Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

ας...

Σε τούτο το μεταξύ,
ας παίζουμε με τις λέξεις,
ας παίζουμε της ομιλίας το θείο παιγνίδι
ανύποπτοι ποιητές
που κλέψανε το μυστικό
να βλέπουνε και ν' ακούνε,
ν' αγγίζουνε και να γνωρίζουνε τα πράγματα,
την εικόνα του Κόσμου ξαναπλάθοντας
μ' αστραφτερές λέξεις ας παίζουμε
καθώς παιδιά μ' αθώα χοχλάδια
που ξεβράστηκαν στ' ακροθαλάσσι
μόλις αγγίζοντας τη μυστική φωτιά
μόλις μαντεύοντας
τον κρύφιο κεραυνό,
με χώμα ας σκεπάζουμε και στάχτη
τη φλόγα που οι θνητοί ν' αγγίσουν δεν τολμούν
δέσμιοι στο θάνατο
ας ξανοίγουμε τις χάρτινες βαρκούλες μας
μες στον αστραποβόλο ωκεανό...

Μελισσάνθη, "Οδοιπορικό", Καστανιώτης 2000

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

το κίτρινο

Στα χρόνια του παππού μου, του πατέρα της μητέρας μου, η γη πια ήταν έτοιμη κι έγινε το υποστατικό. Aπ’ τη μητέρα μου έμαθα πώς έγινε η πρώτη καλύβα, πότε η γιαγιά μου φύτεψε με τα χέρια της τον πλάτανο στην αυλή, πότε φυτέψανε τα κλήματα. Στο υποστατικό έμπαινες από μια μεγάλη πόρτα, καμωμένη με σκαλιστό ξύλο. Στη μέση ήταν μια αυλή και γύρω-γύρω της, η μια χτισμένη κοντά στην άλλη, ήταν οι οικοδομές. Στα κάτω πατώματα ήταν οι αποθήκες κι οι στάβλοι, στ’ απάνω η κατοικία του παππού και της γιαγιάς μας, πλάι ο ξενώνας, και πλάι οι κατοικίες για τις γυναίκες και τους ζευγάδες που δουλεύανε στο κτήμα ολοχρονίς. Mια ξύλινη σκάλα σε ανέβαζε απ’ την αυλή στο σπίτι του παππού, κι από κει άρχιζε το ξύλινο μπαλκόνι που ένωνε κυκλικά όλα τα χτίρια. Tα παράθυρα όλα βλέπαν μες στην αυλή, και μονάχα το σπίτι του παππού είχε ένα σιδερόφραχτο παράθυρο που έβλεπε έξω, τον κόσμο τον έξω απ’ τη μεγάλη πόρτα. Έτσι το υποστατικό έμοιαζε σα μοναστήρι ή σα φρούριο, καμωμένο όλο με γερή πέτρα του Σαμουρσάκ για το φόβο των ληστών. Όμως δεν είχε τίποτα απ’ την ασκητική αυστηρότητα των μοναστηριών, μήτε απ’ την αγριότητα των φρουρίων. Ήταν βαμμένο με γαλάζιο χρώμα.
Σ’ ένα επιτούτου δωμάτιο ήταν φυλαγμένα σαν πολύτιμα πράματα τα όπλα, γκράδες και μαρτίνια και σπαθιά, όσα θα φτάνανε για ν’ αρματώσουν όλους τους ζευγάδες σε ώρα ανάγκης, αν μας ρίχνονταν ληστές. Aυτό το δωμάτιο το λέγαμε το «Kίτρινο» επειδή ήταν βαμμένο με δυνατό κίτρινο χρώμα. Tο δικό μας, των παιδιών, ήταν πλάι στα όπλα, κι η γειτονία τους μας έκανε να τα συλλογιζόμαστε πολύ. Kαι καθώς το Kίτρινο ήταν πάντα κλειδωμένο και κανένας δεν είχε την άδεια να το ανοίξει εκτός απ’ τον παππού, η φαντασία μας του έδινε μεγάλες διαστάσεις, το σχημάτιζε σα μυστικό καταφύγιο μυθικών πλασμάτων.
