Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

μια νέα σημασία, μια πρωτόγνωρη αξία

Γιατί υπήρχε ένας κόσμος πέρα από τον δικό μας, ένας κόσμος κοντινός και συνάμα πολύ μακρινός, ένας κόσμος όπου τα πάντα είχαν ήδη συμβεί, όπου τα πάντα ήταν ήδη γνωστά. Και αυτός ο κόσμος μιλούσε, είχε μια δική του γλώσσα, έναν ευαίσθητο τρόπο ομιλίας από θροΐσματα και χρώματα. Οράματα γαλάζια, βιολετιά και γκρίζα, όπως ο καπνός του ταμπάκου, που απέρριπταν τους άγνωστους τρόπους σκέψεις. Οράματα κόκκινα σαν το αίμα, όμοια με τις βλέννες της γυναίκας τις μέρες της γονιμότητάς της. Οράματα κίτρινα ή υπόλευκα, όμοια με το σπέρμα, τον ήλιο, μέσα από τα οποία συντελούνταν η μυστικιστική ένωση με την απαρχή. Και μέσα σε μια απερίγραπτη φωτεινότητα, κάθε πράγμα φαινόταν σαν αποσπασμένο από το πλαίσιό του, γεμάτο με μια νέα σημασία, μια πρωτόγνωρη αξία. Μετά την τελετή, βγαίνοντας από έναν βαθύ, γεμάτο όνειρα ύπνο, ο καθένας σχεδίαζε ή ζωγράφιζε αυτά που είδε. Δεν υπήρχε ούτε ένα στολίδι ούτε ένα τατουάζ που να μην ήταν εμπνευσμένο απ' αυτά τα παραισθητικά ταξίδια! Κι αν υπήρχαν τόσες διαφορετικές γλώσσες, ήταν ακριβώς για να προσπαθήσουν να πουν όλα αυτά, για να εκφράσουν ξανά και ξανά αυτό που δεν δέχονταν ν' αφήσουν στην αμφίσημη σιωπή των εικόνων...

Jean-Marie Blas de Roblès, "Εκεί που Ζουν οι Τίγρεις", Πόλις 2016 (μετάφραση Ρίτα Κολαΐτη)

-οι περιττοί αριθμοί, τα φωνήεντα, η σιωπή, το γέλιο-


Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

τα λεξόπαιδα

Πολλές λέξεις μοιάζουν με παιδιά
που παίζουν στην αυλή.
Άλλοτε αθέλητα πέφτουν,
χτυπούν και λερώνουν
ή χωρίς να ευθύνονται
παραμορφώνονται
από κάποια μυστήρια Καλυψώ.
Άλλες μοιάζουν με φιδοπουκάμισα
κι ανοιξιάτικα σύννεφα.
Διαλύονται και μια
υποψία ενυπάρχει στο δάσος
ή στον ορίζοντα.
Ό,τι και να συμβαίνει τέλος,
φαίνεται η μοίρα των λέξεων
είναι τραγική,
όπως και των ανθρώπων, άλλωστε.

Β.Δ. Αναγνωστόπουλος, "Οι Λέξεις", Εργαστήριο Λόγου και Πολιτισμού, Βόλος 2016

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

τι είναι αυτό το κάτι;

Αλλά τι είναι αυτό το κάτι; Η φαντασία του πρωτόγονου ανθρώπου έδωσε αρκετές απαντήσεις στο ζήτημα αυτό. Ένα σημείο, που επάνω του συμφωνάνε όλοι οι λαοί, είναι το ότι αποδίνουν στην ζωτική αρχή, την ψυχή, το σχήμα ενός ζώου. Άλλοι την φαντάζονται σαν πεταλούδα κι άλλοι σαν περιστέρι. Άλλοι πάλι, που συλλαμβάνουν πιο αφηρημένες ιδέες, την φαντάζονται σαν μια πνοή ή σαν μια σκιά. Τα ανησυχητικά και ανεξήγητα φαινόμενα του ύπνου και των ονείρων, γίνονται, χάρη σ' αυτές τις υποθέσεις, ικανά για μιαν εξήγηση, που είναι αρκετή στο πρωτόγονο μυαλό. Η ψυχή, η υλική κι οργανική αυτή κάτοικος του σώματος, το είδος αυτό του παράσιτου του ζωντανού όντος, αισθάνεται κάποτε την ανάγκη να εγκαταλείψει το κλουβί της. Το σώμα τότε, πέφτει σε μια κατάσταση που μοιάζει με κείνη, που περιμένει, όταν η ψυχή το εγκαταλείπει για πάντα: δεν ξέρει και δεν αισθάνεται τίποτα, δεν κουνιέται· κοιμάται. Η ψυχή κάπου πλανιέται· κάνει κι αισθάνεται κάθε είδους πράγματα· της απομένει μια ανάμνηση συγκεχυμένη, όταν γυρίσει στην συνηθισμένη της κατοικία: αυτά είναι τα όνειρα.

Max Nordau, "Τα Κατά Συνθήκην Ψεύδη", Βιβλιοθήκη για Όλους (μετάφραση: Πολύβιος Βοβολίνης)

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

έρχεται στιγμή και λογαριάζονται

άγνωστοι. Αλα είναι και οι φίλοι που χάθηκαν ένας ένας. Δεν πρέπει να 'ναι η ζωή που τους απομάκρυνε, δεν πρέπει να 'ναι οι διαφορετικές συνήθειες που αποκτήθηκαν στο μεταξύ. Φταίνε οι εγωισμοί που αβγαταίνουν και μεγαλώνουνε, φταίει που δεν καταφέρνει να πλησιάσει ο ένας τον αλο και -με το πέρασμα του χρόνου- χάνεται η εμπιστοσύνη, δε μένει παρα το εξωτερικό περίβλημα της συνάφειας, το υποκίτρινο τσόφλι-της. Οι αλεπάληλες προδοσίες που συμβαίνουν από άγνοια και νεανικό ενθουσιασμό, από επιπόλαιη σιγουριά και αφτοπεποίθηση, έρχεται στιγμή και λογαριάζονται όχι μόνο αθροιστικά. Λογαριάζονται και ποιοτικά. Οπότε δεν υπάρχει οδος για επιστροφή, έχουν αφτοαποκλειστει οι γέφυρες, και η κούραση που σωρέβεται στους ώμους δεν αφίνει το φίλο να βρει άλους δρόμους, να χτίσει καινούριες γέφυρες για επαφή. Επιζει η νοσταλγία και αναβιώνουν οι όμορφες στιγμες, αποτρέπεται όμως η επανασύνδεση. Και αν πραγματοποιηθεί, συντηρείται εκβιαστικα, χωρις τον παλιο ενθουσιασμό. Κακώς

Μάριος Ποντίκας, "Κλειδαρότρυπα", Γνώση 1982

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

το πρωί τα μάτια της με τρομάζουν

Στην πόλη που μένω νυχτώνει στις 11 το βράδυ, ξημερώνει στις πεντέμισι. Από τις 11 ως τις πεντέμισι εγώ γυρνάω. Η πόλη που αγαπάω είναι γένους θηλυκού. Την αγαπάω και τη μισώ. Επάγγελμα ρακοσυλλέκτης. Παλαιοπώλης του σαββατοκύριακου. Εκτελούνται μεταφορές. Μοντιλιάνι, πορσελάνες του 1867, Fanatics. Αγαπημένο συγκρότημα. Ρύζι με σάλτσα. Αγαπημένο φαγητό. Μαύρα γυαλιά. Βαμμένα μάτια. Το είδωλο στις βιτρίνες μού είναι άγνωστο. Πατρίκ. Ηλεκτρική κιθάρα, μαύρο πέτσινο παντελόνι, μαύρο μπλουζάκι ανοιχτό, υγρά χείλη. Τι θέλει. Φωτογραφίες στους τοίχους. Το πρωί τα μάτια της με τρομάζουν. Ποια είναι; ποια ήταν πώς τη λένε; ποτέ δεν θα τη συναντήσω. Αγαπάω τα παιδιά που έχουν σκοτάδι στα μάτια. Που γίναν άγρια γιατί είναι λυπημένα. Το μαγνητικό που σφυρίζει στην είσοδο το βγάζεις με τα δόντια. Στο δοκιμαστήριο φοράς το ένα παντελόνι πάνω στο άλλο. Πρέπει να βρω ένα μαύρο σακάκι. Κλέβουν τσάντες στις 4 το πρωί. Μην κλαις. Περπατάω, παράλληλες σκέψεις. Ελληνοπαραγουάνικα διπλωματικά επεισόδια, ενέσεις τρεις φορές τη βδομάδα, χάπια για το συκώτι, αναχωρήσεις στις εννιά. Λιποθυμίες τα μεσημέρια στο λεωφορείο. Ιδρώτας ποτάμι, καταφύγιο σε τουαλέτες καφενείων πέντε δραχμές είσοδος , περίεργα βλέμματα, κομμένα απότομα τηλέφωνα, γιατί έκλεισες έτσι, σε σκέφτομαι, κι εγώ, κι εγώ αλλά κουρασμένος, η κούραση του χειμώνα όλου μαζεύτηκε πια βαραίνω, δύσκολες οι προσπάθειες, δύσκολα τα τηλέφωνα, αδύνατη η αναμονή, δεν υπάρχει αντοχή, η ώρα της αναχώρησης έφτασε, το νιώθω, πρέπει να φύγω, but no particular place to go.

Άρης Σάρτας, "Ροκ Μυθιστόρημα", Λιβάνης 1985

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

άγαρμπο ρούχο

Όσο για τον Νίκο, αυτός εξακολουθεί να παίρνει τον ρόλο του πολύ σοβαρά, κι ολοένα στρατολογεί για το Κόμμα. Αλλά δεν με κεραυνοβολεί πια με τον δωδεκάλογο της ηθικής του επαναστάτη, αντίθετα έχει γίνει ένας πολύ πολιτισμένος κύριος με παχύ μουστάκι και κάτι συμπαθητικά γεροντόπαχα στις λαγώνες. Όποτε οργανώνει εκείνα τα φιλολογικά σουαρέ, ψάχνει πάντα στη βιβλιοθήκη, διαλέγει πάντα το ίδιο βιβλίο, πάντα το ανοίγει στην ίδια σελίδα και διαβάζει το γράμμα του Ρίτσου στον Ζολιό Κιουρί. Κι η Μάρθα, η αιώνια μνηστή του, πάντα βάζει τα κλάματα στο κατάλληλο σημείο, να την βλέπουν τα αμούστακα Ελληνόπουλα και να βουβαίνονται απ' τη συγκίνηση. Αλλά, όπως είπα, ολ' αυτά δεν με τυραννούνε πια, και καμιά φορά τον Νίκο τον ζώνουν αμφιβολίες και ανήσυχος μου λέει: "Λες να γινόμαστε γελοίοι;" Κι εγώ λέω γεμάτος κατανόηση: "Δεν βαριέσαι. Τη γελοιότητά μας τη φοράει σαν άγαρμπο ρούχο η ζωή". "Δηλαδή;" "Είδα πολλούς να γίνονται γελοίοι απ' την απόγνωση και την ανημπόρια".

