Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

σε περιέχω

Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή.
Σε περιέχω όπως τ’ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι.
Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει
μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη.
Σ’αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρόδερμος
κολλάει το αυτί του χάμω, για ν’ ακούσει
τον καλπασμό του αλόγου.

Μάτση Χατζηλαζάρου, "Ποιήματα", Ίκαρος 1989

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

ρήμα για δύο

Για να μη νιώθω ότι υπολείπομαι πολύ των επιστημονικών γνώσεων του Εσεκιέλ, του απαρίθμησα όλα τα ρήματα που υπάρχουν στα ισπανικά για τον οργασμό. Στην Κούβα, για παράδειγμα, λένε "venirse" (έρχομαι). Μ' αρέσει αυτό το απαρέμφατο, γιατί υπονοεί την προσέγγιση. Είναι ρήμα για δύο. Και αρκετά unisex. Στην Ισπανία λένε "correrse" (τρέχω). Που μάλλον υπονοεί το ακριβώς αντίθετο. Αποκολλάσαι στο τέλος κι απομακρύνεσαι απ' τον άλλον. Ρήμα για αρσενικά. Στην Αργεντινή λένε "acabar" (τελειώνω). Ακούγεται σαν διαταγή. Σαν στρατιωτική άσκηση. Έχω μια περουβιανή φίλη που το λέει "llegar" (φτάνω). Φέρνει στο νου μια ουτοπία (και πολύ συχνά είναι). Σαν να 'σαι μακριά κι αργείς ακόμα. Ο άντρας της λέει "darla" (το δίνω). Ενδιαφέρον. Ακούγεται σαν πρόσφορο. 'Η, αν το δεις από πεσιμιστική άποψη, σαν να σου κάνουν χάρη: ορίστε. Αν είναι έτσι, διόλου περίεργο που η φίλη μου δε φτάνει ποτέ. Στη Γουατεμάλα χρησιμοποιούν το "irse" (φεύγω). Αυτό πια είναι δήλωση παραίτησης. Δε μένει παρά να προσθέσεις: αφού πληρώσεις. Σε άλλες χώρες λένε "terminar" (τερματίζω). Θλιβερό. Φαντάζεσαι ν' ανοίγει η πόρτα, να σε κόβουν και να μένεις στη μέση. Εδώ, αντίθετα, ίσως επειδή είμαστε κοντά στα σύνορα, λέμε "cruzar" (διασχίζω).

Andrés Neuman, "Κατά Μόνας", Opera 2014 (μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης)

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

βολιώτικα στραγάλια

Σημαίαις ξεδιπλώνονται, τα άλογα αφρίζουν,
η βράκαις κυματίζουνε, οι γάιδαροι γκαρίζουν,
Ατσίγγανοι, Τσιφούτηδες και Έλληνες πετειούνται,
τα φέσια κομματιάζονται και κατά γης κυλιούνται,
και στα κεφάλια δένονται μαντήλια και πετσέταις...
Να! του στρατού εφθάσανε η πρώταις μπαγιονέταις...
κι' ο Σούτσος μας επάτησε το σκλαβωμένο χώμα
με ένα Φαναριώτικο χαμόγελο στο στόμα,
και ο λεβέντης του καράς μασσά τα χαλινάρια,
κι' ανοίγεται βαθυά η γη στα πρώτα του ποδάρια.
Τα ζήτω τώρα αντηχούν απάνω στα ουράνια,
και δος του κατακέφαλα στους στρατηγούς στεφάνια,
εδώ κι' εκεί ωσάν βροχή κατρακυλούν λουλούδια,
φωναίς, πατήματα, βοή, ελευθεριάς τραγούδια,
αρχίζουν των παπάδων μας να τρέχουνε οι γλώσσαις,
ψαλμοί και Ευαγγέλια και προσφωνήσεις τόσαις.
Μια φούχτα άρπαξα κι' εγὼ Βολιώτικα στραγάλια,
και μονομιάς τα έρριξα σε στρατηγών κεφάλια.
Ακόμη έρχεται στρατός... πω! πω και τι θα γίνῃ!
Εις το κεφάλι κανενός το φέσι δεν θα μείνῃ.
Πώς θέλω το καπέλο μου να ρίξω στον αέρα!
μα πάλι αξεσκούφωτος να έλθω αυτού πέρα;

