίππος πυρρός

Κεφαλή αλόγου σκύβει να πιει νερό.
Ίσα που πρόλαβε να δει, εκτός απ’ τη μορφή του, μιαν αλογόμυγα επάνω στα καπούλια, πριν σπάσει ο καθρέφτης της πηγής.
Ρουθούνια ανοιγμένα γεμάτες γουλιές ήρεμη ανάσα και μόνο τα μάτια του τρομαγμένα, με το τρέμισμα μιας σκιάς στον αέρα.

Ξανά.

Αναπεπταμένο πεδίο. Γύρω βουνά. Ένα άλογο πίνει νερό. Η καμπύλη του αυχένα του τόξο καλά τανυσμένο. Αεράκι στη χαίτη, όταν μαύρο πουλί περνάει ψηλά. Η σκιά του βιτσιά στα καπούλια. 

Ξανά.

Χαμηλή πτήση με ελικόπτερο πάνω από τη Δρακολίμνη της Τύμφης. Καταπράσινο οροπέδιο ανάμεσα σε χιονισμένα βουνά.
Στη όχθη της λίμνης ένα άλογο πυρρό ξεδιψάει. Αλαφιάζεται. Τρέχει. Τρέχουν μαζί του και τ’ άλλα λευκά, φαιά, πυρρά, σίβα, μαύρα, 150 άλογα κάτω από ένα καπώ, στο δρόμο Ιωαννίνων-Κοζάνης. 

Μιχάλης Γκανάς, περιοδικό Τα Νεφούρια, τεύχος 14, Πρωτοχρονιά 2006

Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

επειδή η πράξη ταυτίζεται με την εξήγηση

Καμιά φορά τυχαίνει να κάνουμε κάτι χωρίς να ξέρουμε γιατί. Όταν πια το έχουμε κάνει, η πράξη αυτή μας εκπλήσσει ή μας τρομάζει. Ωστόσο, από την έκπληξη ή τον φόβο μας δίνετε μια εξήγηση, κι αυτό είναι απαραίτητο, αφού το ανεξήγητο μας γεμίζει αγωνία, κάτι που δεν αντέχουμε να κουβαλάμε για πολύ. Όταν όμως σκεφτούμε την εξήγηση ή την εκφράσουμε με τα λόγια, ξεχνάμε ότι αυτό συνέβη εκ των υστέρων και ότι η πράξη προηγείται. Αν μας το θυμίσει κανείς -επειδή η πράξη ταυτίζεται με την εξήγηση- τότε όλα είναι μια χαρά. Καμιά φορά όμως δεν είναι όλα μια χαρά. όταν ανακαλύπτουμε ξαφνικά ότι η ερμηνεία που μας δόθηκε είναι απατηλή, γιατί, όταν οι συνέπειες τις πράξης μας έρθουν στο φως, αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται τελικά για παραποίηση αυτού που κατά βάθος επιδιώκαμε με την πράξη. Τότε είναι που νιώθουμε μια τεράστια αγωνία. Γιατί αληθινή αγωνία είναι να μην μπορείς να εμπιστευτείς τις ίδιες σου τις σκέψεις - και αυτές μόνο. Αληθινή αγωνία είναι να γνωρίζεις ότι οι σκέψεις σου σε διαψεύδουν, ενώ εσύ είσαι αληθινός.

Stig Dagerman, "Καμένο Παιδί", Εστία 1998 (μετάφραση Μαργαρίτα Μέλμπεργκ)