Δημοσθένης Κούρτοβικ, "Τρεις Χιλιάδες Χιλιόμετρα", Κάλβος 1980

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

δεκαεφτά ποτάμια αίμα

Τι είναι αυτό που κάνει την ιστορία ενός ανθρώπου να είναι άξια απομνημόνευσης; Ο πόνος ή καλύτερα ο ηθικός και πνευματικός τρόμος μπροστά στον αδιόρατο πόνο του θανάτου. Ζω σε μια περίεργη και χαοτική κατάσταση. Βυθίζομαι ολοένα σε μια ζώνη σιωπής. Κολυμπώ στον βυθό μιας κρίσης που αφήνει μόνο μια γεύση χώματος στο στόμα. Όσο κι αν ψάχνω τώρα μέσα στα γυάλινα αυλάκια του μυαλού μου, αδυνατώ να βρω εκείνο το μαύρο, λαμπερό και συμπαγές ον που με συμβούλευε και με οδηγούσε. Αν βαδίζω ακόμη είναι γιατί τα πόδια μου συνεχίζουν τις μηχανικές κινήσεις τους. Όμως τα ίχνη δείχνουν πια πως κάνω κύκλους γύρω απ' τον εαυτό μου. Κατασπαραγμένος από χίλια νύχια πετώ στον αέρα χωρίς βαρύτητα και συνοχή. Μέσα μου ρέει η μουντή βουή ενός αθάνατου ποταμού.
Είμαι δεκαεφτά άνθρωποι στο σώμα ενός. Δεκαεφτά ποτάμια αίμα που κυλούν μέσα στην ίδια φλέβα. Όχι μάσκες και μορφές του αέρα κι ανατριχίλα - μόνο πρόσωπα και σώματα πραγματικά που ζούνε κάτω από το ίδιο δέρμα και κομματιάζουνε το χρόνο με μηχανικά πριόνια. Υπάρχει λοιπόν ο δολοφόνος κι ο ασκητής, ο συνεπής κι ο απλοϊκός, ο επιεικής κι αυτός που σαπίζει τη νύχτα μέσα στο λυωμένο λίπος, ο τραχύς και ο βάρβαρος, αυτός που αγαπά τις λεπτές αποχρώσεις, το καλό κρασί και την φιλία κι αυτός που αναζητά τον πόλεμο και τον ανταγωνισμό κι ο σωρός των σκουπιδιών που κολυμπάνε στη λίμνη κι αυτός που μεθά και ουρλιάζει και ξερνά στην ξένη πόρτα, αυτός που σέρνεται στο βυθό των ονείρων του κι αυτός που κυκλοφορεί άτρωτος μέσα στο χρόνο, ο αιμομίχτης κι ο καταραμένος, ο αγνός κι αυτός που βλέπει τα πράγματα να γίνονται αναπόφευκτα και γελά ευχαριστημένος για το μέλλον που μας επιφυλάσσουν.

Θάνος Παπαδόπουλος, "Το Κυκλικό Διήγημα", Στοχαστής 1985

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

ο στατιστικολόγος

Κάποτε κάποιος πήγε σ' έναν ψυχίατρο, επειδή φοβόταν παθολογικά τα αεροπορικά ταξίδια. Η φοβία του είχε τη ρίζα της στην πεποίθηση πως υπήρχε βόμβα σε όποιο αεροπλάνο επιβιβαζόταν. Ο ψυχίατρος προσπάθησε να τον βοηθήσει να νικήσει τη φοβία του, αλλά δεν τα κατάφερε, και γι' αυτό έστειλε τον ασθενή του σ' έναν στατιστικολόγο. Ο τύπος έβγαλε έναν υπολογιστή τσέπης και πληροφόρησε τον άνθρωπό μας ότι οι πιθανότητες να υπάρχει βόμβα στην επόμενη πτήση του ήταν μία στις πεντακόσιες χιλιάδες. Ο άνθρωπος, όμως, δεν πείσθηκε. Εξακολουθούσε να αγωνιά, σίγουρος πως θα έπαιρνε αυτό ειδικά το αεροπλάνο ανάμεσα στα πεντακόσια χιλιάδες άλλα, τα χωρίς βόμβα. Ο στατιστικολόγος πίεσε ξανά μερικά πλήκτρα του υπολογιστή και ρώτησε: "Για πέστε μου: θα νιώθατε καλύτερα αν σας έλεγα ότι οι πιθανότητες της βόμβας είναι μία στα δέκα εκατομμύρια;" Ναι, απάντησε ο άνθρωπος. Ναι, βέβαια. Του λέει τότε ο στατιστικολόγος: "Οι πιθανότητες να υπάρχουν δύο βόμβες στην ίδια πτήση, δυο βόμβες ανεξάρτητες κι άσχετες μεταξύ τους, είναι ακριβώς μία στα δέκα εκατομμύρια." Ο άνθρωπος τον κοίταξε σαστισμένος. "Πολύ καλά" απάντησε, αλλά πώς ακριβώς με βοηθάει εμένα αυτό;" Ο στατιστικολόγος δεν έπαιξε ούτε το βλέφαρό του: "Πολύ απλό. Θα πάρετε μια βόμβα μαζί σας στο αεροπλάνο."

Hugh Laurie, "Μην Πας Ποτέ στην Καζαμπλάνκα", Opera 2011 (μετάφραση Μαρία Αγγελίδου)

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

όλα παιδιά ξένων

Τα παιδιά του σπιτιού της Μίλχστρασσε, όλα παιδιά ξένων, πήρανε μια μέρα τα τεντζερέδια, πηρούνια τηγάνια κουτάλες κατσαρόλες μαχαίρια, βγήκανε έξω και τα χτυπούσαν σαν ταμπούρλα, ρυθμικά τα κουζινικά ορχήστρα γουστόζικη, με φωνές, με τραγούδια, χορωδία πρωτότυπη, πρώτα στο δικό τους δρόμο, μετά πήρανε σβάρνα τους διπλανούς και μετά τους κεντρικούς δρόμους, πηδώντας, τρέχοντας φτάσανε στην κεντρική πλατεία με το όμορφο σιντριβάνι, ήρθανε κι άλλα παιδιά να ιδούνε τι γίνεται, πανηγύρι γινότανε, γέλιο κέφι χαρά, και οι περίεργοι να ρωτάνε: τι συμβαίνει; Για κάποιο σπίτι τραγουδάν και χορεύουνε, για κάποιο σπίτι που δεν πρέπει να κατεδαφιστεί, γιατί τότε αυτά τα παιδιά κι οι γονιοί των παιδιών θα ξεσπιτωθούνε! Ακούσανε οι περίεργοι και κάμποσοι στραβώσανε το στόμα, μα τα παιδιά δε νοιαστήκανε που κάποιοι στραβώσανε το στόμα, αυτά συνεχίσανε το γέλιο, το χορό, το τραγούδι χτυπώντας τα κουζινικά, σωστό πανηγύρι...

Μιλτιάδης Πάναγνος, "Λαζογερμανοί", Στοχαστής 1985

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

γιατί δεν υπάρχει ανάμνηση χωρίς παρόν

Η ζωή ενός ανθρώπου ούτε εξιστορείτε ούτε γράφεται. Η ζωή ενός ανθρώπου που αγάπησε τον κόσμο και τον σεργιάνισε, είναι ακόμα πιο δύσκολο να χωρέσει σε μια αφήγηση. μα αν αυτός ο άνθρωπος υπήρξε ένας παθιασμένος, που γνώρισε όλες τις κλίμακες της ευτυχίας και της δυστυχίας περιδιαβαίνοντας τον κόσμο, τότε το να προσπαθήσεις να δώσεις μια εικόνα της ζωής του είναι σχεδόν αδύνατο. Αδύνατο γι' αυτόν τον ίδιο κατ' αρχή. Και μετά για κείνους που θα τον ακούνε.
Η χάρη, η γραφικότητα, το ενδιαφέρον της ζωής ενός ανθρώπου με ψυχή παντοδύναμη, ταραγμένη, και ταυτόχρονα τυχοδιωκτική, δεν συγκαταλέγεται πάντα ανάμεσα στα λαμπρά κατορθώματα τούτης της ζωής. στη λεπτομέρεια ενεδρεύει συχνά η ομορφιά. Όμως ποιος θα πρόσεχε τη λεπτομέρεια; ποιος θα τη γευόταν; Και το κυριότερο ποιος θα την καταλάβαινε;
Να γιατί υπήρξα πάντοτε εχθρός του "διηγηθείτε μας κάτι απ' τη ζωή σας!"...
Υπάρχει ακόμα μια δυσκολία: όταν αγαπάμε δε ζούμε μόνοι, ακόμα κι όταν δε θέλουμε ν' αγαπηθούμε, όπως στη δική μου περίπτωση, τώρα πια. αυτό είναι λίγο-πολύ αληθινό για τους παθιασμένους που δεν έπαψαν να ζουν με τις αναμνήσεις τους, γιατί δεν υπάρχει ανάμνηση χωρίς παρόν. Θέλησα πραγματικά να σκοτωθώ. Το θέλησα ειλικρινά πολλές φορές στη ζωή μου. Μα οι αγαπημένες φιγούρες του παρελθόντος παρουσιάζονταν ολοζώντανες να μου γλυκάνουν την καρδιά, ν' αντικαταστήσουν την πίκρα μου με χαρά, να μ' υποχρεώσουν να πιστέψω πάλι στον άνθρωπο.

Panait Istrati, "Κύρα Κυραλίνα", Κάκτος 1987 (μετάφραση Όλγα Τρέμη)

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

πρέπει να κοιτάξω τον εαυτό μου

Κατά τη διάρκεια μιας πτήσης σε υψόμετρο εννιά χιλιάδων μέτρων, κάπου ανάμεσα στις νήσους Μπόρα-Μπόρα και Τουαμότου, ένα αεριωθούμενο χάνει ξαφνικά τον έλεγχο και πέφτει. Μια γυναίκα σαράντα τριών χρόνω κάθεται και ρίχνει μια φευγαλέα ματιά στον κατατρομαγμένο διπλανό της. "Πρέπει να κοιτάξω τον εαυτό μου", λέει αναστενάζοντας, ανοίγει γρήγορα το παντελόνι της και γλιστράει το χέρι της στο αιδοίο της. Φτάνει σε οργασμό ενώ το αεροπλάνο σταματάει στα επτακόσια μέτρα. Η κραυγή της ηδονής χάνεται μέσα στην όλη οχλοβοή.

Harry Mathews, "Ιδιαίτερες Απολαύσεις", Άγρα 1986 (μετάφραση Ιουλία Ραλλίδη)

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

ο καθρέφτης

Απ' τον καθρέφτη πούσπασες
κατάπια τα κομμάτια
κι έγινε φως το δέρμα μου
κι ο ύπνος μου δυο μάτια

Αντώνης Δ. Αντωνίου, "Ερωτάριον", Γραφή 1995

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

με συμφέρει

Πράγματι η νύχτα με συμφέρει.
Πρώτα-πρώτα ελαττώνει τις φιλοδοξίες· ύστερα
διορθώνει τις σκέψεις· έπειτα
συμμαζώνει τη θλίψη και την κάνει υποφερτότερη
τη σιωπη με σέβας ανατέμνει·
εξαίρει την όσφρηση μα προπάντων η νύχτα περιζώνει.

