Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

το δωμάτιο

Μες στο κλειστό δωμάτιο, μπορείς να βρεις
ό,τι δεν τόλμησες ποτέ να ονειρευτείς,
και ό,τι μέσα σου βαθιά αγάπησες
κι όμως ποτέ δεν είδες να βγαίνει αληθινό.

Όλα είν' εκεί, εκεί υπάρχουν όλα
μες το κλειστό δωμάτιο όλα ή τίποτα.
Αγάλματα Θεών λησμονημένων
και της Ελένης το πουκάμισο.
Όλα είν' εκεί κι άλλα πολλά, που κάποτε φαντάστηκες.

Ο φόβος του Χριστού στον κήπο της Γεσθημανής,
τα βήματα της θλίψης του, της αίγλης του το φως,
το αίμα των θυσιασμένων και οι χαμένοι στόχοι τους,
το ψύχος το δριμύ των χωρισμών. 

Το διαμαντένιο αηδόνι του βασιλιά της Κίνας,
σινιάλα από φάρους που σβηστήκαν
και μαγικά τοτέμ απ' άγνωστες φυλές.
Κι εφηβικά κορμιά και καλοκαίρια γαλανά,
θάνατοι και φωτιές κι αόρατη ομορφιά.

Μες στο κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα,
αν έχεις μάτια να τα δεις, αν έχεις χέρια να τα αγγίξεις.
Μπορείς να βρεις κλειδί να ξεκλειδώσεις τη σιωπή τους.
Αρκεί να πας ολάνοιχτος γυρεύοντάς τα.

Λένα Παπά, "Αρτεσιανά", Εκδόσεις των Φίλων 1988

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

σαν συγγενείς

Θέλουμε βιβλία χρήσιμα, βιβλία που να μπορούμε να τα διαβάσουμε την επομένη μιας κηδείας, όταν δεν έχουμε πια άλλα δάκρυα, όταν δεν μπορούμε ούτε να σταθούμε στα πόδια μας, έτσι όπως μας έχει απανθρακώσει ο πόνος, βιβλία που να είναι εκεί σαν συγγενείς όταν έχουμε συγυρίσει το δωμάτιο του νεκρού παιδιού, έχουμε αντιγράψει το ημερολόγιό του για να το έχουμε πάντα μαζί μας, έχουμε μυρίσει χιλιάδες φορές τα ρούχα του στη στεγνώστρα, κι όταν δεν μπορούμε πια να κάνουμε τίποτα, βιβλία για τις νύχτες όπου, παρά την εξάντλησή μας, δεν μπορούμε να κοιμηθούμε, και δεν θέλουμε άλλο απ' το να μπορέσουμε να απαλλαγούμε από εικόνες που μας στοιχειώνουν, βιβλία που να έχουν ειδικό βάρος και να μην μπορούμε να τ' αφήσουμε απ' τα χέρια μας όταν συνέχεια αντηχεί στ' αυτιά μας η ψιθυριστή φωνή του αστυνομικού: "δε θα ξαναδείτε ζωντανή την κόρη σας", όταν δεν μπορούμε πια να θυμόμαστε που ψάχναμε τον μικρό Ζαν παντού στο σπίτι, κι ύστερα σαν τρελοί στον κήπο, όταν είκοσι φορές τη νύχτα τον βρίσκουμε στη μικρή γούρνα, μπρούμυτα σε τριάντα εκατοστά νερό, βιβλία που να μπορούμε να τα δώσουμε σε αυτή τη φίλη που ο γιος της κρεμάστηκε στην κάμαρά του πριν από δύο μήνες κι είναι σαν να μην πέρασε ούτε ώρα, στον αδερφό που η αρρώστια τον έχει κάνει αγνώριστο.

Laurence Cossé, "Στο καλό μυθιστόρημα", Πόλις 2011 (μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης)

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

ερωτικό κάλεσμα

Έλα κοντά μου, δεν είμαι η φωτιά.
Τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια.
Τις πνίγουν οι νεροποντές.
Τις κυνηγούν οι βοριάδες.
Δεν είμαι, δεν είμαι η φωτιά.

Έλα κοντά μου δεν είμαι άνεμος.
Τους άνεμους τους κόβουν τα βουνά.
Τους βουβαίνουν τα λιοπύρια.
Τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί.
Δεν είμαι, δεν είμαι ο άνεμος.

Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατολάτης
ένας αποσταμένος περπατητής
που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
ν' ακούσει το τραγούδι των γρύλων.
Κι αν θέλεις, έλα να τ' ακούσουμε μαζί.

