Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

η παρεγκεφαλίδα

Αλλά πόσο μεγάλη ήταν η ταραχή του όταν στη συνέχεια αντιλήφθηκε ότι ότι αυτή η δύναμη, δρώντας πάνω στην κορυφή του κεφαλιού, όχι μόνο τραυμάτιζε τον εγκέφαλο ή cerebrum, -αλλ' αναγκαστικά πίεζε και ωθούσε τον εγκέφαλο προς την παρεγκεφαλίδα, που ήταν η έδρα της νόησης!- Άγγελοι και Χορηγοί της χάρης, ελεήστε μας! φώναξε ο πατέρας μου, -ποια ψυχή μπορεί ν' αντέξει ένα τέτοιο πλήγμα;- Να γιατί ο ιστός του πνεύματος είναι τόσο διάτρητος και κουρελιασμένος, όπως τον βλέπουμε, και γιατί τόσες από τις μεγαλύτερες διάνοιές μας δεν είναι καλύτερες από ένα μπερδεμένο ματσάκι μεταξωτή κλωστή, -όλο κόμπους,- ένας κυκεών, μέσα-έξω.
Ωστόσο, όταν ο πατέρας μου διάβασε και παρακάτω και πληροφορήθηκε το μυστικό ότι, όταν ένα παιδί γυρίσει ανάποδα, πράγμα εύκολο για έναν μαιευτήρα, και βγει με τα πόδια -αντί ο εγκέφαλος να σπρώχνεται προς την παρεγκεφαλίδα,- ωθείται η παρεγκεφαλίδα προς τον εγκέφαλο, χωρίς να προκαλείται καμία απολύτως βλάβη: -Για τ' όνομα του Θεού!φώναξε, ολόκληρος ο κόσμος έχει συνωμοτήσει για να μας στερήσει το ελάχιστο πνεύμα που μας χάρισε ο Δημιουργός,- και οι κορυφές της μαιευτικής τέχνης συμμετέχουν σ' αυτή τη συνωμοσία. - Τι σημασία μπορεί να έχει για μένα από ποια πλευρά έρχεται ο γιος μου στον κόσμο, - εφόσον όλα πάνε καλά και η παρεγκεφαλίδα του μένει ανέπαφη;
Το χαρακτηριστικό μιας θεωρίας είναι ότι, μόλις τη συλλάβει ένας άνθρωπος, αφομοιώνει ό,τι βρει μπροστά της για να τραφεί και, από την πρώτη στιγμή της σύλληψής της, συνήθως μεγαλώνει με ότι βλέπετε, ακούτε, διαβάζετε ή κατανοείτε. Αυτό το σημείο είναι πολύ χρήσιμο.

Laurence Sterne, «Η Ζωή και οι Απόψεις του Τρίστραμ Σάντι, Κυρίου από Σόι», Gutenberg 1992 (μετάφραση Έφη Καλλιφατίδη)

τι τύπος είμαι λοιπόν;

Η Βαλέρια του χάιδεψε το μέτωπο παραμερίζοντας τα μπερδεμένα μαλλιά του. Έσκυψε μπροστά και τον φίλησε φευγαλέα στα χείλη.
"Έχω καταλάβει τι τύπος είσαι", είπε.
"Αλήθεια; Τι τύπος είμαι λοιπόν;"
"Απ' αυτούς που κρύβονται."
"Που κρύβονται;"
"Απ' αυτούς που σκέφτονται συνέχεια τη δουλειά τους, που τη βλέπουν ακόμα και στον ύπνο τους, που τρέχουν και δε σταματάνε ποτέ."
"Κι αυτό σημαίνει πως κρύβομαι;"
"Βέβαια. Μέσα σ' αυτή τη σύγχυση πολλοί λίγοι ξέρουν ποιοι είναι και τι κάνουν. Γι' αυτό κι εσύ είσαι τόσο γατζωμένος από το ρόλο σου και, όποτε μπορείς, το λες και το ξαναλές, είμαι αστυνομικός, είμαι αστυνομικός. Έτσι δε χρειάζεται να σκέφτεσαι τους Συμμάχους που πλησιάζουν ή τους πόντους που σου 'χουν απομείνει στο δελτίο για το συσσίτιο. Το κάνω κι εγώ αυτό."
"Ενδιαφέρον. Και λοιπόν;"
"Είσαι μόνος σου, αλλά δε σε νοιάζει, αφού σε απασχολεί η δουλειά σου, κι έτσι δε σκέφτεσαι. Και σ' αυτό πάλι μοιάζουμε."
"Ώραία. Και πως τ' ανακάλυψες όλα αυτά;"
"Από τα μάτια σου. Ξέρω να διαβάζω τα μάτια, δε σου το είπα; Διάβασα και τα δικά σου και είδα πως φοβάσαι."
"Μου το 'πες αυτό. Αλλά τι φοβάμαι;"
"Μη σε σκοτώσουν!"
Ο Ντε Λούκα χαμογέλασε, αλλά ήταν ένα χαμόγελο που τρεμόπαιξε λιγάκι στα χείλη του, προτού σχηματιστεί ολοκάθαρα. Η Βαλέρια το κατάλαβε. Τον ξαναφίλησε, του κράτησε το κεφάλι και σηκώθηκε.
"Πάω να ετοιμάσω λίγο καφέ, αληθινό καφέ", είπε.