Νίκος Καρούζος, "Τα Ποιήματα", Ίκαρος 1993 

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

πίστευαν πράγματι ότι πολεμούσαν τις υποσημειώσεις

Οι προπαγανδιστές αρέσκονται, επίσης, να μειώνουν ο ένας την κουλτούρα του άλλου. Εν μέρει ως απάντηση στο γερμανικό μανιφέστο "Προς τον κόσμο του πολιτισμού!". Βρετανοί συγγραφείς άφησαν αν βγει η "επιθετικότητα και η ανούσια πολυμάθεια"της "τευτονικής καθηγεσίας". Οι Βρετανοί ακαδημαϊκοί, τους οποίους η αυστηρότητα των γερμανικών πανεπιστημίων για δεκαετίες τούς έκανε να αισθάνονται κατώτεροι, άρχισαν σιγά-σιγά να συμπαθούν αυτό το θέμα. Ο Γκίλμπερτ Μάρεϊ σχεδόν χλεύαζε τους Γερμανούς μελετητές που "ξόδευαν τη ζωή τους απορροφημένοι σε μια στενή αναζήτηση εν΄ςο στόχου που... δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία αλλά ούτε και τίποτα το διαφωτιστικό ή το ωραίο". Στο Κέιμπριτζ ο Σερ Άρθουρ Κουίλερ-Κάουτς κήρυξε τον πόλεμο στη "στείρα γερμανική αναζήτηση και κριτική". "Η εποχή των γερμανικών υποσημειώσεων", διακήρυξε ένας αισιόδοξος της Οξφόρδης, "βαίνει προς τη δύση της". Η φλύαρη καταγγελία του Τόμας Μαν ότι ο βρετανικός "(υλικός) πολιτισμός" είναι κατώτερος της γερμανικής Kultur (κυρίως του Βάγκνερ) απέδειξε ότι οι υποσημειώσεις ήταν το πιο ανώδυνο από όλα τα στραβά της γερμανικής πνευματικής ζωής. Κάτι που φαίνεται απίστευτο και που ωστόσο είναι αλήθεια είναι πως οι σκεπτόμενοι άνθρωποι στη Μεγάλη Βρετανία πίστευαν πράγματι ότι πολεμούσαν τις υποσημειώσεις και οι σκεπτόμενοι άνθρωποι στην Γερμανία πίστευαν ότι υπερασπίζονταν τις υφέσεις των συγχορδιών. 

Niall Ferguson, "Α' Παγκόσμιος Πόλεμος", Ιωλκός 2008 (μετάφραση Καρολίνα Χάγερ)

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

εμειδίων, ελάλουν, άδον, και κάποτε εκάγχαζον

Επιτρέψετε μου να παρωδήσω την παροιμία: Όταν η ομορφιά μπαίνει απ’ τη θύρα, η ψευτιά φεύγει απ’ το παράθυρο. Δεν μπορούσα να υποφέρω πια την ιδέα, πως τα ωραία κορίτσια, που περπατούσαν στην ακρογιαλιά, είχαν ρίνας, όμματα και ώτα. Η τελευταία μάλιστα λέξη, που μου έτυχε πάντα στις χρηστομάθειες να την απαντήσω δε­μένη με την, έννοια κάποιου τετραπόδου, μου έκανε φρίκη αυτή τη στιγμή. Δεν μπορούσα να χωνέψω ακόμα, πως είχαν τα ωραία κορίτσια πλοκάμους — όπως τα χταπόδια — και πως κάθε μετάξι των πλοκάμων αυτών μπορούσε να λέγεται θριξ. Όταν συλλογιζόμουν, πως κάτω από τα ωραία τους χείλια έκρυβαν οδόντας, χωρίς να θέλω μου ’ρχότανε στον νου μου η ζωολογία, οι κάπροι, τα χαυλιόδοντα και οι μασέλες που έβλεπα στην προθήκη του οδοντοϊατρού: «Κα­τασκευάζονται τεχνητοί οδόντες». Έπειτα συλλογιζόμουνα τους πόδας των, τας χείρας των, τας γαστροκνημίας των, και θαρρούσα, πως μου άδειαζαν κρύα νερά στη ράχη μου. Χωρίς να θέλω έπειτα συλλογιζόμουν, πως τα ωραία κορι­τσάκια έκρυβαν κάτω από τα μαβιά φορέματα του σχολείου ωμοπλάτας και μ’ έπιανε μελαγχολία· θυμόμουν το φτωχόν εκείνο, τον Κλεάνθη, που έγραφε «εις όστρακα και βοών ωμοπλάτας». Και δεν έφθανε αυτό. Τα ωραία κορίτσια φο­ρούσαν εσθήτας, άλλα είχαν την κόμην «αναδεδεμένην εις κοσσύμβους» και άλλα «άνετον καλύπτουσαν τας ωμοπλά­τας», εβάδιζαν σαν στρατιώτες, εθεώντο της ακτής, εμειδίων, ελάλουν, άδον, και κάποτε εκάγχαζον. Άλλα πάλι «κύπτοντα έδρεπον δράκας ανθέων», τα «ωσφραίνοντο και εκάμμυον τους οφθαλμούς». Άλλα εκλασαυχενίζοντο. Όλα μαζί, τα ωραία κοριτσάκια, «είχον την ψυχήν έμπλεων έρω­τος και ονειρεύοντο τον νεανίαν, όστις θα έφερε προς αυτάς τον διάπυρον έρωτα της τετρωμένης καρδίας του». Και, γύρω απ’ την ωραία αυτή ζωγραφιά, ο ουρανός προσεμειδία, το κύμα έτυπτε την ακτήν, η αύρα προσέπνεε θυμήρης, οι πυργίται έψαλλον κεκρυμένοι επί των κλάδων και οι πρώτοι αστέρες έστιζον το κυανούν στερέωμα.
Κι εγώ αύριο το βράδυ, στην μυστικήν αυτή ώρα, «έμπλεως έρωτος», θα πλησίαζα την «αποπλανηθείσαν επί των βράχων νεανίδα» και θα της έλεγα διά τρεμούσης φωνής:
«Δεσποινίς (ή δεσποσύνη) τα αγνά υμών βλέμματα, ως πύρινα βέλη, έτρωσαν βαθέως την καθημαγμένην καρδίαν μου. Όταν ατενίζω μακρόθεν την κυανήν υμών εσθήτα, η ψυχή μου σκιρτά. Τα όμματα υμών εισίν ειπέρποτε γοητευτικά. Έκαστη θρίξ του κοσσύμβου υμών πλέκεται εις χρυσούν αμφίβληστρον περί την αιμάσσουσαν καρδίαν μου. Άφετε, ω! άφετε επί των λευκών, μαργαριτωδών, μικκύλων οδόντων σας, να επανθίσει δι’ εμέ το μειδίαμα του έρωτος». Έτσι θα μίλησε κι ο Ζευς στη Λήδα!.. Χωρίς άλλο έτσι.

Παύλος Νιρβάνας, "Φιλολογικά Απομνημονεύματα", Οδυσσέας 1988

Σάββατο 27 Αυγούστου 2016

έχω καταλήξει σε μια ερμηνεία

Η Ανθή -όταν καμιά φορά κουβεντιάζω μαζί της γι' αυτό- προτιμά να τονίζει την ήδη έντονη γωνία των ώμων της.
«Ζήτημα εξάσκησης, υποθέτω!» απαντά, δίχως και να ερμηνεύει.
Εγώ έχω καταλήξει σε μια ερμηνεία. Προσαρμοστικότητα, λέω. Αν πιστέψετε πως στη συγκεκριμένη περίπτωση, η προσαρμογή προϋποθέτει και δύναμη, θα βιαστώ να σας διαψεύσω. Η Ανθή είναι αδύνατη μέχρι δειλίας.
Προσαρμοστικότητα, λοιπόν, που εκβάλλει, όμως, από την άμυνα του φόβου.
Πρέπει να το παραδεχτούμε. Η πλήρης εγκατάλειψη —εγκατάλειψη στο οτιδήποτε— επιφέρει δύναμη. Η εγκατάλειψη στο πάθος του έρωτα φτιάχνει τους εραστές. Η εγκατάλειψη στην εξουσία, τους ηγεμόνες. Η εγκατάλειψη στο φόβο, τους καλλιτέχνες.
Υπάρχει τίποτε άλλο εκτός από τον έρωτα, την εξουσία και την Τέχνη, που να είναι έκφραση απόλυτης δύναμης; Λέω όχι. Και γι' αυτό πιστεύω πως οι γνήσιοι καλλιτέχνες δε φτιάχνουν ποτέ το αριστούργημα. Όπως οι μεγάλοι εραστές ποτέ δεν ερωτεύτηκαν. Οι γνήσιοι ηγεμόνες ποτέ δε βασίλεψαν. Σε ποια στάδια μπορούν να διεκδικήσουν τον κότινο της νίκης; Αφού όλα τους έχουν φτιαχτεί σύμφωνα με τα σχέδια των μετριοτήτων και για μετριότητες πάλι προορίζονται.
Η Ανθή, όμως, θα γίνει μια μέρα σολίστρια. Γιατί στη θέση της εγκατάλειψης έχει προτιμήσει την προσαρμογή.

Μάνος Κοντολέων, "Αποφάσισα να Σκοτώσω τον Ερμόλαο", Openbooks 2016

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2016

να βάζει τους θεούς να μιλούν

Τούτος ο υπέρτατος λόγος που υψώνεται πάνω από την αντίληψη των κοινών ανθρώπων κάνει τον νομοθέτη να βάλει τις αποφάσεις στο στόμα των αθάνατων θεών, για να παρασύρει με το θεϊκό κύρος τους όσους δε θα μπορούσε να ταρακουνήσει η ανθρώπινη σύνεση. Μα δεν είναι σε θέση οποιοσδήποτε να βάζει τους θεούς να μιλούν, ούτε να το πιστεύει όταν διακηρύσσει ότι μπορεί να ερμηνεύσει τα λόγια τους. Ο μεγάλος νους του νομοθέτη είναι το αληθινό θαύμα που οφείλει να αποδείξει η αποστολή του. Μπορεί ο κάθε άνθρωπος να σκαλίσει πέτρινες πλάκες, ή να εξαγοράσει έναν μάντη, ή να προσποιηθεί ότι έχει μυστική επικοινωνία με κάποιον θεό, ή να εκπαιδεύσει ένα πουλί για να του μιλάει στ' αυτί, ή να βρει άλλους χοντροκομμένους τρόπους για να επιβληθεί έτσι στο λαό. Αυτός που δε θα ξέρει τίποτ' άλλο παρά μόνον αυτά, ίσως να μπορέσει να συγκεντρώσει όλως τυχαίως ένα κοπάδι ανόητων, μα ουδέποτε θα ιδρύσει μιαν αυτοκρατορία και το εξωφρενικό κατόρθωμά του θα γκρεμιστεί μόλις χαθεί κι ο ίδιος. Μπορεί κάποιες ατελέσφορες επιρροές να σχηματίζουν ένα πρόσκαιρο δεσμό, μα δεν υπάρχει παρά μόνον η σοφία που τον κάνει να διαρκέσει. Ο ιουδαϊκός νόμος, που υφίσταται πάντοτε, κι ο νόμος του γιου του Ισμαήλ, που δέκα αιώνες τώρα κυβερνά τη μισή υφήλιο, εξαγγέλλουν ακόμα και σήμερα τους μεγάλους ανθρώπους, οι οποίοι τους υπαγόρευσαν. Κι ενώ η υπερφίαλη φιλοσοφία, ή το τυφλό φατριαστικό πνεύμα δε βλέπουν στους ανθρώπους αυτούς παρά μερικούς τυχερούς απατεώνες, ο πραγματικός πολιτικός θαυμάζει μέσα στους θεσμούς των αυτή τη μεγάλη και ισχυρή ιδιοφυία που κυριαρχεί σ' αυτά τα άτρωτα από το χρόνο συστήματα.