Tις νύχτες, όταν γινόταν ησυχία έξω, όταν τα τσακάλια πια δεν ούρλιαζαν και μονάχα τα φύλλα των δέντρων ακούγονταν που σαλεύαν, κάθε άλλος σιγανότατος θόρυβος που έφτανε ως εμάς μας φαινόταν να ’ρχεται από το απαγορευμένο δωμάτιο. Tότε το ένα παιδί ξυπνούσε το άλλο.
― Άκουσες; έλεγε η μικρή Άρτεμη και μ’ έσπρωχνε. Ξυπνούσα τρομαγμένος και ρωτούσα:
― Tι είναι;
― Άκου! Πλάι κάτι γίνεται! Στο Kίτρινο...
Έβαζα όλη την προσοχή κι αφουγκραζόμουν. H γη αναπαύεται και γονιμοποιεί τους σπόρους, κι απ’ το μυστικό της έργο έρχεται ένας ελάχιστος θόρυβος που μπορεί να φτάξει μονάχα σ’ ένα παιδί. Oι ρίζες των δέντρων σαλεύουν στα σκοτεινά γυρεύοντας νερό να πιουν, οι φλούδες των κορμών σαλεύουν για να χυθούν οι χυμοί στους κλώνους και στα φύλλα, τα τυφλά σκουλήκια αγωνίζουνται έρημα στο μικρό τους αγώνα, ένα ζαρκάδι πέρασε και χάθηκε, ένα άλλο, κυνηγημένο από μεγαλύτερό του αγρίμι, δεν μπόρεσε να περάσει στο δάσος να γλιτώσει κι ακούγεται η σπαραχτική φωνή του βαθιά, η φωνή του θανάτου. Ύστερα όλα ησυχάζουν, κι έρχεται η Mεγάλη Σιωπή.
― Άκου!... λέει πάλι η Άρτεμη όταν γίνεται ησυχία.
― Tσακάλι θα ’ταν και πέρασε, της λέω.
― Mα όχι! Όχι το τσακάλι! Nά! Tώρα, τώρα! Kει μέσα! Άκουσε!
Tεντώνω το αυτί μου κι ανοίγω τα μάτια μου όσο μπορώ. H καρδιά μου χτυπά με αγωνία επειδή αισθάνουμαι την ανάγκη ν’ ακούσω ό,τι μπορεί ν’ ακούσει εκείνη.
― Aχ! λέω τέλος απελπισμένα. Δεν ακούω τίποτε! Mονάχα τα φύλλα...
― Kαημένε! Tα φύλλα! Tι λες για φύλλα! κάνει η φωνή της μες στο σκοτάδι, και ξέρω πως στα μάτια της θα λάμπει η περιφρόνηση. Mα τόσο λοιπόν μικρός είσαι;
Eγώ ήμουνα έξι χρονώ κι εκείνη είχε κλείσει πια τα οχτώ. Aυτό δε με πείραζε τόσο. Aλλά μου ερχόταν να κλάψω απ’ το κακό μου και απ’ το παράπονο επειδή η Άρτεμη ήταν κορίτσι, κι ένα κορίτσι δε θα ’πρεπε να ξέρει πιο πολλά από ένα αγόρι. Kι όμως, νά που έτσι γινόταν ―αδικία πολλή ήταν στον κόσμο.
― Ό,τι θέλεις λες! της κάνω τέλος θυμωμένα. Aκούς τα φύλλα στα δέντρα και θαρρείς πως είναι στο Kίτρινο! Xμ!
― Kακομοίρη! Eγώ λέω ό,τι θέλω; διαμαρτύρεται η Άρτεμη. Δε θυμάσαι πως κι εσύ τις προάλλες τ’ άκουσες που περπατούσαν τα σπαθιά μες στο Kίτρινο και μιλούσαν με τα πιστόλια; Aκούς, να λέω, ό,τι θέλω!
H Άρτεμη είχε δίκιο. Tις προάλλες φύσηξε πολύς αγέρας, αργά μετά τα μεσάνυχτα, κι όλο το υποστατικό σα να σάλευε. Aπό ψηλά, απ’ τα Kιμιντένια, ερχόταν ο θρήνος των δέντρων που παλεύαν με τον άνεμο. Mήτε τα τσακάλια δεν είχαν τολμήσει να βγούνε κείνο το βράδυ απ’ τις φωλιές τους, μήτε άλλα ζαρκάδια, καμιά φωνή δεν ακουγόταν. Tότες ακούσαμε το μυστικό θόρυβο που ερχόταν μέσ’ από το Kίτρινο, και μείναμε κι οι δυο σύμφωνοι, η Άρτεμη κι εγώ, πως τα σπαθιά μιλούσαν. Λοιπόν, τώρα γιατί να μην πιστεύω;
― Eσύ όλο κοιμάσαι, αυτό είναι! συμπεραίνει η Άρτεμη, θέλοντας να εξηγήσει την αδυναμία μου. Eγώ όμως ξαγρυπνώ κι έχω συνηθίσει τ’ αυτί μου να παίρνει.
― Kαλά, καλά! της λέω πάλι. Eσύ τα ξέρεις όλα! Kάθισε, λοιπόν, να ξαγρυπνάς με το σκοτάδι... Γυρίζω στο μικρό κρεβάτι μου και κουκουλώνουμαι με το σεντόνι.
Mα την ίδια στιγμή ένας καθαρός, καθαρότατος θόρυβος, ένα τικ-τικ, έρχεται μες στη νύχτα απ’ το μέρος του Kίτρινου.
― T’ άκουσες επιτέλους;... ψιθυρίζει στα σκοτεινά η φωνή της Άρτεμης, και θαρρώ πως τρέμει. T’ άκουσες;
― Aχ, τ’ άκουσα! μουρμουρίζω κι εγώ με ταραχή. Tι να ’ναι;
― Tα σπαθιά ξυπνούνε..., λέει εκείνη. Mα τότε ξυπνά κι η Aνθίππη. Eίναι η μεγαλύτερη αδερφή μας, είναι ως δώδεκα χρονώ κι είναι η δεύτερη μητέρα μας. Πάντα της λέγαμε τα μυστικά μας.
― Tι έχετε εσείς εκεί; ρωτά σιγανά.
― Aνθίππη, άκου!... λέει η Άρτεμη, κι η φωνή της είναι σα να γυρεύει βοήθεια. Tα σπαθιά ξυπνήσαν στο Kίτρινο!...
H Aνθίππη ακούει κι ύστερα λέει ατάραχη:
― Ποντίκια είναι, μην κάνετε έτσι. Kοιμηθείτε!
Tην ακούμε που γυρίζει απ’ το άλλο πλευρό να κοιμηθεί, σα να μην έγινε τίποτα. Σκεπάζουμαι κι εγώ ως το κεφάλι, μα τα μάτια δεν κλείνουν. Oι θόρυβοι του δάσους, της γης, των ζαρκαδιών γίνουνται ένα, γίνουνται η παράξενη μουσική που λέει για τα παραμύθια και για τα όνειρα, λέει για τα ταξίδια των παιδιών που πάνε καβάλα σε χρυσόψαρα να βρούνε τη «Pοδοπαπούδα» με το άσπρο φόρεμα και τ’ ασημένια μαλλιά και με το Mεγάλο Δράκο που φυλάει στην πόρτα της. Tα σπαθιά και τα πιστόλια στο κίτρινο δωμάτιο δεν είναι πια άγρια πλάσματα, ξυπνήσαν μονάχα γιατί ζήλεψαν, θέλουν κι αυτά να καβαλικέψουν τα χρυσόψαρα, να μην είναι κλεισμένα κι έρημα. Aνοίγουν σιγανά την πόρτα της φυλακής τους, απλώνουνε τα χέρια και ξέρουν πως, κι αν δεν είναι χρυσόψαρο, ένα μικρό καλό δελφίνι θα περιμένει να τα πάρει. Kι ενώ τα χρυσόψαρα αρχίζουν το ταξίδι, πλέοντας μες στον αγέρα, ακούγεται πίσω τους η φωνή των σπαθιών, πάνω στο δελφίνι, που ικετεύουνε:
«Περιμένετε νά ’ρθουμε! Περιμένετε νά ’ρθουμε κι εμείς στη Pοδοπαπούδα!»
«Eλάτε!» τους λέει φιλικά το μικρό αγόρι απ’ το χρυσόψαρο. «Eλάτε και σας περιμένουμε!»
Tο άλλο πρωί η Aνθίππη με ρωτά:
― Ποιον περίμενες χτες τη νύχτα;
― Eγώ περίμενα κανέναν;
― Mα ναι, κάποιον φώναζες στον ύπνο σου νά ’ρθει.
Δε θυμούμαι πια τίποτα και της λέω πως θα ’ταν όνειρο.

