Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

μπλεξιματάκια

Δίπλα της, μια παμπάλαια γκραβούρα παρουσίαζε έναν άντρα με ενδυμασία αυλικού. Στο δεξί του χέρι κρατούσε πένα, στο αριστερό μια διπλωμένη περγαμηνή και χαμογελούσε πονηρά.
Ο βιβλιοπώλης πρόσεξε πού κοιτούσα.
"Είναι ο Τόμας Ούρκαρτ ντε Κρομάρτυ... πρώτος μεταφραστής του Ραμπελαί στα αγγλικά. Γνωστό κουμάσι, λάτρης του ποδόγυρου και των θεωρημάτων της τριγωνομετρίας. Πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στις φυλακές του Κρόμγουελ. Κάποιοι λένε ότι πέθανε από τα γέλια όταν έμαθε για την παλινόρθωση των Στιούαρτ. Η μητέρα μου ισχυριζόταν ότι είμαστε συγγενείς: θεωρούσε τον Πανταγκρουέλ του οικογενειακό κειμήλιο. Σ' αυτόν οφείλω τις πρώτες μου λογοτεχνικές συγκινήσεις, καθώς και..."
Ο Κρουκ χαμήλωσε λίγο τον τόνο της φωνής του.
"Καθώς και μερικά μπλεξιματάκια..."

Jean-Pierre Ohl, "Ποιος Σκότωσε τον Έντουιν Ντρουντ", Εστία 2008 (μετάφραση Θωμάς Σκάσσης)

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

αντηχούσε σαν ορχήστρα

Κρατώντας το πάνω μέρος του παραθυρόφυλλου, η κοπέλα κοιτούσε και χαμογελούσε. Ξάφνου, κάτι σαν μακρινό κάλεσμα την ανατάραξε μέσα κι έξω. Ήταν σαν να ξύπνησε από τη χειροπιαστή πραγματικότητα σε μιαν άλλη, ακόμη πιο ξεκάθαρη και αδιαμφισβήτητη. Από εκείνη τη στιγμή δεν την άφησε πια καθόλου η αίσθηση μιας θριαμβευτικής πλούσιας συνείδησης του κόσμου. Όπως όταν ακούμε τα λόγια των ανθρώπων και τα κατανοούμε, κι αν επαναλάβει κανείς όσα ειπώθηκαν, τα καταλαβαίνουμε εκ νέου μ' ένα διαφορετικό, καινούριο νόημα, το ίδιο συνέβη και σ' εκείνη.
Παίρνοντας ένα παλιό μεταξωτό τσεμπέρι, που στο κεφαλάκι της φάνταζε πάντα νεανικό, το έδεσε με το ένα χέρι κάτω από το πιγούνι, κλείδωσε την πόρτα και πετάχτηκε ξυπόλυτη στο δρόμο. Παρόλο που επικρατούσε ερημιά και γαλήνη, της φαινόταν πως η ίδια αντηχούσε σαν ορχήστρα και πως μπορούσαν να την ακούσουν. Όλα έμοιαζαν όμορφα, όλα την ευχαριστούσαν. Η ζεστή σκόνη γαργαλούσε τα γυμνά της πόδια. Ανέπνεε βαθιά και χαρούμενα. Στο ημίφως της αυγής οι στέγες και τα σύννεφα διατηρούσαν τη σκοτεινιά τους. Οι φράχτες, οι αγριοτριανταφυλλιές, τα μποστάνια, οι μπαξέδες και ο αμυδρά διακριτός δρόμος λαγοκοιμόνταν. Σε όλα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει μια διαφορετική τάξη απ' ότι την ημέρα. Την ίδια, αν και σε μια αρμονία που νωρίτερα σού διέφευγε. Όλα κοιμόταν με τα μάτια ανοιχτά, κοιτάζοντας στα κλεφτά την κοπέλα που περνούσε.

Александр Грин, "Τα Πορφυρά Πανιά", Κίχλη 2014 (μετάφραση Ιοκάστη Καμμένου)

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

εκεί θέλω να είμαι

Εκεί που θα κοιμηθείς απόψε, γυναίκα, εκεί που θα γύρεις το κεφάλι, εκεί θέλω να είμαι. Μέσα στους τοίχους υπάρχει ένα μπερδεμένο κουβάρι ελαττωματικής καλωδίωσης, ρυθμισμένο να σπιθίσει και ν' ανάψει όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, και θα κοιμηθείς μέσα στην οσμή του λιωμένου χαλκού και του καμένου γύψου, θα κοιμηθείς ανάμεσα στις πρώτες μικρές, αρπακτικές φλόγες, μέχρι να πάρουν φωτιά οι κουρτίνες και ν' αρχίσει ο καπνός να σέρνεται στο ταβάνι και τότε θ' ανοίξεις τα μάτια σου. Θα έρθω τότε να σε σώσω, όταν η ταπετσαρία των τοίχων θ' αρχίσει να κάνει φουσκάλες. Θα περάσω μέσα από τις φλόγες που θα καίνε την πόρτα, μια στιγμή πριν υποχωρήσει το ταβάνι, θα σε σηκώσω από το κρεβάτι σου και θα σε πάω στο παράθυρο, θα σε φορτωθώ στους ώμους και θα σε κατεβάσω από τη σκάλα κινδύνου και θα σ' αφήσω με το προσωπικό του νοσοκομειακού. Γιατί είναι αλήθεια: Θα γινόμουν ένας υπέροχος πυροσβέστης.

Devid Benioff, "Η 25η Ώρα", Καλέντης 2002 (μετάφραση Όμηρος Αβραμίδης)