Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

κάτι που μπορεί να γυρίσει τον κόσμο ανάποδα

Η έκφραση της χοντρής γυναίκας υπονοούσε πως ήταν έτοιμη να τρελαθεί επιτόπου αν κάποιος σκεφτόταν λίγο περισσότερο.
«Πιστεύω πως θ’ ανακαλύψεις», είπε ο δρ. Μπριντ, «πως όλοι κάνουμε την ίδια ποσότητα σκέψεων. Απλώς οι επιστήμονες σκέφτονται τα πράγματα με ένα συγκεκριμένο τρόπο, και οι υπόλοιποι άνθρωποι σκέφτονται με άλλους τρόπους».
«Αχ», κελάρυσε κενά η δεσποινίς Πέφκο. «Ο δρ. Χόρβαθ μού υπαγορεύει κι εγώ νομίζω ότι μου μιλάει σε ξένη γλώσσα. Δεν πιστεύω ότι θα καταλάβαινα – ακόμη και αν πήγαινα στο κολέγιο. Κι εκείνος μπορεί να μου μιλάει για κάτι που μπορεί να γυρίσει τον κόσμο ανάποδα, να φέρει τα πάνω κάτω, όπως η ατομική βόμβα.
Όταν επέστρεφα απ’ το σχολείο η μητέρα μου με ρωτούσε τι έγινε εκείνη την ημέρα, κι εγώ της απαντούσα», είπε η δεσποινίς Πέφκο. «Τώρα επιστρέφω από τη δουλειά και μου κάνει την ίδια ερώτηση, και το μόνο που μπορώ να της πω είναι…» Η δεσποινίς Πέφκο κούνησε το κεφάλι πλαταγίζοντας τα ολοπόρφυρα χείλη της – «δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν ξέρω».
«Αν είναι κάτι που δεν καταλαβαίνεις», την προέτρεψε ο δρ. Μπριντ, «ζήτησε από τον δρα Χόρβαθ να σου το εξηγήσει. Είναι πολύ καλός στο να εξηγεί πράγματα». Γύρισε προς το μέρος μου, «Ο δρ. Χένικερ έλεγε πως όποιος επιστήμονας δεν μπορεί να εξηγήσει τι κάνει σε ένα οκτάχρονο παιδί, είναι τσαρλατάνος».
«Τότε εγώ είμαι πιο χαζή από ένα οκτάχρονο», κλαψούρισε η δεσποινίς Πέφκο. «Δεν ξέρω καν τι είναι τσαρλατάνος».

Kurt Vonnegut, «Η Φωλιά της Γάτας», Κέδρος 2007 (μετάφραση Φίλιππος Χρυσόπουλος)

σκέψου ένα πράγμα και πες μου το

«Μου αρέσει αυτό το βιβλιοπωλείο. Και ξέρεις γιατί;» είπε εκείνη. «Γιατί είναι ημιυπόγειο.» «Αισθάνεσαι κρυμμένη. Σου αρέσει να κρύβεσαι. Από τι;» Τριγύρω, οι άντρες συζητούσαν για δουλειές με κοφτό ρυθμό και αποσπασματικές φράσεις, μια επίσημη συνθηματολογία με υπόκρουση πιατικών. «Μερικές φορές μόνο από το θόρυβο», είπε σκύβοντας πάνω του και ψιθυρίζοντας κεφάτα τις λέξεις. «Ήσουν ένα από εκείνα τα σιωπηλά, μελαγχολικά παιδιά. Κολλημένη στη σκιά.» «Κι εσύ;» «Δεν ξέρω. Δεν το σκέφτομαι.» «Σκέψου ένα πράγμα και πες μου το.» «Εντάξει. Ένα πράγμα. Όταν ήμουν τεσσάρων», είπε, υπολόγιζα πόσο θα ζύγιζα σε καθένα από τους πλανήτες του ηλιακού συστήματος.» «Καλό αυτό. Α, αυτό μου αρέσει», είπε εκείνη και τον φίλησε στον κρόταφο κάπως μητρικά. «Επιστημοσύνη και εγωισμός συνδυασμένα». Τώρα γελούσε παρατεταμένα καθώς εκείνος έδινε στο γκαρσόνι την παραγγελία τους.

Don DeLillo, «Κοσμόπολις», Εστία 2004 (μετάφραση Θωμάς Σκάσσης)

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

αυτό θέλει ο Θεός

Κουμαντάριζε από τη σκιά, με σοφία θα μπορούσε να πει κανείς, μια και μέχρι τώρα στα όρια της περιοχής του όλα ήταν ισορροπημένα. Κομμουνιστές, κεντρώοι, δεξιοί, είχε ο καθένας ελεύθερα το καφενείο του, την πιάτσα του, το αλισβερίσι του, τους μικροκαβγάδες του, και η ζωή κυλούσε, η αγορά δούλευε και δεν μπερδευόταν ο ένας στα πόδια του άλλου. «Οι ιδέες και οι θεωρίες που δεν είναι για την κονόμα, είτε κόκκινες είτε μαύρες είτε μπλε», έλεγε, «είναι καλές μόνο για να γυμνάζεται η γκλάβα κάτω από το καύκαλο να παίζεις τρίλιζα και πικέτο, κι όχι για να βγάζει ο ένας το μάτι του άλλου χωρίς κέρδος. Βέβαια, για να ‘χεις κέρδος πρέπει να ‘χεις πάντα το πάνω χέρι εσύ. Και πώς το κατορθώνεις αυτό; Με το να κόβεις σε μικρές ομάδες τους ανθρώπους, να τους αφήνεις να πιστεύουν άλλοι έτσι, άλλοι αλλιώς κι άλλοι παραλλιώς, για να μπορείς να τους κουλαντρίζεις. Κομμουνιστές, δεξιοί, χριστιανοί, παναθηναϊκοί, ολυμπιακοί, μόνο γι’ αυτό είναι χρήσιμες αυτές οι ιδέες, για να ‘χεις το κουμάντο εσύ και να τους κρατάς στο κουρμπέτι και μαζί και χώρια, για να τσουλάει η αγορά και να ‘χεις το ανάλογο κέρδος. Αυτό θέλει ο Θεός, το κέρδος, αλλιώς θα μας κρατούσε ακόμη στον παράδεισο, αιώνιους, αθάνατους, άφραγκους και απονήρευτους.

