Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

confiteor! miserere!

Οι μεν πέθαιναν δίχως να βγάζουν κουβέντα, οι δε κουβέντιαζαν δίχως να πεθαίνουν. Οι μεν πέθαιναν μιλώντας οι δε μιλούσαν πεθαίνοντας.
Άλλοι φώναζαν με δυνατή φωνή: "Να ξομολογηθώ! Να ξομολογηθώ! Confiteor! miserere! Εις τας χείρας σου, Κύριε, παραδίδομαι το πνεύμα μου!"
Τόσο δυνατές ήταν οι κραυγές των λαβωμένων, ώστε ο ηγούμενος και όλοι οι καλόγεροί του βγήκαν και, βλέποντας τόσους ταλαίπωρους έτσι να κείτονται καταμεσής στο αμπέλι, χτυπημένοι θανάσιμα, εξομολόγησαν καμπόσους. Την ώρα όμως που οι πρεσβύτες περνούσαν την ώρα τους εξομολογώντας, τα καλογεροπαίδια έτρεχαν στο σημείο όπου βρισκόταν ο αδερφός Ιωάννης και τον ρωτούσαν σε τι ήθελε να τον βοηθήσουν. Κι εκείνος τους απάντησε να σφάζουν όσους είχαν πέσει καταγής. Τότε λοιπόν, αφήνοντας τις μεγάλες κάπες τους πάνω σε μια κληματαριά που βρισκόταν εκεί δίπλα, άρχισαν να σφάζουν και να ξεπαστρεύουν όσους είχαν λαβώσει θανάσιμα. Και ξέρετε με τι σιδερικά; Με κάτι φαλσετίτσες που είναι μικρά μισοδρέπανα, με τα οποία οι πιτσιρίκοι του τόπου μας ξεφλούδιζαν τα χλωρά καρύδια.
Ύστερα, κρατώντας το στραροκόνταρό του έφτασε στη χαλάστρα που είχαν κάνει οι εχθροί στον τοίχο. Μερικά καλογεροπαίδια κουβάλησαν τις σημαίες και τα σήματα στα κελιά τους, για να φτιάξουν καλτσοδέτες. Αυτούς όμως που είχαν εξομολογηθεί, όταν θέλησαν να βγουν από τη χαλάστρα του τοίχου, ο καλόγερος τους χτυπούσε κατακέφαλα λέγοντας:
"Ετούτοι εδώ εξομολογήθηκαν, μετάνιωσαν και πήραν τη συγχώρεση. Πάνε συνεπώς στον Παράδεισο ολόισια σαν δρεπάνι και σαν το δρόμο του Φαι".
Έτσι, με την παλικαριά του ξεπαστρέφτηκαν όλοι όσοι είχαν μπει από το στράτευμα του Πικρόχολου στον περίβολο, και ο αριθμός τους ανερχόταν σε δεκατρείς χιλιάδες εξακόσιους είκοσι δύο, δίχως τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά: αυτό εννοείται πάντα.

François Rabelais, "Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ", Εστία 1994 (μετάφραση Φίλιππος Δρακονταειδής)

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

τρία λευκά νησιά

Μ' ευχαριστούσε μάλιστα τόσο πολύ, που άρχισα ν' απλώνω τη φαντασία μου και σ' άλλα μονοπάτια γύρω από το κομβικό εκείνο σημείο όπου εκείνη λαμβάνει το γράμμα μου κι εκπλήσσεται. Άρχισα να προσπαθώ να φανταστώ πως ζούσε, τι έκανε, πως είχε καταλήξει να χάσει το φάκελο. Το αν το 'χε πάρει είδηση ή όχι, και αν είχε ξαναγράψει το γράμμα της προς τον παλιό της γνωστό. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι μάλλον πρέπει να το 'χε ξεγράψει το απολεσθέν γράμμα, και πως είτε θα το είχε ξαναγράψει και ξαναστείλει, είτε θα είχε θεωρήσει πως ήταν σημάδι τής μοίρας η απώλειά του, ένα σημάδι που δε θα 'πρεπε να αγνοήσει, και άρα δε θα το ξανάγραφε. Το κουβάρι τής φαντασίας μου είχε αρχίσει να ξετυλίγεται κι η κλωστή του πλεκόταν με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Σενάρια πλάθονταν και σβήνονταν μέσα στον νου, περνώντας μπροστά από τα μάτια μου σαν σκηνές κινηματογράφου. Κι όλα τούτα χωρίς καμιά σκοπιμότητα, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Και σε στιγμές τελείως άσχετες. Ενώ έπλενα τα πιάτα ή έκανα μπάνιο, ενώ διάβαζα ένα ενδιαφέρον βιβλίο ή πότιζα τις γλάστρες μου. Οι εικασίες μου είχαν συσσωρευτεί, ρευστές και μεταλλασσόμενες, σχηματίζοντας έναν ωκεανό αεικίνητων ρευμάτων, περιπλεκομένων, έναν ωκεανό σχεδόν φουρτουνιασμένο, έναν ωκεανό που κόχλαζε από την ακατάπαυστη δραστηριότητα.
Όμως αυτόν ακριβώς τον ωκεανό ήταν που έψαχνα τόσο καιρό. Σ' αυτόν τον ωκεανό των εικασιών πρέπει να ζούσε το σπανιότατο πτηνό τής έμπνευσης, που είχα τόσο πολύ αναζητήσει. Κι ο ωκεανός αυτός είχε πια βγει από το κεφάλι μου, είχε πλημμυρίσει το σπίτι μου, εγκλωβίζοντας μέσα στην απεραντοσύνη του τρία νησιά, τρία λευκά νησιά, νησιά αγκυροβολημένα πάνω στο τραπέζι μου. 

Σταύρος Κρητιώτης, "Σελίδες σκόπιμα λευκές" Γαβριηλίδης 2001

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

επανάλαβε!

Μετά θυμάμαι πως κάναμε έρωτα. Πώς κάναμε έρωτα. Έμπαινε μέσα μου διακοπτόμενα, σχεδόν εκβιαστικά. Στιγμές σαν λάμες στερέωσης. Για την επόμενη διάσπαση. Την προδιαγεγραμμένη. Στα διαλείμματα, λέξεις δυο-τρεις.

-"Τσιγάρο;".

-"Ναι, ευχαριστώ".

-"..."

-"Βαρύ είναι".

(Στριφογυρνά στην πολυθρόνα του γραφείου. Η κάφτρα πλησιάζει το δάχτυλο, με το άλλο κατσαρώνει τα ιδρωμένα της μαλλιά και μουρμουρίζει ακατάληπτους στίχους. Δίπλα οι φωτογραφίες αποφοίτησης από το Πάντειο και από την πρώτη μέρα στην κοινή τους δουλειά. Αυτός κόβει βόλτες στο διάδρομο. Υποτεθείσθω ότι είναι ανέμελος. Υποτεθείσθω ότι κινείται μπρος-πίσω εμμονικά σχεδόν παίζοντας με τις μπούκλες της.)

Αυτές οι φωτογραφίες... Αυτός... και ο Καντ, και ο Χάιντεγκερ, και ο Χαίντερλιν δίπλα στον Σέλινγκ., σε ένα χωροχρόνο συμπαγή και αδιαίρετο... Πως να το πω; Πως να το εξηγήσω; Δυο-τρεις λέξεις, έχω. Όχι παραπάνω.

("Εγώ γύρισα για...").

"Άκου με".

False!

Επανάλαβε!

Μαίρη Κλιγκάτση, ("Καραμέλα Παρακαλώ"), "10+1 Διηγήματα για την Ελληνική Κρίση", Βακχικόν 2012

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

η παραδοσιακή αυτοκινητοβιομηχανία

Μία ακόμα μέρα είχε ξημερώσει πάνω απ’ τη μικρή μας πόλη και τα πουλάκια κελαηδούσαν αμέριμνα τους αθώους σκοπούς τους.
Τα τελευταία είκοσι λεπτά κοιτούσα το πολυαγαπημένο μου lada. Είχαμε φάει ψωμί κι αλάτι μαζί. Κάποτε ήθελα να πάρουμε μέρος στο Παρίσι-Ντακάρ. Το lada είχε αρνηθεί κατηγορηματικά. Θυμάμαι ότι για μέρες δεν μιλιόμασταν μετά. Ήθελα να το πετάξω στη θάλασ- σα, αυτό κόντεψε να με σκοτώσει σε μια στροφή στην παλαιά εθνική (δεν είμαι κορόιδο να πληρώνω διόδια). Μετά, θυμάμαι, τα ξαναβρή- καμε. Κάναμε μια εκδρομή στα Αραχωβίτικα. Μείναμε ένα βροχερό βράδυ από λάστιχο και γελούσαμε με την καρδιά μας αγκαλιασμένοι. Δεν φτιάχνουν αμάξια σαν αυτό πια. Μαζί με την τυπογραφεία, τις κα- σέτες, την κολτσίνα, τη φουστανέλα και το θεσμό της προίκας, αργο- πεθαίνει και η παραδοσιακή αυτοκινητοβιομηχανία. Χαλεποί καιροί.
Ο μαστρο-Τάσος μισοχωμένος μέσα στο καπό, ξεφύσηξε. Προσπα- θούσε με ψυχή να αναστήσει τη μηχανή, αλλά ήταν ζόρικη αποστολή. Δεν είχα μάθει ακόμα αν ήταν μόνο η μπαταρία και η μίζα, ή και άλλα, ακόμα πιο άγνωστα εξαρτήματα. Προκειμένου να μην ρεζιλευτώ, είπα στο μαστρο-Τάσο να ρίξει μια ματιά και στο βεντιλατέρ, μία λέξη που είχα βρει στο google πατώντας amάξι+βλάβη+μάστορας+εμπειρία.
Όπως και να είχε, το συνεργείο του μαστρο-Τάσου ήταν το καλύ- τερο. Καλή εξυπηρέτηση, καλές τιμές, σπάνια ανταλλακτικά, ο μα- στρο-Τάσος ήξερε πολλά ρατσιστικά ανέκδοτα. Επίσης ήταν το μόνο σε ακτίνα σπρωξίματος από το σπίτι του Μάγου. Τελικά δεν είχα φέρει μαζί μου το τσαλακωμένο χαρτί της εγγύησης, γιατί ήταν στα κυριλλι- κά και η σφραγίδα είχε πάνω ένα σφυροδρέπανο. Όταν γύριζα σπίτι θα την πουλούσα στο ebay.
«Μαστρο-Τάσο! Το νου σου. Έτσι και καταφέρεις και το κάνεις και- νούργιο, θα σε γεμίσω καφετιά», του είπα κλείνοντας το μάτι.
Ο μαστρο-Τάσος με κοίταξε παραξενεμένος. «Καφετιά; Τι καφετιά;»
«Ε, ευρώ», απάντησα. «Ξέρεις. Καφετιά». Έτριψα τον δείκτη με τον αντίχειρά μου και του ξανάκλεισα το μάτι. Μετά έφερα αργά τον δεξί μου δείκτη στον κρόταφο, για να του δείξω να έχει το νου του. Τον μπαγάσα, τι πλακατζής είναι! Από εκείνον είχαν ακούσει και το ανέκ-τα ουγγρικά ψάρια - 123 - δοτο με τον μισό άνθρωπο, μισό πορτοκάλι.
Ο μαστρο-Τάσος κούνησε το κεφάλι του, έφτυσε μια βρισιά και συνέ- χισε να στριφογυρίζει ένα κατσαβίδι πάνω σε κάτι ανοξείδωτα μπου- λόνια. Τουλάχιστον έτσι έμοιαζαν τα μπουλόνια στη φαντασία μου.

Γιάννης Πλιώτας, "Τα Ουγγρικά Ψάρια", Βορειοδυτικές Εκδόσεις

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

αριθμοί

Βρήκα μες σε χαρτιά κιτρινισμένα
το σονέτο για κείνη την κυρία
που ήταν τότες κορίτσι, όλο ευτυχία
- τα 18 δεν τα 'χε δα κλεισμένα.

Κι είναι από τότες χρόνια 23
(λιγότερο μητ' ένα) περασμένα.
Θάχει πατήσει πια το 41.
Τάχα όμως νάχει νοιώσει δυστυχία;

Τώρα, δε θάναι πια μήτε δροσάτη
μήτε και πεταχτούλα, μήτε νια
θάναι δυσκολοκίνητη, γιομάτη

μ' ακόμα θα κραττεί κι όμορφο κάτι:
"Κλείνω", θα λέει με νάζι, "τα 29".
Μα οι αριθμοί δεν έχουνε σπλαχνιά.

Φώτος Γιοφύλλης, "Ποιητικές Συνομιλίες", Οδός Πανός 2012

περαστικές

Γυναίκες που σας είδα σ' ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι άλλα μέρη'
γυναίκες που σας είδα σ' άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο'
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό μ' ένα βλέμμα ξεχασμένο,
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ'ένα μαντήλι αργά να χαιρετάτε:
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην ανάμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ ' τη ζωή μου μέσα - και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου!

Κώστας Ουράνης, "Ποιήματα", Εστία 2008

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

στο παραμύθι της ζωής σου

Στο παραμύθι της ζωής σου
ο απέραστος εγώ περνώ.
- Καλό στον! Σ' ένα σούρουπο με απάντεχες
μες στο περβόλι το καλοκαιρνό.

Στο κιόσκι, που δε χινοπώριασε
στο πράσινο κατώφλι του το ΚΑΡΤΕΡΩ.
- Δε στόλεγα; Ήρθα! Και με πρόσμενες
(θυμάσαι;) από μια φορά κι έναν καιρό.

Κι εκάλουν με στο πέρασμά μου τον ακάλεστο,
οι οργιακές σιωπές του δάσου:
- Που μας αφήνει τις Ξωθιές με τα μαλλιά
τα πράσινα; Χαρά της μοναξιάς σου!

Για νάρθω τη ζωή μου ξέχασα
στη χώρα, που μακριά θα ξοριστώ.
Το θρύλο μου παράδωσα
στου φεγγαριού το φιλντισένιο αργαλιό.

Στο παραμύθι της ζωής σου
ο απέραστος εγώ περνώ:
Μια ρητορεία χλόινη
με κάποιον ήλιο εμφαντικό.

Απόστολος Μελαχρινός, "Τα Ποιήματα", Εστία 1994

βόλος

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

η αλέα μες στην πυκνή βροχή

Η αλέα μες στην πυκνή βροχή πρωινό όνειρο μου φάνταζε
που όσο η ματιά το θόλωνε, τόσο στο φως του σίμωνε.
Πηδούσε ο αέρας τις κορφές των δέντρων που ανατράνταζε
κ' η θύελλα ανήλεια κράζοντας τον κήπο μας ερήμωνε.

Μα εγώ στο βίο μου κι αν περνώ τόσα δρολάπια αδήγητα
που μόνο η θέρμη της ζωής να τα λαγιάσει μπόρεσε
ακούω στα μάκρη τ' ουρανού τον κεραυνό που σμίγει τα
μ' εκείνα που έχω στην καρδιά κ' η πένα δεν τα χώρεσε.

Ρήγας Γκόλφης, "Ποιήματα", Εστία 2002

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

πρωϊνό τραίνο

Ύστερα από γλυκό κι άυλο νυχτέρι,
σ' ένα πρωί μαγευτικό κι ωραίο,
να τρεμολάμπει ανάφλογο το αστέρι
του πόθου της ζωής μέσα μας, νέο.

Η ψυχή σαν χυμός να πλημμυρίζει
το στήθος μας κι' οι πόροι μας ν' ανοίγουν
προς ό,τι αναπνέει και ψιθυρίζει,
ενώ οι νύχτιοι πόθοι ορμούν και φεύγουν.

Η νοσταλγία να κουρταλεί τα φρένα
και να τα καίει μια ανυπομονησία,
για κάποια τάχα που θαρθούνε ξένα
πρόσωπα με το τραίνο από επαρχία,

Όπου είχαν χρόνια ζήσει ξεχασμένα
για μας, γι' αυτά, για όλους, σαν ασβόλη,
και μια μέρα κινούν συντροφεμένα,
να γίνουν πάλι νούμερα στην πόλη.

Ρώμος Φιλύρας, "Ρώμος Φιλύρας", Γαβριηλίδης 1999 (επιμέλεια Γιάννη Δάλλα)

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

το χαμόγελο

Ωραία γυναίκα, το τρελό το γέλιο σου διαβαίνει,
σα μάταιος ήχος και σκορπά, κι ούτε μια ηχώ ξυπνά
στην ακατάδεχτη καρδιά, που αγάπη τήνε δένει
μ' αθώα χαμόγελα βουβά.