Jean-Jacques Rousseau, "Το Κοινωνικό Συμβόλαιο", Δαμιανός 1975 (μετάφραση Φώντας Κονδύλης)

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

η πτώση

γελάς.
έχεις συνηθίσει να ελέγχεις τη βαρύτητα
κι έτσι όταν χάνεις το βήμα σου
η γρήγορη έλξη της σου φαίνεται αστεία.
σκέψου.
τις μικρές αυτοκτονίες
που ανεπιτυχώς διαπράττουμε σε κάθε τρέξιμό μας
χωρίς μειδίαμα
προς αποφυγήν φονεύσεώς μας
-συνειδητή επιλογή της πτώσης-
κάγκελα που ανεπιτυχώς πηδάμε
μακροβούτια σε παγκάκια
γευσιγνωσία της ασφάλτου
μα σηκωνόμαστε ξανά.
και τρέχουμε πιο γρήγορα..
κανένας πόνος
και το αίμα...
συνηθισμένο
το ίδιο χρώμα έχει ξανά,
πάλι καλά θα είμαστε στο τέλος.
αφού σηκωθούμε
κι αφού έτσι κι αλλιώς
ο ένας τον άλλον θα έχουμε ό,τι γίνει...

Λίνα Φι, "δημιουργικό μηδέν", Προσποίηση 2015

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

κάποιος είχε ξεχάσει να κλείσει τα παντζούρια

Όρθιος, στη μέση του δωματίου, τρίκλιζα σαν να με είχαν χτυπήσει. Σκεφτόμουν τη ζωή μου, την κοίταζα κατάματα. Όχι, δεν μπορώ να βγω απ' αυτή τη λάσπη. Ήμουν τόσο απαίσιος, ώστε δεν είχα ούτε έναν φίλο. Μήπως, όμως, αυτό οφειλόταν στην αδυναμία μου να υποκριθώ; Αν όλοι οι άνθρωποι πορεύονταν ξεμασκαρεμένοι, όπως το έκανα εγώ, κοντά μισό αιώνα, το πόσο λίγο διαφέρει το επίπεδό τους θα προκαλούσε την έκπληξή μας. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν ζει χωρίς προσωπείο, κανένας. Οι περισσότεροι υποδύονται τους σπουδαίους και τους αριστοκράτες. Υποσυνείδητα, θέλουν να μοιάσουν στους ήρωες της λογοτεχνίας ή σε κάποιους άλλους. Μόνο οι άγιοι το ξέρουν, εκείνοι που μισούν και υποτιμούν τον εαυτό τους, γιατί βλέπουν μέσα τους ξεκάθαρα. Και δε θα με εκτιμούσαν τόσο λίγο, αν δεν ήμουν έτσι αφημένος, τόσο απροστάτευτος και τόσο γυμνός.
Αυτές οι σκέψεις με καταδίωκαν εκείνο το βράδυ, καθώς πηγαινοερχόμουν άσκοπα μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, σκοντάφτοντας πάνω στα βαριά έπιπλα, από ακαζού και έβενο, που έμοιαζαν σαν κομμάτια από ναυάγιο, θαμμένα στην άμμο του παρελθόντος μιας οικογένειας, πάνω στα οποία ακούμπησαν και απλώθηκαν τόσα κορμιά, που έχουν λιώσει πια. τα μποτίνια των παιδιών είχαν λερώσει το ντιβάνι, τότε που κούρνιαζαν πάνω του για να ξεφυλλίσουν την Εικονογραφημένη έκδοση της Μοντ του 1870. Το χοντρό ύφασμα ήταν ακόμα μαυρισμένο στα ίδια σημεία. Ο αέρας που στροβιλιζόταν, κυκλώνοντας το σπίτι, παρέσυρε τα νεκρά φύλλα από τις φλαμουριές. Κάποιος είχε ξεχάσει να κλείσει τα παντζούρια ενός δωματίου.

François Mauriac, "Ο Κόμπος των Εχιδνών", Σύγχρονοι Ορίζοντες 2009 (μετάφραση Καλλιόπη Ζαχαριάδου)

Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

ενώ εγώ σκόρπιζα

Άκουσα πιρούνια. Άκουσα βραστήρες, ξυπνητήρια, διακόπτες, καφετιέρες και τον Κάστρο Σμιθ. Καθώς καθόμουν στο κρεβάτι, στριμωγμένος ανάμεσά τους, ένιωσα πως όλα συνδέονται ενώ εγώ σκόρπιζα.

-Που είσαι; Που είσαι;

Μια μικρή βίδα που συγκρατούσε ενωμένα τα δυο μισά έπεσε κάτω και το ένα μισό πέταξε μακριά, πάνω από τις στέγες, σαν τη μητέρα του Μάικλ Ρέιντο. Όλα έμοιαζαν διαφορετικά στον δρόμο για το σπίτι. Ανοίγοντας την πόρτα, το καθιστικό έμοιαζε ξένο. Η μαμά με κοίταζε παράξενα, τα φώτα φαίνονταν πιο λαμπερά, το τσάι είχε παράξενη γεύση και ξαφνικά ο Τροχός της Τετάρτης έβγαζε νόημα. Είχα εισέλθει στον κόσμο του λάθους.

Rob Davis, "Η Ώρα των Μαχαιριών", Χαραμάδα 2016 (μετάφραση Μαρία Χρίστου)

χρυσά γράμματα στο μπλε φόντο

Πηγαιμός:
Την ώρα που πέθαινε, μέσα στη νυχτα, ήμουν χαρούμενος. Αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ. 
Αγόρασα μια μαύρη γραβάτα το 2009. Δεν την έχω φορέσει ακόμα, αν και κοντεύω να πάρω Μάστερ στον θάνατο και στις κηδείες, γιατί δεν ήταν αρκετά κοντινός ο εκλιπών. Τελικά μου δάνεισε μία ο πατέρας μου, μια νάυλον, άθλια.
Λεξοτανίλ στην τσέπη του σακακιού. Για μένα τίποτα.
Στον σταθμό των ΚΤΕΛ πούλαγαν βιβλία. Αλλά ανακατεύομαι όταν διαβάζω μέσα σε ΚΤΕΛ. Κι ύστερα σκέφτηκα ότι θέλω να μην έχω τίποτε στα χέρια μου, να μην κρατάω τίποτα. Είχε γουάι-φάι μέσα στο λεωφορείο αλλά μετά από λίγο παύει να συνδέεται.
Όταν μπορεί να τρέχει το μυαλό στα τρυφηλά, δεν πλήττεις. 'Ισα ίσα, παρηγοριέσαι.
Πρακτορείο. Δρομολόγια για Αλβανία, ανορθόγραφα: Shqiperia. Η τελική ευθεία. Σε ένα τσαγαλί καντέτ που πρωτομπήκα το 1982.
Δεν είναι από ταινίες αυτή η πράσινη θάλασσα που βλέπω στα όνειρά μου. Είναι ο Κάμπος την άνοιξη.

Ξόδι:
Κρατάω μια γυναίκα ηλικιωμένη και ταλαιπωρημένη. Όπως πολύ σωστά το έθεσε μια φίλη, για εμάς τους άντρες η μάνα είναι ακριβώς αυτό από μια ηλικία και μετά: μια γυναίκα ηλικιωμένη κι εύθραυστη. Ούτε πρώην ερωμένη, ούτε η mother του Ρότζερ Γουώτερς, ούτε η σκοτεινή καταπίεση που δεν μας άφησε να πάμε στη Νορβηγία με ωτοστόπ. Βαστάζω τη μάνα μου καθώς περπατάμε ανάμεσα σε παραμορφωμένα πρόσωπα και κλαμένα μάτια.
Το σοκ του λειψάνου δεν υπάρχει. Με εξαίρεση θύματα δυστυχημάτων, ο νεκρός όντως δείχνει απλώς να κοιμάται, ό,τι και αν έχει υποστεί. Είναι και η ταρίχευση. Αυτό πάντως που υπάρχει είναι η αναμονή του σοκ, χειρότερη από τη μαρτυρία των ζωντανών μας ματιών. Πάντοτε χειρότερη. Αντικρύζεις τον νεκρό και καθαίρεσαι.
Άθλιες ψαλμωδίες, υβριστικά άθλιες. Μπλαζέ παπάς. Οι πόρνες προάγουν υμάς, γιατί τουλάχιστον οι πόρνες υποκρίνονται ότι νοιάζονται για τον καημό μας, ότι κάπως συμμετέχουν τέλος πάντων. 
Απότομος πνιγμός: είμαι το γιουσουφάκι της ενσυναίσθησης. Ο πόνος των άλλων συντονίζεται και πολλαπλασιάζεται εντός μου. Λέω: έχασα τον αγαπημένο μου άνθρωπο. Είμαι εντάξει. Μετά σκέφτομαι: έχασε τον εραστή της· έχασε τον πατέρα του· έχασε τον πατέρα της· έχασε τον μικρό της αδερφό. Πονώ που υποφέρουν, ο λαιμός μου σφύζει. Παραλύω, κατακλύζομαι, ποντίζομαι.
Υπάρχει λόγος που φοράμε μαύρα γυαλιά.
Να πάνε να γαμήσουν και να πάνε να γαμηθούν όσοι ξινίζουνε τα μούτρα όταν ακούνε κοπετούς και ουρλιαχτά και θρήνους. Σε αυτά, όπως και στα βογκητά και τα μουγκρητά και τις στοναχές των ερώτων, υπάρχει ακατέργαστη και λαμπρή η ανθρωπότητα. Γι' αυτό είναι αβάσταχτα, γι' αυτό "ενοχλούν".
Ταφή.