Carlo Lucarelli, "Η Τριλογία του Φασισμού", Κέδρος 2012 (μετάφραση Μαρία Σπυριδοπούλου, Τόνια Τσίτσοβιτς)

Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

τα διαπύλια και τα αγοραία τέλη

Από την άλλη πλευρά, επειδή ακριβώς το πολιτικό σύστημα της Ευρώπης ήταν τόσο αδύναμο και κατακερματισμένο, οι ηγεμόνες που ήθελαν να διατηρήσουν τη θέση τους και να τη μεταβιβάσουν στους γιους τους έπρεπε να καταβάλουν κάποια προσπάθεια για τον σχηματισμό συνεκτικών πολιτικών μονάδων, με βάση τις διάσπαρτες γαίες και τα σκόρπια δικαιώματα διακυβέρνησης που κατείχαν. Τούτο προϋπέθετε, πρώτα και πάνω απ' όλα, μια βελτίωση στην τέχνη της διαχείρισης της περιουσίας.
Με τη γενική φορολογία να είναι σχεδόν άγνωστη, το εισόδημα των βασιλιάδων και των ηγεμόνων προερχόταν σχεδόν αποκλειστικά από τις γαίες τους, τα διαπύλια και τα αγοραία τέλη, καθώς και απ' το μερίδιό τους από τα πρόστιμα που επιβάλλονταν για διάφορα παραπτώματα. Εφόσον, όμως, οι γαίες δεν ήταν ποτέ όμορες, τα δε διαπύλια τέλη και τα δικαστικά έσοδα έπρεπε να τα μοιράζονται με μέλη της αριστοκρατίας, ήταν δύσκολο για έναν βασιλιά να γνωρίζει επακριβώς τι του οφειλόταν, κι ακόμη περισσότερο να εισπράξει τα οφειλόμενα, ακόμη κι όταν το ποσό ήταν γνωστό.
Οι πρώτοι μόνιμοι αξιωματούχοι ήταν διαχειριστές περιουσίας - οι reeves και οι shire-reeves (σερίφηδες) στην Αγγλία, οι prévôts στη Γαλλία, οι ministeriales στη Γερμανία. Αυτοί συγκέντρωναν τα σκόρπια εισοδήματα των περιοχών που βρίσκονταν στη δικαιοδοσία τους και τα καθιστούσαν διαθέσιμα στου κυρίους τους. Για να το κάνουν αυτό χρειαζόταν να τηρούν κάποιου είδους αρχεία και να υποβάλλονται σε κάποιου είδους λογιστικό έλεγχο. Η εξέλιξη αυτή συντελέστηκε στην Αγγλία πολύ πιο γρήγορα απ' οπουδήποτε αλλού. Και στις περισσότερες άλλες χώρες, όμως, οι κεντρικοί δημοσιονομικοί θεσμοί προέκυψαν μέσα από την εργασία των τοπικών διαχειριστών περιουσίας. 

Joseph R. Strayer, "Γιατί γεννήθηκε το Κράτος", Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2012 (μετάφραση Θάνος Σαμαρτζής)

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

μπαμπά, άναψε τον ήλιο!