M' αυτά που δείχνουνε χαρά, με κάποια που σκεπάζουν
τον πόνο τους αμίλητο οι ευγενικές ψυχές,
μ' εκείνα που μαραίνονται κρυφά και ξεθωριάζουν,
σ' αρχαίες εικόνες σκοτεινές,

Kαι μ' όσα ακόμα ούτε αλαφρά δε σκίζουνε τα χείλη,
κι αστράφτουν μόνο στων ματιών βαθιά τη σιγαλιά,
ωσάν τ' αντιφεγγίσματα που απλώνονται το δείλι
στην πελαγίσιαν ερημιά...

Λάμπρος Πορφύρας, "Σκιές", Πελεκάνος 2012

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

η γυναίκα στο πάρκο

Από το πάρκο επέρασεν η ώριμη κυρία,
μέσα στους όρθιους των δεντρών, ολόρθη, τους κορμούς.
Φύλλα νεκρά της έριξε η χρυσή δεντροστοιχία –
κι εμείς τους μαραμένους μας συλλογισμούς.

Θα 'ναι η γυναίκα που έκλαψε πολύ. Στα βλέφαρά της
η σκιά των τρισευγενικών κατέβη μαρασμών.
Τη λύπην εξεδίψασαν τα δάκρυά της
και την υδρία της γέμισε στην βρύση των λυγμών.

Τα φιλημένα, άλλον καιρό, κρατεί κλεισμένα χείλη,
κι απάνου απ’ τα ξερόφυλλα περνάει θαμπή, σβηστή,
στο μύρο της υπομονής, που απλώνουνε το δείλι
τα πληγωμένα απ’ την βροχή κλαριά, να ξεχαστεί.

Κι εγώ, που από τον μάταιο τον κόσμο αναχωρούσα,
την είδα και είπα: «Είναι νωρίς· θα μείνω». Μυστικά
στον πόνο και στην γνώση της να εμπιστευτώ, μπορούσα
τα δάκρυά μου τα τωρινά και τ’ αναμνηστικά.

Τότε θα γείρουμε κι οι δυο σε μια βαθιά ησυχία,
οι κουρασμένοι, οι ώριμοι πολύ, να ιστορηθεί
απ’ τον καθέναν η παλιά πικρή του αποτυχία
τρυγώντας του άλλου τα φιλιά, όπου έχουν μαραθεί.

Γλυκό χινόπωρο της ζωής, σοφή κι ατάραχη ώρα,
ξέρεις, τα φίλτρα πίνοντας της λύπης, να ευτυχείς
και να γευτείς τον έρωτα σαν τη χρυσήν οπώρα
βαρειά απ’ το μέλι των χυμών στα ρίγη της βροχής.

Την ίδια δόξα επόθησε την χινοπωρινή
καθώς με είδεν η ώριμη γυναίκα, κι η καρδιά της
τα πληγωμένα ετάραξε για μία στιγμή φτερά της -
όμως τα ξαναδίπλωσε στην πρώτη υπομονή.

Και προσπεράσαμε βουβοί, δειλοί και αγνοημένοι.
Ο λόγος, που δεν ήταν γραφτό μας ν’ ακουστεί,
καθώς ξερόφυλλο έπεσε λαμπρό στην κοιμισμένη
θάλασσα του ανεκπλήρωτου που τόσα μου κρατεί.

Ζαχαρίας Παπαντωνίου, "Η νεοελληνική ερωτική ποίηση", Ελευθεροτυπία 2010

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

βενετσάνικο

Στον παλιό της Βενετιάς δρομάκο,
Σ' ένα μαγαζί
μια ζωή περάσαμε μαζί
Σε μιαν ώρα μέσα·

Φτερό είχα στο καπέλο μου και δράκο
Στα στήθια ασημοκέντητο, κι εσύ,
Κοντέσσα, Του Ζωρντάνο Μαντρεπήλια,
Τη μαντήλα,
Χρώμα θαλασσί.

Ω τα κρουστά πως ανασήκωνες μετάξια,
Απάνω από το πόδι το γραμμένο,
Μ' εκείνα σου τα χέρια, που ήταν άξια
Ν' αλείψουν μύρα τον Εσταυρωμένο!...

Μιλτιάδης Μαλακάσης, "Ποιήματα", Πατάκης 2005 

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

από τον ύπνο το βαρύ

Από τον ύπνο το βαρύ
που μες στη μνήμη μου εκοιμήθης,
έβγα· το φως να σε χαρή
στο πείσμα της στερνής σου λήθης.

Πάρε κορμί σου τον αφρό
του ροδοσύννεφου και φάνου,
πάρε το μύρο το αλαφρό
του ακρόνοιχτου ροδοσταφάνου,

Ή ντύσου το αστροφώς το αχνό,
ανάερη ψυχή, σα χνούδι·
μα κάλλιο, να μη σε ξεχνώ,
γίνε και μπρόβαλε τραγούδι.

Ιωάννης Γρυπάρης, "Σκαραβαίοι και Τερρακότες", Ίνδικτος 2002

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

cádiz

του κάκου [γραμμένο στο ίδιο πλοίο]

Σου αρέσαν τα σονέτα μου και αγάλι
αγάλι εψυχοπόνεσες κι εμένα
κι εχάρισές μου, ομορφομάτα, μ’ ένα
φίλημα, την καρδιά σου τη μεγάλη.

Ποιος ερράγισε τ’ άλικο ανθογυάλι
και αντίς αίμα νερά θωρώ χυμένα
και τ’ άνθια της αγάπης μαραμένα;
Είχε ο γιαλός της γλύκας γυρογυάλι;

Μισοκρύβεται έν’ άχαρο βιβλίο
σκονισμένο, παλιό, στο ύστερο ράφι·
το εδιάβασες μια μέρα σ’ ένα πλοίο

και δεν καλοθυμάσαι ούτε τί γράφει.
Μα μια στάλα ζωής πιωμένη σο ‘χει
κι ακόμα δεν το παραρρίχνεις, όχι.

Λορέντζος Μαβίλης, "Τα Σονέτα", Έψιλον 2003

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

ο βοηθός των θαμμένων

Tο Ty Croas ήταν έρημο σαν ακατοίκητο. Mονάχα ένα μικρό κόκκινο αμπαζούρ φώτιζε στην κουζίνα. Aλλά ήξερα πού θα την βρω. Bράδυαζε κι ήταν η ώρα που η Bρετάννη τυλιγόταν την σημαία της το μαύρο και το λευκό. Άσπρη η θάλασσα κι άσπρος ουρανός μαύρη η γη κατάμαυρα τα δένδρα. Kαθόταν στο αγαπημένο της μέρος. Eκεί όπου τελειώνει το δάσος κι έβλεπε την άσπρη στενή θάλασσα. Σαν ένας ποταμός σαν Aχέροντας η θάλασσα προχωρούσε βαθειά στην στεριά ώς το Morlaix. Aρετή την φώναξα από πίσω όταν πλησίασα. Δεν γύρισε σαν να μην άκουσε. Ύστερα από ώρα γύρισε απότομα. Σηκώθηκε κι ήρθε κοντά μου. Tο όμορφο γλυκό της πρόσωπο είχε μείνει απείραχτο από τον χρόνο. Mε κοίταξε χωρίς να μιλά και τίποτε δεν έδειξε που ήμουν πεθαμένος. Aρετή! επανέλαβε μ' ένα αχνό γέλιο σαν μια μικρή πτυχή στην ολόισια φωνή της. Kανείς ποτέ δεν με φώναξε με τόνομά μου αυτό λέει και με τα απαλά της δάχτυλα έκρυψε την τρύπα του προσώπου μου. Kωνσταντάκη μου είπε για να με περιπαίξει αλλά ένας λυγμός σαν λόξυγγας την έκανε να σωπάσει. Γυρίσαμε στο πρεσβυτέριο και με κρατούσε επάνω της περπατούσε μ' έναν ανεπαίσθητο ρόγχο. Σαν ένας θρήνος από πολύ καιρό στον βυθό μπλεγμένος στα φύκια των πιο βαθιών κλαμάτων της. Tίποτε δεν είπε τίποτα δεν ερώτησε. Aμίλητη ετοιμάσθηκε και ξεκινήσαμε το ταξίδι του γυρισμού στην Eλλάδα. Tαξιδέψαμε με τραίνο. Mονάχα έτσι μπορούσαμε ν' απομονωθούμε σ' ένα κουπέ αποκλειστικά δικό μας. Aλλά η Kυβέλη σα να ήθελε να με επιδείξει. Eπίτηδες μ' έβγαζε στον διάδρομο με πήγαινε στο βαγκών-ρεστωράν. Mε μια υστερική προκλητικότητα με παράσερνε ανάμεσα στους επιβάτες κι απολάμβανε με εξημμένο ενθουσιασμό την φρίκη. Tον αποτροπιασμό που τάραζε τον κόσμο που μ' έβλεπε. Mε αδιάντροπο δυνατό γέλιο ξεκαρδιζόταν όταν οι άλλοι σκόρπιζαν και φεύγαν από κοντά μας. Όταν κάποιοι εστέκονταν και με παρατηρούσαν με βδελυγμία η Kυβέλη με υπερβολική σχεδόν ερωτική αγάπη. Σφιγγόταν επάνω μου έγερνε το κεφάλι της στον απογυμνωμένο ώμο μου χάιδευε τα ξερά ράκη της σάρκας που φαίνονταν ανάμεσα στα λυωμένα νεκρικά μου ρούχα. Kαι μοναχά όταν ήμασταν μόνοι κλεινόταν σ' ένα αδιαπέραστο και εχθρικό πένθος. Στο Παρίσι αλλάξαμε τραίνο για την Eλλάδα. Mέσα στην ατέλειωτη στοά του μετρό που προχωρούσαμε. Σ' ένα σταυροδρόμι της ήταν μια μικρή ορχήστρα κι έπαιζε μουσική. Ήταν τρεις νεαροί Oύγγροι ντυμένοι με επίσημα φράκα μεγάλης ορχήστρας. Mια κοπέλα έπαιζε βιολοντσέλο ντυμένη κι αυτή με φράκο. Aνάερη σαν νύμφη με μακρυά ίσια ξανθά μαλλιά. Aναγνώρισα το κομμάτι που έπαιζαν από το λιτό μοτίβο που επαναλαμβανόταν και τα μικρά διάκενα σιγής που όσο πήγαιναν εμάκραιναν ενώ λιγόστευε η μουσική. Ήταν H μοναξιά του Aρθούρου Pεμπώ. Mπροστά τους ένα μεταξωτό ημίψηλο ανάποδα κι εκεί έριχναν φράγκα οι περαστικοί. H Kυβέλη σταμάτησε κι αρπάζοντάς με από τον αγκώνα έκανε μια χορευτική φιγούρα γύρω μου. Ήταν ένα παιχνίδι που το παίζαμε εγώ κι αυτή όταν ήμασταν παιδιά και έφηβοι. Nα χορεύουμε στους δρόμους ανάμεσα στους ανθρώπους που σταματούσαν και γελούσαν. Mας χαίρονταν ή μας κορόιδευαν αλλά εμείς σοβαροί ώς το τέλος διασχίζαμε χορεύοντας τις λεωφόρους της Θεσσαλονίκης. Tην ακολούθησα και χορεύοντας μαζί πάνω στο μικρό σαν λέξη μοτίβο των Oύγγρων συνεχίσαμε μέσα στις στοές. O κόσμος μάς προσπερνούσε αδιάφορος. Aν κάποιος σταματούσε ήταν επειδή αντίκρυζε εμένα. Mερικοί αλκοολικοί και τοξικομανείς αντιδρούσαν ουρλιάζοντας και προσπαθούσαν να μας ακολουθήσουν. Aλλά δεν άντεχαν και στέκονταν παραπαίοντας ή σωριάζονταν καταγής και μας έβριζαν. Ξαφνικά αντιλήφθηκα έναν τρίτο που μας ακολουθούσε από ώρα χορεύοντας. Ήταν το πιο ωραίο ανθρώπινο πλάσμα που είδα ποτέ. Άφυλο τραβεστί μαύρος. Φορούσε κοντές μπότες με μεγάλες γαλλικές αστραφτερές αγκράφες και μια πολύ κοντή μίνι φούστα χρυσόμαυρη. Aπό πάνω ένα γιλέκο τζην στολισμένο με στρας κι από μέσα ένα στενό κορμάκι από παλιό σωμόν ταφτά. Eίχε έντονα βαμμένο το πρόσωπο με πράσινες γαλάζιες μαύρες σκιές. Tα μαλλιά ολόασπρα ορθώνονταν προς τα πίσω σαν τις περικεφαλαίες από ξερά χόρτα των ιθαγενών της Aφρικής. Mε μια ελαφράδα σαν να μην άγγιζε την γη χόρευε και μας περιτριγύριζε με μια αγάπη κι έγνοια. Bγήκαμε στην έξοδο κι εκεί το σπάνιο πλάσμα σταμάτησε. Aκίνητο μας έβλεπε που απομακρυνόμασταν εγώ και η Kυβέλη. Mε ένα νεύμα ευγενικό του δεξιού χεριού μάς ξεπροβόδισε. Σαν ένας μικρός τιμωρημένος θεός από μακρυά μάς ευλογούσε με καλωσύνη κι οριστικά μάς εγκατέλειψε. Φτάσαμε στην Eλλάδα μετά τρεις μέρες. Kατευθείαν από τον σταθμό πήγαμε στο άσυλο. Aπό τέσσερα χρόνια νοσηλευόταν εκεί η μητέρα Eυρυδίκη. Eίχε προσβληθεί από βαρειά άνοια. Tίποτε δεν καταλάβαινε κανέναν δεν αναγνώριζε. Tο στόμα της έκαμνε συνέχεια έναν ρυθμικό σπασμό προς τα μέσα. Σαν να θήλαζε ρουφούσε αχόρταγα το γάλα από έναν αόρατο μητρικό μαστό. O θάλαμος ήταν γεμάτος από ανοϊκές ηλικιωμένες γυναίκες. Όλες σιωπηλές και ακίνητες. H μητέρα Eυρυδίκη ήταν δεμένη με χοντρά πέτσινα λουριά στα σίδερα του κρεββατιού. Eπειδή πάθαινε φοβερές διεγέρσεις και κανένα φάρμακο δεν τις κατέστελλε. H Kυβέλη στάθηκε από πάνω της. Έσκυψε και την κοίταξε βαθειά στα μάτια. H μητέρα Eυρυδίκη μούγκρισε ενοχλημένη. H Kυβέλη τής χάιδεψε τα μαλλιά την φίλησε στο μέτωπο και στα δεμένα χέρια. Γύρισα να φύγω κι άκουσα πίσω μου την Kυβέλη να φωνάζει. Στράφηκα και την είδα. Mε τρόμο με πόνο κλαίοντας μού φώναξε εσένα. Eσένα τώρα ποιος θα σε συνοδεύσει; Aμέσως σώπασε κι αδιαφόρησε. Έλυσε τα μαλλιά της και ξάπλωσε δίπλα στη μάνα μας. Άπλωσε τα βυσσινιά της φορέματα τα πολλά μαύρα της μαλλιά και την σκέπασε ολόκληρη. Tις πήρε και τις δυο ο ύπνος. Aγκαλιασμένες ακίνητες κείτονταν μαζί και ήταν σαν η μια να τραβούσε τρυφερά την άλλη όλο και πιο βαθειά μέσα στον δικό της ύπνο. Mια γριά νάνος παχειά με γκρίζα κουρεμένα μαλλιά με την κίτρινη στολή των τραπεζοκόμων. Παλιά τρόφιμη που την είχαν κρατήσει να ψευτοδουλεύει στο άσυλο. Mπήκε ξαφνικά στον θάλαμο και πήγε ίσια στο κρεββάτι τους σα να ήταν εκεί από την αρχή. Tεντώθηκε και τις περιεργάσθηκε τις άγγιξε έκανε τον σταυρό της. Mε πλησίασε τρέχοντας κι ανασηκώνοντας τα ζωηρά της μάτια με κοίταξε χαρούμενη. Eίπε με χαρμόσυνη κοριτσίστικη φωνή πεθάναν.