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

ήταν ένα μαύρο πλήκτρο

Ήταν ένα μαύρο πλήκτρο. Ακούμπησα το δάχτυλο πάνω του και, προτού το κατεβάσω, είχα όλο το χρόνο να συνειδητοποιήσω πως είχε φτάσει η μεγάλη στιγμή: ήμουν έτοιμος και δεν έπρεπε να κωλυσιεργώ περισσότερο. Στην πλατεία απλώθηκε μια σιωπή που μου θύμισε το κενό που αισθάνεσαι λίγο πριν συμβεί ένα ατύχημα που δεν μπορείς να αποφύγεις. Η πρώτη νότα αντήχησε σαν πέτρα που πέφτει σε λιμνούλα. Αποσβολωμένος με αυτό που είχα κάνει, ακολούθησα τυφλά την παρόρμησή μου και, με την παλάμη ορθάνοιχτη, έπαιξα μια συγχορδία που ακούστηκε σαν χαστούκι. Συνέχισα νευρικά τα πρώτα μέτρα. Ξάφνου, έγειρα πάνω στο πιάνο, χαμήλωσα απότομα την ένταση και άρχισα να τσιμπώ ένα "πιανίσιμο" στις ψιλές νότες. Το αποτέλεσμα μου άρεσε και σκέφτηκα να συνεχίσω τους αυτοσχεδιασμούς. Έχωνα τα χέρια μέσα στην ηχητική μάζα και τη μάλαζα σαν να δούλευα ένα εύπλαστο και ζεστό υλικό. Κάθε τόσο σταματούσα, επιβραδύνοντας το ρυθμό και προσπαθούσα να δώσω νέα μορφή στη μάζα. Όταν όμως έβλεπα ΄τι κινδύνευε να μου κρυώσει, έπαιζα πιο γρήγορα και τις έδινα πίσω τη ζεστασιά της. Ήταν σαν να βρισκόμουν στο εργαστήρι ενός μάγου. Δεν γνώριζα τα υλικά που είχε αναμείξει για να ανάψει ετούτη η φωτιά, τον ακολουθούσα όμως σε κάθε του έμπνευση.

Felisberto Hernández, "Κανείς δεν άναβε τα φώτα", Μεταίχμιο 2003 (μετάφραση Γεωργία Ζακοπούλου)

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

οι παλιοί αστρονόμοι

«Να το φεγγάρι σου, πάντα εκεί», της έδειξε με το χέρι ένα χαλίκι βγαλμένο από τα νύχια κάποιας κοσμικής θύελλας.
«Δεν είναι εξαίσια τα ονόματα που έδιναν οι παλιοί αστρονόμοι στις τοποθεσίες του φεγγαριού;» τον ρώτησε εκείνη.
«Το Έλος της Διαφθοράς. Αυτό είναι το μόνο που θυμάμαι.» «Θάλασσα του Σκοταδιού… Θάλασσα της Γαλήνης…»
Στέκονταν πλάι πλάι χωρίς να μιλάνε, με τον άνεμο να παίρνει τον καπνό των τσιγάρων πίσω απ’ τους ώμους τους. Απ’ εδώ η κοιλάδα έμοιαζε με θάλασσα, θάλασσα φουρτουνιασμένη. Πέρα απ’ το δρόμο για το Τομαλίν η γη κυμάτιζε κι άφηνε να σπάσουν προς όλες τις κατευθύνσεις τα βάρβαρα κύματα των αμμόλοφων και των βράχων. Πάνω απ’ τους λόφους, με τη μυτερή σειρά των ελάτων σαν σπασμένα γυαλιά πάνω σε μεσοτοιχία, ένα κοπάδι από λευκά σύννεφα σαν απολιθωμένα κύματα. Πίσω όμως από τα ηφαίστεια είδε τώρα πως είχαν μαζευτεί μαύρα σύννεφα καταιγίδας. «Η Σοκότρα» σκέφτηκε «η μυστηριώδης νήσος μου στην Αραβική θάλασσα, απ’ όπου προέρχονταν ο λίβανος και τα μύρα και όπου ποτέ κανείς δεν έχει πάει –»
Κάτι από την άγρια δύναμη αυτού του τοπίου που στάθηκε κάποτε πεδίο μάχης, έμοιαζε να του φωνάζει, - μια παρουσία γεννημένη από τη δύναμη αυτή που την κραυγή της ολόκληρο το είναι του την αναγνώριζε σαν κάτι γνωστό, κάτι που έπιασε για μια στιγμή και το ξανάριξε στον άνεμο – κάποιο νεανικό σύνθημα θάρρους και περηφάνιας˙ την παθιασμένη και τόσο συχνά υποκριτική έκφραση της ψυχής μας, σκέφτηκε, της επιθυμίας μας να είμαστε, να κάνουμε, το καλό, αυτό που είναι σωστό. Ήταν σαν να κοίταζε τώρα, πίσω απ’ όλες αυτές τις ατέλειωτες πεδιάδες, πίσω απ’ τα ηφαίστεια, τον απέραντο γαλάζιο ωκεανό, νιώθοντας πάντα μέσα στην ψυχή του, την απεριόριστη ανυπομονησία, την απέραντη νοσταλγία.