Γεώργιος Σουρής, "Λύσις", Διάνυσμα 2014

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

νανουρίσματα σ' ανακάλυφτη γλώσσα

Άνοιξα τσακ! απότομα τα μάτια μου απ’τη φασαρία πούκανε το ταβάνι άγρια μεσάνυχτα/ λύνοντας τα σχοινιά απ’τους 4 τοίχους κι έφυγε παίρνοντας μαζί του τη σκεπή και τις κουβέρτες μου. Ευκάλυπτοι/ σακουλάκια λεβάντας και βατομουριές ήρθανε και ξαπλώσανε στα δόντια μου στο μαξιλάρι μου και στα μαλλιά μου. Μ’ένα σφύριγμα βαποριού σαλπάρισε η πόρτα/ κι απ’το πέρασμα μπήκαν με μικρά πηδηματάκια/ η μάνα μου κι ο πατέρας νιόνυμφοι/ με κερασάκια στ' αυτιά και τα κορδόνια τους αντικρυστά δεμένα. Από πίσω η γιαγιά απ' το χωριό με τσεμπέρι κατεβασμένο απ' το στόμα. Κατόπιν η γιαγιά Αθηναία με γούνα που δαγκωνόταν στο λαιμό και το στόμα βαμένο μ' ένα περίεργο κόκκινο μεταξωτό χαρτάκι -τόχω- ο Γιώργος με τη Μυρτώ ευτυχώς είχαν ζήσει. Ίχνος πουθενά από βουβά τηλέφωνα και συνταγές και στον καθρέφτη που γυαλίστηκα είμουνα όμορφη. Όχι όμως έτσι σαν άνθρωπος/ είμουνα μισό Βαρδάρης – μισό άσπρο πουλί – περίεργο άσπρο - κι ο ταξιτζής που μ' είχε δείρει μαι νύχτα πολύ μούδωσε ένα ματσάκι μυγκέ απ' αυτά που δίνουνε για την πρώτη φορά τους στις νύφες. Κουβεντιάζανε γρήγορα γρήγορα και σιγά σα να γουργουρίζανε νανουρίσματα σ' ανακάλυφτη γλώσσα. Ένας Μάης 68 μ' ένα πανί δεμένο στο κεφάλι σαν αυγό έκανε ΧΑ! στο τζάμι και το χνώτισε/ κι ένα δάχτυλο σκέτο/ ένα ολομόναχο δάχτυλο σκέτο/ έγραψε ένα ολόκληρο ποίημα με αριθμούς. Έκανε τ' όνειρο πράξη. Λες να κάνουνε την επανάσταση οι αριθμομηχανές... σκέφτηκα... Όπου κι να με βάλουν προσαρμόζομαι ξανασκέφτηκα
καλο νάν αυτό ή κακό

Κατερίνα Γώγου, "Ιδιώνυμο",  Καστανιώτης 1980

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

με τη λαχτάρα του πουλιού

Ω θείε τ' ανθρώπου Φύλακα, που χάμου αγάλι γάλι
στα γόνατά σου εδέχτηκες το υπνόγυρτο κεφάλι,
ψάλλε μου συ τι ονείρατα 'ς εκείνο φτερουγιάζουν,
κ' εύχομαι πάντα να φυλάς ψυχαίς που να σου μοιάζουν!
Είναι του γάμου της η αυγή. Πετιέται από την κλίνη,
με τη λαχτάρα του πουλιού, που το κλαρί του αφίνει,
πρώτη φορά γυρεύοντας, ολίγο εκείθε πέρα,
να ισοζυγιάσῃ το κορμί στον άγνωστον αέρα.
Φιλεί τ' αθώα στρωσίδια της· ολόγυρα κυτάζει
μ' αγγέλου αγάπη κάθε τι, και κλαίει πως τ' απαρῃάζει.
Να ξαναϊδή και τ' άνθια της, πριν στολιστή και φύγῃ,
τ' άνθια που φύτεψεν αυτή, το παρεθύρι ανοίγει,
και, πυρωμένα του φωτός από τη θείαν αχτίνα,
λέει πως για τέτοιο χωρισμό δακρύζουνε κ' εκείνα·
οπώς γλυκά τη χαιρετούν, προτού να τα ορφανέψῃ,
μ' όση ευωδία τον κόρφο τους ο Απρίλης είχε θρέψῃ.

Γεράσιμος Μαρκοράς, "Ο Όρκος", Πάπυρος 1996