Ορισμένα παιδιά σκέπτονται ότι δεν πρέπει να εναντιωθούν στην επιθυμία του γονιού για αυτοεξύμνηση. Είναι κάτι που το έχει ανάγκη και τον βοηθάει να αντλεί θάρρος και κουράγιο για να εκπληρώνει καλύτερα τα καθήκοντά του. Ορισμένα παιδιά καταφέρνουν με μεγάλη δεξιοτεχνία, χρησιμοποιώντας μία φράση μόνο, να κολακεύουν τη μεγαλομανία του γονιού καθιστώντας συγχρόνως σαφές, με πολύ ευγενικό τρόπο όμως, ότι η φράση μπορεί να περιέχει υπερβολές. Για παράδειγμα, ένα μικρό κοριτσάκι είπε στον πατέρα του την εξής φράση μια μέρα που είχε συννεφιά: "Μπαμπά, άναψε τον ήλιο!"
Ο γονιός αρέσκεται να ακούει ότι ξέρει τα πάντα, ότι γνωρίζει όλες τις απαντήσεις για όλα τα θέματα. Τη μηχανική, την ιστορία, τους φυσικούς νόμους κτλ., τίποτα δεν του διαφεύγει, μάλιστα πολλές φορές γίνεται και διερμηνέας της θελήσεως του Θεού. Κι όταν λάβει χώρα ένα γεγονός δυσάρεστο ή ακατανόητο για το οποίο δεν μπορεί να δώσει εξηγήσεις, προτιμά να δηλώνει ότι οι βουλές του Κυρίου είναι άγνωστες παρά να ομολογήσει ότι είναι ανίκανος να της γνωρίσει.

Jeanne Van Den Brouck, "Εγχειρίδιο για παιδιά με δύσκολους γονείς", Καστανιώτης 1999 (μετάφραση Δροσούλα Τραρμακλή)

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

η μεγάλη στρατηγική

Αντίθετα ο Σουν Τζου λέει πως ο μεγάλος στρατηγός δεν έχει τίποτα το αξιέπαινο, ούτε μεγάλη σοφία, ούτε μεγάλη ανδρεία. Κι αυτό γιατί μεγάλος στρατηγός είναι εκείνος που μπόρεσε να εντοπίσει από πολύ νωρίς τα ευνοϊκά στοιχεία, τους πρόσφορους παράγοντες, και κατάφερε να τα αξιοποιήσει προς όφελός του, την ίδια στιγμή που ωθούσε τον αντίπαλο να χάσει τη δική του δυναμική. Σιγά-σιγά, αβίαστα, λάθρα. Ώστε, όταν τελικά μπαίνει στη μάχη, κι εφόσον έχει ήδη νικήσει, ο κόσμος να μπορεί να πει: ήταν εύκολο, είχε κριθεί εξ αρχής. Και οι άνθρωποι να νομίζουν πως θα το μπορούσε ο καθένας. Η νίκη πρέπει να μοιάζει σαν να προκύπτει φυσικά από την κατάσταση. Να δημιουργείται η εντύπωση ότι δεν χρειαζόταν ούτε προσπάθεια ούτε επινοητικότητα. Να μοιάζει αυτονόητη, να μην απαιτεί ούτε να διακινδυνεύσεις ούτε να ξεχωρίσεις: αυτή είναι η μεγάλη στρατηγική. Το μέγιστο κατόρθωμα είναι να ενεργήσεις έτσι ώστε να φαίνεται πως ο καθένας θα μπορούσε να κατορθώσει αυτό που πέτυχες.

François Jullien, "Εγκώμιο της Απραξίας", Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2012 (μετάφραση Θάνος Σαμαρτζής)

Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

στερνό

Τώρα, τί η καρδιά να περιμένει
και το βλέμμα στέλνει να ρωτά
στις γωνιές και του δρόμου τ’ ανοιχτά
κι όλο νάρχεται και να πηγαίνει;

Να ψάχνει, να ρωτά και μια να σφάλλει.
(Κάποια, πως θάσαι συ, στα θαλασσιά.
Με τη δική σου την κορμοστασιά
από μακριά, να σε μπερδεύει μ’ άλλη.)

Ακόμα μια, προσμονής, μέρα χαμένη.
Πουλί κυνηγημένο απ’ τα παιδιά.
Να πέφτει, δίχως έλεος, στην καρδιά,
ο ίσκιος που στο δρόμο κατεβαίνει.

Του τελευταίου σύννεφου τ’ ασήμι
τώπιε, σε μαύρο κύπελλο, η βραδιά.
Στην κάμαρα η ατμόσφαιρα βαριά
κι' όλα τα γύρω φιλημάτων μνήμη.