Μενέλαος Λουντέμης, "Τα ποιητικά του", Ελληνικά Γράμματα 1999

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

η ομορφιά

Ελάχιστη αίσθηση είχα τότε για το τι θα πει απόσταση, χρόνος, διάστημα. Έλπιζα, στην παράφορη εκείνη στιγμή, πως είτανε κατορθωτό ν' ανέβω έτσι, κυνηγημένος, στο Παλαμήδι. Ούτε το βράδι που πύκνωνε γύρω συλλογίστηκα. Ο πατέρας μου με τσάκωσε πιο πέρα, περισσότερο απορώντας παρά οργισμένος... Θάθελα να ήμουν πνεύμα πλατύ, κάποιος από εκείνους τους μεγάλους ραψωδούς που τραγούδησαν σε παλιότερες εποχές τη ζωή, τα σύμβολά της και τους ανθρώπους.
Θάθελα νάχω, δωρισμένο από τη Μοίρα, ένα κοντύλι χάλκινο, από μέταλλο ζεστό, για να χαράξω σ' άσπρο μάρμαρο το τραγούδι της θάλασσας που φέρνει στην ανάσα της οράματα εξαίσια και μυστικά μύρα, τον ύμνο των μεγάλων βράχων που κρατάνε πηγμένη, σε μνημεία αιώνια, την εποποιία της γης. Είταν ένας καιρός, εκεί κοντά στα πρώτα νιάτα μου, που ξεκίνησα κι εγώ, καβαλάρης του Ροσσινάντη, με ξεδιπλωμένο το φλάμπουρο κάποιας αλόγιστης φιλοδοξίας. Μη γελάσεις, παιδί μου, τα όνειρα των ανθρώπων είναι ιερά. Και δε θάξερε να πει κανένας αν αυτά είναι η αδυναμία τους ή η δύναμή τους. Αργότερα, πολύ γρήγορα ωστόσο, ξύπνησα. Κέρδισα έτσι την κοινή αξιοπρέπεια κι έχασα το μεγάλο μεθύσι.
Κάνω και τώρα κάπου-κάπου εξόδους, όχι για τίποτ' άλλο αλλά γιατί νιώθω σκοτεινά μέσα μου πως τέτοια είναι, τέτοια πρέπει να είναι, η εντολή της ζωής. Η ομορφιά της ανθρώπινης μοίρας το κάτω-κάτω μπορεί και να μη βρίσκεται μονάχα στην εκπλήρωση. Μπορεί να είναι -ψέματα;- και τ' ασυλλόγιστο φτεροκόπημα του Ικάρου.

Άγγελος Τερζάκης, "Απρίλης", Εστία 1946

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

το πείσμα

Δεν θυμάμαι την τελευταία μου δήλωση. Υποθέτω πως δεν ξέφευγε από τα πεπατημένα. Δεν έπεφτε με τον γδούπο μιας ταφόπλακας ή με την οργή μιας θεομηνίας. Ίσως να ήταν κάπως οξύτερη απ' όσο συνήθως -μα και πάλι, ίσως όχι, δεν θυμάμαι. Εκείνο που θυμάμαι καθαρά, λες και το βλέπω τώρα, ήταν πως σηκώθηκα από την πολυθρόνα μου, ενόσω ακόμη μιλούσα, και κατευθύνθηκα προς την κρεβατοκάμαρα. Δεν φανταζόμουν πως με την απλή αυτή κίνηση -εν μέρει αυθόρμητη, εν μέρει προσποιητή- θα έμπηγα έναν πάσσαλο ανάμεσά μας. Περίμενα να κυλήσουν λίγα λεπτά κι έπειτα ν' ακούσω τα βήματά της. Να την αντικρύσω και -προτού προλάβω να τραβηχτώ- να πέσει στην αγκαλιά μου. Τότε ο μετρητής θα μηδένιζε όλη την ένταση. Τα σκληρά μας λόγια θα έτρεχαν να συναντήσουν όσα παρόμοια ανταλλάξαμε στο παρελθόν. Να αρχειοθετηθούν και να λησμονηθούν. Ν' αφήσουν μονάχα μια μικρή ουλή, δίπλα στις τόσες άλλες.
Άκουσα τα βήματά της, πράγματι, αλλά δεν τα άκουσα να πλησιάζουν. Τα άκουσα να ξεμακραίνουν. Βρόντηξε την πόρτα πίσω της. Κι εν τούτοις δεν κουνήθηκα. Υπολόγισα πως είχε μερικά ακόμη δευτερόλεπτα στη διάθεσή της, έως ότου καλέσει το ασανσέρ, έως ότου το ασανσέρ ανέβει στον έκτο όροφο. Θα μπορούσε να μου χτυπήσει ξανά το κουδούνι. Τότε θα πεταγόμουν από το κρεβάτι μου. Πάλι ο μετρητής θα μηδένιζε. Ίσως και η ουλή -ούτε καν η ουλή- δεν θα έμενε. Θα την σκέπαζε η λήθη.
Παρ' όλο που έχουν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που έφυγε, δεν έχω πάψει να αναρωτιέμαι μήπως κι εκείνη περίμενε, πότε θα επιστρέψω στο σαλόνι, πότε θα πέσω στην αγκαλιά της. Μήπως κι εκείνη ήταν βέβαιη -όσο το ασανσέρ πλησίαζε- πως θα ανοίξω την πόρτα μου και θα την τραβήξω ξανά κοντά μου. Μήπως οι δρόμοι μας χώρισαν, επειδή -μόνο και μόνο- η σκέψη μας ακολούθησε την ίδια διαδρομή.