Γιώργος Χειμωνάς, "Ο Εχθρός του Ποιητή", Κέδρος 1990

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

γιατί ένας ένας

Ανεβήκαμε τη σκαλίτσα και βγήκαμε στο δρόμο. Πολλά αυτοκίνητα. Πάρα πολλά αυτοκίνητα. Άλλα είναι σταματημένα κι άλλα περνάνε συνέχεια. Και το πεζοδρόμιο γεμάτο. Παιδάκια με ποδιές και τσάντες κατηφορίζουν σαν ποτάμι. Σαν ν' άνοιξες μια βρύση και τρέχουν παιδάκια. Τι περίεργο πράγμα!... Μόνο σ' αυτό το πεζοδρόμιο έχει παιδιά. Και μόνο κατηφορίζουν... Και τι δουλειά έχουν τα παιδιά τέτοια ώρα;... Έξι το απόγευμα;... Λες... να κάνουν μάθημα από το πρωί ως τώρα; Λες... στην Αθήνα να έχουν πιο πολλά μαθήματα απ' τη Σύμη; Να μαθαίνουν πιο πολλά;...
Ο πατέρας με πήρε απ' το χέρι και περάσαμε απέναντι... Ώστε αυτό είναι το σούπερ - μάρκε! Μώρη!... Τι μαγαζί είναι αυτό!... Τεράστιο!... Στέκομαι σε μια βιτρίνα και βλέπω μέσα. Ποπό! Από πάνω μέχρι κάτω έχει ράφια με πράγματα. Ο πατέρας ανοίγει την πόρτα και μπαίνουμε.
Τι φώτα είναι αυτά!... Ούτε τα Χριστούγεννα στο Σύλλογο δεν έχει τόσα φώτα!...
Μπροστά μας είναι ένας φράχτης από σίδερα. Στέκομαι λίγο. Κοιτάω τον πατέρα. Στέκεται κι αυτός. Μας πλησιάζει ένας κοντόχοντρος κύριος με καμπαρντίνα.
"Την τσάντα να την αφήσετε εδώ", μας λέει.
"Μα θα βάλουμε μέσα τα ψώνια μας", του λέει ο πατέρας.
"Θα σας δώσουμε εμείς σακούλες. Δεν επιτρέπονται τσάντες, όσο ψωνίζετε. Ορίστε και η διαταγή της αστυνομίας", μας λέει και μας δείχνει ένα χαρτί στον τοίχο.
Αφήνουμε την τσάντα στην άκρη που μας είπε ο κύριος. Περνάμε ένα σίδερο σαν σταυρό που γυρίζει. Μόνο ένας χωράει σε κάθε χώρισμα, κι έτσι, θες δε θες, περνάς μόνος σου μέσα.
Όταν κουρεύουνε τ' αρνιά - πάνω στα μαντριά - έτσι κάνουνε. Χωρίς σίδερα βέβαια. Σε μια μεριά κάθεται αυτός που κουρεύει με την ψαλίδα του. Ο βοσκός έχει μαντρώσει στο μικρό μαντρί τ' ακούρευτα αρνιά, αφήνει να περνάει ένα ένα, το πιάνει ο κουρέας, το διπλώνει κάτω, όπως ξέρει αυτός, και σε δυο λεφτά τ' αρνί είναι κουρεμένο. Το πάνε στο άλλο μαντρί που 'χει τα κουρεμένα. Άμα δεν κάνεις έτσι, τότε τα μαλλιά θα σκορπίσουν και θα βρομίσουν. Και θα χάνεις και ώρα να βρίσκεις ποιο είναι κουρεμένο και ποιο ακούρευτο. Έτσι πρέπει να κάνεις στο μαντρί. Εδώ όμως; Γιατί ένας ένας;...

Ευγενία Φακίνου, "Αστραδενή", Κέδρος 1982

τι νόημα να έχει άραγε αυτό;

Τον παρακολουθώ να πλησιάζει με προφύλαξη προς την κατεύθυνση της ψαροταβέρνας, ρίχνοντας κλεφτές ματιές ολόγυρα. Τα υπόλοιπα συμβαίνουν τόσο αναπάντεχα, τόσο αστραπιαία, που αναρωτιόμουν μετά αν πραγματικά τα είδα. Μια τρίκυκλη μοτοσικλέτα με καρότσα στο πλάι, που ερχόταν φουλαριστή από το βάθος του δρόμου, κόβει ταχύτητα, φρενάρει απότομα, δυο τύποι, ένας κοντός με τραγιάσκα και ένας ψηλός με κρεμαστό μουστάκι, πηδούν, αρπάζουν επιδέξια το γάτο με μια απόχη, του κοπανάνε μια-δυο κλοτσιές και τον μπουζουριάζουν σε ένα τσουβάλι. Ο ταλαίπωρος γάτος αρχίζει να συστρέφεται, να γρατζουνάει και να νιαουρίζει απελπισμένα αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι απαγωγείς ρίχνουν το θήραμα τους στην καρότσα, πηδάνε πάλι στη μοτοσικλέτα και γίνονται καπνός.
Εγώ δεν τολμώ να πιστέψω στα μάτια μου. Παγωμένος από έκπληξη χάνω πολύτιμο χρόνο. Δεν είμαι σίγουρος πώς πρέπει να αντιδράσω. Να περιμένω το φιλαράκο μου τον Κοψουνούρη, όπως είχαμε συμφωνήσει, ή να πάρω από πίσω τους κακοποιούς; Από τη μια η πεινασμένη κοιλίτσα μου, από την άλλη ένας συνάδελφος που έχει την ανάγκη μου. Διστάζω κάνα δυο δευτερόλεπτα αλλά το παίρνω απόφαση. Δίνω ένα σάλτο και αρχίζω να τρέχω με όλη μου τη δύναμη πίσω από τη μοτοσικλέτα. Αδικος κόπος. Όσο και να τρέχω η μοτοσικλέτα τρέχει ακόμα γρηγορότερα και σε λίγο χάνεται από τα μάτια μου στο βάθος του σκοτεινού δρόμου.
Λαχανιασμένος παίρνω το δρόμο της επιστροφής και όπως περνάω με κατεβασμένη ουρά από το σημείο της απαγωγής, παίρνει το μάτι μου ένα μεταλλικό αντικείμενο να γυαλίζει στην άσφαλτο. Καταπώς φαίνεται έχει πέσει από τους κακοποιούς. Πλησιάζω, το αναποδογυρίζω με το μπροστινό μου πόδι, το μυρίζω και το εξετάζω προσεχτικά. Είναι μια καρφίτσα, από αυτές που φοράνε οι άνθρωποι καμιά φορά στο πέτο. Δείχνει ένα πράσινο τετράφυλλο τριφύλλι μέσα σε ένα ασημένιο πέταλο. Περίεργο. Τι νόημα να έχει άραγε αυτό;

Ευγένιος Τριβιζάς, "Η τελευταία μαύρη γάτα", Ελληνικά Γράμματα 2001

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

και πότε άραγε, γιατρέ, ήμουν πιο κοντά στην αλήθεια;

Το θέαμα όμως δεν ήταν τρομερό σαν την άλλη φορά. Μπορώ να πω πως με διασκέδαζε. Κι επειδή, από την πείρα που είχα, συμπέραινα, ήμουν σχεδόν βέβαιος, πως ούτε στη χώρα των Νάνων δεν θα 'μενα αιώνια, δεν ανησύχησα, δεν φοβήθηκα και πολύ. Φυσικά, φώναξα πάλι το γιατρό. Αλλά μάλλον για να λάβει γνώση, να καταγράψει, να μελετήσει το καινούργιο «φαινόμενο», παρά για να με γιατρέψει. Μήπως ήξερε κιόλα;
– Πώς πήγες κι έκανες έτσι τα μάτια σου; μου 'λεγε. Τι αλλόκοτα μάτια!... Μπορείς να καυχάσαι και για τα δυο!
– Ποια δυο; τα μάτια;
– Και για τα μάτια που σου 'δωσε η φύση, και για το μεταχείρισμα που τους έκαμες. Για φαντάσου, να τα καταντήσεις να μη βλέπουν παρά ή Γίγαντες ή Νάνους!
– Και πότε άραγε, γιατρέ, ήμουν πιο κοντά στην αλήθεια; τότε που τους έβλεπα Γίγαντες, ή τώρα που τους βλέπω Νάνους;
– Καλά! Αφού έχεις όρεξη ακόμα και γι΄ αστεία!...
– Μα να κλαίω, γιατρέ;... Θα περάσει... Το περίεργο όμως είναι ότι τώρα που βλέπω μπροστά μου ένα γιατρό νάνο, ελπίζω πως θα γίνω καλά· ενώ πρωτύτερα, μ΄ όλο που με κουράριζε ένας γίγας, ήμουν απελπισμένος!
– Δε βαριέσαι! Για την αρρώστια σου δεν υπάρχουν ακόμα γιατροί· ούτε νάνοι, ούτε γίγαντες.
– Ό,τι κάμει η φύση, ε, γιατρέ;
– Ναι, η φύση και τα ωραία πειράματα που ξέρεις εσύ. Κοίταξε πάλι τον ήλιο... κοίταξε πάλι ζωγραφιές με στραβισμό!...
Λοιπόν, στο πείσμα του αγαπητού μου γιατρού, όταν έγινα σε λίγο καλά, ξανάρχισα τα πειράματα. Τα μάτια μου μού είχαν γίνει μανία. Δεν μπορούσα να τ΄ αφήσω ήσυχα. Κι έκανα, ό,τι μου κατέβαινε, ό,τι σοφιζόμουν για να βλέπω... τι μπορούσα να ιδώ. Στο δρόμο, στο σπίτι, στο γραφείο μου, δοκίμαζα επίμονα όλων των ειδών τους στραβισμούς. Η μεγάλη μου χαρά, η ηδονή μου, ήταν να «ζωντανεύω» έτσι τις ζωγραφιές ή να βλέπω καθαρότερα και μεγαλύτερα τα πραγματικά αντικείμενα. Τα πλησίαζα στα μάτια μου πολύ, πολύ, ως που, και χωρίς στραβισμό, τα 'βλεπα αλλιώτικα. Εστράβιζα με τρόπο ώστε να ιδώ το φως, – το φως του κεριού, της λάμπας, της καντήλας, του φαναριού, – διπλό· κι ύστερα πάλι, σιγά – σιγά, να ξεστραβίζω, ώστε να συμπλησιάζουν τα δυο φώτα και να γίνουνται ένα. (Και τότε πάλι δεν μπορούσα να μη συλλογιέμαι· ποιο τάχα απ΄ τα δύο φώτα που βλέπω, να είναι το πραγματικό;...)

Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Το ελληνικό φανταστικό διήγημα», Τόμος Β΄, Αίολος 1993

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

τι έχουν τα μερμήγκια

Μα τι έχουν τα μερμήγκια κι όλος ο κόσμος έχει βαλθεί να μου τα θυμίζει τελευταία; Δεν πιστεύω πως πρόκειται ποτέ να διαβάσω αυτά τα βιβλία, αν και δεν είμαι πια απ' αυτούς που λένε ποτέ. Ούτως ή άλλως, δεν χρειάζεται να ξέρω να διαβάζω ούτε να τα έχω διαβάσει για να καταλάβω πως όλα όσα έλεγαν ήταν μεγάλες ασυναρτησίες, γιατί δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος που να μπορεί σήμερα το πρωί να νικάει γίγαντες στην Κίνα και την ίδια νύχτα να γυροφέρνει τη δέσποινά του σ' ένα κάστρο σε απόσταση πάνω από τρεις χιλιάδες λεύγες, ούτε καν στο Κιντανάρ το πρωί και στην Αργαμασίγια το βράδυ, μήτε να κόβει με μια μόνο σπαθιά τα κεφάλια από διακόσιους εχθρούς, μήτε έχω δει εγώ πουθενά γίγαντες, τόσο κοσμογυρισμένος που είμαι, έχω όμως δει ανεμόμυλους, πρόβατα και ασκιά με κρασί, βλέπετε όλοι μας έχουμε γεννηθεί από μια γυναίκα και όλοι μας έχουμε βγει απ' την ίδια σχισμή. Μη σκιάζεστε, η ευγενία σας εγώ δεν πρόκειται να τρελαθώ μακάρι να παρουσιαστεί τώρα δα αυτοπροσώπως ο ίδιος ο Μπελιανίς χέρι χέρι με τον Αληφανφαρόνο. Κανείς δεν τρελαίνεται μ' ένα μόνο βιβλίο. Η τρέλα θεριεύει με τα πολλά βιβλία, γι' αυτό και δεν θα δείτε, η ευγενία σας, να καίγεται ένα βιβλίο μόνο του, αλλά παρέα με άλλα πολλά.

Andrés Trapiello, "Όταν πέθανε ο Δον Κιχώτης", Μεταίχμιο 2009 (μετάφραση Χριστίνα Θεοδωροπούλου)

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

με δυσκολία βγαίνει ο στίχος

Από πότε οι προσωπικές εμπειρίες
γίνονται ποίηση διαρκής και λάγαρη
κι ως πότε την πτωχεία των υψηλών
νοημάτων θα κρύβουν∙ χειμώνιασε
οι γνωστοί δουλεύουν∙ η βενζίνη ακρίβυνε
με δυσκολία βγαίνει ο στίχος.

Πάνος Θεοδωρίδης, "Στην αγκαλιά της Ντεζιρέ", Ύψιλον 1980

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

αριάδνη

Ξεκίνησε για ένα άλλο ταξίδι
εκείνο που δεν έκανε ποτέ
Το είχε αφήσει χαραγμένο στα όνειρα
των παιδικών της χρόνων
Πήρε το δρόμο τον ανηφορικό
τον μόνο που ήξερε
κι ήταν πια ανάλαφρη
χωρίς αποσκευές
έτοιμη για το ξεκίνημα
Είπε πως όλα είναι τέλεια
γι' αυτό όλα τελειώνουν
Αν βρισκόταν στην άκρη τού ονείρου
θα άνοιγε την πόρτα
αυτήν που δεν μπόρεσε ποτέ να κλείσει
Θα έπεφτε θα ανέβαινε τι άραγε;
Ήξερε τι την περιμένει;
Η ζωή είναι όνειρο
Ε όχι
όχι
το όνειρο είναι ζωή
Πασιφάη με τον Μινώταυρο στα σπλάχνα της
Κι η Αριάδνη να κόβει το μίτο και να ψάχνει το δικό της Διόνυσο
ο μεγάλος Θησέας να τα εγκαταλείπει όλα για μια Φαίδρα
Κι ο Μινώταυρος μόνος
να φοβάται κρυμμένος στο λαβύρινθο

Ζωή Σαμαρά, "Το πέρασμα της Ευριδίκης", Νέα Πορεία 1997

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

τα επαρχιακά φύλλα

-Δεν το 'ξερα πως σε ενδιαφέρουν τα τοπικά νέα.
Ο Λέων Αποστολίδης δίπλωσε τη βολιώτικη εφημερίδα και την έβαλε στην τσέπη του.
-Έχουν κι οι επαρχιακές εφημερίδες το γούστο τους, της είπε.
Η διαδρομή ως τη Λαμία ήταν ευχάριστη. Από κει και πέρα έγινε μαγευτική. Σταμάτησαν για να φάνε σε ένα "μοτέλ" ύστερα από τα Καμμένα Βούρλα, κοντά σ' ένα χωριό που το 'λεγαν Άγιο Κωνσταντίνο. Από την κρεμαστή βεράντα έβλεπαν τα πεύκα, που έφταναν σχεδόν ως τη θάλασσα. Ο Αποστολίδης έβγαλε από την τσέπη του την εφημερίδα που είχε αγοράσει. Εκείνη τον παρακολουθούσε χαμογελώντας όπως τη φυλλομετρούσε και έριχνε ματιές σε όλες τις σελίδες.
-Μα τι ψάχνεις να βρεις; τον ρώτησε.
-Να βρω; Τίποτε. Πως σου φάνηκε πως κάτι ψάχνω να βρω; Απλώς τη χαζεύω.
Είχε απαντήσει κάπως απότομα και η Λίλυ τον κοίταζε με κάποια έκπληξη και λίγο παράπονο. Εκείνος το κατάλαβε. Γέλασε. "Δεν φαντάζεσαι πόσο γούστο έχουν αυτά τα επαρχιακά φύλλα" της είπε, και τσαλακώνοντας την εφημερίδα που κρατούσε, την πέταξε από τη βεράντα κάτω στη θάλασσα.
-Ψοφάω της πείνας, έκανε πρόσχαρα. Τι θα φάμε;

Γιάννης Μαρής, "Ο 13ος Επιβάτης", Άγρα 2012

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

το δωμάτιο

Μες στο κλειστό δωμάτιο, μπορείς να βρεις
ό,τι δεν τόλμησες ποτέ να ονειρευτείς,
και ό,τι μέσα σου βαθιά αγάπησες
κι όμως ποτέ δεν είδες να βγαίνει αληθινό.

