Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

αγγίζω το στόμα σου

Αγγίζω το στόμα σου, με το δάχτυλό μου αγγίζω το περίγραμμα του στόματός σου, το σχεδιάζω σαν να το δημιουργεί το χέρι μου, σαν το στόμα σου να μισανοίγει για πρώτη φορά και αρκεί να κλείσω τα μάτια μου για να το σβήσω και να ξαναρχίσω να το φτιάχνω, και κάθε φορά κάνω να γεννιέται το στόμα που ποθώ, το στόμα που επιλέγει το χέρι μου και σχεδιάζει πάνω στο πρόσωπό σου, ένα στόμα επιλεγμένο ανάμεσα σε τόσα άλλα, επιλεγμένο με ηγεμονική ελευθερία από μένα για να το ζωγραφίσει το χέρι μου πάνω στο πρόσωπό σου και που από ένα γύρισμα της τύχης που δεν προσπαθώ να καταλάβω συμπίπτει ακριβώς με το στόμα σου που χαμογελάει κάτω από εκείνο που σχεδιάζει το χέρι μου. Με κοιτάς, με κοιτάς από κοντά, κάθε φορά και από πιο κοντά και τότε παίζουμε τον κύκλωπα, κοιταζόμαστε όλο και από πιο κοντά και τα μάτια μεγαλώνουν, πλησιάζουν το ένα το άλλο, κολλάνε το ένα στο άλλο και οι κύκλωπες κοιτιούνται, οι ανάσες τους μπλέκουν, τα στόματα συναντιούνται και παλεύουν ανόρεχτα, δαγκώνονται χείλια με χείλια, ακουμπώντας μόλις τη γλώσσα πάνω στα δόντια, παίζουν μέσα στον περίβολό τους όπου πηγαινοέρχεται ένας βαρύς αέρας με ένα παλιό άρωμα και μια σιωπή. Τότε τα χέρια μου θέλουν να βυθιστούν στα μαλλιά σου, να χαϊδέψουν αργά τα βάθη των μαλλιών σου ενώ φιλιόμαστε σαν το στόμα μας να είναι γεμάτο λουλούδια ή ψάρια, ζωηρές κινήσεις, σκοτεινή ευωδιά. Και όταν δαγκωνόμαστε ο πόνος είναι γλυκός κι όταν πνιγόμαστε μ’ ένα σύντομο και τρομερό ταυτόχρονο ρούφηγμα της αναπνοής, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι όμορφος. Και υπάρχει ένα και μόνο σάλιο, μια και μόνη γεύση από ώριμο φρούτο κι εγώ σε νιώθω ν’ ανατριχιάζεις απάνω μου όπως η σελήνη στο νερό.

Julio Cortázar, "Το Κουτσό", Εξάντας 1988 (μετάφραση Κώστας Κουντούρης)

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

να μη γίνουν τα μάτια μας σαν του φιδιού

Καθώς ο Πρόεδρος μιλούσε, ο Ντικ αντίκρισε το πρόσωπό του ανάμεσα στα κοκορόφτερα των Ιταλών στρατηγών. Ήταν ένα πρόσωπο γκρίζο, παγωμένο, πέτρινο, χαραγμένο που έδειχνε μακρύ κάτω απ' το ψηλό καπέλο. Το μικρό του χαμόγελο φαινόταν σαν να το 'χαν ζωγραφίσει εκ των υστέρων. Ο όμιλος των επισήμων απομακρύνθηκε και σε λίγο δεν ακουγόταν πια. Εκείνο τ' απόγευμα στις πέντε, όταν συνάντησε την Αν Ελίζαμπεθ στο διαμέρισμα του Εντ, της τα διηγήθηκε όλα για τους επισήμους και τις ομιλίες, της είπε ότι ο Πρόεδρος στο ρωμαϊκό Φόρουμ έμοιαζε με τη λύκαινα που βύζαιναν ο Ρώμος και ο Ρωμύλος. "Τρομακτικό πρόσωπο, σαν ερπετό ή σαν αυτές τις φάτσες των Ρωμαίων πολιτικών που συναντάς στους τάφους της Αππίας οδού... Ξέρεις τι είμαστε, Αν Ελίζαμπεθ; Είμαστε οι Ρωμαίοι του Εικοστού Αιώνα, και γω που ήθελα να είμαι Έλληνας".
Η Αν Ελίζαμπεθ που ήταν θαυμάστρια του Γουίλσον, ενοχλήθηκε στην αρχή με τα λόγια του. Ήταν εκνευρισμένος κι είχε έξαψη και μίλαγε συνέχεια. Γι' αυτό και δεν κράτησε την υπόσχεσή της και ήπιε μαζί του ένα ζεστό ρούμι μιας και το δωμάτιο ήταν παγωμένο. Στο φως του δρόμου, γύρω από την Πιάτσα ντι Σπάνια, βλέπανε τα πλήθη που περνούσαν συνέχεια μέσα στο σκοτάδι.
"Είναι τρομερό να το σκεφτείς, Αν Ελίζαμπεθ. Δεν μπορείς να φανταστείς τα αισθήματα του κόσμου... Αγρότες προσεύχονται γι' αυτόν μέσα στις καλύβες τους... δεν ξέρουμε τίποτα και τους πατάμε κάτω... είναι η λεηλασία της Κορίνθου... νομίζουν ότι θα τους δώσει ειρήνη, ότι θα δώσει μια ζωή όπως ήταν αυτή πριν από τον πόλεμο. Αρρωσταίνεις αν ακούσεις όλους τους λόγους... Χριστέ μου, ας μείνουμε όσο μπορούμε πιο ανθρώπινοι... να μη γίνουν τα μάτια μας σαν του φιδιού ούτε και τα πρόσωπά μας πέτρινα και να μη γίνει το αίμα μας μελάνι... Δε θέλω να γίνω Ρωμαίος".
"Καταλαβαίνω τι εννοείς", είπε η Αν Ελίζαμπεθ, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του. "Είσαι καλλιτέχνης, Ντικ, και σ' αγαπώ πολύ... είσαι ο ποιητής μου, Ντικ".
"Στο διάολο να πάνε όλα", είπε ο Ντικ, ρίχνοντας τα μπράτσα του γύρω απ' το λαιμό της.