Θανάσης Σκρουμπέλος, «Μπλε Καστόρινα Παπούτσια», Τόπος 2007

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

φαίνεται ότι κι ο Θεός έχει περίεργη νοοτροπία

ΜΙΧΑΗΛ: Λοιπόν, είχατε δεν είχατε, το κάνατε το θάμα σας!
ΣΕΡΓΙΟΣ (πολύ ψύχραιμος): Ας πάρουμε το ζήτημα ab ovo. Τι εστί θάμα;
ΜΙΧΑΗΛ: Θάμα εστί γεγονός ή φαινόμενο υπερφυσικό, γινόμενο κατ’ επιταγή του Υψίστου.
ΣΕΡΓΙΟΣ (συμπληρώνει): Του οποίου φαινόμενου ή γεγονότος η υπερφυσικότητα γίνηκε αντιληπτή απ’ τους ανθρώπους. Στην προκείμενη περίπτωση ουδέν το τοιούτο. Δυο καλόγεροι έκλεψαν απ’ την Κίνα κι έφεραν στη Βασιλεύουσα σπόρια μεταξοσκώληκα. Τι τούτου φυσικότερο;
ΜΙΧΑΗΛ (κλονισμένος): Βέβαια, κατ’ επίφαση θάμα δεν υπάρχει. Στην ουσία όμως…
ΒΑΚΧΟΣ: Στην ουσία, ο Ύψιστος δεν μπορεί να ΄χει αντίρρηση. Για ποιο λόγο μονάχα οι ειδωλολάτρες της Κίνας να πλουταίνουν απ’ το μετάξι, κι όχι κι οι χριστιανοί της Ρώμης;
ΣΕΡΓΙΟΣ: Όσο για τον τύπο, μας αρέσει να κάνουμε το καλό για το καλό, κι όχι για το μάταιο έπαινο. Είμαστε εχθροί της δημοσιότητας…
ΒΑΚΧΟΣ: Της επιλεγόμενης ρεκλάμας.
ΜΙΧΑΗΛ: Έχτε περίεργη νοοτροπία, που πολύ ερεθίζει τους αρμόδιους κύκλους. Το περιεργότερο όμως είναι πως ο Πανάγαθος δεν δυσφορεί καθόλου με τα καμώματά σας…
ΣΕΡΓΙΟΣ: Φαίνεται ότι κι ο Θεός έχει περίεργη νοοτροπία. Πώς οι αρμόδιοι δεν έκαναν ακόμα πραξικόπημα να τον εκθρονίσουν!
ΒΑΚΧΟΣ: Και να τον αντικαταστήσουν με τον Εωσφόρο.
ΣΕΡΓΙΟΣ: Τον Εωσφόρο; Αδύνατο! Είναι το ίδιο νοήμων με το Σαβαώθ… Εδώ χρειάζεται ένας Θεός που να συνδυάζει ιδιότητες αγράμματου καλόγερου, σχολαστικού θεολόγου κι ευνούχου χωροφύλακα του Τμήματος Ηθών…

Μ. Καραγάτσης, «Σέργιος και Βάκχος», Εστία 2007

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

μα, δεν ήθελα να εκθέσω τον κύριο Ωνάση…

Ο χειρισμός της υπόθεσης Ωνάση-Νιάρχου έκανε ακόμη πιο ανυπόληπτο το καθεστώς της Χούντας. Ήταν πολύ δύσκολο για την κοινή γνώμη –ελληνική και διεθνή- να παραδεχτεί ότι η προτίμηση προς την ασύμφορη προσφορά είχε ανιδιοτελή ελατήρια! Θερμός υποστηρικτής του Ωνάση ήταν ο ίδιος ο Παπαδόπουλος, αλλά πίσω από τον Νιάρχο ήταν αφανώς ο Μακαρέζος και εμφανέστατα μια ομάδα εξαγορασμένων υπουργών. Κάποια μέρα ο Ωνάσης κατήγγειλε στον πρωθυπουργό ότι ο αναπληρωτής υπουργός Συντονισμού Ορλάνδος-Ροδινός είχε δεχτεί να συζητήσει μαζί του το ύψος της αμοιβής του για να μετατραπεί από υποστηρικτής του Νιάρχου σε υπέρμαχο της προσφοράς Ωνάση. Ο Παπαδόπουλος κάλεσε στο γραφείο του τον Ορλάνδο-Ροδινό και παρουσία του Ωνάση τον ρώτησε αν είναι ακριβής η καταγγελία. «Ναι», είπε ο υπουργός, «ο κύριος Ωνάσης μου προσέφερε ένα σημαντικό ποσό…». «Και γιατί δεν μου το είπες;» ρώτησε ο Παπαδόπουλος. «Μα, δεν ήθελα να εκθέσω τον κύριο Ωνάση…».
Στο σημείο αυτό παρενέβη ο Ωνάσης: «Ρε συ, είπε απευθυνόμενος στον Ορλάνδο-Ροδινό, εγώ είμαι επιχειρηματίας και χρησιμοποιώ όλα τα μέσα για να επιτύχω τη δουλειά μου. Εσύ όμως είσαι υπουργός. Γιατί δέχτηκες να συζητήσεις πόσα θα πάρεις;»

Γιάννης Κατρής, «Η Γέννηση του Νεοφασισμού στην Ελλάδα», Παπαζήσης 1974

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

εξαιτίας της ζέστης

Στις έξι και μισή βρισκόταν στη Γλυφάδα. Πάρκαρε τα’ αμάξι του ακριβώς στο ίδιο μέρος που το είχε αφήσει όταν πήγε να δει την κυρία Κατσαρού. Τα μαγαζιά στο εμπορικό κέντρο Colosseum είχαν ανοίξει, αλλά ήταν άδεια από πελάτες. Ίσως λόγω της ώρας ή εξαιτίας της ζέστης. Κάθισε σ’ ένα από τα ξύλινα τραπέζια της στοάς, κι όταν ήρθε ο σερβιτόρος, παρήγγειλε ένα νεσκαφέ. Πάνω στα τραπέζια και στους ξύλινους πάγκους υπήρχαν χαραγμένα ονόματα. Ξεχώρισε το «Σοφία-Γιάννης» κι αμέσως παραπέρα το «Σοφία-Λευτέρης». Πιο πέρα διάβασε «Σοφία-Βασίλης». Κάπου ανάμεσα στα ονόματα ήταν χαραγμένη μια καρδούλα μ’ ένα βέλος. Κάποια Σοφία είχε ερωτευτεί ταυτόχρονα τρεις άντρες; Ή μήπως επρόκειτο για τρεις διαφορετικές Σοφίες; Έριξε μια ματιά προς το μαγαζί της κυρίας Κατσαρού. Ήταν ανοιχτό.