Γιώργος Καρατζάς, "Η Χαμηλή Φωνή" (ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη), Νεφέλη 1990

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

γεννηθήτω το φως

Κατέβηκε στη γη μια νύχτα του Απρίλη την ώρα που ένας νέος είδε δυο μάτια. Κάρφωσε τα μάτια του και κοίταζε. Φίλησε ένα στόμα, και τότε ήταν σα να σμίξανε μέσα του δυο φωτιές, ένας ήλιος που συγκρουόταν μ' ένα άστρο. Δυο χέρια τον αγκάλιασαν, και τότε πια ούτε έβλεπε ούτε άκουγε τίποτα στον κόσμο. Ο έρωτας είναι ο πρώτος λόγος του Θεού, η πρώτη σκέψη που σπίθισε στο νου του. Όταν είπε "Γεννηθήτω το φως", γεννήθηκε ο έρωτας. Και καθετί που πλαστούργησε από κείνη τη στιγμή ήταν ανέκφραστα καλό, και τίποτα δεν ήταν που να 'θελε ν' αλλάξει. Και ο έρωτας έγινε βρύση και πηγή του παντός και κυρίαρχος των πάντων. Όμως όλοι οι δρόμοι του είναι πλημμυρισμένοι σε άνθη και αίμα.
"Αύριο φεύγεις. θέλω να με δαγκώσεις δυνατά στο στήθος, να πονέσω, να μείνει σημάδι να μου θυμίζει τον άντρα του πόθου μου".
Είναι περασμένα μεσάνυχτα και η συγκοινωνία με το τραμ σταμάτησε. Στο γυρισμό όλο σκόνταφτε και πολλές φορές κινδύνεψε να πέσει. Αμήχανος έχωνα τα παπούτσια στην άμμο περπατώντας αργά. Βρήκαμε ένα ταξί και γυρίσαμε στο Κάιρο. Την άλλη μέρα με ξεπροβόδισε στο σταθμό. Την κοιτούσα από το παράθυρο του βαγονιού μου έτσι που στεκόταν λεπτή και ακίνητη, ανέκφραστη. Χαμογέλασα προσπαθώντας κάτι να κάνω. Τη στιγμή που το τρένο ξεδίπλωνε αργά μισή στροφή από τους τροχούς του, με ένα απότομο τίναγμα των χεριών έσπασε τα κουμπιά της μπλούζας της αποκαλύπτοντας ένα μεγάλο σημάδι πάνω στο στήθος. Πρόλαβα στον αέρα τις λαίμαργες αράπικες ματιές για το λευκό αναπάντεχο, καθώς το τρένο μ' έσερνε στην Αλεξάνδρεια.

Γιάννης Πάνου, "..από το στόμα της παλιάς Remington...", Καστανιώτης 1998

Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

mal du départ

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρισμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς, τη Σιγκαπούρ, τ’ Αλγέρι, και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία, 
κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς, 
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα `χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου, χαρούμενη, θα λέει σ’ όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει..."

Μα ο εαυτός μου μια βραδιάν εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί, 
θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ,
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θα `χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

Νίκος Καββαδίας, "Μαραμπού", Άγρα 1990

Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

στο φάληρο

Η πλήξη ψες μας είχε ξαναφέρει
στο Φάληρο, σε κάποιαν αμμουδιά,
ερωτικό μας άλλοτε λημέρι.
Πιο πέρα, μέσ’ στην έρημη βραδυά

πιασμένα τρυφερά, χέρι με χέρι,
δυο ερωτεμένα εκάθονταν παιδιά.
Μα εμάς του κάκου ζήταγε η καρδιά
παλιές χαρές στη θύμηση να φέρει.

Κι ως άρχιξε η ψυχρούλα να πληθαίνει
«τι θέμε, μού 'πες, δω, τέτοιον καιρό;»
Κι εφύγαμε κι οι δυο μετανοιωμένοι.

Έκανε, αλήθεια, κρύο τσουχτερό
στ’ ακροθαλάσσι τη βραδυάν εκείνη.
Μα το ζευγάρι τ' άλλο είχε απομείνει...

Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, "Ώρες Αγάπης", Φλάμμα 1934

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

εσέ που τ' όνομά σου δεν το γράφω

Εσέ που τ' όνομά σου δεν το γράφω
θα σ' αγαπούσα, ξέρεις, ως τον τάφο.
Μα βιάστηκα και τ' όχι σου ήταν τόσο
βαρύ, που θέλω να σ' το ξεπληρώσω.