Παύση:
Φαγητό στο πατρικό. Παπαρούνες παντού. Αναμνήσεις του πεθαμένου. Τα ίδια κεντήματα, τα ίδια κάδρα στον τοίχο. Ύπνος στο κρεβάτι που κοιμόμουν πάντα.
Βρισκόμαστε στην αρχή του σταδίου της Άρνησης, που λένε.

Επιστροφή:
Κατούρημα στον σιδηροδρομικό σταθμό. Μπορντούρα με μπλε πλακάκια πάνω από το ύψος των ματιών. Διακοσμητικό μοτίβο: το όνομα του μακαρίτη, ξανά και ξανά, με χρυσά γράμματα στο μπλε φόντο. Πόσο πιθανό; Αλλά και πόσο μεταφυσικά ανάρμοστο; Όραμα στα ουρητήρια -- μήνυμα στον καμπινέ.
Εξωπραγματική ομορφιά. Λιβάδια, πλαγιές, δάση, κορυφές. Μια Ελλάδα που δε βλέπεις από αυτοκινητόδρομο, παρά μόνον από την κατάμονη και προπηλακισμένη σιδηροδρομική γραμμή. Άνοιξη παντού.

Sraosha, "Νάφε και Μέμνασο Απιστείν", Bibliothèque 2015

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

το γνώριμο τοπίο

Σαν να προκαλούσε τον εαυτό του, σήκωσε πάλι το καπάκι και άρχισε, χωρίς να σκέφτεται, να ανακατεύει με το πιρούνι του το φαγητό του. Έσπασε το λεπτό περίβλημα του κρόκου, που ξεχύθηκε άφθονος στο ασπράδι: Ο Άνβαλντ σχημάτισε με το πιρούνι το γνώριμο τοπίο - ένα ολισθηρό ελικοειδές μονοπάτι μέσα στο βαθύ πράσινο του σπανακιού. Στήριξε το κεφάλι του στην άκρη του τραπεζιού, κατέβασε τα μουδιασμένα χέρια, και πριν τον πάρει ο ύπνος γύρισε πάλι στο τοπίο από τον πίνακα του Σούτιν. Κρατούσε το χέρι της Έρνα. Το άσπρο δέρμα του κοριτσιού ήταν σε έντονη αντίθεση με το μπλε χρώμα της σχολικής της ποδιάς. Ο άσπρος ναυτικός γιακάς σκέπαζε τους λεπτούς της ώμους. Περπατούσαν στο στενό μονοπάτι, στον σκοτεινό διάδρομο των δέντρων. Ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Σταμάτησε και άρχισε να τη φιλάει. Κρατούσε στην αγκαλιά του τη Λέα Φριντλέντερ. Ένα λιβάδι... στα κοτσάνια των χόρτων γλιστρούσαν ζωύφια. Του ξεκούμπωσε γρήγορα τα ρούχα του. Η αδερφή Ντοροτέα από το ορφανοτροφείο να φωνάζει: "Πάλι χέστηκες, κοίτα να δεις πόσο ευχάριστο είναι να καθαρίζει κανείς τα σκατά σου". Καυτή άμμος να πέφτει στο σχισμένο δέρμα. Η καυτή άμμος της ερήμου να κατακάθεται στο πέτρινο δάπεδο. Στον ερειπωμένο τάφο να εισβάλλει ένας μαλλιαρός τράγος. Ίχνη από οπλές πάνω στην άμμο. Ο άνεμος μπάζει την άμμο από ακανόνιστες ρωγμές στους τοίχους. Από την οροφή πέφτουν μικροί, αεικίνητοι σκορπιοί. Τον κυκλώνουν και υψώνουν τις δηλητηριώδεις κοιλιές τους. Ο Έμπερχαρντ Μοκ πετάει στο πλάι το τουρμπάνι του. Τα φοβερά πλάσματα σκάνε κάτω από τα σανδάλια του. Δυο σκορπιοί που κανείς δεν τους έχει προσέξει χορεύουν στην κοιλιά του Άνβαλντ.
Κοιμισμένος, φώναζε και χτυπούσε την κοιλιά του. Από το κλειστό παράθυρο φαινόταν το λαμπερό φεγγάρι. Παραπατώντας, ο αστυνομικός πλησίασε το παράθυρο και το άνοιξε διάπλατα. Έριξε τα σκεπάσματα στο πάτωμα και ξάπλωσε λουσμένος στον ιδρώτα.
Η νύχτα στο Μπρεσλάου ήταν ανελέητη.

Marek Krajewski, "Το Σημάδι του Σκορπιού", Μεταίχμιο 2014 (μετάφραση Γωγώ Αρβανίτη)

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

κάποια ενθαρρυντικά σημάδια τιμιότητας

Ο ουρανός ήταν σκοτεινός όταν βγήκα έξω στο δρόμο. Φώτα έκαιγαν παντού. Κοιτούσα στα πρόσωπα των ανθρώπων που προσπερνούσα για κάποια ενθαρρυντικά σημάδια τιμιότητας σε έναν τόσο ανέντιμο κόσμο, και στην Τρίτη Λεωφόρο είδα έναν νεαρό άντρα με μια τσίγκινη κούπα που κρατούσε κλειστά τα μάτια του για να προσωποποιήσει την τύφλωσή του. Αλλά αυτή η σφραγίδα της τύφλωσης, η ξεχωριστή αθωότητα του άνω προσώπου, προδόθηκε από ένα συνοφρύωμα και τις ρυτίδες στην άκρη του ματιού ενός ανθρώπου που μπορούσε να διακρίνει τα ποτά του στο μπαρ. Υπήρχε κι ένας άλλος τυφλός ζητιάνος στην Τεσσαρακοστή Πρώτη Οδό, αλλά δεν εξέτασα τα μάτια του, συνειδητοποιώντας ότι δεν μπορούσα να ελέγχω τη νομιμοφροσύνη κάθε ζητιάνου στην πόλη.

John Cheever, "Ο Κολυμβητής", Καστανιώτης 2013 (μετάφραση Κωστής Καλογρούλης)

Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

η μοναδική ασφάλεια που αγαπώ

Η μοναδική ασφάλεια που αγαπώ είναι το ξημέρωμα. Μικρή ξυπνούσα με το πρώτο φως του πρωινού, νιώθοντας τον καπνό απ' το τσιγάρο του πατέρα μου στα ρουθούνια. Από την εποχή του διαζυγίου και μετά, ξυπνούσε χαράματα και διάβαζε στο σαλόνι με τη λάμπα Murano αναμμένη. Την αφοσίωσή του η μητέρα την εξέλαβε για αδυναμία κι έφυγε. Το κάστρο του την έπνιγε. Είμαι ένα αντίγραφό της. Μάλλον περισσότερο απ' τους άλλους, φοβάμαι τον ίδιο μου τον εαυτό. Στα κάστρα ασφυκτιώ, όπως κι εκείνη, μας ελκύουν και τις δυο οι κήποι. Ο πατέρας έφαγε όσα κράνμπερι άντεξε κι έφυγε. Εκείνη μάλλον βαρέθηκε νωρίς τα πορτοκάλια. Εγώ αγαπώ το μεσογειακό φως, αλλά με γερνάει. Αποζητώ τη βοή των εντόμων, αλλά και με τρομάζουν. Είμαι το παιδί τους. Μια τάφρος γεμάτη τζούφια εσπεριδοειδή.

Ευρυδίκη Νικήτα, "Οδοντωτή Μνήμη", Ιωλκός 2016

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

λέξεις από ένα ποίημα

Κατόπιν ήρθαν αναμνήσεις από το δάσος, μες στα χωράφια. Μετά, μια σιωπηλή εικόνα στο σπίτι τους, σ' ένα δωμάτιο την ώρα του δειλινού, που τον έκανε να θυμηθεί τον χαμένο φίλο· λέξεις από ένα ποίημα.
Καμιά φορά είναι αδύνατον να βρεθεί τρόπος σύγκρισης ανάμεσα στο βίωμα και στη διατύπωσή του.Αυτό που βιώνουμε κάποια στιγμή αμέριστο, χωρίς να γεννά απορίες, γίνεται περίπλοκο και ακατανόητο, όταν θελήσουμε να το αιχμαλωτίσουμε με τις αλυσίδες των σκέψεων, ώστε να το κάνουμε κτήμα μας. Και πράγματα που φαίνονται μεγάλα και απόμακρα, μόλις οι λέξεις μας τα φτάνουν από μακριά, γίνονται απλά, παύοντας να μας δημιουργούν ανησυχία, γιατί εντάσσονται στον κύκλο των γεγονότων της ζωής μας.

Robert Musil, "Οι Αναστατώσεις του Οικότροφου Ταίρλες", Πατάκης 1998 (μετάφραση Αλέξανδρος Ίσαρης)

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

οραματικώς τουλάχιστον

Οι φιλόζωοι ταξιδεύετε. Οραματικώς τουλάχιστον άγετε ομού ζωάς πολλάς. Οι απόγονοί σας, όταν η κεφαλαιοκρατία καταργηθή, θα ταξειδεύουν δικαίως δωρεάν. Όπως περιπατούμεν τώρα δια των αμαξιτών οδών δωρεάν. Πρώτα, πρώτα τα μέσα της συγκοινωνίας θ' αποδοθούν εις το Έθνος αντί να τα νέμωνται οι κεφαλαιούχοι. 'Εως τότε ταξειδεύετε αντί πάσης θυσίας. Θεωρείτε το ταξειδεύειν ύψιστον αγαθόν. Και το ποιείν οικονομίας και αποταμιεύειν υψίστην βλακείαν.

Βλάσης Γαβριηλίδης, Ταξείδια, Εκδόσεις Ελευθερουδάκης, Αθήνα 1921

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

-αλλά μόνον αναζητών εικόνας-


ένας πρίγκιπας που απολαμβάνει παντού το ινκόγκνιτό του

Το πλήθος είναι ο χώρος του, όπως ο αέρας είναι χώρος του πουλιού, όπως το νερό είναι ο χώρος του ψαριού. Το πάθος του και το επάγγελμα του είναι να παντρεύεται το πλήθος. Για τον τέλειο σουλατσαδόρο, για τον παθιασμένο παρατηρητή, είναι μία απέραντη απόλαυση που διαλέγει την κατοικία του μέσα στη μάζα, στο μεταβλητό, στην κίνηση, στο φευγαλέο και στο άπειρο. Το να είσαι έξω από το σπίτι σου, κι ωστόσο να αισθάνεσαι παντού στο σπίτι σου, το να βλέπεις τον κόσμο, να είσαι στο κέντρο του κόσμου και να μένεις κρυμμένος από τον κόσμο, αυτές είναι μερικές από τις μικρότερες ηδονές αυτών των ανεξάρτητων, παθιασμένων, αμερόληπτων πνευμάτων, που η γλώσσα μόνο αδέξια μπορεί να τα ορίσει. Ο παρατηρητής είναι ένας πρίγκιπας που απολαμβάνει παντού το ινκόγκνιτό του. Ο εραστής της ζωής κάνει τον κόσμο οικογένειά του, όπως ο εραστής του ωραίου φύλου συνθέτει την οικογένεια του μ' όλες τις ομορφιές που βρήκε, που θα μπορούσε να βρει και που δεν θα γινόταν να βρεθούν, όπως ο συλλέκτης πινάκων ζει σε μία μαγεμένη κοινωνία ονείρων ζωγραφισμένων στο πανί.