Όλα είν' εκεί, εκεί υπάρχουν όλα
μες το κλειστό δωμάτιο όλα ή τίποτα.
Αγάλματα Θεών λησμονημένων
και της Ελένης το πουκάμισο.
Όλα είν' εκεί κι άλλα πολλά, που κάποτε φαντάστηκες.

Ο φόβος του Χριστού στον κήπο της Γεσθημανής,
τα βήματα της θλίψης του, της αίγλης του το φως,
το αίμα των θυσιασμένων και οι χαμένοι στόχοι τους,
το ψύχος το δριμύ των χωρισμών. 

Το διαμαντένιο αηδόνι του βασιλιά της Κίνας,
σινιάλα από φάρους που σβηστήκαν
και μαγικά τοτέμ απ' άγνωστες φυλές.
Κι εφηβικά κορμιά και καλοκαίρια γαλανά,
θάνατοι και φωτιές κι αόρατη ομορφιά.

Μες στο κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα,
αν έχεις μάτια να τα δεις, αν έχεις χέρια να τα αγγίξεις.
Μπορείς να βρεις κλειδί να ξεκλειδώσεις τη σιωπή τους.
Αρκεί να πας ολάνοιχτος γυρεύοντάς τα.

Λένα Παπά, "Αρτεσιανά", Εκδόσεις των Φίλων 1988

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

σαν συγγενείς

Θέλουμε βιβλία χρήσιμα, βιβλία που να μπορούμε να τα διαβάσουμε την επομένη μιας κηδείας, όταν δεν έχουμε πια άλλα δάκρυα, όταν δεν μπορούμε ούτε να σταθούμε στα πόδια μας, έτσι όπως μας έχει απανθρακώσει ο πόνος, βιβλία που να είναι εκεί σαν συγγενείς όταν έχουμε συγυρίσει το δωμάτιο του νεκρού παιδιού, έχουμε αντιγράψει το ημερολόγιό του για να το έχουμε πάντα μαζί μας, έχουμε μυρίσει χιλιάδες φορές τα ρούχα του στη στεγνώστρα, κι όταν δεν μπορούμε πια να κάνουμε τίποτα, βιβλία για τις νύχτες όπου, παρά την εξάντλησή μας, δεν μπορούμε να κοιμηθούμε, και δεν θέλουμε άλλο απ' το να μπορέσουμε να απαλλαγούμε από εικόνες που μας στοιχειώνουν, βιβλία που να έχουν ειδικό βάρος και να μην μπορούμε να τ' αφήσουμε απ' τα χέρια μας όταν συνέχεια αντηχεί στ' αυτιά μας η ψιθυριστή φωνή του αστυνομικού: "δε θα ξαναδείτε ζωντανή την κόρη σας", όταν δεν μπορούμε πια να θυμόμαστε που ψάχναμε τον μικρό Ζαν παντού στο σπίτι, κι ύστερα σαν τρελοί στον κήπο, όταν είκοσι φορές τη νύχτα τον βρίσκουμε στη μικρή γούρνα, μπρούμυτα σε τριάντα εκατοστά νερό, βιβλία που να μπορούμε να τα δώσουμε σε αυτή τη φίλη που ο γιος της κρεμάστηκε στην κάμαρά του πριν από δύο μήνες κι είναι σαν να μην πέρασε ούτε ώρα, στον αδερφό που η αρρώστια τον έχει κάνει αγνώριστο.

Laurence Cossé, "Στο καλό μυθιστόρημα", Πόλις 2011 (μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης)

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

ερωτικό κάλεσμα

Έλα κοντά μου, δεν είμαι η φωτιά.
Τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια.
Τις πνίγουν οι νεροποντές.
Τις κυνηγούν οι βοριάδες.
Δεν είμαι, δεν είμαι η φωτιά.

Έλα κοντά μου δεν είμαι άνεμος.
Τους άνεμους τους κόβουν τα βουνά.
Τους βουβαίνουν τα λιοπύρια.
Τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί.
Δεν είμαι, δεν είμαι ο άνεμος.

Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατολάτης
ένας αποσταμένος περπατητής
που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
ν' ακούσει το τραγούδι των γρύλων.
Κι αν θέλεις, έλα να τ' ακούσουμε μαζί.

Μενέλαος Λουντέμης, "Τα ποιητικά του", Ελληνικά Γράμματα 1999

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

η ομορφιά

Ελάχιστη αίσθηση είχα τότε για το τι θα πει απόσταση, χρόνος, διάστημα. Έλπιζα, στην παράφορη εκείνη στιγμή, πως είτανε κατορθωτό ν' ανέβω έτσι, κυνηγημένος, στο Παλαμήδι. Ούτε το βράδι που πύκνωνε γύρω συλλογίστηκα. Ο πατέρας μου με τσάκωσε πιο πέρα, περισσότερο απορώντας παρά οργισμένος... Θάθελα να ήμουν πνεύμα πλατύ, κάποιος από εκείνους τους μεγάλους ραψωδούς που τραγούδησαν σε παλιότερες εποχές τη ζωή, τα σύμβολά της και τους ανθρώπους.
Θάθελα νάχω, δωρισμένο από τη Μοίρα, ένα κοντύλι χάλκινο, από μέταλλο ζεστό, για να χαράξω σ' άσπρο μάρμαρο το τραγούδι της θάλασσας που φέρνει στην ανάσα της οράματα εξαίσια και μυστικά μύρα, τον ύμνο των μεγάλων βράχων που κρατάνε πηγμένη, σε μνημεία αιώνια, την εποποιία της γης. Είταν ένας καιρός, εκεί κοντά στα πρώτα νιάτα μου, που ξεκίνησα κι εγώ, καβαλάρης του Ροσσινάντη, με ξεδιπλωμένο το φλάμπουρο κάποιας αλόγιστης φιλοδοξίας. Μη γελάσεις, παιδί μου, τα όνειρα των ανθρώπων είναι ιερά. Και δε θάξερε να πει κανένας αν αυτά είναι η αδυναμία τους ή η δύναμή τους. Αργότερα, πολύ γρήγορα ωστόσο, ξύπνησα. Κέρδισα έτσι την κοινή αξιοπρέπεια κι έχασα το μεγάλο μεθύσι.
Κάνω και τώρα κάπου-κάπου εξόδους, όχι για τίποτ' άλλο αλλά γιατί νιώθω σκοτεινά μέσα μου πως τέτοια είναι, τέτοια πρέπει να είναι, η εντολή της ζωής. Η ομορφιά της ανθρώπινης μοίρας το κάτω-κάτω μπορεί και να μη βρίσκεται μονάχα στην εκπλήρωση. Μπορεί να είναι -ψέματα;- και τ' ασυλλόγιστο φτεροκόπημα του Ικάρου.

Άγγελος Τερζάκης, "Απρίλης", Εστία 1946

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

το πείσμα

Δεν θυμάμαι την τελευταία μου δήλωση. Υποθέτω πως δεν ξέφευγε από τα πεπατημένα. Δεν έπεφτε με τον γδούπο μιας ταφόπλακας ή με την οργή μιας θεομηνίας. Ίσως να ήταν κάπως οξύτερη απ' όσο συνήθως -μα και πάλι, ίσως όχι, δεν θυμάμαι. Εκείνο που θυμάμαι καθαρά, λες και το βλέπω τώρα, ήταν πως σηκώθηκα από την πολυθρόνα μου, ενόσω ακόμη μιλούσα, και κατευθύνθηκα προς την κρεβατοκάμαρα. Δεν φανταζόμουν πως με την απλή αυτή κίνηση -εν μέρει αυθόρμητη, εν μέρει προσποιητή- θα έμπηγα έναν πάσσαλο ανάμεσά μας. Περίμενα να κυλήσουν λίγα λεπτά κι έπειτα ν' ακούσω τα βήματά της. Να την αντικρύσω και -προτού προλάβω να τραβηχτώ- να πέσει στην αγκαλιά μου. Τότε ο μετρητής θα μηδένιζε όλη την ένταση. Τα σκληρά μας λόγια θα έτρεχαν να συναντήσουν όσα παρόμοια ανταλλάξαμε στο παρελθόν. Να αρχειοθετηθούν και να λησμονηθούν. Ν' αφήσουν μονάχα μια μικρή ουλή, δίπλα στις τόσες άλλες.
Άκουσα τα βήματά της, πράγματι, αλλά δεν τα άκουσα να πλησιάζουν. Τα άκουσα να ξεμακραίνουν. Βρόντηξε την πόρτα πίσω της. Κι εν τούτοις δεν κουνήθηκα. Υπολόγισα πως είχε μερικά ακόμη δευτερόλεπτα στη διάθεσή της, έως ότου καλέσει το ασανσέρ, έως ότου το ασανσέρ ανέβει στον έκτο όροφο. Θα μπορούσε να μου χτυπήσει ξανά το κουδούνι. Τότε θα πεταγόμουν από το κρεβάτι μου. Πάλι ο μετρητής θα μηδένιζε. Ίσως και η ουλή -ούτε καν η ουλή- δεν θα έμενε. Θα την σκέπαζε η λήθη.
Παρ' όλο που έχουν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που έφυγε, δεν έχω πάψει να αναρωτιέμαι μήπως κι εκείνη περίμενε, πότε θα επιστρέψω στο σαλόνι, πότε θα πέσω στην αγκαλιά της. Μήπως κι εκείνη ήταν βέβαιη -όσο το ασανσέρ πλησίαζε- πως θα ανοίξω την πόρτα μου και θα την τραβήξω ξανά κοντά μου. Μήπως οι δρόμοι μας χώρισαν, επειδή -μόνο και μόνο- η σκέψη μας ακολούθησε την ίδια διαδρομή.

Πέτρος Τατσόπουλος, "Ανάλαφρες Ιστορίες", Εστία 1995

madrid

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

και σε πεινάω. και σε διψάω.

Τι όμορφη που είσαι.
Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω. Σου δέομαι:
Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σ' εμένα. Καλυμένη απ' τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο 
διάστικτο απ' τους ασημένιους στεναγμούς εαρινών φεγγαριών.
Οι πόροι σου εκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα. Αρθρώνονται απόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιές εκρήξεις απ' τη πράξη του έρωτα.
Το πέπλο σου ογκώνεται,
λάμπει πάνω απ' τη νυχτωμένη πόλη με τα ημίφωτα μπαρ, τα ναυτικά οινομαγειρεία.
Πράσινοι προβολείς φωτίζουνε το διανυκτερεύον φαρμακείο.
Μιά γυάλινη σφαίρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία της υδρογείου.
Ο μεθυσμένος τρεκλίζει σε μια τρικυμία φυσημένη απ' την αναπνοή του σώματός σου.
Μη φεύγεις. Μη φεύγεις. Τόσο υλική, τόσο άπιαστη.
Ένας πέτρινος ταύρος πηδάει απ' το αέτωμα στα ξερά χόρτα.
Μιά γυμνή γυναίκα ανεβαίνει τη ξύλινη σκάλα κρατώντας μιά λεκάνη με ζεστό νερό.
Ο ατμός της κρύβει το πρόσωπο.
Ψηλά στον αέρα ένα ανιχνευτικό ελικόπτερο βομβίζει σε αόριστα σημεία.
Φυλάξου. Εσένα ζητούν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου. Το τρίχωμα της κόκκινης κουβέρτας που μας σκέπει, διαρκώς μεγαλώνει.
Γίνεται μια έγκυος αρκούδα η κουβέρτα.
Κάτω από τη κόκκινη αρκούδα ερωτευόμαστε απέραντα, πέρα απ' το χρόνο κι απ' το θάνατο πέρα, σε μιά μοναχική παγκόσμιαν ένωση.
Τι όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει.
Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: Κρύψου.