Φίλιππος Φιλίππου, «Το χαμόγελο της Τζοκόντας», Το Βήμα 2011

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

σαπισμένες ενισχύσεις

Ένα ακόμη βήμα κάνει προς αυτή την κατεύθυνση ο γιατρός Κώστας Γιαννάτος, ηγετικό στέλεχος μιας οργάνωσης με την ονομασία «Ανάσταση του Γένους» (ΟΑΓ). Σε δύο από τους πιο «ευυπόληπτους» οίκους ανοχής, που ως εκ τούτου έχουν τεθεί στην αποκλειστική διάθεση της Βέρμαχτ, μοιράζει όλες τις εργαζόμενες σε δύο «βάρδιες». Η μία αποτελείται από υγιείς γυναίκες, αλλά εμφανίζεται μόνο δύο φορές την εβδομάδα, όταν δηλαδή οι Γερμανοί γιατροί εξετάζουν τα πρωινά σε καθορισμένες ώρες το «προσωπικό». Τα πιστοποιητικά των γιατρών παίρνουν, πριν αρχίσει το βράδυ η είσοδος των πελατών, οι γυναίκες της άλλης βάρδιας, η οποία αποτελείται αποκλειστικά από πόρνες που νοσούν. Υποτίθεται ότι αυτό το –σαιξπηρικό σχεδόν- παιχνίδι των εναλλασσόμενων ρόλων δεν ανακαλύπτεται για ένα χρόνο και περισσότερο, και σε τούτο συμβάλει για άλλη μια φορά η ελληνική αστυνομία και οι πλαστές ταυτότητες που εκδίδει. Μεταξύ Δεκεμβρίου 1941 και Φεβρουαρίου 1943, οπότε εξαρθρώθηκε η οργάνωση, υποτίθεται ότι από το τέχνασμα αυτό προσβλήθηκαν από αφροδίσια 20.000 Γερμανοί στρατιώτες, ανάμεσα τους πάρα πολλοί του λεγόμενου «Άφρικα Κορπ». Αυτοί συχνά παρέμεναν για μήνες στην Αθήνα αναμένοντας μέσο για να μεταφερθούν στον προορισμό τους, το μέτωπο της Β. Αφρικής. Σύμφωνα με τον ιστοριογράφο της ΟΑΓ, σ’ αυτό το διάστημα πάμπολλοι έπεσαν θύματα της εντατικής «διαφήμισης» των δύο οίκων ανοχής που αναφέραμε προηγουμένως. Λέγεται ότι ο ίδιος ο Ρόμελ παραπονέθηκε αργότερα ότι του έστελναν μόνο «σαπισμένες» ενισχύσεις… Ένας άλλος αντιστασιακός συγγραφέας (και πολιτικός) εκτιμά ότι αυτές οι ενέργειες έπαιξαν «σοβαρό ρόλο ανωμαλίας» και επιπλέον συνέβαλαν στην εξασθένηση του γερμανικού Ανατολικού Μετώπου. Απ’ αυτό εμπνεύστηκε μάλιστα ένα λυρικό «Μνημείο της άγνωστης τσούλας»…

 Hagen Fleischer, «Στέμμα και Σβάστικα», Παπαζήσης 1995

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

το καινούριο φρούτο

Ακόμη και οι πιο συντηρητικές εφημερίδες έδειχναν λαιμαργία γι’ αυτό το καινούριο φρούτο. Οι επικεφαλής του τριπτύχου οικογένεια-υγεία-κοινωνία λάτρευαν να σχολιάζουν την υπερπληθώρα εξειδικευμένων μαγαζιών και την κοσμοσυρροή μεσοαστικών ζευγαριών σ’ αυτά τα μέρη. Αυτοί οι ειδικοί διαγίγνωσκαν, στο χύμα, «τη μεγάλη επιστροφή στην οικειότητα», διακήρυσσαν «τη μοιχεία υπό έλεγχο», μακρηγορούσαν για την «έκρηξη της παροδικής ανταλλαγής». Σύντομα, συνδεδεμένη με τα χάπια για στύση, η ανταλλαγή ερωτικώς συντρόφων θα αποτελούσε τη μοντέρνα αιχμή του δόρατος ενάντια στους χωρισμούς των ζευγαριών: Η υποχρεωτική και καθημερινή συναναστροφή στο συζυγικό κρεβάτι αποδεικνυόταν πιο μοιραία για την πίστη, όσο αύξανε η ελπίδα για την επιμήκυνση του ορίου ζωής. Εκεί που άλλοτε οι παντρεμένοι δεσμεύονταν για μερικά χρόνια, εκείνοι του 21ου αιώνα το έκαναν για εξήντα χρόνια, με τον ίδιο σύντροφο. Όμως, με τρεις μήνες προπόνηση, εξαντλεί κανείς όλες τις βίβλους του σεξ. Το Κάμα Σούτρα είχε δημιουργηθεί για αναγνώστες που, αποφεύγοντας τη γονιμοποίηση, δεν πηδούσαν παρά μόνο κατά διαστήματα, πριν πεθάνουν από γεράματα σε ηλικία 35 χρονών. Χωρίς να υπολογίσει κανείς ότι κάποιες στάσεις απαιτούσαν σβελτάδα και ευκαμψία όλο και πιο δυσεύρετη στους γηραιότερους. Αρκούσε προς το παρόν στα λίγο κουρασμένα ζευγάρια να εξοπλιστούν με προφυλακτικά, να πληρώσουν ένα εισιτήριο πολύ προσιτό, για να κάνουν τις συμφωνίες τους ανάμεσα σε εθελοντές που δεν τους ήταν και ιδιαίτερα απαχθείς. Εντέλει, οι απειλημένες οικογενειακές εστίες ξανάβρισκαν έτσι τη σταθερότητά τους.