Charles Baudelaire, "Ο Ζωγράφος της Σύγχρονης Ζωής", Ερατώ 2000 (μετάφραση Στέργιος Βαρναρούσης)

Κυριακή 29 Μαΐου 2016

με την ακόρεστη περιέργειά του

Η ταξιδιωτική εμπειρία έχει τις ρίζες της στον Ηρόδοτο, ο οποίος, με την ακόρεστη περιέργειά του και τον απροκατάληπτο θαυμασμό του για ό,τι καινούριο ανακάλυπτε, υπήρξε ο πρώτος Δυτικός ταξιδιώτης που κατόρθωσε να παρουσιάσει όλη την πολυμορφία και τον πλούτο των ανθρώπινων πολιτισμών στο φυσικό τους περιβάλλον. Δεν υπήρξε πτυχή της συλλογικής συμπεριφοράς των ανθρώπων που να τη θεώρησε ανάξια περιγραφής, δεν υπήρξε λαός που να μην κίνησε την περιέργειά του. Ένιωθε την ανάγκη να απομακρυνθεί από τα τείχη της πόλης του για να κατανοήσει τα ιστορικά επιτεύγματα του δικού του πολιτισμού συγκρίνοντάς τον με ξένους πολιτισμούς, επειδή πίστευε ότι η γνώση εξαρτάται από τα ταξίδια, από την αδιάκοπη κίνηση προς τα όρια.

Όλγα Αυγουστίνου, "Ιδανικά Ταξίδια", Μ.Ι.Ε.Τ. 2003

Τρίτη 24 Μαΐου 2016

έχουμε ταξιδέψει πολύ

Προτού ακόμα τύχει να ταξιδέψουμε, έχουμε ταξιδέψει πολύ. Είναι στον κόσμο μακρινές πολιτείες που, πριν τις επισκεφτούμε μια μέρα, τις έχουμε κιόλα κατοικήσει από χρόνια. Καμιά πραγματικότητα ύστερα, δεν είναι δυνατό να σβήσει την πρώτη αυτή εικόνα. Όταν πηγαίνομε μια μέρα προς αυτές, νοιώθομε, πλησιάζοντας, τη συγκίνηση μιας επιστροφής ύστερα από χρόνια και χρόνια. Κι όταν, τέλος, μας εμφανίζουν μια εικόνα ολότελα ξένη, νοιώθουμε σα να ‘ταν αυτές που μας πρόδωσαν κι όχι εμείς που τις είχαμε μεταμορφώσει.

Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, "Πολιτείες της Ανατολής", Αστήρ 1982

Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

δεν ήξεραν να το δικαιολογήσουν

Εκείνο που περισσότερο με εξέπληξε σε αυτούς τους πολέμους και τις αιματοχυσίες τους είναι πως δεν κατάφερα να μάθω από αυτούς γιατί πολεμούσαν ο ένας τον άλλον, αφού δεν έχουν ούτε ιδιοκτησίες, ούτε αυτοκρατορίες ή βασίλεια και δεν ξέρουν τι πράγμα είναι η απληστία, ούτε για αντικείμενα ούτε από αγάπη για την εξουσία, που μου φαίνονται να είναι τα αίτια των πολέμων κι όλων των ταραχών. Όταν τους ζήτησα να μου αναφέρουν τα αίτια, δεν ήξεραν να το δικαιολογήσουν παρά μόνο λέγοντας πως τα αρχαία χρόνια ξέσπασε ανάμεσά τους αυτή η κατάρα και θέλουν να εκδικηθούν το θάνατο των νεκρών γονέων τους. Τελικά, είναι κάτι το κτηνώδες. Δεν υπάρχει αμφιβολία, αφού ένας από αυτούς μου ομολόγησε πως βρέθηκε να τρώει κρέας από παραπάνω από 200 ανθρώπινα σώματα κι εγώ αυτό το θεωρώ βέβαιο κι αυτό αρκεί.

Amerigo Vespucci, "Ο Νέος Κόσμος", Στοχαστής 2000 (μετάφραση Δημήτρης Δεληολάνης)

Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

το ελάχιστο

Αλλά τί να βρεις τώρα; Τί να θυμηθείς; Όλα θα μείνουν άγραφα. Ατελείωτα. Μόνο που κάθεσαι εσύ τώρα και συλλογίζεσαι όσους ανθρώπους φεύγανε κάθε τόσο από δίπλα σου, όσοι ξέφτισαν, ή χάθηκαν… Πού; Πότε; Πώς; Ρωτάς τον εαυτό σου, τον ίδιον τον εαυτό σου προπάντων, όχι τους άλλους — έστω και αν οι άλλοι τους γνώριζαν.
Ένας-ένας φεύγει και κανείς πια δε θα μείνει, που να μπορεί να θυμηθεί εκείνα τα πρόσωπα, τα σώματα, τα σπίτια, τις πρασιές, τον μάγκανο, τον Κίτσο, εκείνο το κόκκινο αλογάκι… Πού να τα πεις τώρα όλα αυτά πάνω στην ξένη γη, ποιος να σ’ ακούσει, ποιον ενδιαφέρουν! Τότε σκέφθηκες τουλάχιστον να τα συλλογιστείς. Ήθελες να τα έλεγες, μα δεν επρόφθαινες. Έτσι είναι που μπαίνει η τρέλα μέσα στο κεφάλι: Όταν πια δεν προφθαίνεις ούτε να τα σκεφθείς. Ανάκατα όλα, αναμνήσεις, καταστάσεις, ταξίδια, εξορίες σε τόπους που μήτε στη γεωγραφία δεν έβρισκες, δε σου κινούσαν το ενδιαφέρον. Μονότονα όλα, μονότονα. Ε, βέβαια, μονότονα. Ποιος έχει τόσες φορεσιές για να μπορεί τόσο συχνά ν’ αλλάζει!
Και τώρα σε νομίζουν για πεθαμένη. Νά, εδωνά καθόταν — λέει κάποιος τότε και δείχνει με μια κίνηση θολή και ακαθόριστη. Σ’ έχουν για πεθαμένη, λοιπόν. Μονότονα όλ’ αυτά, μονότονα.
Οι άνθρωποι που φεύγουν, αφήνουν τα βιβλία τους, τα σπίτια τους, τα παπούτσια, τα φορέματα, και οι συγγενείς τα δίνουν όλα αυτά τις Απόκριες, για να τα βάλουν οι μασκαράδες. Τα πουλούν έπειτα οι παλιατζίδες. Τα στοιβάζουν μέσα σε μεγάλες σιδερένιες κασέλες, φράκα παλαιϊκά, καμιζόλες με δαντέλες από τη Βενετία, ώσπου στο τέλος να τα πετάξουν στους τενεκέδες των σκουπιδιών. Μαζί με τα βιβλία σου, που τα είχες γράψει εσύ, και τώρα έχουν πάθει μια φοβερή ασθένεια: εσάπισαν.
Μα το περίεργο είναι πως όλα αυτά εσύ τα πιστεύεις, ενώ είναι μα την αλήθεια απίστευτα. Όλα ανακατεμένα, αναμνήσεις, καταστάσεις, ταξίδια, εξορίες, τύποι ξένοι κι ελληνικοί, που πήρανε τους δρόμους μιας αρκετά μακρόχρονης ή και παντοτινής εξορίας. «Το ελάχιστο» —είχε πει κάποιος ποιητής— «παραδεχθήκαμε το ελάχιστο».

Μέλπω Αξιώτη, "Η Κάδμω", Κέδρος 1972

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

μια στιγμή

Της ανθρώπινης ζωής η διάρκεια όσο μια στιγμή, η ουσία της ρευστή, η αίσθησή της θολή, το σώμα -από τη σύστασή του- έτοιμο να σαπίσει, και η ψυχή ένας στρόβιλος, η τύχη άδηλη, η δόξα αβέβαιη. Με δυο λόγια, όλα στο σώμα σαν ένα ποτάμι, όλα της ψυχής σαν όνειρο και σαν άχνη, η ζωή ένας πόλεμος κι ένας ξενιτεμός, η υστεροφημία λησμονιά. Ποιο είναι αυτό που μπορεί να μας δείξει τον δρόμο; Ένα και μόνο: η φιλοσοφία! Κι αυτό σημαίνει να φυλάμε τον θεό μέσα μας καθαρό κι αλώβητο, νικητή πάνω στις ηδονές και τους πόνους, να μην κάνουμε τίποτε στα τυφλά, τίποτε ψεύτικα και προσποιητά, να μην εξαρτιόμαστε από το τι θα πράξει ή τι δεν θα πράξει ο άλλος. Κι ακόμη, να αποδεχόμαστε όσα συμβαίνουν κι όσα μας λαχαίνουν σαν κάτι που έρχεται κάπου από κει απ᾽ όπου έχουμε έλθει και εμείς· και πάνω απ᾽ όλα, να περιμένουμε τον θάνατο με γαλήνια διάθεση, θεωρώντας πως δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διάλυση των συστατικών στοιχείων από τα οποία είναι συγκροτημένο κάθε ζωντανό πλάσμα.

Μάρκος Αυρήλιος, "Τα Εις εαυτόν", Στιγμή 2007 (μετάφραση Νίκος Σκουτερόπουλος)

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

χιονίζει λέξεις

ξαπλώνει στο κρεβάτι του
αγγίζει τα οστεώδη χέρια του
το κορμί του ζεστό
το στόμα του άγραφη σελίδα
δεν τον φιλά
ανασαίνει δυο στιγμές σιωπής και φεύγει

μέσα της χιονίζει λέξεις

Γεωργία Κολοβελώνη, "Μελάνι στον Ουρανίσκο", Μελάνι 2016

Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

βολέψου

Μου άρπαξε το σαγόνι,
το τράβηξε κάτω 
κι άρχισε μέσα μου να μπαίνει.
Τι στο διάολο,
όλα τα 'χεις φάει εκεί,
χωράς.

Βολέψου

Κωνσταντίνος Παπαπρίλης Πανάτσας, "~", Σαιξπηρικόν 2016

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

σε περιέχω

Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή.
Σε περιέχω όπως τ’ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι.
Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει
μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη.
Σ’αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρόδερμος
κολλάει το αυτί του χάμω, για ν’ ακούσει
τον καλπασμό του αλόγου.