Malcolm Lowry, «Κάτω από το ηφαίστειο», Αστάρτη 1983 (μετάφραση Μαρίνα Λώμη)

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

μια ζωντανή μνησικακία

-Κάνει ζέστη εδώ, είπα.
-Αλήθεια, κι αυτό δεν είναι τίποτα, μου απάντησε ο άλλος. Μη δίνεται σημασία. Θα το νιώσετε ακόμα πιο πολύ σαν φτάσουμε στην Κομάλα. Αυτό το μέρος βρίσκεται πάνω από τη χόβολη της γης, στο στόμα ακριβώς της Κόλασης. Μάλιστα λένε πως πολλοί απ’ αυτούς που πεθαίνουνε εδώ, σαν φτάνουνε στην Κόλαση γυρίζουν πίσω για να πάρουν την κουβέρτα τους.
-Εσείς τον ξέρετε τον Πέδρο Πάραμο; τον ρώτησα.
Τόλμησα να το κάνω, γιατί στα μάτια του διέκρινα μια στάλα εμπιστοσύνης.
-Ποιος είναι; ξαναρώτησα.
-Μια ζωντανή μνησικακία, μου απάντησε.

Juan Rulfo, «Πέδρο Πάραμο», Πατάκης 2005 (μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου)

Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

τα καθήκοντα που έχουμε μπροστά μας

Από εκεί και πέρα, αν εξετάσουμε τη σημερινή κατάσταση, κατάσταση αποσύνθεσης και όχι κρίσης, κατάσταση αποσάθρωσης των δυτικών κοινωνιών, διαπιστώνουμε μια αντινομία πρώτου μεγέθους: Το απαιτούμενο είναι κολοσσιαίο, πάει πολύ μακριά –και οι άνθρωποι, τέτοιοι που είναι και τέτοιοι που αναπαράγονται συνεχώς από τις δυτικές κοινωνίες μα και από τις άλλες, βρίσκονται σε κολοσσιαία απόσταση από αυτό. Τι είναι το απαιτούμενο;
Με δεδομένη την οικολογική κρίση, την ακραία ανισότητα της κατανομής των πόρων μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών, την απόλυτη σχεδόν αδυναμία να συνεχίσει το σύστημα τη σημερινή του πορεία, το απαιτούμενο είναι μια νέα φαντασιακή δημιουργία που η σημασία της δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα ανάλογο στο παρελθόν, μια δημιουργία που θα έβαζε στο κέντρο της ζωής του ανθρώπου σημασίες άλλες από την αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, που θα έθετε στόχους ζωής διαφορετικούς, για τους οποίους οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πουν πως αξίζουν τον κόπο. Αυτό θα απαιτούσε φυσικά μια αποδιοργάνωση των κοινωνικών θεσμών, των σχέσεων εργασίας, των οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών σχέσεων.
Αυτός όμως ο προσανατολισμός απέχει απίστευτα από τα όσα σκέφτονται, και ίσως από τα όσα ποθούν οι άνθρωποι σήμερα. Αυτή είναι η κολοσσιαία δυσκολία που πρέπει ν’αντιμετωπίσουμε. Θα έπρεπε να θέλουμε μια κοινωνία στην οποία οι οικονομικές αξίες θα έχουν πάψει να κατέχουν κεντρική (ή μοναδική) θέση, όπου η οικονομία θα έχει ξαναμπεί στη θέση της, δηλαδή θα έχει γίνει ένα απλό μέσο του ανθρώπινου βίου και όχι ύστατος σκοπός, στην οποία επομένως θα έχουμε παραιτηθεί από την τρελή κούρσα προς μια συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση. Αυτό δεν είναι απλώς αναγκαίο για να αποφύγουμε την τελεσίδικη καταστροφή του γήινου περιβάλλοντος. Είναι αναγκαίο κυρίως για να βγούμε από τη ψυχική και ηθική εξαθλίωση των σύγχρονων ανθρώπων.