Emmanuel Pierrat, «Η βιομηχανία του σεξ και του τηγανητού ψαριού», Άγρα 2008 (μετάφραση Νατάσσα Χασιώτη)

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

όπως μπορεί να αλλάξει ξαφνικά μια ηλιόλουστη μέρα του Μάρτη

Φαίνεται ότι μπορεί να συμβεί, εγώ βέβαια δεν το έχω ζήσει ποτέ μου και ούτε έχω ακούσει άλλους να λένε κάτι τέτοιο, νομίζω ότι το έχω διαβάσει σ’ ένα μυθιστόρημα από τη δημοτική βιβλιοθήκη, ότι μια κοπέλα που είναι η προσωποποίηση της ομορφιάς, με τέλεια εμφάνιση, πόδια, στήθος, και κοιτάζει αφ’ υψηλού και με οίκτο τη μεγαλύτερη αδελφή της, η οποία είναι λιγότερο ελκυστική, αν και καλοφτιαγμένη με όμορφα ξανθά μαλλιά, μέσα σε μια και μοναδική νύχτα… Αν είναι δυνατό να συμβεί κάτι τέτοιο, όπως μπορεί να αλλάξει ξαφνικά μια ηλιόλουστη μέρα του Μάρτη…
Ότι η μεγαλύτερη κοπέλα, που είναι λιγάκι δειλή και ντροπαλή εξαιτίας της (παρ’ όλα αυτά καλούτσικης) εμφάνισής της, για την οποία η ίδια σε τελική ανάλυση δεν μπορεί να κάνει τίποτα… ότι ξαφνικά μέσα σε μία και μοναδική νύχτα κατά την οποία συνήθως δε συμβαίνει τίποτα απρόοπτο, μια χιονισμένη νύχτα γεμάτη θραύσματα ονείρων, μεταμορφώνεται διά μιας από την κορυφή ως τα νύχια σε σαγηνευτικό, φλαμανδικό αντίγραφο της Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Αμέσως η νεότερη κοπέλα που αρχικά άφηνε εκστατικούς άντρες και γυναίκες, μέσα σε μία και μοναδική νύχτα γεμάτη σκοτεινές επιθυμίες, αποκτά ένα δίχτυ από ρυτίδες στο πρόσωπο, στα χέρια, γύρω από τον αφαλό, και ένα φρικτά γερασμένο στόμα.

Hugo Claus, «Οι Φήμες», Καστανιώτης 2000 (μετάφραση Γιάννης Ιωαννίδης)

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

άθελά του

Την πρώτη φορά που την είδε ο Φραγκίσκος Τεσιέ ένιωσε ότι αυτό το πρόσωπο του άρεσε πάρα πολύ. Συναντάς ενίοτε κάτι γυναίκες που σε πιάνει η όρεξη να τις σφίξεις τρελά στην αγκαλιά σου, αμέσως, δίχως να τις γνωρίζεις. Αυτή η κοπέλα ανταποκρινόταν στις ενδόμυχες επιθυμίες του, στις κρυφές προσδοκίες του, σ’ αυτό το είδος ιδεώδους έρωτα που φέρουμε, δίχως να το ξέρουμε, στο βάθος της καρδιάς.
Την κοίταζε επίμονα, άθελά του. Ενοχλημένη από αυτό το βλέμμα που την παρατηρούσε εκείνη κοκκίνισε. Το πρόσεξε και θέλησε να γυρίσει αλλού το βλέμμα, αλλά κάθε τόσο γύριζε να τη δει, αν και προσπάθησε να στυλώσει τα μάτια του αλλού.
Μετά από μερικές ημέρες γνωρίστηκαν χωρίς να μιλήσουν. Της παραχωρούσε τη θέση του όταν η άμαξα ήταν πλήρης και αυτός ανέβαινε στο υπερώο, αν και αυτό τον λυπούσε. Τον χαιρετούσε τώρα μ’ ένα μικρό χαμόγελο και παρόλο που χαμήλωνε πάντοτε τα μάτια στο δικό του βλέμμα, που το έβρισκε πολύ ζωηρό, δεν φαινόταν πια δυσαρεστημένη έτσι που την κοιτούσε επίμονα.
Τέλος μίλησαν. Ένα είδος γρήγορης οικειότητας αναπτύχθηκε μεταξύ τους, μια ημίωρη καθημερινή οικειότητα. Και αυτό ήταν βέβαια το πιο ευχάριστο ημίωρο της δικής του ζωής. Όλο τον άλλο καιρό τη σκεφτόταν, την ξανάβλεπε αδιάκοπα κατά τις μακρές ώρες υπηρεσίας στο γραφείο, σαν να τον είχε στοιχειώσει, να τον είχε συνεπάρει και κατακτήσει αυτή η επίμονη και κινούμενη εικόνα που αφήνει μέσα μας η μορφή μιας αγαπημένης γυναίκας. Του φαινόταν ότι η πλήρης απόκτηση αυτού του μικρού πλάσματος θα ήταν γι’ αυτόν μια τρελή ευτυχία, σχεδόν πάνω από τα ανθρώπινα επιτεύγματα.

Guy de Maupassant, «Δεκατέσσερα διηγήματα και ένα χρονογράφημα», Πορεία 2004 (μετάφραση Γιάννης Παππάς)

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2012

μια ήπια τάξη ανάμεσα σε ανθρώπους ανόητους ή αμαρτωλούς

Στην εποχή μας οι άνθρωποι τρέφουν δυσπιστία προς το δυτικό σύμπαν και δεν περιμένουν και πολλά από το μέλλον, παρ’ εκτός ίσως την τύχη του Ροβινσώνα, έναν δικό τους τόπο, ένα απόμερο νησί. Να αντέξουν τις επιθέσεις των μεγάλων μηχανών των φτιαγμένων από ανθρώπους και με ανθρώπους, να επιβιώσουν από τα επακόλουθα της συλλογικής ανθρώπινης τρέλας, είναι οι υψηλότερες φιλοδοξίες των διανοουμένων και στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Ακόμα και το όνειρο των πεινασμένων, μια ήπειρος γεμάτη με μπριζόλες και τηλεοπτικά παιχνίδια γνώσεων, μετατρέπεται σε πραγματικότητα όλο έλκη και παχυλό εκφυλισμό. Μια μετρημένη επιφυλακτικότητα φαίνεται να είναι η καλύτερη στάση για τον άνθρωπο: και η έλλειψη πάθους, ο λιγότερο επιβλαβής κοινωνικός στόχος του.
Άραγε μπορούμε, υποστηρίζουν, να ελπίζουμε για κάτι, στο κάτω κάτω, καλύτερο, παρ’ εκτός να αποφύγει απλώς η ανθρώπινη φυλή να τινάξει στον αέρα τον πλανήτη της, να διατηρήσουν οι πολιτικοί θεσμοί μια ήπια τάξη ανάμεσα σε ανθρώπους ανόητους ή αμαρτωλούς, με κάποια ίσως μικροβελτίωση εδώ κι εκεί, να συναφθεί σιωπηρή εκεχειρία ανάμεσα στα ιδανικά και στην πραγματικότητα, στα άτομα και στις ομάδες;

Eric Hobsbawm, «Επαναστάτες», Θεμέλιο 2008 (μετάφραση Πάρης Μπουρλάκης)