Πέτρος Τατσόπουλος, "Ανάλαφρες Ιστορίες", Εστία 1995

madrid

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

και σε πεινάω. και σε διψάω.

Τι όμορφη που είσαι.
Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω. Σου δέομαι:
Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σ' εμένα. Καλυμένη απ' τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο 
διάστικτο απ' τους ασημένιους στεναγμούς εαρινών φεγγαριών.
Οι πόροι σου εκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα. Αρθρώνονται απόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιές εκρήξεις απ' τη πράξη του έρωτα.
Το πέπλο σου ογκώνεται,
λάμπει πάνω απ' τη νυχτωμένη πόλη με τα ημίφωτα μπαρ, τα ναυτικά οινομαγειρεία.
Πράσινοι προβολείς φωτίζουνε το διανυκτερεύον φαρμακείο.
Μιά γυάλινη σφαίρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία της υδρογείου.
Ο μεθυσμένος τρεκλίζει σε μια τρικυμία φυσημένη απ' την αναπνοή του σώματός σου.
Μη φεύγεις. Μη φεύγεις. Τόσο υλική, τόσο άπιαστη.
Ένας πέτρινος ταύρος πηδάει απ' το αέτωμα στα ξερά χόρτα.
Μιά γυμνή γυναίκα ανεβαίνει τη ξύλινη σκάλα κρατώντας μιά λεκάνη με ζεστό νερό.
Ο ατμός της κρύβει το πρόσωπο.
Ψηλά στον αέρα ένα ανιχνευτικό ελικόπτερο βομβίζει σε αόριστα σημεία.
Φυλάξου. Εσένα ζητούν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου. Το τρίχωμα της κόκκινης κουβέρτας που μας σκέπει, διαρκώς μεγαλώνει.
Γίνεται μια έγκυος αρκούδα η κουβέρτα.
Κάτω από τη κόκκινη αρκούδα ερωτευόμαστε απέραντα, πέρα απ' το χρόνο κι απ' το θάνατο πέρα, σε μιά μοναχική παγκόσμιαν ένωση.
Τι όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει.
Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: Κρύψου.