Μάτση Χατζηλαζάρου, "Ποιήματα", Ίκαρος 1989

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

ρήμα για δύο

Για να μη νιώθω ότι υπολείπομαι πολύ των επιστημονικών γνώσεων του Εσεκιέλ, του απαρίθμησα όλα τα ρήματα που υπάρχουν στα ισπανικά για τον οργασμό. Στην Κούβα, για παράδειγμα, λένε "venirse" (έρχομαι). Μ' αρέσει αυτό το απαρέμφατο, γιατί υπονοεί την προσέγγιση. Είναι ρήμα για δύο. Και αρκετά unisex. Στην Ισπανία λένε "correrse" (τρέχω). Που μάλλον υπονοεί το ακριβώς αντίθετο. Αποκολλάσαι στο τέλος κι απομακρύνεσαι απ' τον άλλον. Ρήμα για αρσενικά. Στην Αργεντινή λένε "acabar" (τελειώνω). Ακούγεται σαν διαταγή. Σαν στρατιωτική άσκηση. Έχω μια περουβιανή φίλη που το λέει "llegar" (φτάνω). Φέρνει στο νου μια ουτοπία (και πολύ συχνά είναι). Σαν να 'σαι μακριά κι αργείς ακόμα. Ο άντρας της λέει "darla" (το δίνω). Ενδιαφέρον. Ακούγεται σαν πρόσφορο. 'Η, αν το δεις από πεσιμιστική άποψη, σαν να σου κάνουν χάρη: ορίστε. Αν είναι έτσι, διόλου περίεργο που η φίλη μου δε φτάνει ποτέ. Στη Γουατεμάλα χρησιμοποιούν το "irse" (φεύγω). Αυτό πια είναι δήλωση παραίτησης. Δε μένει παρά να προσθέσεις: αφού πληρώσεις. Σε άλλες χώρες λένε "terminar" (τερματίζω). Θλιβερό. Φαντάζεσαι ν' ανοίγει η πόρτα, να σε κόβουν και να μένεις στη μέση. Εδώ, αντίθετα, ίσως επειδή είμαστε κοντά στα σύνορα, λέμε "cruzar" (διασχίζω).

Andrés Neuman, "Κατά Μόνας", Opera 2014 (μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης)

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

βολιώτικα στραγάλια

Σημαίαις ξεδιπλώνονται, τα άλογα αφρίζουν,
η βράκαις κυματίζουνε, οι γάιδαροι γκαρίζουν,
Ατσίγγανοι, Τσιφούτηδες και Έλληνες πετειούνται,
τα φέσια κομματιάζονται και κατά γης κυλιούνται,
και στα κεφάλια δένονται μαντήλια και πετσέταις...
Να! του στρατού εφθάσανε η πρώταις μπαγιονέταις...
κι' ο Σούτσος μας επάτησε το σκλαβωμένο χώμα
με ένα Φαναριώτικο χαμόγελο στο στόμα,
και ο λεβέντης του καράς μασσά τα χαλινάρια,
κι' ανοίγεται βαθυά η γη στα πρώτα του ποδάρια.
Τα ζήτω τώρα αντηχούν απάνω στα ουράνια,
και δος του κατακέφαλα στους στρατηγούς στεφάνια,
εδώ κι' εκεί ωσάν βροχή κατρακυλούν λουλούδια,
φωναίς, πατήματα, βοή, ελευθεριάς τραγούδια,
αρχίζουν των παπάδων μας να τρέχουνε οι γλώσσαις,
ψαλμοί και Ευαγγέλια και προσφωνήσεις τόσαις.
Μια φούχτα άρπαξα κι' εγὼ Βολιώτικα στραγάλια,
και μονομιάς τα έρριξα σε στρατηγών κεφάλια.
Ακόμη έρχεται στρατός... πω! πω και τι θα γίνῃ!
Εις το κεφάλι κανενός το φέσι δεν θα μείνῃ.
Πώς θέλω το καπέλο μου να ρίξω στον αέρα!
μα πάλι αξεσκούφωτος να έλθω αυτού πέρα;

Γεώργιος Σουρής, "Λύσις", Διάνυσμα 2014

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

νανουρίσματα σ' ανακάλυφτη γλώσσα

Άνοιξα τσακ! απότομα τα μάτια μου απ’τη φασαρία πούκανε το ταβάνι άγρια μεσάνυχτα/ λύνοντας τα σχοινιά απ’τους 4 τοίχους κι έφυγε παίρνοντας μαζί του τη σκεπή και τις κουβέρτες μου. Ευκάλυπτοι/ σακουλάκια λεβάντας και βατομουριές ήρθανε και ξαπλώσανε στα δόντια μου στο μαξιλάρι μου και στα μαλλιά μου. Μ’ένα σφύριγμα βαποριού σαλπάρισε η πόρτα/ κι απ’το πέρασμα μπήκαν με μικρά πηδηματάκια/ η μάνα μου κι ο πατέρας νιόνυμφοι/ με κερασάκια στ' αυτιά και τα κορδόνια τους αντικρυστά δεμένα. Από πίσω η γιαγιά απ' το χωριό με τσεμπέρι κατεβασμένο απ' το στόμα. Κατόπιν η γιαγιά Αθηναία με γούνα που δαγκωνόταν στο λαιμό και το στόμα βαμένο μ' ένα περίεργο κόκκινο μεταξωτό χαρτάκι -τόχω- ο Γιώργος με τη Μυρτώ ευτυχώς είχαν ζήσει. Ίχνος πουθενά από βουβά τηλέφωνα και συνταγές και στον καθρέφτη που γυαλίστηκα είμουνα όμορφη. Όχι όμως έτσι σαν άνθρωπος/ είμουνα μισό Βαρδάρης – μισό άσπρο πουλί – περίεργο άσπρο - κι ο ταξιτζής που μ' είχε δείρει μαι νύχτα πολύ μούδωσε ένα ματσάκι μυγκέ απ' αυτά που δίνουνε για την πρώτη φορά τους στις νύφες. Κουβεντιάζανε γρήγορα γρήγορα και σιγά σα να γουργουρίζανε νανουρίσματα σ' ανακάλυφτη γλώσσα. Ένας Μάης 68 μ' ένα πανί δεμένο στο κεφάλι σαν αυγό έκανε ΧΑ! στο τζάμι και το χνώτισε/ κι ένα δάχτυλο σκέτο/ ένα ολομόναχο δάχτυλο σκέτο/ έγραψε ένα ολόκληρο ποίημα με αριθμούς. Έκανε τ' όνειρο πράξη. Λες να κάνουνε την επανάσταση οι αριθμομηχανές... σκέφτηκα... Όπου κι να με βάλουν προσαρμόζομαι ξανασκέφτηκα
καλο νάν αυτό ή κακό

Κατερίνα Γώγου, "Ιδιώνυμο",  Καστανιώτης 1980

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2016

με τη λαχτάρα του πουλιού

Ω θείε τ' ανθρώπου Φύλακα, που χάμου αγάλι γάλι
στα γόνατά σου εδέχτηκες το υπνόγυρτο κεφάλι,
ψάλλε μου συ τι ονείρατα 'ς εκείνο φτερουγιάζουν,
κ' εύχομαι πάντα να φυλάς ψυχαίς που να σου μοιάζουν!
Είναι του γάμου της η αυγή. Πετιέται από την κλίνη,
με τη λαχτάρα του πουλιού, που το κλαρί του αφίνει,
πρώτη φορά γυρεύοντας, ολίγο εκείθε πέρα,
να ισοζυγιάσῃ το κορμί στον άγνωστον αέρα.
Φιλεί τ' αθώα στρωσίδια της· ολόγυρα κυτάζει
μ' αγγέλου αγάπη κάθε τι, και κλαίει πως τ' απαρῃάζει.
Να ξαναϊδή και τ' άνθια της, πριν στολιστή και φύγῃ,
τ' άνθια που φύτεψεν αυτή, το παρεθύρι ανοίγει,
και, πυρωμένα του φωτός από τη θείαν αχτίνα,
λέει πως για τέτοιο χωρισμό δακρύζουνε κ' εκείνα·
οπώς γλυκά τη χαιρετούν, προτού να τα ορφανέψῃ,
μ' όση ευωδία τον κόρφο τους ο Απρίλης είχε θρέψῃ.

Γεράσιμος Μαρκοράς, "Ο Όρκος", Πάπυρος 1996

Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

την ημέρα που άλλα πόδια

Περπατούσαμε με τον Χοακίν, κλοτσώντας βέβηλα τα άψυχα κόκαλα, και σκεφτόμασταν την ημέρα που άλλα πόδια θα ποδοπατούσαν τα δικά μας απομεινάρια ή φανταζόμασταν κάποια ιστορία για κάθε κόκαλο. Προσπαθούσαμε να βρούμε το μυστικό της ζωής αυτών των κρανίων, όπου ίσως να κατοίκησε η διάνοια ή να βλάστησε το πάθος, ενώ τώρα κείτονταν κενά σαν το κελί νεκρού μοναχού. Άλλες φορές πάλι μαντεύαμε (από το σχήμα, τη σκληρότητα ή την οδοντοστοιχία) αν η νεκροκεφαλή ανήκε σε γυναίκα, παιδί ή γέρο. Σε μια στιγμή, το βλέμμα του δικαστή καρφώθηκε σε έναν από τους οστέινους θόλους... "Τι είναι αυτό;" αναφώνησε σταματώντας."Τι είναι αυτό, φίλε μου; Καρφί δεν είναι;"

Pedro Antonio de Alarcón, "Το Καρφί", Εκδόσεις των Συναδέλφων 2012 (μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος)

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

ένα έθιμο που σοκάρει τους τουρίστες

Πάντως, ό,τι κι αν συνέβαινε τότε, σήμερα επιβιώνει ακόμη μια άλλη παράξενη τελετουργική συνήθεια. Οι περαστικοί φτύνουν στο κέντρο της καρδιάς όταν περνάνε από δίπλα της! Πρόκειται για ένα έθιμο που σοκάρει τους τουρίστες και όλους εκείνους που έχουν άγνοια για το ζήτημα, αφού απλώς βλέπουν έναν αγενή διαβάτη να φτύνει με στόμφο στο πεζοδρόμιο, μιας και σπάνια προσέχουν ιδιαίτερα την καρδιά στο έδαφος για να υποψιαστούν ίσως τι συμβαίνει και να ρωτήσουν κάποιον. Αληθινά, είναι ένα πολύ "επικίνδυνο" σημείο, διότι υπάρχουν πολλοί ντόπιοι που φτύνουν την καρδιά ακόμη κι από απόσταση, με κίνδυνο να αστοχήσουν σε βάρος κάποιου ανυποψίαστου διαβάτη. Τέλος πάντων, υπάρχουν τρεις εκδοχές για το φτύσιμο της καρδιάς: ότι το κάνουν για γούρι, ότι είναι συνήθεια που έμεινε από παλιά και υπογραμμίζει την απέχθεια και την περιφρόνηση των ανθρώπων για τη φυλακή που βρισκόταν εκεί, και ότι ίσως να συνδέεται με κάποια παράξενη δεισιδαιμονία, (επίσης θεωρείται ότι ο όρκος που θα δοθεί πάνω από την καρδιά, είναι ιερός και απαράβατος). Ό,τι απ' αυτά κι αν ισχύει οι άνθρωποι του Εδιμβούργου φτύνουν το μυστικιστικό κέντρο της πόλης τους. Την καρδιά της...