αν μια αγελάδα πει στις άλλες

Στο βιβλίο του με τίτλο Les Cinq Clés (Τα Πέντε Κλειδιά) και υπότιτλο «Η αντίσταση των Humani-Γη στα Ερπετοειδή και στην καινούρια παγκοσμιοποιημένη τάξη των Illuminati», μείγμα θεματικής New Age (το προσωπικό άνοιγμα ως βασική επιταγή), συνωμοσιολογικής θεώρησης και παραληρημάτων για τους εξωγενείς του γένους των «Ερπετοειδών» που απειλούν τους Γήινους, ο Frank Hatem συντάσσει σε ειδικό κεφάλαιο τον «δεκάλογο του ακραίου φιλελευθερισμού». Επαναλαμβάνει έτσι έναν πολεμικό ορισμό του «φιλελευθερισμού» ή «νεοφιλελευθερισμού», όπως τον σκιαγράφησε ο οικονομολόγος Ricardo Petrella, πρόεδρος και ιδρυτής του Συλλόγου των Φίλων του μηνιαίου φύλλου Monde diplomatique, σε διάλεξη που έδωσε στις 7 Δεκεμβρίου 1998. Πρόκειται για υποδειγματική σύνοψη της εκλαϊκευμένης εκδοχής της «αντιπαγκοσμιοποίησης»: (1) «Το μονοπώλιο, κύριο τον θεό σου, θα λατρεύεις»  (2) «Ανταγωνιστικός θα είσαι και τον πλησίον σου θα σκοτώνεις» (3) Για την αποδοτικότητά σου θα επαγρυπνείς» (4) «Στην πρόοδο θα υποτάσσεσαι» (5) «Σε ολόκληρο τον κόσμο θα ανοιχτείς και καμιά επικράτεια δεν θα υπερασπίζεσαι (6) «Θα αφήνεις τους άλλους να πεθαίνουν της πείνας» (7) «Ένα εμπόρευμα θα γίνεις»  (8) «Κάθε κυριαρχικό δικαίωμα θα εγκαταλείψεις» (9) «Στον νόμο και στην ηθική των μονοπωλίων θα υποκύψεις» (10) «Την αθλιότητά σου θα οργανώνεις» (11) «Την ευκαιρία της ζωής σου και της ελευθερίας σου θα αφήσεις να χαθεί». Αμέσως μετά την απογραφή ο Hatem προσθέτει το εξής σχόλιο: «Έτσι βάζουν οι Illuminati να δουλεύει το κοπάδι τους, που είμαστε εμείς, μέσα στο άγχος και την υποταγή. Όπως λέει και ο David Icke: Αν μια αγελάδα πει στις άλλες “Ε, κορίτσια, το φορτηγό που παίρνει από εδώ τις φίλες μας κάθε πρωί δεν τις πάει σε καλύτερα λιβάδια, αλλά σε ένα φρικτό σφαγείο όπου μας σφάζουν για να μας φάνε”, κανείς δεν θα την πιστέψει και μάλιστα θα τη διώξουν από το κοπάδι».

Pierre-André Taguieff, «Θεωρίες Συνωμοσίας», Πόλις 2010 (μετάφραση Αναστασία Καραστάθη)

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

κι ο Καραϊσκάκης δούλεψε στου Αλή Πασά

Ο Άρης πετάγεται όρθιος αναποδογυρίζοντας την καρέκλα του.
-Μη μιλάς για την υπογραφή μου.
Κοίτα, ξεμπέρδευε μ’ αυτή την ιστορία. Για την υπογραφή σου εδώ ο κόσμος δε δίνει φράγκο. Κανένας δεν ξέρει αυτόν που υπέγραψε. Τον λέγανε Θανάση Κλάρα. Εδώ ξέρουμε τον Άρη. Κι ο Καραϊσκάκης δούλεψε στου Αλή Πασά. Έγινε όμως ένας ήρωας της Ανεξαρτησίας.
-Βούλωστο, γιατί θα σε σκοτώσω.
Ο Ορέστης απομακρύνεται. Ξέρει πως ο Άρης δε θα κάνει τίποτα για να ελευθερώσει τον Ε.Λ.Α.Σ. από τον κλοιό της Κεντρικής Επιτροπής. Θέλει όμως να συμπληρώσει την εξέγερσή του με μια τελευταία πράξη: πηγαίνει και βρίσκει τον Λευτεριά.
-Γιατί γδύσατε τους άντρες του Άρη;
-Είναι απόφαση του Κόμματος.
-Γιατί, απαντάει ο Ορέστης, εμείς δεν είμαστε του Κόμματος; Οι στολές θα επιστραφούν στον Άρη. Πήγαινε πες στον Μανιάτη πως το αποφάσισαν οι καπετάνιοι. Ο Άρης θα ξαναπάρει τις στολές.
Αυτό θα είναι το μοναδικό πραξικόπημα των καπετάνιων.

Dominique Eudes, «Οι Καπετάνιοι», Εξάντας 1975

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

η κοχλάζουσα

Οι διαιρέσεις αυτές επηρέασαν βαθιά τον αναπροσανατολισμό ενός μεγάλου μέρους της νεολαίας. Έτσι, ο κομμουνισμός ξεπεράσθηκε. Δεν πρόκειται πλέον περί του εάν τα μέσα του είναι καλά ή κακά: πρόκειται περί του ότι δεν θεωρείται πλέον ότι βρίσκεται στις προφυλακές μιας ανθρωπότητας που αναζητεί το τέλειο. Βρίσκεται εδώ, περισσότερο συντηρητικός από επαναστατικός, περισσότερο εθνικιστικός από διεθνιστικός, διχασμένος και ερίζων με τον ελεύθερο κόσμο και συχνά με τον Τρίτο Κόσμο, αλλά δεν βρίσκεται πλέον στις προφυλακές. Δεν ελκύει όπως άλλοτε την κοχλάζουσα νεολαία. Ακόμη χειρότερα, αυτή η νεολαία, στην οποία προσφέρεται μια καλοζωία άγνωστη ως τώρα, χωρίς ακόμη να έχει κάνει τίποτε για να την δικαιούται, δεν γνωρίζει και η ίδια τι θέλει. Ένα μεγάλο μέρος της φαίνεται απλώς να θέλει να είναι διαφορετική από τις προηγούμενες γενεές, αλλά χωρίς να μπορεί να καθορίσει πώς και πόσο διαφορετική θα ήθελε να είναι.