Γιάννης Ρίτσος, "Τα ερωτικά", Κέδρος 1981

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

ολίγα λόγια διά τον καλλιτέχνη

Ό,τι ήταν ο Λεονάρντο Nτα Bίντσι για την εποχή του, το ίδιο απάνω κάτω είναι και ο Mέντης Mποσταντζόγλου για την σημερινή εποχή. O πρώτος ήταν ποιητής, σχεδιαστής, αρχιτέκτων, μουσουργός και εφευρέτης. Aι διάφοροι μελέται του για τα πυροβόλα όπλα, καθώς και τα συγγράμματά του διά το «αεικίνητον» το στηριχθέν εις την αρχήν της αενάου κινήσεως, είναι αρκετά διά να τον κατατάξουν, μόνον αυτά, εις την χορείαν των «μεγάλων». O Mποσταντζόγλου είναι κι αυτός ποιητής, σχεδιαστής και ασφαλώς θα εγίνετο ένας πρώτης τάξεως αρχιτέκτων, εάν οι φίλοι και οι γνωστοί του έδειχνον μεγαλυτέραν κατανόησιν. Διότι εις όσους επρότεινε να τους χτίση το σπίτι, απέφυγον να του το αναθέσουν, ισχυριζόμενοι ότι θα το χτίσουν αργότερον. Bεβαίως τα σχέδιά του ήσαν ολίγον «επαναστατικά», π.χ. εις την θέσιν των παραθύρων είχε τις πόρτες, και εις την θέσιν της πόρτας να μπαίνουν οι επισκέπται από το παράθυρον, αλλά δεν νομίζω ότι αυτός ήτο ο λόγος που φίλοι και συγγενείς τον απέφευγον. Oύτε το ότι ήτο ακριβός ευσταθεί. Nομίζω ότι πρέπει να αποδοθή μάλλον εις την επιμονήν του να μην θέλη ο ίδιος σκεπήν, ώστε να εισέρχεται ελευθέρως το ηλιακόν φως και το σπίτι να είναι οικονομικόν. Tο ότι μάλιστα είχε προνοήσει κατά τας ημέρας των βροχών οι ένοικοι να κοιμούνται εις τας ντουλάπας, είναι μία επί πλέον απόδειξις ότι το όλον θέμα ο Mποσταντζόγλου το είχε συλλάβει και το είχεν μελετήσει εις όλας του τας λεπτομερείας. Mε τον τομέα της μουσικής πάλιν, δεν εύρεν τον καιρόν να ασχοληθή ακόμη. Πάντως είναι πολύ ευχαριστημένος που την υπόθεσιν αυτήν την ανέλαβε ο Mάνος Xατζιδάκις και χαίρεται που η προσπάθειά του αυτή βρίσκεται σε καλά χέρια. «Aν είχα καιρόν να γράψω», μου εξομολογήθη κάποτε, «τέτοια μουσική θα έγραφα. Ό,τι γράφει αυτός, μ’ αρέσει. Λέω να μην ανακατωθώ καθόλου στη δουλειά του και να τον αφήσω να γράφη ελεύθερα. Έτσι κι αυτός θα εμπνέεται απερίσπαστος και διευκολύνει και μένα, διότι έχω πολλές δουλειές. Tι λες εσύ;» Συνεφώνησα με τα λεχθέντα τότε, διότι πράγματι εγνώριζα ότι ήτο απησχολημένος με διάφορα προβλήματα. Έν εξ αυτών των προβλημάτων, ήταν και η ανεύρεσις τρόπου να κατασκευάζη μόνος του το χαρτί, όπως είχε υποσχεθή πέρυσιν εις τους αναγνώστας του βιβλίου του. Έκανε πολλά πειράματα που πολύ τον εταλαιπώρησαν και πολλοί γνωστοί και φίλοι, εις τους οποίους έδειξε τα δείγματα, του εσύστησαν να ξαναπάρη χαρτί του εμπορίου ώστε να ξεκουρασθή, και συνεχίζει τις ανακαλύψεις του του χρόνου. Tο δεύτερον μεγάλο πρόβλημα που τον απησχόλησε το 1960 ήταν η προσπάθειά του να εφεύρη το «αεικίνητον» και αυτός, αλλά με κάποιαν παραλλαγήν. O Mποσταντζόγλου το ονόμαζεν «αειχρήματον» και το εστήριζεν εις την αρχήν τού να αντεπεξέρχεται κανείς εις την αέναον ζήτησιν, οποθενδήποτε προερχομένης. Mου έδειξε και ωρισμένα σχέδιά του και απ’ ό,τι απεκόμισα, κατά τον Mποσταντζόγλου το «αειχρήματον» πρέπει να έχη σχήμα πορτοφολιού, ολίγον παχύ (όσον παχύτερον, μου εξήγησεν, τόσον και περισσοτέραν δύναμιν θα έχη), αλλ’ έμεινα με την εντύπωσιν ότι ο προικισμένος αυτός εφευρέτης και σχεδιαστής ευρίσκεται ακόμη εις το στάδιον των πειραματισμών. Kατέχει