Ώρες για σε, μετρώντας τους διαβάτες,
περίμενα και μου 'τρεμαν οι πλάτες.
Έκανε κρύο ακόμα, τέλη Μάρτη·
αργεί, μα δεν πειράζει, έλεγα, θα 'ρθει.

Θα 'ρχοτανε, θεά στα πεζοδρόμια,
πρόθυμη και καλή, με διάθεση όμοια.
"Τι στέκεσαι λοιπόν, θα μου 'λεγε· Έλα!"
και γύρω θα τις βγάζαν τα καπέλα.

Αυτά συλλογιζόταν ο ιππότης
που αποκοιμιόταν με το πρόσωπό της,
που ξεγελούσε με όνειρα γελοία
τη φτώχεια του και τη μελαγχολία. 

Γιώργος Κοτζιούλας, "Κυριακές μες στο Χειμώνα", Σοκόλη-Κουλεδάκη 2006

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

μεταξύ άλλων δανείων

Η Ελλάς, μεταξύ άλλων δανείων, οφείλει και εξήκοντα εκατομμύρια προς τινας τραπεζίτας. Των εξήκοντα αυτών εκατομμυρίων οι τόκοι είναι εγγυημένοι από τας τρεις προστάτιδας Δυνάμεις, ώστε οι τραπεζίται, αναφορικώς προς αυτό το δάνειον κοιμώνται ήσυχοι. Επί πολλά έτη η Ελλάς δεν επλήρωνε τους τόκους αυτούς, προφασιζομένη ότι δεν είχε με τι, και όμως οι τραπεζίται επληρώνοντο μέχρις οβολού. Από ποίον; Από τους εγγυητάς· από την Ρωσίαν, την Γαλλίαν και την Αγγλίαν. Οι εγγυηταί αυτοί μιαν ημέραν εσκέφθησαν (...) μήπως οι πονηροί αυτοί Ελληνες, έχουν χρήματα διά να πληρώσουν τους τόκους, και λέγουν ότι δεν έχουν διά να τα φάγουν μεταξύ των· ή μήπως σπαταλούν τα χρήματά των όπου δεν πρέπει, και έπειτα, όταν πρόκειται περί της τιμής και του πουγγίου των, δεικνύουν το ταμείον των κενόν (...) Ετσι μίαν άλλην ημέρα επαρουσιάσθηκαν εις τας Αθήνας τρεις απεστελμένοι: Αγγλος, Γάλλος και Ρώσος. Εζήτησαν ακρόασιν παρά τω υπουργώ των Εξωτερικών, τω είπον ότι ήλθον διά να εξετάσωσι τα έσοδα και τα έξοδα της Ελλάδος εν προς εν, και τω έδειξαν τα συστατικά των γράμματα. Μεγάλη κίνησις εις τα Αθήνας αμέσως· συμβούλια υπουργικά επί συμβουλίων.
Ο τύπος μαίνεται, τα Χαυτεία κατακραυγάζουν· η αστυνομία διπλασιάζει τους κλητήρας· το φρουραρχείον διατάττει και την ημέραν περιπολίας! Πώς! έγραφον αι εφημερίδες· τολμούν ακόμη οι Φράγκοι να χωθούν και εις την μύτην μας! Με τι δικαίωμα! αλλά με τι δικαίωμα! έχουν την αξίωσιν να τους δείξωμεν τι κερδίζομεν και τι εξοδεύομεν! Τι θα έλεγον αυτοί, αν εστέλλομεν το Φωστηρόπουλον (τραπεζίτης της εποχής) εις το Λονδίνον να εξετάση εν προς εν τα έσοδα και τα έξοδα του βρετανικού κράτους;
-Ακούς υπουργοί! εκραύγαζε το πλήθος εις τα Χαυτεία· τους δέχονται ακόμη, και τους στέλλουν να κατοικήσουν εις το ξενοδοχείον της Αγγλίας με δημόσια έξοδα! Και δεν τους ρίπτουν εις τον Μεδρεσέ (πρόκειται για ένα πρώην μουσουλμανικό ιεροσπουδαστήριο στην περιοχή της Πλάκας στην Αθήνα, που μετά το 1836 είχε μετατραπεί σε φυλακή), διά να τους μάθουν ότι Κίνα δεν είναι η Ελλάς!
Εν τούτοις μετά ένδεκα υπουργικά συμβούλια, απεφασίσθη να ζητήσει η Κυβέρνησις εξηγήσεις από τους εν Αθήναις πρέσβεις των τριών εκείνων Δυνάμεων, περί της αποστολής των ξένων.
Οι πρέσβεις απήντησαν αμέσως και εις ολίγας λέξεις: - Εστάλησαν από τας αυλάς των διά να εξετάσουν με ακριβεστάτην λεπτομέρειαν τον προϋπολογισμόν της Ελλάδος, και να παρατηρήσουν αν περισσεύουν χρήματα, ή αν είναι δυνατόν να περισσεύσουν. - Συνεβούλευον δε την Κυβέρνησιν να παράσχη πάσαν ευκολίαν εις τους απεσταλμένους (...)
Ητο τότε, μοι φαίνεται, πρωθυπουργός ο τζουμπελής (ήταν το παρατσούκλι του πρωθυπουργού Δημητρίου Βούλγαρη, που οφειλόταν στα ρούχα που προτιμούσε να φοράει, δηλαδή ένα μακρύ επενδύτη, τον τζουμπέ).
-Αμή το λοιπόν, ψηφισμένο και παραδεδεγμένο. Αύριο, λέγει προς τον επί των Εξωτερικών συνάδελφόν του, να τους στείλης τον αριθμόν της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, όπου είναι δημοσιευμένος ο προϋπολογισμός.
Τούτο και έγινε την επαύριον. Την ιδίαν όμως ημέραν η Εφημερίς επεστράφη, συνοδευομένη με έγγραφον διά του οποίου οι τρεις ξένοι εζήτουν επιμόνως:
1. Το Υπουργείον των Οικονομικών να εκθέσει λεπτομερέστατα έκαστον κλάδον, έκαστον κεφάλαιον των εσόδων του κράτους.
2. Εκαστον ιδία των επτά υπουργείων να καταστρώσει ακριβείς και ανελλιπείς καταστάσεις των εξόδων του τόσας, όσας και υποδιαιρέσεις έχει, όσα γραφεία, σώματα, καταστήματα, όσας και υπηρεσίας εν τω κράτει, απ' αυτού εξαρτωμένας και παρ' αυτού μισθοδοτουμένας.
3. Ολα αυτά να μεταφρασθώσιν εις την γαλλική και να τοις δοθώσιν εντός τριών μηνών.
Την επιούσαν το υπουργείον παρητήθη σύσσωμον, και άλλοι υπουργοί αναβάντες εις τα πράγματα, ανέλαβον να εκετελέσωσι κατά γράμμα τας παραγγελίας των απεσταλμένων.
Ο αθηναϊκός τύπος εσιώπησεν, αποκαμών να φωνάζη, και τα Χαυτεία εκόπασαν, ξηραθέντος του λάρυγγος των ρητόρων.
Το υπουργείον των Στρατιωτικών ήρχισε και αυτό εκ μέρους του να γράφη τα έξοδά του όπως υπεχρεώθη. Ολίγον κατ' ολίγον, και εντός εξ μηνών αι καταστάσεις του ητοιμάσθησαν· εις την ελληνικήν όμως, ώστε έμενεν να μεταφρασθώσιν εις την γαλλικήν.