John Dos Passos, "1919", Οδυσσέας 1982 (μετάφραση Τάσος Δενέγρης)

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

η πολιτεία πρέπει να κουρσευτεί

-Η πολιτεία πρέπει να κουρσευτεί, έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. Έφτασαν στην όχθη του ποταμού και διάσχισαν την κοίτη του με το χαμηλωμένο απ' το καλοκαίρι νερό, πηδώντας, παραπατώντας και γλιστρώντας πάνω στα κόκκινα, άσπρα και γκρίζα σαν την άσφαλτο βράχια που την έσπερναν. Βγήκαν αντίπερα και ξανάρχισαν να περπατούν στην ξερή και ζεστή λάσπη. Τέλος έφτασαν στον τάφο του παππού του Χανουμάνθ και ορθοί μες στα ψηλωμένα στάχυα άφησαν τη ματιά τους να πλανηθεί ολόγυρα.
-Πού είναι αυτός που ήθελε να 'ρθω εδώ; είπε εκείνη παίζοντας με τα δάχτυλά της ένα μακρύ και χρυσό στάχυ.
-Εγώ είμαι που σε θέλω, αναθεματισμένη, ζαχαροκαλαμένια, ζαχαρομούνα. Εγώ χρυσόκωλη ψηλομύτα.
-Παλάβωσες, τιποτένιε γιε τιποτένιας πουτάνας; Ούτε να μ' αγγίξεις δεν έχεις το δικαίωμα.
-Μα τον πούτσο μου, τώρα θα δεις!
Και λέγοντας αυτά της ρίχτηκε με μανία, την αναποδογύρισε πάνω στα χρυσά στάχυα και ξεσκίζοντας το σάρι της βάλθηκε να της τραβά και να της ξεριζώνει τα κουμπιά της μπλούζας της. Η γυναίκα, αντιπαλεύοντάς τον μ' όλη της τη δύναμη, πάσκισε να τον πετάξει από πάνω της αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να ξανάψει τον πόθο του και τη σεξουαλική του ορμή που η παραμονή του τόσους μήνες στους ξερούς λόφους του Βικαραμπάντ την είχε πολλαπλασιάσει σ' αφάνταστο βαθμό. 

Venkatesh Kulkarni, "Γυμνός στο Ντεκάν", Ροές 1985 (μετάφραση Β. Κατσάνης)