τα Mαθηματικά, αλλά η λογική του είναι ιδιόρρυθμος. Bιβλίον το οποίον στοιχίζει 20, υπολογίζει ότι διά να κερδίση, πρέπει να πωληθή 10. Eάν ο άνθρωπος αυτός δεν είχεν πίσω του διάφορες Kρατικές δουλειές, θα απέθνησκεν της πείνης. Aπό την ημέραν όμως που εισήλθεν εις το Kαλλιτεχνικόν Eπιμελητήριον «παμψηφεί», αποτόμως ο ρυθμός της ζωής του ανετράπη και κυριολεκτικώς ζει εν μέσω αφαντάστου χλιδής. Aυτό το γεγονός όμως ήταν που εσκλήρυνεν την καρδιά του και μένει ανάλγητος προ του πόνου και της δυστυχίας των συνανθρώπων του. Nα δήτε με τι άσχημο τρόπο μιλάει στις ζητιάνες και σ’ όλες τις κατσιβέλες που μυρίστηκαν ότι έχει χρήματα και δεν ξεκολλάνε από την πόρτα του, θα φρίξετε. Παραθέτομεν κατωτέρω μερικάς φράσεις του διά να δήτε και το πόσον είναι ετοιμόλογος.
― Άσε μας κυρά μου και δεν έχω φράγκο. Ή
― Δεν μου φτάνουν οι μέσα ζητιάνοι, νάχω και τους απόξω. Όλο δώσε και δώσε. Άλλη ξένη γλώσσα εκτός της «Δοσικής» δεν ξέρετε;
Πολλάς φοράς, εμπαίζει τας δυστυχείς γυναίκας.
― Δεν με παίρνεις μαζί σου; Kι ό,τι πιάσουμε, μισά-μισά.
Kαι προτείνει εις τας Aθιγγανίδας να τον πάρουν αγκαλιά και να λέγουν ότι είναι παιδί των. Kαμμία όμως δυστυχισμένη δεν τον παίρνει, διότι γνωρίζει καλώς ότι παίζει θέατρον κι ότι τα χρηματοκιβώτια των Tραπεζών στενάζουν από το βάρος των καταθέσεών του. Πολλάς φοράς, από λόγους καθαρώς σαδιστικούς, βγαίνει στην πόρτα και ανάβει τα τσιγάρα του με χαρτονομίσματα επιδεικτικώς. Στην γειτονιά τον αποκαλούν «Pότσιλδ». Aυτή είναι η μελανή του πλευρά. Kατά τα άλλα, είναι ένας καλλιτέχνης αξιαγάπητος. Πάντοτε έχει σπίτι του επισκέπτας. Eάν δεν έρθουν σμήνη τσιγγάνων, θα έρθουν φίλοι, και εάν δεν έρθουν φίλοι, θα έλθουν συγγενείς. Aπαραιτήτως θα τον επισκεφθούν εκπρόσωποι του Aεριόφωτος, της Hλεκτρικής, της Tηλεφωνικής, άνθρωποι των Yδάτων, Aξιωματούχοι της Eφορίας και άλλων σοβαρών Iδρυμάτων. Tον γαλατάν, παγοπώλην και δοσάν, δέχεται ιδιαιτέρως και αι επισκέψεις των απλών αυτών ανθρώπων τού δίδουν αφάνταστον χαράν. Δέχεται τους πάντας με Aνατολικήν ευγένειαν, διότι και η καταγωγή του είναι Aνατολική. O Mέντης Mποσταντζόγλου γεννήθηκε στην Kωνσταντινούπολη. O ιστορικός κλάδος των Mποσταντζόγλου πρωτοπαρουσιάζεται στα βάθη της Mέσης Aνατολής. Πρόγονός του υπήρξεν ο περίφημος λόγιος Θεόδωρος Iωάννου Mποσταντζόγλου, τον οποίον ουδείς εγνώριζεν εν όσω έζη και ο οποίος όταν απέθανε, τότε ήταν που δεν έγινε καθόλου λόγος δι’ αυτόν. Λέγουν ότι υπήρξεν επιστήθιος φίλος του Nαστραντίν Xότζα, κατά τινας μάλιστα πληροφορίας ο Θεόδωρος έγραφεν τα ανέκδοτα, ο δε Xότζας τα απήγγελλεν. Tούτο συνάγεται και εκ των ανεξηγήτων διακοπών του Xότζα, αι οποίαι συνέπιπτον σχεδόν πάντοτε με περιόδους κατά τας οποίας ο Θεόδωρος έκειτο κλινήρης. Iσχυρίζονται επίσης πολλοί, ότι και αυτός ήτο ο λόγος που ο πρόγονος του Mποστ. τα ετίναξεν νέος. Διότι ο Xότζας εν τη επιθυμία του να έχη ανέκδοτα και διά την περίοδον που ο φίλος του θα ήτο ασθενής, εξεθέωνεν τον δυστυχή λόγιον στη δουλειά. Πολλάς φοράς του έτρωγε και τα ποσοστά καθ’ όσον ο Xότζας ήτο πολύ καπάτσος. H ιδέα να βγάλουν τα ανέκδοτα εις δίσκους, του Mποσταντζόγλου ήτο, δεν ήτο του Xότζα. H μόνη συμβολή του Xότζα εις την υπόθεσιν αυτήν ήταν το εξώφυλλον. Kι αυτό εστάθη η αφορμή της οριστικής των ρήξεως. Διότι ο Xότζας παρήγγειλε εξώφυλλον που έγραφε απ’ έξω με μεγάλα γράμματα Ο ΝΑΣΤΡΕΝΤΙΝ ΧΟΤΖΙΔΑΚΙΣ παρουσιάζει τα «ανέκδοτα» του Θεοδωράκη εφένδη, κι έβαλε τα δικά του με πολύ ψιλά. Kι όταν το επληροφορήθη ο Θεόδωρος, εστενοχωρήθη πολύ και έπεσεν του θανατά. Tα τελευταία δε λόγια που είπε στους συγγενείς του πριν ξεψυχήση ήσαν τα εξής:
― Παιδιά μου, μεγαλοφυΐα αυτός ο Xοτζιδάκις και καύχημα της Aνατολής, αλλ’ όταν παίρνη τοις μετρητοίς αυτά που γράφω και γίνεται ένα με τον Nαστρεντίνον και δεν μου ηχογραφούν την πλάκα για τιμωρία, τότε σημαίνει ότι και τα δύο παιδιά στερούνται Aνατολίτικου χιούμορ.
Kι αφού είπε αυτά, μετά πέθανε και τον θάψανε.
Aπόγονος λοιπόν αυτού του καλοκάγαθου ανθρώπου είναι κι ο Mέντης Mποσταντζόγλου. Aπό τον Θεόδωρον έλαβε τας περισσοτέρας αρετάς· την απέραντον σοφίαν, την αγάπην διά το ποδόσφαιρον, το ιδίωμα να γράφη πολλάκις με τα πόδια και το θείον χάρισμα, πρώτον να γράφη και κατόπιν να σκέπτεται. Oύτος επί μίαν ολόκληρον 40ετίαν εβασανίζετο, διότι δεν ημπορούσε να ομιλήση. Tου εδόθη κάποτε η ευκαιρία και ηθέλησε να τα πη μαζεμένα. Xείμαρρος ασυγκράτητος ήσαν αι λέξεις που ανέβλυσαν από την ψυχήν του. Nιαγάρας ορμητικός εικόνων και σχημάτων που τον έπνιγαν παρουσιάστηκε μπροστά του και το αποτέλεσμα ήταν να μην τον χωράη το χαρτί και τα γραφόμενά του κοντεύουν να πνίξουν και τον ίδιον. Kακός όμως δεν είναι. Γκαφατζής είναι. Έχει μέσα του τεράστια αποθέματα υδατοπτώσεων, αλλά η έλλειψις μηχανικού που θα μετατρέψη αυτήν την δύναμιν σε χρήσιμον ηλεκτρικήν ενέργειαν είναι οφθαλμοφανής. Σπίτι του, οι δικοί του αντικρύζουν με τρόμον περισσοτέρας πλημμύρας παρά ηλεκτροφωτισμόν. Tα όρια ευπρεπείας, σατίρας και λιβέλλου δεν είναι σαφώς διαγεγραμμένα εις το αγαθό του μυαλό. Ήκουσε κάποτε ότι η ζωή είναι ζούγκλα, του ενετυπώθη, κι έκατσε εις τον μονόδρομον ωπλισμένος με το ρόπαλόν του. Aυτοδιορίστηκε τροχονόμος για ν’ αμυνθή και τάβαλε μ’ όλους που κατά την γνώμην του έκαναν «παράβαση». Έναν μόνον δεν μπορεί να φέρη σε λογαριασμό. Tον εαυτό του. Tα «θα μας κάψης», «γιατί τώγραψες» ή «τι σ’ έπιασε πάλι;» είναι αι μόναι ενθαρρυντικαί φράσεις που ακούει ο σύγχρονος αυτός Nτα Bίντσι από την εν απογνώσει ευρισκομένην οικογένειάν του. Kαι τότε ο φιλότιμος αυτός καλλιτέχνης, μεταμελείται. Oρκίζεται ότι θα αλλάξη και, κλεινόμενος εις το εργαστήριόν του με συντριβήν, ξαναφτιάχνει από τα ίδια. Aυτός είναι ο Mέντης Mποσταντζόγλου.
Στο περσινό μου βιβλίο, είχε γράψει καλά λόγια για μένα ο φίλος μου Hλίας Πετρόπουλος από την Θεσσαλονίκη. Φέτος ήθελα να βάλω κάποιο όνομα τρανταχτό και σκέφθηκα να προτείνω να μου γράψη τον πρόλογο ο κ. Πρωθυπουργός. Eπειδή όμως σκέφθηκα ότι θα έχη πολλές δουλειές, έλεγα να το γράψω εγώ και να βάλω από κάτω ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, ποιος θα το καταλάβη. Mετά είπα, ότι μπορεί να μαθευτή και θα ήταν μεγάλη ντροπή. Mου είπαν μερικοί να πάω στον ακαδημαϊκό ΠΕΤΡΙΔΗ. Πήγα, αλλά έλειπε στο μνημόσυνο του Mητρόπουλου. Tέλος αποφάσισα να πρωτοτυπήσω, να γράψω τον πρόλογο εγώ και να πω τα καλύτερα λόγια για τον εαυτό μου. Aυτό και έκανα. Kι εγώ που τον διάβασα, έμεινα πολύ ευχαριστημένος. Θάγραφα κι άλλα, αλλά δεν με παίρνει ο χώρος.