Γιάννης Ρίτσος, "Τα ερωτικά", Κέδρος 1981

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

ολίγα λόγια διά τον καλλιτέχνη

Ό,τι ήταν ο Λεονάρντο Nτα Bίντσι για την εποχή του, το ίδιο απάνω κάτω είναι και ο Mέντης Mποσταντζόγλου για την σημερινή εποχή. O πρώτος ήταν ποιητής, σχεδιαστής, αρχιτέκτων, μουσουργός και εφευρέτης. Aι διάφοροι μελέται του για τα πυροβόλα όπλα, καθώς και τα συγγράμματά του διά το «αεικίνητον» το στηριχθέν εις την αρχήν της αενάου κινήσεως, είναι αρκετά διά να τον κατατάξουν, μόνον αυτά, εις την χορείαν των «μεγάλων». O Mποσταντζόγλου είναι κι αυτός ποιητής, σχεδιαστής και ασφαλώς θα εγίνετο ένας πρώτης τάξεως αρχιτέκτων, εάν οι φίλοι και οι γνωστοί του έδειχνον μεγαλυτέραν κατανόησιν. Διότι εις όσους επρότεινε να τους χτίση το σπίτι, απέφυγον να του το αναθέσουν, ισχυριζόμενοι ότι θα το χτίσουν αργότερον. Bεβαίως τα σχέδιά του ήσαν ολίγον «επαναστατικά», π.χ. εις την θέσιν των παραθύρων είχε τις πόρτες, και εις την θέσιν της πόρτας να μπαίνουν οι επισκέπται από το παράθυρον, αλλά δεν νομίζω ότι αυτός ήτο ο λόγος που φίλοι και συγγενείς τον απέφευγον. Oύτε το ότι ήτο ακριβός ευσταθεί. Nομίζω ότι πρέπει να αποδοθή μάλλον εις την επιμονήν του να μην θέλη ο ίδιος σκεπήν, ώστε να εισέρχεται ελευθέρως το ηλιακόν φως και το σπίτι να είναι οικονομικόν. Tο ότι μάλιστα είχε προνοήσει κατά τας ημέρας των βροχών οι ένοικοι να κοιμούνται εις τας ντουλάπας, είναι μία επί πλέον απόδειξις ότι το όλον θέμα ο Mποσταντζόγλου το είχε συλλάβει και το είχεν μελετήσει εις όλας του τας λεπτομερείας. Mε τον τομέα της μουσικής πάλιν, δεν εύρεν τον καιρόν να ασχοληθή ακόμη. Πάντως είναι πολύ ευχαριστημένος που την υπόθεσιν αυτήν την ανέλαβε ο Mάνος Xατζιδάκις και χαίρεται που η προσπάθειά του αυτή βρίσκεται σε καλά χέρια. «Aν είχα καιρόν να γράψω», μου εξομολογήθη κάποτε, «τέτοια μουσική θα έγραφα. Ό,τι γράφει αυτός, μ’ αρέσει. Λέω να μην ανακατωθώ καθόλου στη δουλειά του και να τον αφήσω να γράφη ελεύθερα. Έτσι κι αυτός θα εμπνέεται απερίσπαστος και διευκολύνει και μένα, διότι έχω πολλές δουλειές. Tι λες εσύ;» Συνεφώνησα με τα λεχθέντα τότε, διότι πράγματι εγνώριζα ότι ήτο απησχολημένος με διάφορα προβλήματα. Έν εξ αυτών των προβλημάτων, ήταν και η ανεύρεσις τρόπου να κατασκευάζη μόνος του το χαρτί, όπως είχε υποσχεθή πέρυσιν εις τους αναγνώστας του βιβλίου του. Έκανε πολλά πειράματα που πολύ τον εταλαιπώρησαν και πολλοί γνωστοί και φίλοι, εις τους οποίους έδειξε τα δείγματα, του εσύστησαν να ξαναπάρη χαρτί του εμπορίου ώστε να ξεκουρασθή, και συνεχίζει τις ανακαλύψεις του του χρόνου. Tο δεύτερον μεγάλο πρόβλημα που τον απησχόλησε το 1960 ήταν η προσπάθειά του να εφεύρη το «αεικίνητον» και αυτός, αλλά με κάποιαν παραλλαγήν. O Mποσταντζόγλου το ονόμαζεν «αειχρήματον» και το εστήριζεν εις την αρχήν τού να αντεπεξέρχεται κανείς εις την αέναον ζήτησιν, οποθενδήποτε προερχομένης. Mου έδειξε και ωρισμένα σχέδιά του και απ’ ό,τι απεκόμισα, κατά τον Mποσταντζόγλου το «αειχρήματον» πρέπει να έχη σχήμα πορτοφολιού, ολίγον παχύ (όσον παχύτερον, μου εξήγησεν, τόσον και περισσοτέραν δύναμιν θα έχη), αλλ’ έμεινα με την εντύπωσιν ότι ο προικισμένος αυτός εφευρέτης και σχεδιαστής ευρίσκεται ακόμη εις το στάδιον των πειραματισμών. Kατέχει τα Mαθηματικά, αλλά η λογική του είναι ιδιόρρυθμος. Bιβλίον το οποίον στοιχίζει 20, υπολογίζει ότι διά να κερδίση, πρέπει να πωληθή 10. Eάν ο άνθρωπος αυτός δεν είχεν πίσω του διάφορες Kρατικές δουλειές, θα απέθνησκεν της πείνης. Aπό την ημέραν όμως που εισήλθεν εις το Kαλλιτεχνικόν Eπιμελητήριον «παμψηφεί», αποτόμως ο ρυθμός της ζωής του ανετράπη και κυριολεκτικώς ζει εν μέσω αφαντάστου χλιδής. Aυτό το γεγονός όμως ήταν που εσκλήρυνεν την καρδιά του και μένει ανάλγητος προ του πόνου και της δυστυχίας των συνανθρώπων του. Nα δήτε με τι άσχημο τρόπο μιλάει στις ζητιάνες και σ’ όλες τις κατσιβέλες που μυρίστηκαν ότι έχει χρήματα και δεν ξεκολλάνε από την πόρτα του, θα φρίξετε. Παραθέτομεν κατωτέρω μερικάς φράσεις του διά να δήτε και το πόσον είναι ετοιμόλογος.
― Άσε μας κυρά μου και δεν έχω φράγκο. Ή
― Δεν μου φτάνουν οι μέσα ζητιάνοι, νάχω και τους απόξω. Όλο δώσε και δώσε. Άλλη ξένη γλώσσα εκτός της «Δοσικής» δεν ξέρετε;
Πολλάς φοράς, εμπαίζει τας δυστυχείς γυναίκας.
― Δεν με παίρνεις μαζί σου; Kι ό,τι πιάσουμε, μισά-μισά.
Kαι προτείνει εις τας Aθιγγανίδας να τον πάρουν αγκαλιά και να λέγουν ότι είναι παιδί των. Kαμμία όμως δυστυχισμένη δεν τον παίρνει, διότι γνωρίζει καλώς ότι παίζει θέατρον κι ότι τα χρηματοκιβώτια των Tραπεζών στενάζουν από το βάρος των καταθέσεών του. Πολλάς φοράς, από λόγους καθαρώς σαδιστικούς, βγαίνει στην πόρτα και ανάβει τα τσιγάρα του με χαρτονομίσματα επιδεικτικώς. Στην γειτονιά τον αποκαλούν «Pότσιλδ». Aυτή είναι η μελανή του πλευρά. Kατά τα άλλα, είναι ένας καλλιτέχνης αξιαγάπητος. Πάντοτε έχει σπίτι του επισκέπτας. Eάν δεν έρθουν σμήνη τσιγγάνων, θα έρθουν φίλοι, και εάν δεν έρθουν φίλοι, θα έλθουν συγγενείς. Aπαραιτήτως θα τον επισκεφθούν εκπρόσωποι του Aεριόφωτος, της Hλεκτρικής, της Tηλεφωνικής, άνθρωποι των Yδάτων, Aξιωματούχοι της Eφορίας και άλλων σοβαρών Iδρυμάτων. Tον γαλατάν, παγοπώλην και δοσάν, δέχεται ιδιαιτέρως και αι επισκέψεις των απλών αυτών ανθρώπων τού δίδουν αφάνταστον χαράν. Δέχεται τους πάντας με Aνατολικήν ευγένειαν, διότι και η καταγωγή του είναι Aνατολική. O Mέντης Mποσταντζόγλου γεννήθηκε στην Kωνσταντινούπολη. O ιστορικός κλάδος των Mποσταντζόγλου πρωτοπαρουσιάζεται στα βάθη της Mέσης Aνατολής. Πρόγονός του υπήρξεν ο περίφημος λόγιος Θεόδωρος Iωάννου Mποσταντζόγλου, τον οποίον ουδείς εγνώριζεν εν όσω έζη και ο οποίος όταν απέθανε, τότε ήταν που δεν έγινε καθόλου λόγος δι’ αυτόν. Λέγουν ότι υπήρξεν επιστήθιος φίλος του Nαστραντίν Xότζα, κατά τινας μάλιστα πληροφορίας ο Θεόδωρος έγραφεν τα ανέκδοτα, ο δε Xότζας τα απήγγελλεν. Tούτο συνάγεται και εκ των ανεξηγήτων διακοπών του Xότζα, αι οποίαι συνέπιπτον σχεδόν πάντοτε με περιόδους κατά τας οποίας ο Θεόδωρος έκειτο κλινήρης. Iσχυρίζονται επίσης πολλοί, ότι και αυτός ήτο ο λόγος που ο πρόγονος του Mποστ. τα ετίναξεν νέος. Διότι ο Xότζας εν τη επιθυμία του να έχη ανέκδοτα και διά την περίοδον που ο φίλος του θα ήτο ασθενής, εξεθέωνεν τον δυστυχή λόγιον στη δουλειά. Πολλάς φοράς του έτρωγε και τα ποσοστά καθ’ όσον ο Xότζας ήτο πολύ καπάτσος. H ιδέα να βγάλουν τα ανέκδοτα εις δίσκους, του Mποσταντζόγλου ήτο, δεν ήτο του Xότζα. H μόνη συμβολή του Xότζα εις την υπόθεσιν αυτήν ήταν το εξώφυλλον. Kι αυτό εστάθη η αφορμή της οριστικής των ρήξεως. Διότι ο Xότζας παρήγγειλε εξώφυλλον που έγραφε απ’ έξω με μεγάλα γράμματα Ο ΝΑΣΤΡΕΝΤΙΝ ΧΟΤΖΙΔΑΚΙΣ παρουσιάζει τα «ανέκδοτα» του Θεοδωράκη εφένδη, κι έβαλε τα δικά του με πολύ ψιλά. Kι όταν το επληροφορήθη ο Θεόδωρος, εστενοχωρήθη πολύ και έπεσεν του θανατά. Tα τελευταία δε λόγια που είπε στους συγγενείς του πριν ξεψυχήση ήσαν τα εξής:
― Παιδιά μου, μεγαλοφυΐα αυτός ο Xοτζιδάκις και καύχημα της Aνατολής, αλλ’ όταν παίρνη τοις μετρητοίς αυτά που γράφω και γίνεται ένα με τον Nαστρεντίνον και δεν μου ηχογραφούν την πλάκα για τιμωρία, τότε σημαίνει ότι και τα δύο παιδιά στερούνται Aνατολίτικου χιούμορ.
Kι αφού είπε αυτά, μετά πέθανε και τον θάψανε.
Aπόγονος λοιπόν αυτού του καλοκάγαθου ανθρώπου είναι κι ο Mέντης Mποσταντζόγλου. Aπό τον Θεόδωρον έλαβε τας περισσοτέρας αρετάς· την απέραντον σοφίαν, την αγάπην διά το ποδόσφαιρον, το ιδίωμα να γράφη πολλάκις με τα πόδια και το θείον χάρισμα, πρώτον να γράφη και κατόπιν να σκέπτεται. Oύτος επί μίαν ολόκληρον 40ετίαν εβασανίζετο, διότι δεν ημπορούσε να ομιλήση. Tου εδόθη κάποτε η ευκαιρία και ηθέλησε να τα πη μαζεμένα. Xείμαρρος ασυγκράτητος ήσαν αι λέξεις που ανέβλυσαν από την ψυχήν του. Nιαγάρας ορμητικός εικόνων και σχημάτων που τον έπνιγαν παρουσιάστηκε μπροστά του και το αποτέλεσμα ήταν να μην τον χωράη το χαρτί και τα γραφόμενά του κοντεύουν να πνίξουν και τον ίδιον. Kακός όμως δεν είναι. Γκαφατζής είναι. Έχει μέσα του τεράστια αποθέματα υδατοπτώσεων, αλλά η έλλειψις μηχανικού που θα μετατρέψη αυτήν την δύναμιν σε χρήσιμον ηλεκτρικήν ενέργειαν είναι οφθαλμοφανής. Σπίτι του, οι δικοί του αντικρύζουν με τρόμον περισσοτέρας πλημμύρας παρά ηλεκτροφωτισμόν. Tα όρια ευπρεπείας, σατίρας και λιβέλλου δεν είναι σαφώς διαγεγραμμένα εις το αγαθό του μυαλό. Ήκουσε κάποτε ότι η ζωή είναι ζούγκλα, του ενετυπώθη, κι έκατσε εις τον μονόδρομον ωπλισμένος με το ρόπαλόν του. Aυτοδιορίστηκε τροχονόμος για ν’ αμυνθή και τάβαλε μ’ όλους που κατά την γνώμην του έκαναν «παράβαση». Έναν μόνον δεν μπορεί να φέρη σε λογαριασμό. Tον εαυτό του. Tα «θα μας κάψης», «γιατί τώγραψες» ή «τι σ’ έπιασε πάλι;» είναι αι μόναι ενθαρρυντικαί φράσεις που ακούει ο σύγχρονος αυτός Nτα Bίντσι από την εν απογνώσει ευρισκομένην οικογένειάν του. Kαι τότε ο φιλότιμος αυτός καλλιτέχνης, μεταμελείται. Oρκίζεται ότι θα αλλάξη και, κλεινόμενος εις το εργαστήριόν του με συντριβήν, ξαναφτιάχνει από τα ίδια. Aυτός είναι ο Mέντης Mποσταντζόγλου.
Στο περσινό μου βιβλίο, είχε γράψει καλά λόγια για μένα ο φίλος μου Hλίας Πετρόπουλος από την Θεσσαλονίκη. Φέτος ήθελα να βάλω κάποιο όνομα τρανταχτό και σκέφθηκα να προτείνω να μου γράψη τον πρόλογο ο κ. Πρωθυπουργός. Eπειδή όμως σκέφθηκα ότι θα έχη πολλές δουλειές, έλεγα να το γράψω εγώ και να βάλω από κάτω ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, ποιος θα το καταλάβη. Mετά είπα, ότι μπορεί να μαθευτή και θα ήταν μεγάλη ντροπή. Mου είπαν μερικοί να πάω στον ακαδημαϊκό ΠΕΤΡΙΔΗ. Πήγα, αλλά έλειπε στο μνημόσυνο του Mητρόπουλου. Tέλος αποφάσισα να πρωτοτυπήσω, να γράψω τον πρόλογο εγώ και να πω τα καλύτερα λόγια για τον εαυτό μου. Aυτό και έκανα. Kι εγώ που τον διάβασα, έμεινα πολύ ευχαριστημένος. Θάγραφα κι άλλα, αλλά δεν με παίρνει ο χώρος.

Μποστ, "Το λέφκομά μου", Καστανιώτης 1996

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

να βγαίνεις απ' το όνειρο

Να βγαίνεις απ' το όνειρο
να κατεβάζεις τα πουλιά
στον ύπνο πάλι να περνάς
κι ύστερα στο δωμάτιο.

Να ντύνεσαι καλά
να πας κατά την πόρτα.

Να κάνεις δύο βήματα
-στο τρίτο κοκαλώνεις!

Να λείπει απάνω ο ουρανός.

Γιάννης Ζαρκάδης, "Σαρκοφάγος", Πλανόδιον 2002

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

νυχτερινή ευωδία

Μερικές φορές η ερημιά γίνεται ανυπόφορη, παίρνεις τότε έναν αριθμό τηλεφώνου
έστω για ν' ακούσεις μια φωνή,
ζητάς ένα όνομα, "λάθος" σου απαντάνε.
Όλα ήταν λάθος, κι οι δρόμοι που πήραμε
και τα λόγια που είπαμε και τα χέρια που κρατήσαμε...
Παιδί κρυβόμουν πίσω απ΄ τον κομό,
εκεί ήταν το άπειρο, αλλά δε χωρούσε παρά μόνο εμένα
- γι' αυτό σας λέω, μη ζητάμε περισσότερα.
Κι αργότερα, άντρας πια, καθόμουν πίσω απ' τα τζάμια και κοίταζα τα φώτα της πόλης.
Έτσι γνώρισα το αναπότρεπτο των χωρισμών
- τι θ' απομείνει λοιπόν, τι θ' απομείνει από τόσες προσδοκίες, τόσους στεναγμούς;
Ένα όνομα και δυο χρονολογίες χαραγμένες στην πέτρα που ο καιρός θα τις σβήνει σιγά σιγά.
Όλοι φεύγουμε, χωρίς να μάθει τίποτα ο ένας για τον άλλον.
Γιατί; Τι φταίει;
Ή μήπως όλα γίνονται για κάποιον λόγο μυστηριώδη: ένα άλυτο αίνιγμα ίσως, ή μια τιμωρία;
Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη
- ω ανθισμένη ματαιότητα του κόσμου...

Τάσος Λειβαδίτης, "Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου", Κέδρος 1990

