Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2019

η ντουλάπα

Άνοιξε η ντουλάπα
κι έπεσε ένα μωρό.
Σε στιγμές έντονης
μεταφυσικής αγωνίας
το μεγάλωσαν, το ανάθρεψαν
κάποτε πήρε τη ζωή στα χέρια του,
αποφάσισε να παντρευτεί,
έμεινε έγκυος
και γέννησε ένα σκρίνιο.

Μανώλης Μπαλής, "Το Τσιμέντο Έχει Φιλότιμο", Ώρες 1994

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2019

γράφω για να μην πεθάνω από καημό

Γράφω για να μην πεθάνω από καημό
για να μην πνιγώ σε τούτη τη δίψα για φόνο
που σκεπάζει τις φρικτές αυνανιστικές βραδιές
των άθλιων θεωρείων των κινηματογράφων.
Θα έδινα τη δίψα και το επώνυμό μου
για ένα φιλί και μόνο...
αλλά μονάχα σάλιο υπάρχει κάτω απ' τον φλογερό
υπερσυντέλικο του ανθρώπινου.
Θα 'δινα τον εαυτό μου για έναν γλυκό θεό
που θα μ' έκανε να ψυχορραγήσω στο φως
αλλά ο μαύρος καβαλάρης των ονείρων μου
με προσκαλεί στην άγρια καταστροφή
της αιματηρής μορφής των μνημάτων.
Για να μην παραδοθώ σ' αυτόν, τόσο αληθινό... γράφω, μιλώ,
αναλώνομαι στην ίδια μου την τρέλα που είμαι άνθρωπος.

Miguel Labordeta, "Ελεγεία Σχεδόν", Κουκούτσι 2014 (μετάφραση Κώστας Βραχνός)

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

για χάρη του·

Αυτή τη στιγμή ποθούσε:τον ανέκφραστο θόρυβο των κυμάτων που διαλύονται στην ακτή· την καταπραϋντική σιωπή της μπουνάτσας· τις θερμές μέρες όταν στις σκουρόχρωμες πέτρες διαλύονται οι λειχήνες και απ' τα υπερώριμα ανοιγμένα σύκα στάζει το γλυκό σορόπι· ποθούσε αυτό το ασταμάτητο, σχεδόν πονεμένο τραγούδισμα των αόρατων γρύλλων· τις έντονες και ερεθιστικές μυρωδιές του αλατιού, της πίσσας, των τηγανητών ψαριών, των ξεραμένων φυκιών, του ιωδίου, του κόκκινου κρασιού, του καμένου λαδιού· ποθούσε τις ήρεμες νύχτες κάτω από ένα χαμηλό ουρανό που σαν ασημένιο κουδούνι φώτιζε τα βάθη της θάλασσας· ποθούσε κάποια έρημη πλαζ του Νότου, δίπλα στην Μπούντβα, όπου αφημένος στη ζεστή άμμο θα ξαπλώσει μόνος, ακίνητος και αποχαυνωμένος σαν ο κόσμος να υπάρχει για χάρη του· και ποθούσε, σχεδόν απελπισμένα, το καυτό και αδιάντροπο σώμα κάποιας γυναίκας στην οποίας τα βάθη, ακόρεστα από ήλιο και αναμονή, θα βυθιστεί ολόκληρος, ξεχνώντας το θάνατο και το χρόνο.

Бранимир Шћепановић, "Στόμα Γεμάτο Χώμα", Παρασκήνιο 1988 (μετάφραση Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης)