Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

σαν δεμένο σκυλί που περιμένει να το καταβρέξουν

Περιμέναμε σιωπηλοί καπνίζοντας στα σκοτεινά. Η ώρα περνούσε και απέξω τα μπουμπουνητά πλησίαζαν. Η Μαρία φαινόταν να συνέρχεται. Οι σπασμοί έγιναν τρέμουλο, ώσπου έφυγε και αυτό και έγινε ένας ταραγμένος ύπνος. Μουρμούρισε το όνομα του Πέτρου και της έδωσε νερό. Κοιμήθηκε πιο ήσυχα. Ο Πέτρος μου έκανε νόημα και πήγαμε στο σαλόνι. Στάθηκα στο παράθυρο. Έξω σε λίγο θα ξημέρωνε. Η πόλη άχνιζε σαν δεμένο σκυλί που περιμένει να το καταβρέξουν. Στους βρεγμένους ήδη δρόμους σε λίγο θα ξημέρωνε με βροχή.
"Παλιόπουστες", είπα. (Δεν ξέρω τι εννοούσα).
"Είναι καλύτερα. Νομίζω πέρασε".
"Ναι. Εγώ να πηγαίνω, Πέτρο".
"Ρε συ, Νίκο... ευχαριστώ".
"Έλα, άσ' τις μαλακίες. Δε μου λες. Καμιά ψιλή; Έχω ξεμείνει εντελώς".
"Όχι, ρε γαμώτο. Το τελευταίο..." (Μου λέει ψέματα. Φαίνεται στα μάτια του. Αλλά και εγώ σαν μαλάκας... Έπρεπε να του ζητήσω πριν που τα είχε χαμένα).
"Καλά, θα τα πούμε το απόγευμα. Άντε γεια".
"Ναι, το απόγευμα στο ραντεβού. Άντε γεια".
Βγήκα έξω. Ο ουρανός είχε βάλει τα κλάματα. Έκλαιγε σαν μικρό παιδί που είχε χαθεί.

Νίκος Παΐζης, "Η Γενιά της Ηπατίτιδας", Βιβλιοπέλαγος 2002

Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

και όλους τους θησαυρούς του κόσμου

Ο πατέρας μου μπήκε μέσα στο κλουβί. Τάισε τους κόκορές του δίχως ένα βλέμμα για το νεκροταφείο που εκτεινόταν μες στη μέση της αυλής μας. Τους μιλούσε με χαδιάρικη φωνή. Τους μιλούσε για τον Δαβίδ, το βασιλιά των Εβραίων που είχε την πιο ωραία γυναίκα και όλους τους θησαυρούς του κόσμου πριν ανέβει στο Όρος των Ελαιών κλαίγοντας, με καλυμμένο το κεφάλι και ξυπόλητος, και όλος ο λαός που τον ακολουθούσε είχε καλυμμένο το κεφάλι και ανέβαινε κλαίγοντας.
Σήμερα, γράφοντας ατές τις γραμμές, αναρωτιέμαι αν η παθητική υπεροψία του πατέρα μου δεν περιείχε κάτι από αυτή την πεποίθηση, πόσο θλιβερή, ότι ο πόνος τελικά ικανοποιείται αρκετά άμα τον ζει κανείς. Δεν ξέρω πια. Εκείνη η στιγμή, θα έπαιρνα όμως όρκο, ήταν η στιγμή της παράδοσης του στη μοναξιά και στο τέλος.

Paula Jacques, "Κάθοδος στον Παράδεισο", Στάχυ 2000 (μετάφραση Βασιλική Χασάνδρα)

Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

our son is fat

Η μελαγχολία του, η χλωμή, αν και όχι αδύνατη, μορφή του (η μητέρα του λέει γι' αυτόν ότι είναι παχύς: "our son is fat"), το γήινο χρώμα των βελούδινων ρούχων του, το φτερό στο καπέλο, οι εκλεπτυσμένοι τρόποι, η αδιαμφισβήτητη ποίηση των λόγων του, το μόνιμο αίσθημα της πλήρους υπεροχήςέναντι των άλλων, από κοινού με την δηλητηριώδη τάση αυτοταπείνωσης, όλα γοητεύουν σ' αυτόν, όλα αιχμαλωτίζουν. Όλοι θέλουν να μοιάσουν στον Άμλετ, κανείς δε θέλει να αξιωθή το όνομα του Δον Κιχώτη. "Ο Άμλετ είναι αρχοντικός", έγραψε σε κάποιον φίλο του ο Πούσκιν. Κανείς δεν τολμά να ειρωνευθή τον Άμλετ κι αυτό ειδικά είναι η καταδίκη του: είναι αδύνατον να τον αγαπήση κανείς, μόνο άνθρωποι σαν τον Όμηρο προσκολλώνται στον Άμλετ. Όλοι τον συμπονούν και είναι ξεκάθαρο ότι σχεδόν ο καθένας βρίσκει σ' αυτόν ορισμένες δικές του πλευρές. Είναι όμως αδύνατον, επαναλαμβάνουμε, να τον αγαπήση κανείς, γιατί κι αυτόν δεν αγαπάει κανέναν.

Иван Тургенев, "Άμλετ και Δον Κιχώτης", Αρμός 2004 (μετάφραση Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης)

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

τον γυρίζει πίσω

ΜΑΓΙΕΡΣ: Υπάρχει ένα τρομακτικό συμβάν στην ιστορία του Οδυσσέα, όταν το πλοίο του διαλύεται, τα μέλη του πληρώματος πέφτουν στη θάλασσα και τα κύματα καταπίνουν τον ίδιο. Αρπάζεται από το κατάρτι και τελικά βγαίνει στην ξηρά και το κείμενο λέει, "Επιτέλους, μόνος. Επιτέλους μόνος".
ΚΑΜΠΕΛ: Το πλέγμα των περιπετειών του Οδυσσέα είναι κάπως περίπλοκο για να το αναλύσουμε περιληπτικά. Πάντως η συγκεκριμένη περιπέτεια, όπου το πλοίο διαλύεται, λαμβάνει χώρα στο νησί του Ήλιου, το νησί της ανώτερης φώτισης. Εάν το πλοίο δε διαλυόταν, ο Οδυσσέας μπορεί να παρέμενε στο νησί και να γινόταν, ας πούμε, το είδος εκείνο γιόγκι που φτάνει στην πλήρη φώτιση και παραμένει πάντα σε κατάσταση ευδαιμονίας. Αλλά η ελληνική άποψη για τη γνώση και πραγμάτωση των ιδεών στη ζωή τον γυρίζει πίσω. Λοιπόν, υπήρχε ένα ταμπού στο νησί του Ήλιου, κανείς δεν έπρεπε να σκοτώσει και να φάει κάποιο από τα βόδια του. Παρόλα αυτά οι άντρες του Οδυσσέα πεινούσαν κι έτσι έσφαξαν τα βόδια του Ήλιου. Η πράξη τους επέφερε το ναυάγιο. Η κατώτερη συνείδηση λειτουργούσε ακόμη, μολονότι βρισκόταν στη σφαίρα του ανώτερου πνευματικού φωτός. Όταν υφίσταται η επίδραση μιας τέτοιας φώτισης, δεν είναι δυνατόν κάποιος να σκέφτεται, "Πω, πω, πεινάω. Φέρτε μου ένα ψητό". Οι άνδρες του Οδυσσέα δεν ήταν έτοιμοι, ούτε κατάλληλοι για την εμπειρία που τους προσφέρθηκε. Τούτη είναι μια υποδειγματική ιστορία για τον γήινο ήρωα που πετυχαίνει την ανώτερη φώτιση, αλλά μετά επιστρέφει.

Joseph Campbell, "Η Δύναμη του Μύθου", Ιάμβλιχος 1998 (μετάφραση Ελένη Παπαδοπούλου)