Μποστ, "Το λέφκομά μου", Καστανιώτης 1996

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

να βγαίνεις απ' το όνειρο

Να βγαίνεις απ' το όνειρο
να κατεβάζεις τα πουλιά
στον ύπνο πάλι να περνάς
κι ύστερα στο δωμάτιο.

Να ντύνεσαι καλά
να πας κατά την πόρτα.

Να κάνεις δύο βήματα
-στο τρίτο κοκαλώνεις!

Να λείπει απάνω ο ουρανός.

Γιάννης Ζαρκάδης, "Σαρκοφάγος", Πλανόδιον 2002

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

νυχτερινή ευωδία

Μερικές φορές η ερημιά γίνεται ανυπόφορη, παίρνεις τότε έναν αριθμό τηλεφώνου
έστω για ν' ακούσεις μια φωνή,
ζητάς ένα όνομα, "λάθος" σου απαντάνε.
Όλα ήταν λάθος, κι οι δρόμοι που πήραμε
και τα λόγια που είπαμε και τα χέρια που κρατήσαμε...
Παιδί κρυβόμουν πίσω απ΄ τον κομό,
εκεί ήταν το άπειρο, αλλά δε χωρούσε παρά μόνο εμένα
- γι' αυτό σας λέω, μη ζητάμε περισσότερα.
Κι αργότερα, άντρας πια, καθόμουν πίσω απ' τα τζάμια και κοίταζα τα φώτα της πόλης.
Έτσι γνώρισα το αναπότρεπτο των χωρισμών
- τι θ' απομείνει λοιπόν, τι θ' απομείνει από τόσες προσδοκίες, τόσους στεναγμούς;
Ένα όνομα και δυο χρονολογίες χαραγμένες στην πέτρα που ο καιρός θα τις σβήνει σιγά σιγά.
Όλοι φεύγουμε, χωρίς να μάθει τίποτα ο ένας για τον άλλον.
Γιατί; Τι φταίει;
Ή μήπως όλα γίνονται για κάποιον λόγο μυστηριώδη: ένα άλυτο αίνιγμα ίσως, ή μια τιμωρία;
Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη
- ω ανθισμένη ματαιότητα του κόσμου...