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

να μάθουμε να οπτικοποιούμε και τις υπόλοιπες αισθήσεις μας

Μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Ο κινηματογράφος μάς δίνει τη δυνατότητα να μπούμε στο μυαλό και στην καρδιά των χαρακτήρων, "μεγαλώνοντας" τις ιδιαίτερες στιγμές τους. Έτσι γινόμαστε μάρτυρες στιγμών που δείχνουν κάτι, το οποίο πολύ συχνά ούτε οι ίδιοι οι χαρακτήρες δε γνωρίζουν. Αυτή είναι η τέχνη του γκροπλάν, την οποία ο Αϊζενστάιν θεωρούσε ως τη μόνη και πραγματική ουσία του κινηματογράφου.
Το γκροπλάν είναι η ενσωμάτωση του συναισθήματος και ως εκ τούτου αποτελεί σεναριακό στοιχείο. Ο σεναριογράφος το επινοεί και το καταγράφει: Το γκροπλάν ενός χεριού που γίνεται γροθιά, οι σταγόνες ιδρώτα στο μέτωπο, ένα χέρι που σφίγγει ένα άλλο. Σύμφωνα με τους ερευνητές το μυαλό μας μπορεί να υποστηρίζει είτε την οπτική (visual thinking), είτε τη γενική σκέψη (conceptual thinking). Οι επιστήμονες έχουν μάλιστα υπολογίσει ότι ένας στους έξι ανθρώπους ανήκει στον τύπο που ονομάζουμε "conceptuaiser". Οι υπόλοιποι είναι "visualisers". Είναι μάλιστα εξαιρετικά πιθανό στους καλλιτέχνες το ποσοστό αυτό να είναι μικρότερο.
Μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις - όχι όμως απαραίτητα κάθε εικόνα. Για να μπορέσουμε λοιπόν να γράψουμε σε εικόνες και μάλιστα σε εικόνες που να "αξίζουν", πρέπει να μάθουμε να εξασκούμε την οπτική μας σκέψη.
Συνήθως οι "visualisers", όταν περιγράφουν για παράδειγμα ένα δωμάτιο, κινούν τα μάτια τους σε διάφορες κατευθύνσεις, σαν να βλέπουν κάθε αντικείμενο καθώς το περιγράφουν. Αντίθετα, οι "conceptualisers" κοιτάζουν προς μία μόνο κατεύθυνση, σαν να διαβάζουν από μια λίστα.
Πώς μπορούμε όμως να αναπτύξουμε την οπτική μας σκέψη, να γίνουμε "visualisers"; Αν σταθεροποιήσουμε το βλέμμα μας σε ένα αντικείμενο και στρέψουμε την ίδια στιγμή την προσοχή μας σε ένα άλλο στην περιφέρεια του πεδίου όρασής μας, παρόλο που έχουμε την αίσθηση ότι μπορούμε να δούμε αυτό στο οποίο στρέψαμε την προσοχή μας, στην πραγματικότητα το μυαλό μας "πλάθει" το αντικείμενο βασισμένο σε σχετικά ελάχιστες πληροφορίες. Θα καταλάβουμε τη διαφορά και θα συνειδητοποιήσουμε τον τρόπο με τον οποίο συνήθως "βλέπουμε", αν κοιτάξουμε τώρα απευθείας το ίδιο αντικείμενο.
Καθώς στην οπτικοακουστική αφήγηση όλα γίνονται εικόνα και ήχος, πρέπει τέλος να μάθουμε να οπτικοποιούμε και τις υπόλοιπες αισθήσεις μας.

Χριστίνα Kallas-Καλογεροπούλου, "Σενάριο, Η Τέχνη της Επινόησης στον Κινηματογράφο", Νεφέλη 2006

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

πού του νοός ο μαζωμός;

Κανόνας πού; Μετάνοιες πού; Πού πλέον κομποσχοίνι;
Πού στεναγμοί και δάκρυα και καρδιακή οδύνη;
Πού αρετή; Πού η χρυσή εκείνη ησυχία;
Πού έρημος και μοναξιά; Όλα τα εναντία.
Πού η σαράντα ημερών Αγία Κοινωνία;
Πού η συχνή ξαγόρευσις; Όλα τα εναντία.
Πού η μελέτη των Γραφών, ανάγνωσις η θεία;
Πού Θηκαράς ψυχωφελής; Όλα τα εναντία.
Πού του νοός ο μαζωμός και προσοχή βαθεία;
Πού ο της γλώσσης χαλινός; Όλα τα εναντία.
Πού η νηστεία η καλή, παθών η θεραπεία;
Πού των ματιών η συστολή; Όλα τα εναντία.
Πού καθαρότης της ψυχής, και η αμεριμνησία;
Πού της καρδίας συντριβή; Όλα τα εναντία.
Πού η ακτημοσύνη τε και η χαμαικοιτία;
Πού προσευχή η νοερά; Όλα τα εναντία.
Πού σιωπή η θαυμαστή; Πού η συνομιλία;
Πνευματικών και Ασκητών; Όλα τα εναντία.
Πού η αγάπη του Θεού; Πού θεία θεωρία;
Πού άσκησις; Πού προκοπή; Όλα τα εναντία.
Πού του θανάτου θύμησις, η της ζωής αιτία;
Πού μνήμη της Κολάσεως; Όλα τα εναντία.
Πού κρίσης, ανταπόδοσις η φοβερά και θεία;
Πού των καλών ο στοχασμός; Όλα τα εναντία.
Πού Άγιοι; Πού Άγγελοι; Πού η Αθανασία;
Πού Βασιλεία Ουρανών; Όλα τα εναντία.