Ανωνύμου, "Η Στρατιωτική Ζωή εν Ελλάδι", Εστία 2007

Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

παράνομος χωρισμός

Ο Ιούλιος απειλήθηκε με το κάψιμο των δασών
Απομάκρυνε τα τζιτζίκια
Πυρπολημένα τα γραφεία των κλιματισμών
σε μια απίστευτη Υπολογιστική αμηχανία
Αποφάσισε να φύγει
Δε-ν θέλει να το δει να "μικραίνει"
Δε-ν γελάει και δεν το πιστεύει πια
Τα ΔΕΝ της μαζεμένα ειπώθηκαν στο πιο γλυκό απογευματινό κρεβάτι
και με το νερό του καλοκαιριού να περισσεύει στα κατάλευκα σεντόνια
Φευγαλέα η μορφή της να δροσίζεται στο μισάνοιχτο παράθυρο
Μύρο κι ο καπνός απ' τα χέρια της

Τελικά το τηλέφωνο που περίμενες δε-ν χτύπησε
ίσως γιατί λειτούργησε
Η διάψευση της μοναδικότητας
Η ματαίωση της αίσθησης
Η απραξία της ηδονής
Η συμπύκνωση της στυφής γεύσης
Το τέλος της σχέσης

Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος, "Εδουάρδοι και Αλφρέδοι", Μανδραγόρας 2012