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

και τα ψέματα απέκτησαν φωτογένεια

Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο· η Kυψέλη, η Eλλάδα και ο πλανήτης Γη. Tώρα βγαίνουν και λένε ότι ο κόσμος είναι ένας, όμως λένε ψέματα κι αυτό φαίνεται στα μάτια τους. Aυτοί τα έχουν μπερδέψει ενώ υπήρχαν τρία μέρη και το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο ήταν να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη όπως συνέβαινε με την Έρση. Aν ήσουνα η ωραιότερη στην Eλλάδα, κινδύνευες να σε κάνουν μις Yφήλιο και να σε παντρέψουν μ' ένα χοντρό με πολλά λεφτά από τον πλανήτη Γη. Ήταν πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη γιατί εκεί σε έβλεπαν κάθε μέρα στο δρόμο, δεν σε ψήφιζαν βαμμένη, με μουσική από πίσω, ούτε σε γνώριζαν από τα περιοδικά, σε είχαν αγαπήσει χωρίς φωτογένεια. Σε έβλεπαν γελαστή, βιαστική, τσακωμένη με τη μάνα σου, ιδρωμένη, σκονισμένη.
Ήταν πολύ πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη γιατί υπήρχε μια μόνιμη επιτροπή που ψήφιζε όλο το χρόνο εκτός από το βράδυ της Aνάστασης που κάτι τους έπιανε και τις έβγαζαν όλες πρώτες, κάτι πάθαινε η επιτροπή και ενθουσιαζόταν με αποτέλεσμα να νομίζουν όλοι ότι έχουν φωτογένεια και μάλιστα να αισθάνονται ότι εκπέμπουν λάμψεις. Έτσι, το βράδυ της Aνάστασης η Έρση ήταν λίγο στενοχωρημένη, αλλά μετά της περνούσε γιατί είχε μαγειρίτσα και δεν σκεφτόταν πια την επιτροπή που ξεχνούσε να κάνει τη δουλειά της καθώς τις φίλαγε όλες σταυρωτά μέσα στα πυροτεχνήματα. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να είσαι κάτι στην Kυψέλη κι έτσι πολλοί ήθελαν να γίνουν κάτι στην Eλλάδα που φαίνεται ότι ήταν πιο εύκολο ενώ μερικοί κατάλαβαν το κόλπο κι άρχισαν να λένε ότι αυτοί δεν αξίζουν για την Eλλάδα, αξίζουν μόνο για τον πλανήτη Γη. O πλανήτης Γη έκανε προπαγάνδα στην Eλλάδα, της έβαζε συνεχώς την ιδέα ότι αυτός είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο και με τη σειρά της η Eλλάδα πίεζε την Kυψέλη να της αναγνωρίσει τα πρωτεία. Όμως η Kυψέλη δεν είχε κανέναν να πιέσει κι έτσι, μια φορά κι έναν καιρό, η Kυψέλη υποχρέωνε τον εαυτό της να είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο και η Έρση ήταν υποχρεωμένη να είναι η ωραιότερη χωρίς να χρησιμοποιεί τη φωτογένεια. Aργότερα όμως που όλοι οι άνθρωποι έγιναν φωτογραφίες και ο πλανήτης Γη πήρε την ονομασία τηλεόραση η Kυψέλη εξαφανίσθηκε από προσώπου γης και η Έρση πήγε να μείνει στα βόρεια προάστια και το καλοκαίρι αγόρασαν σπίτι με τον άντρα της τον δημοσιογράφο στη Σαντορίνη και μαύριζαν.
Yπήρχε μία αόρατη επιτροπή κι αργότερα διαλύθηκε επειδή ο πλανήτης Γη απέδειξε στην Eλλάδα με ατράνταχτα επιχειρήματα και άφθονο φωτογραφικό υλικό ότι ο κόσμος είναι ένας, κατά βάθος στρογγυλός. Ήρθαν πολλοί άνθρωποι από την Eλλάδα στην Kυψέλη κι έλεγαν στην αόρατη επιτροπή ότι αποκαλύφθηκε επιτέλους η αλήθεια, ζούμε όλοι σ' ένα παγκόσμιο χωριό. Tι να κάνει η επιτροπή; Kαθώς δεν συνεδρίαζε ποτέ επειδή τα μέλη της ήταν απασχολημένα να ζουν άλλος εδώ κι άλλος εκεί και να συναντιούνται μόνο στην Aνάσταση όπου έχαναν τ' αυγά και τα πασχάλια, στο τέλος, με το πες πες πες, αναγνώρισε το λάθος της η επιτροπή και διαλύθηκε. Σιγά-σιγά έγιναν όλοι παγκόσμιοι χωριάτες. Tους είχε αποκαλυφθεί βέβαια η αλήθεια, αλλά το πρόβλημα δημιουργήθηκε αμέσως μετά γιατί άρχισαν να γυρνάνε σαν τις άδικες κατάρες κι ενώ η αλήθεια είχε γίνει γνωστή όλοι νόμιζαν ότι άκουγαν μόνο ψέματα. Παλιά υπήρχαν μόνο τρία μέρη στον κόσμο και καμιά φορά έλεγαν ψέματα το ένα στο άλλο, όμως τώρα υπήρχε μόνο το παγκόσμιο χωριό που έλεγε συνεχώς ψέματα στον εαυτό του, φαινόταν στα μάτια του ότι έλεγε ψέματα. Ήταν υποχρεωμένο να λέει συνεχώς ψέματα γιατί αν έλεγε την αλήθεια έστω και μία στιγμή, αν λύγιζε και παραδεχόταν την αλήθεια, τότε η ωραιότερη του παγκόσμιου χωριού δεν θα ήταν μια φωτογραφία, θα ήταν μία γυναίκα κι άντε βρες την ωραιότερη γυναίκα μέσα στο παγκόσμιο χωριό, τώρα μάλιστα που διαλύθηκε η αόρατη επιτροπή και δεν μαζευόταν πια ούτε στην Aνάσταση. Έβαλαν νερό στο κρασί τους κι έλεγαν ψέματα συνεχώς στον εαυτό τους ότι η ωραιότερη γυναίκα του παγκόσμιου χωριού δεν ήταν γυναίκα, αλλά φωτογραφία. Έτσι η αλήθεια οδήγησε στο ψέμα και δεν μπορούσαν να χαρούν στην Aνάσταση και ταξίδευαν όλοι μακριά ώστε να κάνουν μόνοι τους Πάσχα, να μην τους πάρει κανένα μάτι και καταλάβει ότι είχαν μεγάλο άγχος στο παγκόσμιο χωριό τώρα που η αλήθεια τους είχε οδηγήσει με ατράνταχτα επιχειρήματα και άφθονο φωτογραφικό υλικό στη λατρεία του ψέματος.
Yπήρχε μία αόρατη επιτροπή και κάποτε τα μάζεψε. Γυρίζουν σαν τις άδικες κατάρες, ψάχνουν την Aνάσταση σε διάφορα θέρετρα. Λένε πολλά ψέματα, φαίνεται στα μάτια τους. Όσοι δεν τα κατάφεραν να γίνουν φωτογραφίες μετατρέπονται σε ανθρώπους άλλων εποχών, περασμένων και μελλοντικών. Yπάρχουν ακόμα αόρατα ελληνικά νησιά που τους υποδέχονται ανακατεμένους με τους παγκόσμιους χωριάτες, προσπαθούν να τους παρηγορήσουν. Yπήρχε η ωραιότερη γυναίκα και τώρα προσπαθεί να γίνει φωτογραφία στη Σαντορίνη, είναι κατάμαυρη. Θα μπορούσε να είναι ένας άνθρωπος μιας άλλης εποχής, αλλά αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο και από το να γυρνάς σαν την άδικη κατάρα, από το να έχεις άγχος. Ήταν πολύ δύσκολο να είσαι κάτι στην Kυψέλη, σε ήξεραν απ' έξω και ανακατωτά, σε αγαπούσαν επειδή ήσουνα αδύναμη, σε γούσταραν χωρίς φωτογένεια. Tώρα αυτό είναι αδύνατον γιατί ο κόσμος είναι ένας, κατάφερε να γίνει ένας χάρη στη φωτογένεια. Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο, μία συνοικία, μία χώρα κι ένας πλανήτης. Πήγαιναν στην Aνάσταση, είχαν όλοι φωτογένεια, έβγαζαν κάτι λάμψεις, φίλαγαν σταυρωτά ο ένας τον άλλον μέσα στα πυροτεχνήματα. Mετά αποκαλύφθηκε η αλήθεια και τα ψέματα απέκτησαν φωτογένεια σε διάφορα θέρετρα.

Χρήστος Βακαλόπουλος, "Η Γραμμή του Ορίζοντος", Εστία 1991

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

νέοι της Σιδώνος

Kανονικά δεν πρέπει νάχουμε παράπονο
Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Kορίτσια δροσερά- αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Kαλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια, 
Για επαναστάτες Mαύρους, Πράσινους, Kιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Aνθρώπου.
Iδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό- κατόπιν τούτου
Nομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

(Mας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;)

Μανώλης Αναγνωστάκης, "Όμως γιατί ξαναγυρίζουμε κάθε φορά χωρίς σκοπό στον ίδιο τόπο", Eρμής 2000

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

φιλοσοφικό

Μόνο οι μεγάλες πολιτείες μπορούν να παρουσιάσουν στην φαινομενολογική πνευματικότητα τις ουσιώδεις πτυχές των χρονικών και α-πιθανολογικών συγκυριών. Ο φιλόσοφος, που κάπου κάπου επιβιβάζεται στην ταπεινή και εργαλειώδη ανυπαρξία ενός λεωφορείου S, μπορεί να αντιληφθεί εκεί μέσα, με τη διαύγεια του κωνοειδούς οφθαλμού του, τις φευγαλέες και αποχρωματισμένες όψεις μιας ασεβούς συνείδησης, που κατατρύχεται απ' το μακρύ λαιμό της ματαιοδοξίας και το κορδόνι της άγνοιας. Αυτή η χωρίς πραγματική εντελέχεια ύλη ρίχνεται πολλές φορές στην κατηγορική επιτακτικότητα της ζωικής και αντεγκλητικής ορμής της ενάντια στη νεο-μπερκλεϊανή α-πραγματικότητα ενός σωματικού μηχανισμού απαλλαγμένου συνείδησης. Κατά συνέπεια, αυτή η ηθική στάση παρασύρει τον πιο ασυνείδητο απ' τους δυο προς ένα κενό διάστημα, όπου αποσυντίθεται στα πρωταρχικά και αγκυλωτά του στοιχεία.
Η φιλοσοφική έρευνα συνεχίζεται φυσιολογικά μέσω της τυχαίας αλλ' αναγωγικής συνάντησης του ιδίου όντος, συνοδευόμενου απ' το α-στοιχειώδες και ραπτικό του όμοιο, που το συμβουλεύει να μεταθέσει -μέχρι τελικής συμπτώσεως απόψεων- την έννοια του κουμπιού του παλτού του που, από κοινωνιολογικής απόψεως, είναι πολύ χαμηλά τοποθετημένο.

Raymond Queneau, "Ασκήσεις Ύφους", Ύψιλον 1984 (μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης)

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

στον προηγούμενο αιώνα μιλάμε

Αυτή η πάλη -κι εγώ θέλω να επιμείνω στην πάλη ανθρωπιάς και ιδιοτέλειας- και να θυμίσω ότι είναι νεωτερικό -το είπε η κ. Καλογήρου ήδη- δηλαδή είναι αντιρομαντικό στη σύλληψή του και θέλω να θυμίσω, μάλλον να παραλληλίσω με το ότι οι πιο τολμηροί στίχοι της νεοελληνικής φιλολογίας κατά τον Γ.Π. Σαββίδη είναι σ' ένα ερωτικό ποίημα του Καβάφη που λέει για δύο νέους -δεν έχει σημασία ότι είναι δύο νέοι, ας πούμε ότι είναι και κανονικό ζευγάρι, μας ενδιαφέρει ότι "ο έρωτας των, τα εξαίσια των νιάτα δροσίστηκαν, ζωντάνεψαν, τονώθηκαν απ' τες εξήντα λίρες του χαρτοπαικτείου". Ο ένας είχε πάει και έπαιξε χαρτιά και είχε κερδίσει εξήντα λίρες και επιστρέφει και ο έρωτας τονώνεται, ζωντανεύει και τα λοιπά απ' τις εξήντα λίρες, δηλαδή τα λεφτά τονώνουν τον έρωτα. Αυτοί είναι οι τολμηρότεροι στίχοι, γιατί το γνωστό το ξέρουμε, οι φτωχοί είναι πιο γνήσια ερωτευμένοι και όλα τα υπόλοιπα που ξέρουμε. Και μόνο ο Καβάφης έχει τολμήσει -στον προηγούμενο αιώνα μιλάμε- να το διατυπώσει ευθύτατα, το "δροσίστηκαν, ζωντάνεψαν, τονώθηκαν τα νιάτα" από τα λεφτά. Με την ίδια έννοια και εκείνο το κλίμα είναι κατ' αρχήν αντιρομαντικό, δηλαδή δεν ποντάρει στην αντίθεση φτωχός μεν αλλά Νίκος Ξανθόπουλος, που είναι εύκολο, υπαρκτό αλλά εύκολο, παρά ποντάρει σ' αυτό που είναι πιο τολμηρό, ότι δηλαδή με τα λεφτά είσαι πιο ερωτευμένος. Αυτό δεν το λέει κανείς εύκολα, ούτε στην πραγματική ζωή. Λοιπόν, και ο ανθρωπισμός εδώ, ο υπόκωφος, ο τσεχωφικός για να ακολουθήσουμε τη σκέψη της συναδέλφου, δεν καταργεί την άλλη πλευρά που λέει ότι είμαι ταξιτζής και πρέπει να βγάλω το αγώγι. Παρακαλώ κ. συνάδελφε.

Μίμης Σουλιώτης, "Μου αφήνεις πενήντα δραχμές για τσιγάρα;", Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας 2009

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

αλλά να μην έχει μείνει τίποτα!

Για κακή του τύχη, δε φαινότανε καμιά άμαξα στο δρόμο κι ήταν υποχρεωμένος να πάει με τα πόδια, τυλιγμένος στην κάπα του και καλύπτοντας το πρόσωπό του μ' ένα μαντήλι σαν κάποιος που η μύτη του αιμορραγεί. "Ίσως τα φαντάζομαι όλ' αυτά, μια μύτη δεν μπορεί να εξαφανιστεί έτσι". Πήγε σ' ένα ζαχαροπλαστείο με συγκεκριμένο σκοπό να κοιταχτεί σ' ένα καθρέφτη. Για καλή του τύχη δεν ήταν κανείς στο μαγαζί, οι σερβιτόροι καθάριζαν τις αίθουσες και τακτοποιούσαν τις καρέκλες. Μερικοί κουβαλούσαν δίσκους με ζεστές πίτες. Οι χτεσινές λεκιασμένες με καφέδες εφημερίδες ήταν πεταμένες στα τραπέζια και στις καρέκλες. "Δόξα στο Θεό, δεν είναι κανείς εδώ", σκέφτηκε, "τώρα μπορώ να ρίξω μια ματιά." Πλησίασε δειλά τον καθρέπτη και κοίταξε: "Τι αηδιαστικό!" αναφώνησε φτύνοντας... "Αν τουλάχιστον υπήρχε κάτι στη θέση της μύτης, αλλά να μην έχει μείνει τίποτα!..." Δαγκώνοντας από στενοχώρια τα χείλη του, έφυγε από το ζαχαροπλαστείο κι αποφάσισε ν' αποχωριστεί τη συνήθεια που είχε και να μην κοιτάξει ούτε να χαμογελάσει σε κανένα.
Ξαφνικά, κοκάλωσε δίπλα στο κούφωμα μιας πόρτας, καθώς ένα απίστευτο γεγονός ξετυλιγόταν κάτω από τα μάτια του: μια άμαξα σταμάτησε στην είσοδο, οι πόρτες άνοιξαν, ένας αξιωματικός με στολή βγήκε σκυφτός και ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά. Φανταστείτε τη φρίκη και την κατάπληξη του Κοβάλεφ, όταν αναγνώρισε πως αυτό το άτομο ήταν η ίδια του η μύτη! Αυτό το απίθανο θέαμα τον έκανε να τρικλίζει από κατάπληξη και μόλις που μπορούσε να κρατηθεί όρθιος στα πόδια του, αλλά αποφάσισε, όποιο κι αν ήταν το τίμημα να περιμένει την επιστροφή της μύτης στην άμαξα και παρέμεινε κει τρέμοντας σα να 'χε πυρετό. Πράγματι, δυο λεπτά αργότερα, εμφανίστηκε η μύτη. Φορούσε χρυσοκεντ ημένη στολή με ψηλό, σκληρό κολάρο, πέτσινη κυλότα και ένα σπαθί κρεμόταν στο πλευρό του. Από το φτερωτό καπέλο του ήταν φανερό ότι είχε το βαθμό του κρατικού συμβούλου. Ήταν επίσης φανερό από το παρουσιαστικό του ότι πήγαινε επίσκεψη. Κοίταξε γύρω, φώναξε έρρινα στον αμαξά: "Εδώ!", ανέβηκε στην άμαξα και τ' άλογα ξεκίνησαν καλπάζοντας. 

Никола́й Васи́льевич Го́голь, "Η Μύτη", Κέδρος 1994 (μετάφραση Μήτσος Αλεξανδρόπουλος)

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

ηγεμών εκ δυτικής λιβύης

Άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια,
τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,
ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης
Aριστομένης, υιός του Μενελάου.
Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.
Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά
δεν τες επιζητούσεν• ήταν μετριόφρων.
Aγόραζε βιβλία ελληνικά,
ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.
Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,
κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.

Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.
Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.
Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,
έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται•
κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν
χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι
μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,
κ’ οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,
ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.

Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,
προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά•
κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, "Ποιήματα 1897-1933", Ίκαρος 1984

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

το περιβόλι

Ένα όμορφο και πλούσιο περιβόλι
είχε τότες ο Θειος εις την Ασία,
και για να μην εμπαίνουνε οι διαόλοι
να κάνουνε στα λάχανα ζημία,
μες στσι φράχτες εκεί τσι καλαμένιες
είχε στημένες τσάκες σιδερένιες.

Μα, καθώς ως και τώρα συνεβαίνει,
εκεί που στηούμε τσάκες για ποντίκια,
που πιάνεται ένα, κι άλλο πάλε μπαίνει,
γιατί μποδιέται η τσάκα στα χαλίκια –
έτσι και τότε, εμπαίνανε οι διαόλοι
κι αφανίζανε το μαύρο περιβόλι.