Παντελής Γιαννουλάκης, "Megapolisomancy", Αρχέτυπο 2002

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

προορισμοί μέχρι πρόσφατα κρυμμένοι

Η έβδομη γειτονιά της Άλμπα βρίσκεται χτισμένη σε λόφο. Εδώ κανείς δεν κινείται. Όχι από περιορισμό ή από αδυναμία, αλλά επειδή έτσι είναι τα πράγματα. Και κυρίως επειδή κανείς δεν αναρωτήθηκε. Αυτό που κανένας δεν σκέφτηκε έγινε στη συνέχεια κανόνας που κανένας δεν αμφισβήτησε. Έτσι οι μέρες περνούν με την πλάτη γυρισμένη στον λόφο. Και όλοι οι κάτοικοι κοιτάνε τα ίδια τοπία, ζούνε τον ίδιο ορίζοντα. Τις μέρες με καθαρό ουρανό ή τις νύχτες με μεγάλη ξαστεριά, εμφανίζονται αχνά στο βάθος προορισμοί μέχρι πρόσφατα κρυμμένοι. Τις μέρες αυτές η αυτάρκεια των κατοίκων μετατοπίζεται, έστω λίγα εκατοστά. Είναι οι μέρες αυτές που οι κάτοικοι ονομάζουν ταξίδι.

Θωμάς Τσαλαπάτης, "Άλμπα", Εκάτη 2015

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

δικά μας

Μετά τη δουλειά τον συναντούσα στο κέντρο της πόλης και περπατούσαμε κάτω από τα θαμπά κίτρινα φώτα του Ιστ Βίλατζ, πέρα από το Fillmore East και το Electric Circus, τα μέρη απ' όπου είχαμε περάσει στην πρώτη βόλτα που είχαμε κάνει μαζί.
Ήταν συναρπαστικό να στέκεσαι μπροστά από το καθαγιασμένο έδαφος, όπου είχε ιερουργήσει ο Τζον Κολτρέιν, ή του Five Spot στη Σεντ Μαρκς Πλέις, όπου είχε τραγουδήσει η Μπίλι Χόλιντεϊ, και ο Έρικ Ντόλφι και ο Ορνέτ Κόλμαν είχαν ανοίξει τους ορίζοντες της τζαζ σαν ανθρώπινα τιρμπουσόν.
Ωστόσο δεν είχαμε τα χρήματα να μπούμε μέσα. Άλλες μέρες επισκεπτόμασταν μουσεία. Είχαμε λεφτά μόνο για ένα εισιτήριο, έτσι ο ένας από μας έμπαινε, έβλεπε τα εκθέματα και έλεγε στον άλλον τι είχε δει.
Σε μια τέτοια περίπτωση πήγαμε στο σχετικά καινούριο μουσείο Whitney στο Άνω Ανατολικό Μανχάταν. Ήταν η σειρά μου να μπω και το έκανα διστακτικά χωρίς εκείνον. Δεν θυμάμαι πια τα εκθέματα, αλλά θυμάμαι τον εαυτό μου να κοιτάζει μέσα από ένα από τα μοναδικά τραπεζοειδή παράθυρα και να βλέπει τον Ρόμπερτ στο απέναντι πεζοδρόμιο, να καπνίζει ένα τσιγάρο ακουμπισμένος σε ένα παρκόμετρο.
Με περίμενε και καθώς πηγαίναμε προς τον υπόγειο είπε:
"Μια μέρα θα μπούμε εκεί μέσα μαζί, και τα εκθέματα θα είναι δικά μας".

Patti Smith, "Πάτι και Ρόμπερτ", Κέδρος 2015 (μετάφραση Αλέξης Καλοφωλιάς)

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

περασμένα μεσάνυχτα

Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή 
Σαν σε χαμηλωμένο Γαλαξία το κεφάλι μου βαρύ
Κοιμούνται οι άνθρωποι με τ' ασημένιο πρόσωπο· άγιοι
Που άδειασαν από τα πάθη κι ολοένα τους φυσάει ο αέρας μακριά
Στον κάβο του Μεγάλου Κύκνου. Ποιος ευτύχησε, ποιος όχι
Και ύστερα;

Ίσα τερματίζουμε όλοι στερνά μένουν 
Ένα σάλιο πικρό και στο αξύριστό σου πρόσωπο
Χαραγμένα ψηφία ελληνικά που το ένα στο άλλο ν' αρμοστούν
αγωνίζονται ώστε 
Η λέξη της ζωής σου η μία εάν... Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή

Περνάν τα οχήματα της Πυροσβεστικής,
για ποιαν από τις πυρκαγιές 
Κανείς δεν ξέρει. Σ' ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε ο καπνός.
Προεξέχουν μόνον
Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου.
Πλήκτρα Χτυπά ο Θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το ταβάνι
Κοντά να ξημερώσει
μια στιγμή φανερώνονται οι αχτές με κάθετα 
Πάνω τους τα βουνά σκούρα και μωβ. Αλήθεια θα 'ναι φαίνεται ότι
Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω

Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή

Κοιμούνται οι άνθρωποι στο 'να τους πλευρό, τ' άλλο τους
Ανοιχτό να βλέπεις που ανεβαίνει κύματα
Κύματα η ζωή και να 'ναι τεντωμένο το χέρι σου
Σαν του νεκρού τη στιγμή που του παίρνεται η πρώτη αλήθεια.

Οδυσσέας Ελύτης, "Τα Ελεγεία της Οξώπετρας", Ίκαρος 1991

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

ανθρωποποιώ

παρατηρώ

τους ανθρώπους
ύστερα

σκέφτομαι
πως μάλλον ανθρωποποιώ

τις παρατηρήσεις
μου.

"ημερολόγια ανάκατου στόματος", Βάσω Νιτσιάκου, (αυτοέκδοση) 2015

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

το φανταστικό

Το φανταστικό, "αυτή η αναποφασιστικότητα μεταξύ ζωντανών και νεκρών", είναι ένα είδος που ανάγεται στις απαρχές της αφήγησης. Οι νεράιδες του φανταστικού, από τα παλάτια τους, η λογοτεχνία και η ζωγραφική, έσκυψαν πάνω από το λίκνο του κινηματογράφου. Το να μιλάς για το επέκεινα, για τους φόβους, τα φαντάσματα, τις φοβίες, τις συμφωνίες με το διάβολο, το να χειρίζεσαι το μη πραγματικό και το θαυμαστό, είναι στοιχεία στην υπηρεσία των οποίων τάχτηκε αμέσως το σινεμά, τέχνη και επιστήμη μαζί, που καθιστά ορατή και έμψυχη την αόρατη πραγματικότητα. Το φανταστικό είναι για τον κινηματογράφο ΄,τι είναι για το σώμα του ζώου η αόρατη και εγγενής λειτουργία των οργάνων και των υγρών του. Το φως, οι σκιές, ένα κάδρο που μετατοπίζεται, ένα ντεκόρ που ξαφνιάζει, ένας ηθοποιός με βλέμμα που κρύβει πολλά, ένα τέρας, μια άσεμνη ή δυσδιάκριτη παρουσία, μια ανισορροπία στην αναπαράσταση του "πραγματικού", είναι μεταξύ των κινηματογραφικών στοιχείων του φανταστικού: που παρήγαγε πολλές ταινίες, κατ' αρχήν ευρωπαϊκές, και κατέκλυσε ταινίες που δεν ανήκουν στο είδος, παρουσιάζοντας μια αξιόλογη άνθηση στο Χόλιγουντ.

Marie Anne Guerin, "Η Αφήγηση στον Κινηματογράφο", Πατάκης 2003 (μετάφραση Δώρα Θυμιοπούλου)

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

ο θεατής παρασύρεται σε μια πράξη δημιουργίας

Το μοντάζ επιτρέπει να κατορθώνουμε αυτή την προσπάθεια. Το προσόν του μοντάζ είναι ότι το συναίσθημα κι ο νους του θεατή ενσωματώνονται στην εξεργασία της δημιουργίας. Υποχρεώνουμε το θεατή ν' ακολουθήσει το δρόμο που ακολούθησε ο καλλιτέχνης, όταν κατασκεύαζε την εικόνα. Ο θεατής δε βλέπει μόνο τα στοιχεία που παριστάνονται. Ξαναζεί τη δυναμική εξεργασία της εμφάνισης και του σχηματισμού της εικόνας, όπως την έζησε ο συγγραφέας. Είναι, πιθανά, ο ανώτερος δυνατός βαθμός προσέγγισης που υπάρχει για να μεταδοθούν, στην πληρότητά τους, στο θεατή η ιδέα και το αίσθημα του καλλιτέχνη, για να του μεταδοθούν μ' αυτή τη "δύναμη φυσικής αλήθειας" που μ' αυτήν επιβάλλονταν, στις στιγμές της δημιουργικής δουλειάς και του δημιουργικού οραματισμού, στον καλλιτέχνη.
Εδώ είναι το κατάλληλο μέρος για να θυμίσουμε πώς καθόριζε ο Μαρξ την πορεία της αληθινής συζήτησης:
"Ο τρόπος αποτελεί μέρος της αλήθειας, όσο και το αποτέλεσμα. Η αναζήτηση της αλήθειας πρέπει να είναι κι αυτή αληθινή. Η αληθινή αναζήτηση είναι η αναπτυγμένη αλήθεια, που τα σκόρπια μέλη της συνενώνονται στο αποτέλεσμα".
Το προσόν αυτής της μεθόδου βρίσκεται ακόμα στο ότι ο θεατής παρασύρεται σε μια πράξη δημιουργίας, που στη διάρκειά της η προσωπικότητά του, αντί να υποδουλώνεται στην προσωπικότητα του καλλιτέχνη, ξανοίγει, καθώς συγχωνεύεται με την ιδέα του καλλιτέχνη, όπως κι η προσωπικότητα του μεγάλου ηθοποιού συγχωνεύεται με την προσωπικότητα του μεγάλου θεατρικού συγγραφέα, στη δημιουργία ενός κλασικού προσώπου. Ανάλογα με την προσωπικότητά του, κατά τον τρόπο του, με βάση την πείρα του, το υπόστρωμα της φαντασίας του, τον ιστό των συνειρμών του, τα δεδομένα του χαρακτήρα του, την ιδιοσυγκρασίας του και της κοινωνικής του τοποθέτησης, ο κάθε θεατής αναδημιουργεί πραγματικά την εικόνα σύμφωνα με τον ακριβή προσανατολισμό που του προσφέρουν οι παραστάσεις που του υποβάλλει ο καλλιτέχνης και που τον οδηγούν αναπόφευκτα στη γνώση και τη συναισθηματική αντίληψη του θέματος. Είναι η εικόνα που έχει θελήσει και δημιουργήσει ο καλλιτέχνης, αναδημιουργημένη όμως ταυτόχρονα με την ιδιαίτερη δημιουργία του θεατή.

Сергей Михайлович Эйзенштейн, "Το Μοντάζ" (συλλογικό), Αιγόκερως 2003 (μετάφραση Αντώνης Μοσχοβάκης)