Θα έπρεπε λοιπόν από εδώ και πέρα οι άνθρωποι (μιλάω τώρα για τις πλούσιες χώρες) να δεχτούν ένα αξιοπρεπές αλλά λιτό βιοτικό επίπεδο και να παραιτηθούν από την ιδέα ότι ο κεντρικός σκοπός της ζωής τους είναι να αυξάνεται η κατανάλωση τους κατά 2 με 3% το χρόνο. Για να το δεχθούν αυτό, θα έπρεπε κάτι άλλο να δίνει νόημα στη ζωή τους. Ξέρουμε, ξέρω ποιο είναι αυτό το κάτι άλλο – τι ωφελεί όμως, από τη στιγμή που η μεγάλη πλειονότητα του κόσμου δεν το δέχεται και δεν κάνει αυτό που πρέπει ώστε να γίνει πραγματικότητα; Αυτό το άλλο είναι η ανάπτυξη των ανθρώπων, αντί για την ανάπτυξη των σκουπιδοπροιόντων. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μιαν άλλη οργάνωση της εργασίας, η οποία θα έπρεπε να πάψει να είναι αγγαρεία και να γίνει πεδίο προβολής των ικανοτήτων του ανθρώπου. Άλλο πολιτικό σύστημα, μιαν αληθινή δημοκρατία που θα συνεπαγόταν τη συμμετοχή όλων στη λήψη των αποφάσεων.Μιαν άλλη οργάνωση της παιδείας, ώστε να διαπλάθονται πολίτες ικανοί να ασκούν και να άρχονται, σύμφωνα με τη θαυμάσια έκφραση του Αριστοτέλη- και ούτω καθ’ εξής.
Εννοείται ότι όλα αυτά θέτουν θεμελιώδη προβλήματα: για παράδειγμα, με ποιον τρόπο θα μπορούσε να λειτουργήσει μια αληθινή, μια άμεση δημοκρατία, όχι πια με 30.000 πολίτες, όπως στην Αθήνα της κλασσικής εποχής, μα με 40 εκατομμύρια πολίτες, όπως στη Γαλλία, ή ακόμα και με πολλά δισεκατομμύρια άτομα στην κλίμακα του πλανήτη; Προβλήματα κολοσσιαίας δυσκολίας, που όμως κατά τη γνώμη μου μπορούν να λυθούν –με την προϋπόθεση ότι η πλειονότητα των ανθρώπων και των ικανοτήτων τους θα κινητοποιηθεί για τη δημιουργία λύσεων, αντί να προβληματίζεται για το πότε θα μπορέσει να αποκτήσει τρισδιάστατη τηλεόραση.
Αυτά είναι τα καθήκοντα που έχουμε μπροστά μας – και η τραγωδία της εποχής μας είναι ότι η δυική ανθρωπότητα κάθε άλλο παρά νοιάζεται για αυτά. Πόσον καιρό ακόμα η ανθρωπότητα θα κατατρύχεται από τις ματαιότητες και τις ψευδαισθήσεις που ονομάζουμε εμπορεύματα; Μια καταστροφή οποιουδήποτε είδους – οικολογική, για παράδειγμα – θα προκαλέσει άραγε μια βίαιη αφύπνιση, ή μήπως την εμφάνιση αυταρχικών ή ολοκληρωτικών καθεστώτων; Κανείς δε μπορεί να απαντήσει σε τέτοιου είδους ερωτήματα. Εκείνο που μπορούμε να πούμε, είναι ότι όλοι όσοι έχουν συνείδηση του φοβερά σοβαρού χαρακτήρα των ζητημάτων πρέπει να προσπαθήσουν να μιλήσουν, να ασκήσουν κριτική σε αυτή την ξέφρενη πορεία προς την άβυσσο, να ξυπνήσουν την συνείδηση των συμπολιτών τους.

Κορνήλιος Καστοριάδης, "Η Άνοδος της Ασημαντότητας", Ύψιλον 2007 (μετάφραση Κώστας Κουρεμένος)