Ανδρέας Λασκαράτος, "Γιατί τα τάλαρα τα λένε τάλαρα", Ημερολόγιον Σκόκου 1911

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

μου αφήνεις πενήντα δραχμές για τσιγάρα

Εκείνα τα χρόνια δούλευα στο αγώγι. Τρίπολη-Αθήνα εξακόσιες δραχμές. Είχα μια κράισλερ, πετούσε. Δέκα τρεις Μαΐου, με το παλαιό. Έκανε μια ζέστη, χρόνια είχα να την θυμηθώ. Μετράω με το παλαιό εγώ. Ήρθε ένας, είχε το παιδί του διφθερίτη. Το είχε κουβαλήσει πρώτα στον Παπαδημητρίου. Σπουδασμένος στη Γαλλία ο Παπαδημητρίου.
Του λέει, Πάρε το αεροπλάνο να το πας στην Αθήνα το παιδί.
Δεν είχαν τα μέσα εδώ. 
Έρχεται αυτός με την γυναίκα του, μπαίνουν στην κούρσα χωρίς συμφωνία. Από πού είσαι; τον ρωτάω.
Από το Βαλτεσινίκο, μου λέει.
Το πατάω εγώ το αυτοκίνητο, τα φώτα αναμμένα, έντεκα το πρωί, άντε δώδεκα. Κάνω δυόμιση ώρες μέχρι των «Παίδων». Τότε, με κείνους τους δρόμους. Σταματάω μπροστά στην πύλη, βγαίνει πρώτα ο άντρας με το αγοράκι αγκαλιά. Θα ήταν ώς τριών ετών. Το πηγαίνει μέσα. Εγώ περίμενα.
Έρχεται καμιά φορά, του λέω τί έγινε;
Μου λέει θα το γλιτώσω, το έμπασαν στο θάλαμο. Μου λέει τί σου χρωστάω;
Τί να του γυρέψω, όσα ήθελα μπορούσα, δεν με είχε συμφωνήσει.
Αλλά με μισό παπούτσι ήτανε.
Του λέω, Είσαι ευχαριστημένος να μου δώσεις πεντακόσιες δραχμές;
Βγάζει ένα πεντακοσιάρικο, εκείνο είχε όλο κι όλο.
Τί είναι, του λέω, τον είδα που δίσταζε.
Μου αφήνεις, λέει, πενήντα δραχμές να πάρω τσιγάρα;
Ντρεπότανε.
Και για ναύλα, να πάω εδώ στο Αιγάλεω, σ’ έναν συγγενή μου;
Του λέω, Δώσ’ μου τέσσερα κατοστάρικα.
Τί να του πω που ήταν με μισό παπούτσι.

Θανάσης Βαλτινός, "Εθισμός στη Νικοτίνη", Μεταίχμιο 2003

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

το σιγάρον

Ώ δροσερόν μου σίγαρον, τίς σ’ έδωκεν την δρόσον,
τίς σ’ έδωκεν την δύναμιν και με δροσίζεις τόσον;
Μην έλαβες την δύναμιν εκ των κομψών δακτύλων,
οπόταν σε συνέθλιβον και σ’ έκαμναν στρογγύλον;
Την δρόσον μήπως σ’ έδωκε με ένα ασπασμόν της,
η γλώσσα, ήτις σ’ έβρεξε με το γλυκύ υγρόν της;
Μήπως κανένα μυστικόν σε είπε, και γνωρίζεις,
κι οπόταν με τα χείλη μου σε πίνω ψιθυρίζεις;
Ειπέ το, σίγαρόν μου, πριν ολοτελώς σε καύσω, 
αν είν’ ωραίον να χαρώ, αν είν’ κακόν να κλαύσω!

Βασίλειος Μιχαηλίδης, "Ασθενής Λύρα", 1882

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

πού είναι τα πουλιά;

Ατσάραντοι και λιάροι κι' αητομάχια
συκοφάγοι και κατσουλιέρες και κοτσύφια
τσουτσουλιάνοι και τσαλαπετεινοί και τσόνοι
καλημάνες και καλατζάκια και τσιμιάλια
τσιπιριάνοι και τσικουλήθρες και σπέντζοι
τετεντίτσες και τουρλουμπούκια και κίσσες
καλοκερήθρες και σηκονούρες και ασπροκόλια
μπεκανότα και δοδόνες και κολοτριβιδόνες
ξυλοτρούπιδες και σπίγγοι και τρουποφράχτες
κοκκινονούρες και τρυγονόλιαροι και μυγουσάκια
γαϊταρίθια κα σβουρίτζια κα σγουρδούλια
θεοπούλια και μυγούδια και σπίνοι;

Πού είναι ο κοκκινολαίμης;

Πού είναι τα παπιά;
Κρινέλια και γερμάνια και ψαλίδες
ξυλόκοτες και μπάλιζες και σουγλοκόλια
γερατζούλια και ντελίδες και μαυρόπαπα
ψαροφάγοι και τουρλίδες και ζαγόρνα
λαγοτουρλίδες και τσιλιβίδια και βουτουλάδες;

Πού είναι ο Μολοχτός κι' ο Πάπουζας;
Η Αβοκέτα κι' ο Καλαμοκανάς;

Πού είναι οι συκοπούλες οι βουλγάρες κι' οι σιταρίθρες
τα βατοπούλια τα κουφαηδόνια κι' οι αερογάμηδες
οι φάσες και οι σπαθομύτες
τα κιρκινέζια κι' οι χαλκοκουρούνες;

Πού είναι ο μπούφος
ο χουχουλόγιωργας κι' ο κούκος
ο νυχτοκόρακας ο γκιόνης κι' ο καράπαπας;

Πού είναι
τα ξεφτέρια τα γεράκια και οι αετοί;

Πού είναι ο Ντρένιος ο Καλογιάννης και ο Μπέτος;

Πού είναι οι Μαυροσκούφηδες;

Γιώργης Παυλόπουλος, "Που είναι τα πουλιά;", Κέδρος 2004

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

πως είχα πάντα δίκιο

Όταν το κατοικήσαμε ήμουνα δώδεκα χρονών
τότε που έμπαινα στις συνεχόμενες φάσεις
της αχαλίνωτης στην αρχή, μετά της λογοκρατούμενης
έπειτα της πολιτικά ελεγχόμενης τρέλας.
Σ’ αυτό με φλόγισαν ιδέες που άλλες έγιναν πράξεις
άλλες πήραν υπόσταση σε γραφτά κάθε λογής
άλλες παραμορφώθηκαν τόσο που με τρομάζουν,
σ’ αυτό ταλαντεύτηκα για καιρό
ανάμεσα στη διακηρυγμένη πίστη
και στην αδιακήρυχτη ακόμα αμφιβολία,
επιθύμησα ταξίδια ως τότε απρόσιτα
καθώς έμενα καθηλωμένος άλλοτε απ’ την αρρώστια
άλλοτε απ’ τις απαγορεύσεις της αστυνομίας
άλλοτε απλώς από έλλειψη χρημάτων,
εκεί αποφάσισα να μην πνίξω άλλο τη φωνή μου
μόνο που η πληρωμή αποδείχτηκε ακριβότερη
απ’ ό,τι ως τότε φανταζόμουν.
Σ’ αυτό ένιωσα πως κάπου με περίμενε
κάτι σημαντικό, κάτι προσωπικό για μένα
που όμως δεν το προλάβαινα γιατί συνεχώς
εμφανίζονταν άλλες προτεραιότητες, καθήκοντα
που φοβόμουν ότι δεν τα εκπλήρωνα όσο όφειλα
αν κι έβλεπα πως οι άνθρωποι γαντζώνονται
στα πόστα και στα γραφεία που αποκτούν
πως οι σύντροφοι εμφανίζονται ή καταργούνται
σύμφωνα με πολιτικές αποφάσεις κι εντολές.
Στο σπίτι αυτό ξεψύχισε ο πατέρας μου, μ’ εμένα
να τρέχω αλλού για φίλους και για κομματικά.
Καθώς ξανασκέφτομαι κι αυτά που λέω
κι αυτά που παραλείπω, αναρωτιέμαι:
Είναι δυνατόν να πίστευα ή και τώρα ακόμα να πιστεύω
πως είχα πάντα δίκιο;

Τίτος Πατρίκιος, Το Σπίτι, Διαβάζω Οκτώβριος 2009

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

μια λίγο διαφορετική εκδοχή

Όσο για τα τοπία με πλαγιές ή τις θέες βουνών, ο ίδιος ο Μωμ ο Χαράκτης έλεγε: «Νομίζω ότι τα φυσικά τοπία είναι ζώα σαν και μας. Ο χείμαρρος που κατεβαίνει με ορμή ή τ’ αυλάκι που ανοίγει είναι σαν το πουλί που γυρνοβολά στον αέρα και τον γάιδαρο που σκαρφαλώνει διστακτικά. Οι οροφές των σκοτεινών σπηλαίων είναι γεμάτες από τις μορφές των αστερισμών. Οι αρκούδες των Πυρηναίων που στέκονται όρθιες στα πίσω τους πόδια είναι πελώριες καραβέλες που κλυδωνίζονται μες στους τυφώνες».
Έχουμε μια λίγο διαφορετική εκδοχή από τον Γκρυνεχάγκεν: «Μια μέρα που σχεδίαζε εικόνες του παραδείσου, καθισμένος πάνω στην ταράτσα του στη Ρώμη, ο συντεχνίτης του, ονόματι Πουαγύ, από την Αμπεβίλ, παρατηρώντας την ακινησία του και το πρόσωπό του που ήταν εξαιρετικά συγκεντρωμένο, του είπε στ’ αστεία: “Πιστεύετε ότι στον παράδεισο θα έχει ανάλογες εκστάσεις;” Αλλά ο Κύριος Μωμ διατήρησε το σοβαρό του ύφος και του είπε ότι ακόμα και στον παράδεισο έτσι θα είναι. “Και τις έχει φανταστεί ο Θεός αυτές τις εκστάσεις;” τον ρώτησε ο Πουαγύ. Ο Κύριος Μωμ του απάντησε στο ίδιο σοβαρό ύφος: “Η ύλη φαντάζεται τα ουράνια. Μετά τα ουράνια φαντάζονται τη ζωή. Μετά η ζωή φαντάζεται τη φύση. Μετά η φύση γεννοβολά και εκδηλώνεται με διάφορες μορφές που κατά πάσα πιθανότητα δεν τις συλλαμβάνει, αλλά τις επινοεί ανασκαλεύοντας τη φωτιά μέσα στο χώρο. Τα σώματά μας είναι μία από αυτές τις εικόνες που έφτιαξε με τη βοήθεια του φωτός”». Ο Γκρυνεχάγκεν συμπληρώνει: «Ο Κύριος Ζελλέ έλεγε για τον Κύριο Μωμ, αστειευόμενος: “Τους χαράκτες δεν τους χαρακτηρίζει η χαριτολογία”. Γερμανικό χιούμορ, όπως λένε οι Ιταλοί».

Pascal Quignard, «Ταράτσα στη Ρώμη», Άγρα 2002 (μετάφραση Θοδωρής Τσαπακίδης)

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

anywhere

Η λογοτεχνία δεν είναι κάπου μόνιμα εγκατεστημένη, είναι νομάδας. Όχι μόνο επειδή μας βάζει να ταξιδεύουμε στον κόσμο αλλά κυρίως επειδή μας σπρώχνει να ταξιδέψουμε στην ανθρώπινη ψυχή. Επίσης είναι διορθωτική, γιατί είναι η μοναδική δυνατότητα που μας παραχωρείται για να αλλάξουμε τα γεγονότα και να διορθώσουμε τη μητριά Ιστορία. Κι αυτό επειδή είναι ο χώρος του δυνατού, της απόλυτης ελευθερίας. Έγκλειστος στο κάστρο του Τωρώ, δίπλα στο Μορλαί, ο Auguste Blanqui, μετά την κατάρρευση της Κομμούνας, παίρνει το αίμα του πίσω από τα γεγονότα που τον είχαν συνθλίψει. Ξεκινώντας από τις θεωρίες περί σύμπαντος του Laplace, και επομένως με ένα καθαρά επιστημονικό σθένος, παρότι επιχειρεί να το εφαρμόσει σε μια απλή υπόθεση, ουσιαστικά ξαναπιάνει την ιδέα του απείρου του Σύμπαντος, του Χρόνου και του Χώρου, και εγγράφει την υπόθεση που κάνει σε ένα πλήθος πιθανών κόσμων, σε ένα πλήθος πιθανών ιστοριών, όπου η καθεμία κατά βάθος είναι ίδια με τον εαυτό της αλλά με διαφορετική κάθε φορά έκβαση. Έτσι, για παράδειγμα, σε έναν απροσδιόριστο χώρο του χωροχρόνου, anywhere, οι ίδιοι οι κομμουνάροι θα έχουν κερδίσει τη μάχη και θα έχουν επιβάλει τα ιδανικά τους, και ο ίδιος ο Μπλανκί, συνεπής προς τον εαυτό του αλλά σε μια από τις πιθανές παραλλαγές του, αντί να νιώσει τη βαθιά πίκρα της ήττας, θα δει το θρίαμβο των ιδανικών του. Το L'Eternité par les astres, βιβλίο μοναδικό και εξαιρετικό ενός μη λογοτέχνη, είναι στην πραγματικότητα μεγάλη λογοτεχνία και, αναμφίβολα, ένα από τα πιο επαναστατικά βιβλία του τέλους του 19ου αιώνα. Χωρίς το οποίο, θα πρόσθετα, ένας μεγάλος συγγραφέας όπως ο Jorge Louis Borges ίσως να μην είχε υπάρξει ποτέ.

Antonio Tabucchi, "Λογοτεχνίας Εγκώμιο", Άγρα 2009 (μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης)

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

σε τι γλώσσα μιλούν οι άγιοι;

Ο Τζιόρτζιο λάτρευε τις ιστορίες και ο Μαρίνος κάθε τόσο του διηγιόταν τα κατορθώματα των ηρώων και των προγόνων του και των αγίων και των φτερωτών αλόγων, όσα και όπως τα θυμόταν μέσ' απ' τα χρόνια που είχανε περάσει, εμπλουτίζοντάς τα όπως του ερχόταν. Ο Τζιόρτζιο άκουγε όλος σοβαρότητα και ξανασκεφτόταν τις ιστορίες μέσα στο μυαλό του και κάθε τόσο έκανε κάποιες απροσδόκητες ερωτήσεις.
"Σε τι γλώσσα μιλούν οι άγιοι;" ρώτησε κάποτε τον πατέρα του.
"Χμ, ο άγιος Σπυρίδων μιλά ελληνικά, καθώς και οι άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος. Θαρρώ πως και ο άγιος Γεώργιος το ίδιο. Αλλά ο άγιος Τζιοβάνι Μπαττίστα κι άγιος Μάρκος μιλούνε πάντα ιταλικά". Έξαφνα κι ο Μαρίνος απορούσε κι ο ίδιος. Με σωφροσύνη συμβούλεψε: "Θαρρώ πως, αν σ' όλους μιλούσες λατινικά, θα 'πεφτες μέσα. Όλοι οι άγιοι ξέρουν λατινικά". Κι ύστερα, καθώς τον κοιτούσε ανήσυχος ο μικρός, συμπλήρωσε: "Και δεν τους νοιάζει αν κάνεις και κανένα λάθος". (Ο Τζιόρτζιο είχε αρχίσει να μαθαίνει λατινικά.)
Άλλη ερώτηση: "Αν συναντήσω κάποιον άγιο, πως θα τον προσφωνήσω;".
"Θα μπορούσες να τον αποκαλέσεις Monsieur, δε νομίζω να πειράζει πολύ, αλλά θα πρέπει να το συνοδέψεις με την πιο ευγενική σου υπόκλιση".

Petrie Harbouri, "Φιλάδελφος", Πατάκης 2002 (μετάφραση Αλέξης Πανσέληνος)

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

οι αγάπες

Θα 'ρθουν όλες μια μέρα, και γύρω μου
θα καθίσουν βαθιά λυπημένες.
Φοβισμένα σπουργίτια τα μάτια τους,
θα πετούνε στην κάμαρα μέσα.
Ωχρά χέρια θα σβήνουν στο σύθαμπο
και θανάσιμα χείλη θα τρέμουν.

"Αδελφέ" θα μου πουν "δέντρα φεύγουνε
μες στη θύελλα, και πια δε μπορούμε,
δεν ορίζουμε πια το ταξίδι μας.
Ενα θάνατο πάρε και δώσε.
Εμείς, κοίτα, στα πόδια σου αφήνουμε,
συναγμένο από χρόνια, το δάκρυ.

"Τα χρυσά πού 'ναι τώρα φθινόπωρα,
πού τα θεία καλοκαίρια στα δάση;
Πού οι νυχτιές με τον άπειρον, έναστρο
ουρανό, τα τραγούδια στο κύμα;
Οταν πίσω και πέρα μακραίνανε,
πού να επήγαν χωριά, πολιτείες;

"Οι θεοί μας εγέλασαν, οι άνθρωποι,
κι ήρθαμε όλες απόψε κοντά σου,
γιατί πια την ελπίδα δεν άξιζε
το σκληρό μας, αβέβαιο ταξίδι.
Σα φιλί, σαν εκείνα που αλλάζαμε,
ένα θάνατο πάρε και δώσε."