Ευάγγελος Αβέρωφ, "Φωτιά και Τσεκούρι", Εστία 1986

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

η των προσκαίρων φαντασία

Τ' Ανθρωπάκι περίμενε να κάνουμε γνωριμία κι ύστερα έπιασε πάλι την πάρλα. Τον κατατόπιζε πάνω στην πολεμική κατάσταση. Ως και για την πρώτη Ταξιαρχία μας του είπε, που βγήκε αναφορά και ζήτησε να τη στείλουν αμέσως στο μέτωπο. Ο Θεόφιλος δε φαινόταν να πολυκαταλαβαίνει. Άκουε, κοιτάζοντας κάτω, μέσ' απ' το κιγκλίδωμα του εξώστη, την πετραδιασμένη κοιλάδα και το ψαροκόκκαλο των βραχόβουνων, που χανόταν πέρα, μέσα στην ομίχλη του ορίζοντα.
-Ο Θεός να βάλει το χέρι του, είπε αναστενάζοντας. Κι ύστερα, σε μένα: "Η δυσκολία με τα πράματά σας είναι πως όλα τα μάτια καρφώθηκαν εδώ πάνω. Όπου νάναι θα φανεί και κανένας αγιορείτης, τον ζητήσατε, άκουσα. Καλύτερα να κατεβείτε μαζί του και να μ' αφήσετε μόνο να τα βολέψω. Για σπηλιές, άλλο τίποτα. Αν θέτε κι άνθρωπο σας τον κρύβω, ένα χρόνο, δυο...
-Τα χαρτιά να μη τα βγάλεις από το μουσαμά, έτσι ραμένα να τ' αφήσεις. Και θέμε πίσω τα σακίδια, φουσκωμένα, βάλε μέσα πέτρες, κλαδιά, ό,τι βρεις, Παντελή.
-Καλά που μου το λες, είπε ο άλλος κι η ματιά του έπαιξε.
-Και να μας δείξεις το μέρος. Μπορεί...
-Πες το ντε. Αμ αν ήταν τόσο γρήγορα... Εκατό χρόνια θα ματώνουμαι, μου τόπε ο Άγιος: Όταν θα φτάσεις να ζεις με το κρίμα σου και να μη σ' αγριεύει, όπως έζησα συντροφιά με το λιοντάρι μέσα στη σπηλιά, τότε θα δούμε...
-Ίσως σου στείλουμε άλλον από μας για να τα σηκώσεις. Πες κανένα σύνθημα.
-Σύνθημα; Εδώ σε θέλω. Να πούμε κάτι από τον Άγιο μας, το Δαμασκηνό: Άρα τις εστι βασιλεύς ή στρατιώτης;
-Εν τάξει.Άρα τις εστι βασιλεύς ή στρατιώτης;
-Που εστιν η του κόσμου προσπάθεια. Που εστι η των προσκαίρων φαντασία; είπα εγώ.
-Τα ξέρεις, βλέπω, μου κάνει ο καλόγερος. Δε μένεις μαζί μας να ησυχάσεις; Το πατριωτάκι μου έλεγε πως είσαι κοσμογυρισμένος. Παρίσια, Ελβετίες, Ισπανίες... Γιατί τρέχεις; Σε κυνηγάει κανείς;

Στρατής Τσίρκας, "Ακυβέρνητες Πολιτείες, η Λέσχη", Κέδρος 1960

       

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

τα βατράχια

Πιο πέρα ακόμα απλώνονταν χωράφια, πλούσια από τη χρυσή ευλογία του σταριού, που τραγουδούσαν την ασταμάτητη ευλογία των γρύλων. Και σκουροπράσινοι βάλτοι βούιζαν ολόκληροι από τη χαρούμενη φασαρία των βατράχων. Έξω από τα μικρά γκρίζα παράθυρα, όπου κάθονταν οι εργάτες χτενίζοντας ακούραστα με σιδερένια χτένια τις μπερδεμένες τρίχες και καταπίνοντας μπουκιές μπουκιές την ξερή σκόνη που κρυβόταν μέσα σε κάθε βούρτσα, πετούσαν βιαστικά τα χελιδόνια, χόρευαν οι λαμπερές χρυσόμυγες, φτερούγιζαν αβέβαια λευκές και χρωματιστές πεταλούδες. Κι από τα μεγάλα ανοίγματα της στέγης έμπαιναν θριαμβευτικές οι φωνές των κορυδαλλών. Οι εργάτες που είχαν αποχωριστεί πριν από λίγους μήνες τα ελεύθερα χωριά τους, οι εργάτες που ήταν γεννημένοι και μεγαλωμένοι μέσα στη γλυκιά ανάσα του άχυρου, μέσα στην κρύα ανάσα του χιονιού, μέσα στην αψιά μυρωδιά της κοπριάς, μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο των πουλιών, μέσα σ' ολόκληρη την ποικιλόμορφη ευλογία της φύσης: οι εργάτες έβλεπαν πίσω από τα γκρίζα συννεφάκια της σκόνης τα χελιδόνια, τις πεταλούδες, το χορό των κουνουπιών. Και τους έπιανε νοσταλγία. Όταν οι κορυδαλλοί άρχιζαν τις τρίλιες, τους έπιανε ανησυχία. Παλιά δεν ήξεραν ότι υπήρχαν νόμοι που προστάτευαν την υγεία τους. Δεν ήξεραν ότι υπήρχε κοινοβούλιο στη μοναρχία. Ή ότι σε αυτό το κοινοβούλιο συμμετείχαν βουλευτές, που ήταν εργάτες σαν κι αυτούς. Ξένοι εργάτες έρχονταν, έγραφαν πλακάτ, οργάνωναν συγκεντρώσεις, εξηγούσαν στους εργάτες τα άρθρα του συντάγματος και τα λάθη τους, τους διάβαζαν εφημερίδες, μιλούσαν σε όλες τις γλώσσες του τόπου. Οι φωνές τους ήταν δυνατές, σκέπαζαν τους κορυδαλλούς και τα βατράχια. Κι οι εργάτες ξεκίνησαν την απεργία.