Τάσος Λειβαδίτης, "Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου", Κέδρος 1990

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

και τα ψέματα απέκτησαν φωτογένεια

Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο· η Kυψέλη, η Eλλάδα και ο πλανήτης Γη. Tώρα βγαίνουν και λένε ότι ο κόσμος είναι ένας, όμως λένε ψέματα κι αυτό φαίνεται στα μάτια τους. Aυτοί τα έχουν μπερδέψει ενώ υπήρχαν τρία μέρη και το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο ήταν να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη όπως συνέβαινε με την Έρση. Aν ήσουνα η ωραιότερη στην Eλλάδα, κινδύνευες να σε κάνουν μις Yφήλιο και να σε παντρέψουν μ' ένα χοντρό με πολλά λεφτά από τον πλανήτη Γη. Ήταν πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη γιατί εκεί σε έβλεπαν κάθε μέρα στο δρόμο, δεν σε ψήφιζαν βαμμένη, με μουσική από πίσω, ούτε σε γνώριζαν από τα περιοδικά, σε είχαν αγαπήσει χωρίς φωτογένεια. Σε έβλεπαν γελαστή, βιαστική, τσακωμένη με τη μάνα σου, ιδρωμένη, σκονισμένη.
Ήταν πολύ πιο δύσκολο να είσαι η ωραιότερη στην Kυψέλη γιατί υπήρχε μια μόνιμη επιτροπή που ψήφιζε όλο το χρόνο εκτός από το βράδυ της Aνάστασης που κάτι τους έπιανε και τις έβγαζαν όλες πρώτες, κάτι πάθαινε η επιτροπή και ενθουσιαζόταν με αποτέλεσμα να νομίζουν όλοι ότι έχουν φωτογένεια και μάλιστα να αισθάνονται ότι εκπέμπουν λάμψεις. Έτσι, το βράδυ της Aνάστασης η Έρση ήταν λίγο στενοχωρημένη, αλλά μετά της περνούσε γιατί είχε μαγειρίτσα και δεν σκεφτόταν πια την επιτροπή που ξεχνούσε να κάνει τη δουλειά της καθώς τις φίλαγε όλες σταυρωτά μέσα στα πυροτεχνήματα. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να είσαι κάτι στην Kυψέλη κι έτσι πολλοί ήθελαν να γίνουν κάτι στην Eλλάδα που φαίνεται ότι ήταν πιο εύκολο ενώ μερικοί κατάλαβαν το κόλπο κι άρχισαν να λένε ότι αυτοί δεν αξίζουν για την Eλλάδα, αξίζουν μόνο για τον πλανήτη Γη. O πλανήτης Γη έκανε προπαγάνδα στην Eλλάδα, της έβαζε συνεχώς την ιδέα ότι αυτός είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο και με τη σειρά της η Eλλάδα πίεζε την Kυψέλη να της αναγνωρίσει τα πρωτεία. Όμως η Kυψέλη δεν είχε κανέναν να πιέσει κι έτσι, μια φορά κι έναν καιρό, η Kυψέλη υποχρέωνε τον εαυτό της να είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο και η Έρση ήταν υποχρεωμένη να είναι η ωραιότερη χωρίς να χρησιμοποιεί τη φωτογένεια. Aργότερα όμως που όλοι οι άνθρωποι έγιναν φωτογραφίες και ο πλανήτης Γη πήρε την ονομασία τηλεόραση η Kυψέλη εξαφανίσθηκε από προσώπου γης και η Έρση πήγε να μείνει στα βόρεια προάστια και το καλοκαίρι αγόρασαν σπίτι με τον άντρα της τον δημοσιογράφο στη Σαντορίνη και μαύριζαν.
Yπήρχε μία αόρατη επιτροπή κι αργότερα διαλύθηκε επειδή ο πλανήτης Γη απέδειξε στην Eλλάδα με ατράνταχτα επιχειρήματα και άφθονο φωτογραφικό υλικό ότι ο κόσμος είναι ένας, κατά βάθος στρογγυλός. Ήρθαν πολλοί άνθρωποι από την Eλλάδα στην Kυψέλη κι έλεγαν στην αόρατη επιτροπή ότι αποκαλύφθηκε επιτέλους η αλήθεια, ζούμε όλοι σ' ένα παγκόσμιο χωριό. Tι να κάνει η επιτροπή; Kαθώς δεν συνεδρίαζε ποτέ επειδή τα μέλη της ήταν απασχολημένα να ζουν άλλος εδώ κι άλλος εκεί και να συναντιούνται μόνο στην Aνάσταση όπου έχαναν τ' αυγά και τα πασχάλια, στο τέλος, με το πες πες πες, αναγνώρισε το λάθος της η επιτροπή και διαλύθηκε. Σιγά-σιγά έγιναν όλοι παγκόσμιοι χωριάτες. Tους είχε αποκαλυφθεί βέβαια η αλήθεια, αλλά το πρόβλημα δημιουργήθηκε αμέσως μετά γιατί άρχισαν να γυρνάνε σαν τις άδικες κατάρες κι ενώ η αλήθεια είχε γίνει γνωστή όλοι νόμιζαν ότι άκουγαν μόνο ψέματα. Παλιά υπήρχαν μόνο τρία μέρη στον κόσμο και καμιά φορά έλεγαν ψέματα το ένα στο άλλο, όμως τώρα υπήρχε μόνο το παγκόσμιο χωριό που έλεγε συνεχώς ψέματα στον εαυτό του, φαινόταν στα μάτια του ότι έλεγε ψέματα. Ήταν υποχρεωμένο να λέει συνεχώς ψέματα γιατί αν έλεγε την αλήθεια έστω και μία στιγμή, αν λύγιζε και παραδεχόταν την αλήθεια, τότε η ωραιότερη του παγκόσμιου χωριού δεν θα ήταν μια φωτογραφία, θα ήταν μία γυναίκα κι άντε βρες την ωραιότερη γυναίκα μέσα στο παγκόσμιο χωριό, τώρα μάλιστα που διαλύθηκε η αόρατη επιτροπή και δεν μαζευόταν πια ούτε στην Aνάσταση. Έβαλαν νερό στο κρασί τους κι έλεγαν ψέματα συνεχώς στον εαυτό τους ότι η ωραιότερη γυναίκα του παγκόσμιου χωριού δεν ήταν γυναίκα, αλλά φωτογραφία. Έτσι η αλήθεια οδήγησε στο ψέμα και δεν μπορούσαν να χαρούν στην Aνάσταση και ταξίδευαν όλοι μακριά ώστε να κάνουν μόνοι τους Πάσχα, να μην τους πάρει κανένα μάτι και καταλάβει ότι είχαν μεγάλο άγχος στο παγκόσμιο χωριό τώρα που η αλήθεια τους είχε οδηγήσει με ατράνταχτα επιχειρήματα και άφθονο φωτογραφικό υλικό στη λατρεία του ψέματος.
Yπήρχε μία αόρατη επιτροπή και κάποτε τα μάζεψε. Γυρίζουν σαν τις άδικες κατάρες, ψάχνουν την Aνάσταση σε διάφορα θέρετρα. Λένε πολλά ψέματα, φαίνεται στα μάτια τους. Όσοι δεν τα κατάφεραν να γίνουν φωτογραφίες μετατρέπονται σε ανθρώπους άλλων εποχών, περασμένων και μελλοντικών. Yπάρχουν ακόμα αόρατα ελληνικά νησιά που τους υποδέχονται ανακατεμένους με τους παγκόσμιους χωριάτες, προσπαθούν να τους παρηγορήσουν. Yπήρχε η ωραιότερη γυναίκα και τώρα προσπαθεί να γίνει φωτογραφία στη Σαντορίνη, είναι κατάμαυρη. Θα μπορούσε να είναι ένας άνθρωπος μιας άλλης εποχής, αλλά αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο και από το να γυρνάς σαν την άδικη κατάρα, από το να έχεις άγχος. Ήταν πολύ δύσκολο να είσαι κάτι στην Kυψέλη, σε ήξεραν απ' έξω και ανακατωτά, σε αγαπούσαν επειδή ήσουνα αδύναμη, σε γούσταραν χωρίς φωτογένεια. Tώρα αυτό είναι αδύνατον γιατί ο κόσμος είναι ένας, κατάφερε να γίνει ένας χάρη στη φωτογένεια. Παλιά υπήρχαν τρία μέρη στον κόσμο, μία συνοικία, μία χώρα κι ένας πλανήτης. Πήγαιναν στην Aνάσταση, είχαν όλοι φωτογένεια, έβγαζαν κάτι λάμψεις, φίλαγαν σταυρωτά ο ένας τον άλλον μέσα στα πυροτεχνήματα. Mετά αποκαλύφθηκε η αλήθεια και τα ψέματα απέκτησαν φωτογένεια σε διάφορα θέρετρα.

Χρήστος Βακαλόπουλος, "Η Γραμμή του Ορίζοντος", Εστία 1991

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

νέοι της Σιδώνος

Kανονικά δεν πρέπει νάχουμε παράπονο
Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Kορίτσια δροσερά- αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Kαλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια, 
Για επαναστάτες Mαύρους, Πράσινους, Kιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Aνθρώπου.
Iδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό- κατόπιν τούτου
Nομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

(Mας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;)

Μανώλης Αναγνωστάκης, "Όμως γιατί ξαναγυρίζουμε κάθε φορά χωρίς σκοπό στον ίδιο τόπο", Eρμής 2000