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

ένας νάρκισσος νέου τύπου

Ένας Νάρκισσος νέου τύπου, σακατεμένος από τη θλίψη, μπαϊλντισμένος από αηδία για τον εαυτό του, στοχάστηκε ώρα πολύ πρόσωπο με πρόσωπο με τον εαυτό του. Κατάλαβε ότι το πρόσωπό μας είναι εκείνο το μέρος της σάρκας μας που η παρουσία των ομοίων μας το πλάθει και το ξαναπλάθει, το αναθερμαίνει και το ζωντανεύει αδιάκοπα. Ένας άνθρωπος που μόλις άφησε κάποιον με τον οποίον είχε μια ζωηρή συνομιλία: στο πρόσωπό του παραμένει για κάμποση ώρα μια ζωντάνια που σβήνει σιγά-σιγά κι η επέλευση ενός άλλου συνομιλητή θα κάνει τη φλόγα της να ξαναφουντώσει. "Ένα πρόσωπο σβησμένο. Ένας βαθμός απαλοιφής που, αναμφίβολα, ποτέ μέχρι τώρα δεν τον έφτασε το ανθρώπινο είδος". Ο Ροβινσώνας είχε προφέρει αυτές τις λέξεις φωναχτά. Κι όμως η φάτσα του, την ώρα που ξεστόμιζε τούτα τα βαριά σαν πέτρες, λόγια δεν είχε κινηθεί πιότερο από μια μπουρού ή από ένα βούκινο. Προσπάθησε να σκεφτεί κάτι χαρούμενο κι έβαλε τα δυνατά του να χαμογελάσει. Αδύνατον. Υπήρχε αλήθεια κάτι το παγωμένο στο πρόσωπό του και για να σπάσει ο πάγος θα χρειάζονταν πολύωρα και χαρούμενα ξανανταμώματα με τους δικούς του. Μόνο το χαμόγελο ενός φίλου θα μπορούσε να του ξαναδώσει το χαμόγελο...
Ξεκόλλησε από το φριχτό γήτεμα του καθρέφτη και κοίταξε γύρω. Δεν είχε ό,τι του χρειαζόταν σε τούτο το νησί; Μπορούσε να σβήσει τη δίψα, να χορτάσει τη πείνα, να φροντίσει για την ασφάλεια κι ακόμα για την άνεσή του, κι υπήρχε κι η Βίβλος για να ικανοποιεί τις πνευματικές του απαιτήσεις. Ποιος λοιπόν, με μόνη τη δύναμη ενός χαμόγελου θα έκανε τον πάγο που παρέλυε το πρόσωπό του να λιώσει; Τα μάτια του έπεσαν τότε στον Τεν που ήταν καθισμένος κατάχαμα, δεξιά του και σήκωνε τη μουσούδα προς το μέρος του. Μήπως ο Ροβινσώνας είχε παραισθήσεις; Ο Τεν χαμογελούσε στον κύριό του! Το μαύρο χείλος του, φίνο και δαντελωτό, σηκωνόταν μόνο από τη μια πλευρά της μούρης του κι άφηνε να φανεί μια διπλή σειρά σκυλόδοντα. Συνάμα έγερνε αστεία το κεφάλι από τη μια μεριά και θα έλεγες πως τα φουντουκιά του μάτια ζάρωναν ειρωνικά. Ο Ροβινσώνας άρπαξε με τα δυο του χέρια το χοντρό τριχωτό κεφάλι και το βλέμμα του καλύφθηκε από συγκίνηση. Μια ξεχωριστή θέρμη χρωμάτισε τα μάγουλά του κι ένα ανεπαίσθητο ρίγος έκανε τις άκρες των χειλιών του να τρέμουν. Ήταν όπως στις όχθες του Ουζ, όταν η πρώτη ανάσα του Μάρτη σ' έκανε να προαισθανθείς τα σπαρταρίσματα της άνοιξης που σε λίγο θα έμπαινε. Ο Τεν έκανε πάντα τη γκριμάτσα του κι ο Ροβινσώνας τον κοιτούσε με πάθος θέλοντας να ξαναβρεί την πιο γλυκιά από τις ιδιότητες του ανθρώπου. Από εκείνη την ημέρα κι έπειτα ανάμεσά τους γινόταν ένα παιχνίδι. Ξαφνικά ο Ροβινσώνας διέκοπτε τη δουλειά του, το κυνήγι, το περπάτημα στην ακρογιαλιά ή στο δάσος -ή άλλοτε άναβε ένα δαδί στη μέση της νύχτας- και το πρόσωπό του, που άρχιζε πια να ξαναζωντανεύει, κοίταζε τον Τεν μ' έναν ορισμένο τρόπο. Κι ο Τεν με το κεφάλι γερτό του χαμογελούσε και το σκυλίσιο χαμόγελό του μέρα με τη μέρα καθρεφτιζόταν όλο και πιο καθαρά στο ανθρώπινο πρόσωπο του κυρίου του.

Michel Tournier, "Παρασκευάς ή στις μονές του Ειρηνικού", Εξάντας 1986 (μετάφραση Χρήστος Γ. Λάζος)