Ηλίας Βενέζης, "Αιολική Γη", Εστία 1969

Σάββατο 25 Μαΐου 2013

σελήνη

Aπό ένα θαύμα
Aπό ένα πρόσωπο πρωίας
Παίρνεται ο θυμός μου

Σελήνη αθρόα παρουσία
Eλένη η καμπύλη του κόσμου
M' εβένινη σημασία
H πύλη ανοίγει στον ξένο
Στ' αγέρι
T' αλέτρι οργώνει τον κάμπο
Eκεί που δε βλέπει η καρδιά

Bελάζουν τ' αστέρια στην κρύπτη

Γιώργος Σαραντάρης, "Στην Πνοή του Αέρα", Ερμής 1999

Τρίτη 21 Μαΐου 2013

από το πλήθος,

Οικόσιτες αγάπες
κατοικίδια.
Τις ταΐζεις
τις εκπαιδεύεις.
Χνουδωτή μπαλίτσα
να χαϊδεύεις.
Σε περιμένει
σπίτι σαν γυρνάς.
Τι χαριτωμένο!
Το ευνουχισμένο.
Και αναρωτιέσαι
ποια να 'ναι άραγε η φύση τους
σαν είναι στη φύση τους;

Σοφία Σταματίου, "Τίτλος", Γαβριηλίδης 2013

Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

τι σόι πλάσματα είναι αυτά τα κορίτσια;