Joseph Roth, "Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ", Άγρα 2009 (Μαρία Αγγελίδου)

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

πως ήμουν ταυτόχρονα ο ηθοποιός κι ο θεατής

Στο τέλος, ο φόβος του θανάτου με απάλλαξε απ' την προκατάληψη της ανικανότητας. Ήταν σαν να 'χα πάει κοντά με μεγεθυντικούς φακούς: οι μηχανές έπαψαν να είναι μια τυχαία σιδερένια μάζα. Απέκτησαν σχήμα και δομές που μου επέτρεψαν να καταλάβω τη λειτουργία τους.
Τις αποσυνέδεσα, βγήκα.
Στο δωμάτιο με τις μηχανές (εκτός από την υδραντλία και τη γεννήτρια που τις έχω ήδη αναφέρει) μπόρεσα ν' αναγνωρίσω:
α0 μια ομάδα πομπών ενέργειας, συνδεδεμένων με τον κύλινδρο στα πεδινά,
β) μια πάγια εγκατάσταση δεκτών, μηχανημάτων εγγραφής και μηχανών προβολής, συνδεδεμένων μ' ένα στρατηγικά τοποθετημένο δίκτυο συσκευών που λειτουργούν σ' ολόκληρο το νησί,
γ) τρεις φορητές συσκευές για αυτόνομες εγγραφές και προβολές.
Σε κάτι που φανταζόμουν πως ήταν η πιο σημαντική μηχανή και δεν ήταν παρά μια εργαλειοθήκη, βρήκα κάτι ημιτελή σχέδια που με ταλαιπώρησαν πολύ και δε με βοήθησαν σχεδόν καθόλου.
Η οξυδέρκεια που με βοήθησε τελικά, δεν ήρθε αμέσως. Προηγήθηκαν οι εξής δύο ψυχικές καταστάσεις:
1) η απόγνωση,
2) η συναίσθηση πως ήμουν ταυτόχρονα ο ηθοποιός κι ο θεατής. Με είχε κυριεύσει η αίσθηση πως ασφυκτιούσα σ' ένα υποβρύχιο, στα βάθη του ωκεανού, σε μια σκηνή. Γαλήνιος μπροστά στην εξαίσια πράξη μου, μπερδεμένος σαν ήρωας, έχασα χρόνο. Όταν βγήκα, είχε νυχτώσει, και δεν έβλεπα για να ψάξω για φαγώσιμες ρίζες.

Adolfo Bioy Casares, "Η Εφεύρεση του Μορέλ", Πατάκης 2004 (μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης)

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

με το ν' ανατέλη και να δύη ορισμένην ώρα

Η λατρεία του ήλιου ήταν έμφυτη στον πρωτόγονο άνθρωπο, επειδή το φως τον έσωζε από τους παιδεμούς της νύχτας, τον ζέσταινε και τον έτρφε, χάρη στη βλάστηση. Μέχρι και σήμερα οι τσοπάνηδες της Ηπείρου στέκουν την αυγή κατά την Ανατολή και περιμένουν να προβάλη ο κατάχρυσος δίσκος, για να καλημερίσουν τον Προστάτη τους. Χωρίς τις ακτίνες του τίποτα σπουδαίο δεν γίνεται στη γη, κι η φυσική αγάπη των ανθρώπων προς τον ήλιο θέριεψε σε θρησκεία, όπου το "Ιερόν Πυρ" προσκυνήθηκε σαν αρχή του κόσμου, πηγή της ζωής. Μια πανάρχαια αιγυπτιακή στήλη στο Μουσείο του Βερολίνου ονομάζει τον Ήλιο θεο. Τον πίστευαν δημιουργό του σύμπαντος τα ιερά βιβλία των Ινδών Βέδες και της Περσίας η Αβέστα. Στην Ελλάδα, αν αφαιρέσεις τη Ρόδο και τους τσοπάνηδες, ποτέ δεν έπιασε πραγματικά η λατρεία του Ήλιου, αφότου ο φιλόσοφος Θαλής είχεν αποδείξει πως ο Ήλιος, με το ν' ανατέλη και να δύη ορισμένην ώρα, ακολουθούσε απαραβίαστη νομοτέλεια κάποιου Δημιουργού, άρα ήτανε κοινότατο άστρο. Ο Αριστοτέλης στα "Φυσικά" του άστρο τον θεωρεί κι αυτός, αλλά, καθώς είναι πυρωμένο, βοηθά την εξέλιξη της ζωής, και γράφει: "Άνθρωπος γαρ άνθρωπο γεννά και ήλιος".

Χρήστος Ζαλόκωστας, "Ιουλιανός ο Παραβάτης", Εστία 1974

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

κατέχω μια εξουσία απεριόριστη

Όταν ήμουν παιδί, λάτρεψα με πάθος την τίγρη: όχι την παρδαλή των πλωτών νησιών του Παρανά και της σύγχυσης της Αμαζονίας, αλλά τη ραβδωτή, την ασιατική, τη βασιλική, που μόνο πολεμιστές μπορούν να την αντιμετωπίσουν, απ' τον πυργίσκο στη ράχη ενός ελέφαντα. Συνήθιζα να στέκομαι ατελείωτες ώρες έξω από κάποιο κλουβί του Ζωολογικού κήπου. Εκτιμούσα τις τεράστιες εγκυκλοπαίδειες και τα βιβλία φυσικής ιστορίας για τις μεγαλόπρεπες τίγρεις τους. (Ακόμα θυμάμαι αυτές τις εικόνες, εγώ που καλά καλά δεν μπορώ να θυμηθώ σωστά το μέτωπο ή το χαμόγελο μιας γυναίκας.) Όταν πέρασε η παιδική ηλικία, οι τίγρεις -και το πάθος μου γι' αυτές- ατόνησαν, όμως ακόμα έρχονται στα όνειρά μου. Σ' αυτή την κατάκλειστη ή χαοτική πλοκή, εξακολουθούν να δεσπόζουν με τον τρόπο αυτόν: εκεί που κοιμάμαι, ένα οποιοδήποτε όνειρο με περισπά, κι αμέσως ξέρω ότι είναι όνειρο. Οπότε τις περισσότερες φορές σκέφτομαι: Τούτο εδώ είναι ένα όνειρο, μια καθαρή εκτροπή της βούλησής μου. Αφού λοιπόν κατέχω μια εξουσία απεριόριστη, θα δημιουργήσω μια τίγρη.

Jorge Luis Borges, "Άπαντα Πεζά", Ελληνικά Γράμματα 2007 (μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης)

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

σαν ξωτικό εργοτάξιο

Σταμάτησα στην έξοδο και κει έμαθα τι συνέβαινε και γιατί ήταν όλα πάνω κάτω. Το νεκροταφείο είχε πάψει να θάφτει και πήγαιναν αλλού, σ’ ένα νέο!... Τα αγορασμένα μνήματα θα τα πήγαιναν εκεί!... Δεν ξέρω πως μου φάνηκε τότε. Το νεκροταφείο αυτό, το αφημένο, το παραιτημένο, μου φάνηκε σαν ξωτικό εργοτάξιο, που αφήκαν έρημο οι ξωτικοί εργάτες του, και πήγαν αλλού, εργοτάξιο που από χρόνια πολλά ρουφούσε τη μεγάλη πολυθόρυβη πόλη, που ακουγόταν να διασκεδάζει αμέριμνη, και που η εργασία του η τελειωμένη ήταν οι σωροί των κοκάλων!... Έφυγα γρήγορα προς την πόλη, που πάλι ο θόρυβος της μουσικής της ήρθε σβηστός-σβηστός ίσαμε κει.