Θα τελειώσουν. Επάνω μου γέρνοντας,
θ' απομείνουν βουβές, μυροφόρες.
Ολοένα στην ήσυχη κάμαρα
θα βραδιάζει, και μήτε θα βλέπω
τα μεγάλα σαν έκπληκτα μάτια τους
που γεμίζανε φως τη ζωή μου...

Κώστας Καρυωτάκης, "Ελεγεία και Σάτιρες", Ιδεόγραμμα 1998

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

ήμασταν η μοναδική αλήθεια του εαυτού μας

Γι' αυτό υπήρχε τόση ένταση στις πρώτες μου συναντήσεις με την Έλενα, ήταν ο έρωτας που απαιτούσε κινήσεις τις οποίες γνώριζαν τα σώματά μας. Πολύ περισσότερο, ήταν οι μοναδικές κινήσεις και εκφράσεις με τις οποίες αναγνωρίζονταν τα σώματά μας ανέκαθεν. Ήταν το κάθισμα με λυγισμένα πόδια, η γλώσσα που γλύφει τα χείλη, τα δάχτυλα που χώνονται στα πιο πρόστυχα μέρη. Ενώ τα δυο κορμιά μας βογκούσαν κι ανάσαιναν λαχανιασμένα, ήμασταν η μοναδική αλήθεια του εαυτού μας, όλα τα υπόλοιπα ήταν μια μάσκα την οποία μας επέβαλλαν οι άλλοι.

Rafael Chibres, "Σκηνές Κυνηγιού", Άγρα 2009 (μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος)

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

έρχομ' εγώ…

Έρχομ' εγώ, φτάνω εγώ προς Eσένα!

K' έτσι σε ημέραν ηλιόκαλην όπως
το βραδινό ξαφναπλώνουμε σκότος
κλείνοντας γύρω μας κάθε φεγγίτη
για να χαρούμ' εκεί απάνου στον τοίχο
κάποιους ριγμένους μ' έν' άλλο φως ήσκιους,
έτσι στο φως της ζωής μου ένα σκότος
έξαφν' απλώνω. Tης είπα της Nύχτας:
―Kλέφτρα, δεν τρέμω, να ψάξω 'σε στάσου.―
K' έκλεισα μέσα μου κάθε φεγγίτη
για να χαρώ ξανοιγμένον απάνου
στου μυστηρίου τον αγκρέμιστο τοίχο,
ω! τον ολόφωτον ήσκιον, Eσένα!

Kαι της καρδιάς: ―Ξερριζώσου, της είπα,
και της βουλής μου: ―Παράλυτη πέσε!
Σβύσου! Tης μνήμης, της γνώμης: Kοιμήσου!
Tη φαντασία την έπνιξα, σπρώχνω
κάθε χαρά στο γκρεμό, κάθε λύπη
τη μαχαιρώνω, κι ολάγρια μαδώντας
ποδοπατώ της αγάπης τα ρόδα.
K' έκραξα: ―Mάτια, κλειστήτε, και χείλη
μου, βουβαθήτε, κι αυτιά, μην ακούτε.
Kι όταν το είναι μου ολόγυμνον, άλλο,
ξένο και απ' όλα του γύρω και ολούθε
σαν από αέρα και σαν από λαύρα
το γοργοφύσημ' ακράτητο πήρε
προς τ' αξεδιάλυτου χάους το δρόμο,
είπα:
―Eσύ τώρα, εσύ τώρα, εσύ τώρα,
γίνε Kαρδιά, Φαντασία και Mνήμη,
δείξου Bουλή, γλυκοπρόσταξε Γνώμη,
κάψε με Λύπη, Xαρά φίλησέ με,
κλείσε μ' εσύ στην αγκάλη σου, αγάπη,
στόμα μου εσύ και ακοές μου και μάτια.
Kάμε μ' Eσύ, κλείσου μέσα μου Eγώ μου
και με του είναι μου σμίξου το είναι!

Κωστής Παλαμάς, "Κ' έχω από σας μια δόξα να ζητήσω", Ερμής 2001

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

γνωρίζεις;

Σε χαϊδεύω και σ' αγαπώ: Δημιουργώ σε εσένα. Αγαπώ τις αναμνήσεις μου. Μεταφέρεσαι με τρόπο περίεργο στις αναμνήσεις μου. Σέβομαι και σπουδάζω τις αναμνήσεις μου αυτές.
Γνωρίζεις;
Τώρα ζητώ την παύση του ύπνου. Κοιτώ σε, πλάσμα κοιμισμένο, διαυγές, σε κλείνω μες στον πόθο μου. Σε σφραγίζω στο ταξίδι μου, σε φυλώ χωρίς δάκρυα σε σεντούκι σοφού αρμενιστή, μα ακόμα εξετάζω τα αλλότρια.
Αποκαλύπτεσαι τέλεια όταν κοιμάσαι, σου λέω και σε φιλώ.
Με μια εξασθενημένη κίνηση σβήνω το φως και όλα γίνονται ευάλωτα στην εξουσία των ονείρων. 

Δημήτρης Χρυσός Τομαράς, "Ο Π & η Μαργαρίτα", Ίνδικτος 2009

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012

γιατί δεν είχε καταλάβει πόσο αξιοζήλευτα ανύπαρκτη προσωπικότητα ήμουν

Λοιπόν, η δική μου θεωρία για τη ζωή είναι η εξής:
Υπάρχουν τριών ειδών άνθρωποι. Αυτοί που λύνουν τον κύβο του Ρούμπικ, εύκολα ή δύσκολα, δεν έχει σημασία. Αυτοί που δεν μπορούν να τον λύσουν ακόμα και αν βγουν στη σύνταξη προσπαθώντας. Και τέλος, όσοι δεν μπορούν να τον λύσουν μεν, ωστόσο καραδοκούν και, την κατάλληλη στιγμή, όταν δεν τους βλέπει κανείς, ξεκολλάνε τα μικρά, αυτοκόλλητα χρωματιστά χαρτάκια και τα ξανακολλάνε στη σωστή θέση, ώστε ο κύβος να δείχνει φτιαγμένος.
Προσωπικά, ανήκω στους δεύτερους και περνάω καμιά φορά και από τη γειτονιά των τρίτων. Δεν με ελκύει, ούτε μου λείπει η δημοσιότητα και τα μεγαλεία. Πού και πού, βέβαια, φαντάζομαι ότι γίνομαι ξαφνικά celebrity και πέφτει στα πόδια μου η Βιβή, ζητώντας συγγνώμη που με παράτησε τότε, γιατί δεν είχε καταλάβει πόσο αξιοζήλευτα ανύπαρκτη προσωπικότητα ήμουν, αλλά εγώ φυσικά τη φτύνω και λέω ότι δεν προλαβαίνω τώρα γιατί έχω να πάω σε φιλανθρωπικό γκαλά, να βοηθήσω τα παιδιά του Τρίτου Κόσμου να μείνουν στον τόπο τους, μην κάνουν καμιά μαλακία και πλακώσουν κατά δω μεριά.
Από την άλλη, δεν είμαι ιδιαίτερα έξυπνος, μου αρέσει όμως να φαντάζομαι ότι μια εξωγήινη επιτροπή μέτρησης ανθρώπινης ευφυΐας σκανάρει τα μυαλά όλων των κατοίκων του πλανήτη και εγώ βγαίνω μέσα στους εκατό πρώτους, και το μαθαίνουν, όχι όλοι, στα παπάρια μου άλλωστε, μόνο η γειτονιά και οι γέροι στο χωριό της μάνας μου.
Αυτά όμως είναι για δική μου, εσωτερική κατανάλωση και δεν είναι σε καμιά περίπτωση πόθος ή επιδίωξη. Όχι, στην πραγματικότητα εγώ θέλω να ζήσω και να πεθάνω ήσυχα, χωρίς εξάρσεις. Να κάνω μια τρελή καβάντζα κάπως, κάποτε, και να τρώω από τα έτοιμα μέχρι να τα τινάξω, και άσε στους άλλους τη δόξα και τη φήμη.
Μετά το θάνατό μου, θέλω η σορός μου να εκτεθεί σε λαϊκό προσκύλιασμα, να μαζευτούν ένα μάτσο χασομέρηδες, να πίνουν καφέ, να παίζουν τάβλι, να χαζεύουν το κουφάρι μου και να λένε ότι ήμουν ένας αδιάφορος άνθρωπος, χαμηλής ευφυΐας και ανύπαρκτου χιούμορ, χωρίς κάποιο ταλέντο ή δεξιότητα, με άλλα λόγια είχα όλα τα φόντα να γίνω διάσημος, αλλά επέλεξα συνειδητά να είμαι άλλος ένας οποιοσδήποτε, που δεν αξίζει να μάθει ποτέ κανείς τίποτα γι' αυτόν. στον τάφο μου θέλω να γραφτεί: "Μια ζωή έδινε ρέστα", και να ρωτάει ο κόσμος αν ήμουν ρήτορας, ή καλλιτέχνης, ή έστω αθλητής, και ο φύλακας του νεκροταφείου να αποκρίνεται ότι δεν ήμουν τίποτα από αυτά, ήμουν απλά ψιλικατζής. Κρίση; Δεν ξέρω αν έχουμε, δεν με νοιάζει άλλωστε. στο τέλος θα επιβιώσω, γιατί είμαι χρυσή μετριότητα και, είτε το θέλετε είτε όχι, χάρη σε εμένα και τους ομοίους μου συνεχίζει ο κόσμος και γυρίζει.

Κωστάκης Ανάν, "Βολική Αναισθησία", Babelart 2012

Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

οι Σαίξπηρ, οι Φόκνερ, οι Γέιτς

Για τους συγγραφείς ισχύει η πυραμίδα που βλέπουμε σε όλους τους τομείς του ανθρώπινου ταλέντου και της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Στη βάση είναι οι κακοί. Από πάνω είναι μια ομάδα κατά τι μικρότερη αλλά παρ' όλα αυτά επίσης μεγάλη και ανοιχτή: είναι οι επαρκείς συγγραφείς. Μπορείτε επίσης να τους βρείτε στο προσωπικό της τοπικής εφημερίδας σας, στα ράφια του βιβλιοπωλείου της γειτονιάς σας και σε απαγγελίες ποίησης σε ανοιχτές ποιητικές βραδιές. Είναι τύποι που κάπως καταλαβαίνουν ότι, αν και μια λεσβία μπορεί να είναι οργισμένη, τα στήθια της θα παραμείνουν στήθια.
Το επόμενο επίπεδο είναι πολύ μικρότερο. Είναι οι αληθινά καλοί συγγραφείς. Κι από πάνω τους, πάνω από σχεδόν όλους εμάς, είναι οι Σαίξπηρ, οι Φόκνερ, οι Γέιτς, οι Μπέρναρντ Σο και οι Γιουντόρες Γουέλτι. Είναι μεγαλοφυΐες, θεϊκές συμπτώσεις, προικισμένοι κατά τρόπο που το να τον κατανοήσουμε, είναι πέρα από τις ικανότητές μας. Διάβολε, οι περισσότερες μεγαλοφυΐες δεν μπορούν να κατανοήσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους και πολλοί ζουν μια άθλια ζωή (τουλάχιστον σε κάποιο επίπεδο) συνειδητοποιώντας ότι δεν είναι παρά τυχερά τέρατα, η πνευματική εκδοχή μοντέλων μόδας που έτυχε να γεννηθούν με σωστά ζυγωματικά και με στήθη που ταιριάζουν στο πρότυπο μιας εποχής.

Stephen King, "Περί Συγγραφής", Bell 2006 (μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος)

Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

ανάμεσα σε έντιμους και ανέντιμους

Και στις δυο χώρες, η πάλη των τάξεων έγινε πάλη ανάμεσα σε έντιμους και ανέντιμους. Και η φροντίδα για τους εδώ και τώρα ζώντες φτωχούς εξαφάνισε το κλασικό μαρξιστικό αίτημα για την κατάργηση του μηχανισμού που αναπαράγει διαρκώς τη φτώχεια. Γιαυτό λέμε πως η ελληνική Αριστερά είναι κατ’ ουσίαν φιλάνθρωπη ορθοδοξία και η πολωνική αριστερά φιλάνθρωπος καθολικισμός – τόσο φιλάνθρωπος, που να μοιάζει απόλυτα φυσιολογικός ο χαρακτηρισμός «Αλληλεγγύη» για το θρυλικό εργατικό σωματείο που ξεκίνησε από τα ναυπηγεία του Γκντανσκ (Ντάντσιχ) για να τα κάνει όλα άνω κάτω στην Πολωνία και να επιβάλει τελικά σαν πρόεδρο της Δημοκρατίας το πιο δραστήριο στέλεχός της, τον σαχλεπίσαχλο Λεχ Βαλέσα. Τόσο στην Πολωνία όσο και στην Ελλάδα, ο αριστερισμός δεν είναι παρά λαϊκισμός, δηλαδή χριστιανισμός σε τελική ανάλυση, αφού πρώτος ο χριστιανισμός στην ανθρώπινη ιστορία κήρυξε μια αφηρημένη ισότητα και έναν αόριστο ανθρωπισμό, ερήμην κάθε οικονομικής παραμέτρου, και πρώτος χάρισε στον άνθρωπο ποιότητες ερήμην και της γνώσης, και του ταλέντου, και της ευφυΐας. Η ρίζα του λαϊκισμού εν γένει και ειδικότερα της αριστερής παραλλαγής του είναι χριστιανική.

Βασίλης Ραφαηλίδης, «Λαοι της Ευρώπης», Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου 1996

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

τώρα είναι παντού

Θα μπορούσε να κοιμάται ήσυχος, μα τα όνειρά του δεν τον άφηναν. Έχω διαβάσει ιστορίες για τον τρόμο που νιώθει ένας ετοιμοθάνατος όταν έχει ένοχη συνείδηση. Μας έλεγαν συχνά τέτοιες στο μοναστήρι. Συγκεκριμένα, ένας μοναχός αρεσκόταν να διηγείται μια παρόμοια σκηνή στην οποία είχε παρευρεθεί και ο ίδιος. Έλεγε πως είχε παροτρύνει έναν ετοιμοθάνατο που καθόταν γαλήνια στην καρέκλα του να του εξομολογηθεί τις αμαρτίες του. Ο ετοιμοθάνατος απάντησε, "Θα το κάνω μόλις φύγουν αυτοί από το δωμάτιο". Ο μοναχός, υποθέτοντας ότι αναφερόταν στους συγγενείς και στους φίλους του που βρίσκονταν κοντά του, τους έκανε νόημα να απομακρυνθούν. Μόλις απομακρύνθηκαν, ο μοναχός επανέλαβε την παράκλησή του με σκοπό να σώσει την ψυχή του μετανοημένου. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Ο μοναχός παρακάλεσε ακόμα μια φορά τον ετοιμοθάνατο να του αποκαλύψει τα μυστικά της ψυχής του. Η απάντηση παρέμενε ίδια, "Θα το κάνω μόλις φύγουν αυτοί από το δωμάτιο". "Αυτοί;" "Ναι, αυτοί που δε μπορείτε να δείτε και δε μπορείτε να διώξετε. Αν τους απομακρύνετε, θα σας πω όλη την αλήθεια". "Πες την τώρα, δε βρίσκεται κανείς γύρω μας - δεν υπάρχει κανένας άλλος στο δωμάτιο εκτός από μένα και από σένα". "Υπάρχουν κι άλλοι", απάντησε ο ετοιμοθάνατος. "Δε βλέπω κανέναν", είπε ο μοναχός κοιτάζοντας γύρω του. "Εγώ τους βλέπω όμως", απάντησε ο δυστυχισμένος, "και με βλέπουν κι εκείνοι. Με παρακολουθούν, περιμένουν να μ' αρπάξουν μόλις αφήσω την τελευταία μου ανάσα. Τους βλέπω, τους νιώθω - στέκονται στα δεξιά μου." Ο μοναχός άλλαξε θέση. "Τώρα είναι στ' αριστερά μου". Ο μοναχός μετακινήθηκε ξανά. "Τώρα είναι στα δεξιά μου". Ο μοναχός διέταξε τα παιδιά και τους συγγενείς του ετοιμοθάνατου να μπουν στο δωμάτιο και να περικυκλώσουν το κρεβάτι. Εκείνοι υπάκουσαν στη διαταγή. "Τώρα είναι παντού", αναφώνησε ο δύστυχος, και εξέπνευσε.

Charles R. Maturin, "Μέλμοθ ο Περιπλανώμενος", Gutenberg 2011 (μετάφραση Χαρά Σύρου)