Καισάριος Δαπόντες, "Κήπος Χαρίτων", Ερμής 1995

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

άλλοτε, προκαλούσε τον άνεμο, τον κεραυνό, τις επαναστάσεις

Ο ρασοφόρος κάθισε κοντά τους, κι ο Πεκυσέ μπήκε στο θέμα του χριστιανισμού.
-Καμιά θρησκεία δε στερέωσε τόσο καλά αυτήν την αλήθεια: "Η φύση δεν είναι παρά μια στιγμή της ιδέας!"
-Μια στιγμή της ιδέας! μουρμούρισε αποσβολωμένος ο ιερωμένος.
-Μα ναι! Ο Θεός παίρνοντας ένα ορατό περίβλημα, έδειξε την ομοούσια ένωσή του μ' αυτήν.
-Με τη φύση; Ω! ω!
-Με το θάνατό του, έδωσε μαρτυρία της ουσίας του θανάτου. Άρα, ο θάνατος υπήρχε μέσα του, αποτελούσε, αποτελεί μέρος του Θεού. Ο άνθρωπος της εκκλησίας κατσούφιασε.
-Όχι βλαστημίες! Ο Χριστός υπόμεινε το μαρτύριο για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους.
-Πλάνη! Θεωρούν το θάνατο ως προς το άτομο, όπου ασφαλώς είναι ένα κακό, όμως σε σχέση με τα πράγματα είναι διαφορετικό. Μη διαχωρίζετε το πνεύμα από την ύλη!
-Ωστόσο, κύριε, πριν απ' τη δημιουργία...
-Δεν υπήρξε δημιουργία. Πάντα υπήρχε. Διαφορετικά θα ήταν ένα καινούριο ον που θα ερχόταν να προστεθεί στη θεϊκή σκέψη, πράγμα παράλογο.
Ο εφημέριος σηκώθηκε, έπρεπε κάπου να πάει.
-Είμαι ευχαριστημένος που του τις έβρεξα! είπε ο Πεκυσέ. Δυο λόγια ακόμα! Αφού η ύπαρξη του κόσμου δεν είναι παρά ένα αέναο πέρασμα από τη ζωή στο θάνατο, κι από το θάνατο στη ζωή, αντί όλα αυτά να υπάρχουν, δεν υπάρχει τίποτα. Όλα είναι εν τω γίγνεσθαι, καταλαβαίνεις;
-Ναι, καταλαβαίνω, ή μάλλον όχι!
Ο ιδεαλισμός, τελικά, εξαγρίωνε τον Μπουβάρ.
-Δεν τον αντέχω άλλο. Το περίφημο cogito μου δίνει στα νεύρα. Παίρνουν τις ιδέες των πραγμάτων για τα ίδια τα πράγματα. Εξηγούν αυτό που ελάχιστα καταλαβαίνουν, με λέξεις που δεν καταλαβαίνουν καθόλου! Ουσία, έκταση, δύναμη, ύλη και ψυχή. Όλα αυτά, αφαιρετικές έννοιες, φαντασίες! Όσο για το Θεό, αδύνατο να ξέρεις πώς είναι, αν μάλιστα υπάρχει! Άλλοτε, προκαλούσε τον άνεμο, τον κεραυνό, τις επαναστάσεις. Τώρα περιορίζεται. Άλλωστε, δε βλέπω τη χρησιμότητά του.
-Κι η ηθική, μέσα σ' όλ' αυτά;
-Α! Τόσο το χειρότερο.

Gustave Flaubert, "Μπουβάρ και Πεκυσέ", Ηριδανός 1982 (μετάφραση Αντώνης Μοσχοβάκης)

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

ένα μικρό κομματάκι

Τρώω ένα μικρό κομματάκι πανσελήνου για να τρελαθώ από τη γεύση της και σε μέρος άγνωστο να βρεθώ, με θεριακλήδες που πίνουν, μουσικούς που τραγουδούν ασταμάτητα και γυναίκες που παίζουν άπληστα.

Γιάνης Πάσχος, "Μια Νυξ δι' εν Έτος", Μελάνι 2009