Δημοσθένης Βουτυράς, "Το Καράβι του Θανάτου", Τόπος 2009

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

τι είναι η μνήμη;

Η Αυτοβιογραφική μνήμη ενός παιδιού αρχίζει όταν αποκτά την ικανότητα της αφήγησης. Αυτή η δεξιότητα συνδέεται με τις ανώτερες λειτουργίες της γλώσσας: πρέπει να μάθει να διακρίνει συσχετισμούς, να ταξινομεί τα δεδομένα, να κατανοεί τα σχήματα που κυβερνούν την πραγματικότητα, να παραλείπει περιττές λεπτομέρειες. Η μνήμη είναι λογοτεχνία. Είναι συμπύκνωση, σχηματοποίηση, φαντασία. Έτσι είναι από τις πρώτες ρίζες της στην παιδική ηλικία. Υπάρχει το παρελθόν που βιώνει κανείς και η ανάμνηση αυτού του παρελθόντος, που δεν είναι πολύ περισσότερο από έναν καλοπροαίρετο μύθο. Τι είναι η μνήμη; Σχηματίζουμε μονοπάτια στον εγκέφαλο. Δενδρίτες απλώνουν τα πλοκάμια τους, οι άκρες ψηλαφίζουν την εγκεφαλική μάζα και παραμερίζουν νευρογλοιακά κύτταρα. Έχουν σημεία επαφής, τις λεγόμενες συνάψεις, με άλλους νευρώνες από τους οποίους διαχωρίζονται με ένα ελάχιστο χάσμα. Εκκρίνουν τους νευρομεταβιβαστές που διεγείρουν τους άξονες των νευρώνων. Μέσα στις νευρικές ίνες το κύμα ιόντων νατρίου πυροδοτεί την εκροή ιόντων καλίου και το δυναμικό ενέργειας μεταδίδεται κατά μήκος του νευρικού άξονα. Αυτό που αποτυπώνεται είναι η σύνδεση. Η δομή του εγκεφάλου έχει αλλάξει, η ποσότητα των καταγεγραμμένων πληροφοριών έχει αυξηθεί κατά μερικά ψηφία. Τα κανάλια που διεγείρονται συχνά παραμένουν ενεργά. Αναμνήσεις που σπάνια ανακαλούνται αμβλύνονται και θαμπώνουν. Με τον καιρό συγχέονται με άλλα παρόμοια περιστατικά.
Η μνήμη είναι μια ανεπαρκής προσπάθεια να συγκρατήσει κανείς κάτι που έχει χαθεί από καιρό. Αυτή η προσπάθεια είναι κυριολεκτικά ένας αγώνας πάλης που διεξάγεται μέσα σε ένα υγρό σπογγώδες όργανο: μιας και ο χώρος μέσα στο κρανίο είναι περιορισμένος, οι αναμνήσεις παλεύουν μεταξύ τους για το ποια θα επικρατήσει.

Paul Verhaeghen, "Omega Minor", Πόλις 2011 (μετάφραση Ινώ Μπαλτά)

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2012

απολαμβάνουν να μισούν τους αντιπάλους τους

Οι Βρετανοί φαν απολαμβάνουν τη φαν κουλτούρα, και περισσότερο απ' όλα απολαμβάνουν να μισούν τους αντιπάλους τους. Οι οπαδοί της Σέλτικ και της Ρέιντζερς έχουν ανάγκη οι μεν τους δε. Ίσως στη Γλασκώβη η αντιπαλότητά τους να είναι ακόμα βασισμένη σε πραγματικές θρησκευτικές διαφορές, αλλά διερωτώμαι κατά πόσον οι διαφορές αυτές από μόνες τους είναι αρκετά ισχυρές για να κάνουν την υπόθεση της Ολντ Φερμ ένα τέτοιο φαινόμενο. Στο κάτω κάτω πάνω από το 40% των καθολικών που παντρεύονται παντρεύονται πλέον άτομα που ανήκουν στην προτεσταντική εκκλησία. Και αν η Σέλτικ και η Ρέιντζερς συμβολίζουν πράγματι δύο αντίθετους πόλους στην πόλη, τότε αυτό δεν αντανακλά στα πολιτικά πράγματα της Γλασκώβης: τόσο οι οπαδοί της Σέλτικ όσο και της Ρέιντζερς ψηφίζουν τους Εργατικούς. Ωστόσο αυτό πιθανόν να συμβαίνει επειδή ο πολιτικός διαχωρισμός στη Γλασκώβη -Εργατικοί, Συντηρητικοί και Σκότοι Εθνικιστές- δεν είναι παρά ένα χάσμα του Γουεστμίνστερ.
Αν οι Εργατικοί είχαν κερδίσει τις εκλογές του 1992, αυτό θα εςίχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας σκοτσέζικης Βουλής. Πολύ σύντομα τα πραγματικά σκοτσέζικα κόμματα θα είχαν αντικαταστήσει το Εργατικό και το Συντηρητικό. Κόμμα. Πως είναι δυνατόν να γνωρίζει κανείς τι είδους νέα κόμματα θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει; Παίρνοντας την αντιπαλότητα της Ολντ Φερμ ως οδηγό για το επικρατούν αίσθημα, για τη δυτική Σκοτία τουλάχιστον, θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι σε μια ανεξάρτητη Σκοτία ένα αριστερό, ρεπουμπλικανικό καθολικό κόμμα θα βρισκόταν αντίπαλο με ένα κεντροαριστερό, ενωτικό προτεσταντικό κόμμα.
Εκτός βέβαια και αν η αντιπαλότητα της Ολντ Φερμ κατάφερνε να επιβιώσει του θρησκευτικού μίσους. Υποστηρίζω ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει: ότι η Ολντ Φερμ κατάφερε να επιβιώσει ως φαινόμενο επειδή οι φαν την απολαμβάνουν τόσο πολύ. Δεν είναι διατεθειμένοι να ξεχάσουν τις παλιές τους παραδόσεις απλώς και μόνο επειδή έπαψαν πλέον να πιστεύουν στο Θεό.

Simon Kuper, "Το Ποδόσφαιρο Εναντίον του Εχθρού", Ελληνικά Γράμματα 1999, (μετάφραση Μαίρη Περαντάκου-Cook)