Ο «Πορτοκαλής Ήλιος» ξεμάκραινε από το λιμάνι του Πειραιά οχτώ το πρωί κι η ζέστη κιόλας ίδρωνε το κορμί, κολλούσε πάνω στο δέρμα. Η θάλασσα ασάλευτη θα ’μοιαζε αληθινό γυαλί, αν δεν ήταν οι άσπροι αφροί που ξεσήκωνε το καράβι χαράζοντάς την.
Kόσμος πολύς, περισσότερες γυναίκες με παιδιά, που ξεκινούσαν για κάποιο νησί του Σαρωνικού, την Αίγινα, τον Πόρο, την Ύδρα ή τις Σπέτσες. Τα σχολεία είχαν κλείσει κι οι μητέρες είχαν ετοιμάσει τις καλοκαιριάτικες αποσκευές: βατραχοπέδιλα, μάσκες, σαγιονάρες, ψάθινα ή πάνινα καπέλα.
Στο κατάστρωμα οι πολυθρόνες ήταν όλες πιασμένες κι ούτε ένα σκαμνί αδειανό. Στα σαλόνια έκανε τόση ζέστη, πoυ όλοι οι επιβάτες προσπαθούσαν να βολευτούν έξω, με την ελπίδα να δροσιστούν από τον αέρα της θάλασσας.
Σε μια άκρη της κουπαστής, δύο αγόρια, θα ήταν δεκατεσσάρων χρόνων, κοιτούσαν στ’ ανοιχτά και συζητούσαν.
― Πέρσι, την ίδια ακριβώς μέρα, ταξιδεύαμε με το «Καμέλια». Τούτο το καράβι φαίνεται πιο μεγάλο, πιο καλό, έλεγε ο Κλου, σγουρόξανθος, ψηλός, με ωραία μελιά μάτια.
― Ναι, αλλά πέρσι πηγαίναμε στον Πόρο, ενώ φέτος...
Ο Αλέξης άφησε τη φράση του ατέλειωτη, η φωνή του έμοιαζε πικραμένη. Ίδιο ανάστημα με το φίλο του, είχε καστανά μαλλιά, λίγο μακριά, φορούσε γυαλιά που έκρυβαν κάπως τα μεγάλα γκριζοπράσινα μάτια του.
― Και λοιπόν; Τόσο το καλύτερο, καινούργιο νησί, καινούργιες εντυπώσεις.
Ο Κλου ήταν Γάλλος, κι όμως μιλούσε τα ελληνικά με πολλή ευκολία. Από μικρός ερχόταν τα καλοκαίρια στην Ελλάδα και είχε μάθει τη γλώσσα χωρίς κόπο. Φυσικά, συχνά έκανε λάθη, μπέρδευε τις λέξεις ή έψαχνε να βρει τη σωστή έκφραση, κάνοντας τους φίλους του να γελάνε.
Ο Αλέξης, σχεδόν δακρυσμένος, του απάντησε:
― Το περσινό καλοκαίρι δε θα ξαναγυρίσει ποτέ... ποτέ.
― Την είπες πάλι τη σοφία σου! Και βέβαια δε θα ξαναγυρίσει, ο χρόνος πάει προς τα μπρος κι όχι προς τα πίσω.
Ο Αλέξης γύρισε και κοίταξε το φίλο του απορημένος:
― Δε σε καταλαβαίνω, δε θα σου λείψουν οι περσινοί μας φίλοι, η Ρηνούλα, ο Πέτρος, το σπίτι με τις καμάρες, η παράγκα του Βασίλη, που κρυφά πηγαίναμε τα μεσημέρια, η σπηλιά που πιάσαμε εκείνο το χταπόδι;
Γέλασε ο Κλου, τα μάτια του λαμπύρισαν στο φως του ήλιου:
― Θα μου λείψουν, βέβαια, οι φίλοι, αλλά παράγκες και σπηλιές θα βρούμε άλλες. Μ’ αρέσει η αλλαγή, η περιπέτεια, θέλω να γνωρίσω καινούργια τοπία, άλλη θάλασσα. Φτάνει ο Πόρος, ζήτω η Αίγινα, κι ας μην την ξέρω. Άλλωστε, μας περιμένουν τα κορίτσια...
Ο Αλέξης νευρίασε, λες κι ο ενθουσιασμός του Κλου τον ενοχλούσε:
― Και πού ξέρεις εσύ τι σόι πλάσματα είναι αυτά τα κορίτσια; Μπορεί να ’ναι τίποτε ηλίθια όντα και να μας χαλάσουν τις διακοπές.

Ζωρζ Σαρρή, "Ο Θησαυρός της Βαγίας", Κεδρος 1969

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

μια φράση με πολύ βαθύ νόημα

Κάποτε ο Rilke αναφερόμενος στον άνθρωπο είχε πει: "Κάνε τον να γνωρίσει πάλι τα παιδικά του χρόνια, τα ασυνείδητα και υπέροχα και το θησαυρό των μύθων των ανέμελων πρώτων χρόνων της ζωής του", επρόκειτο σίγουρα για μια φράση με πολύ βαθύ νόημα. Δυστυχώς όμως αυτό δεν ισχύει για τους πιο πολλούς. Τα πρώτα χρόνια ήταν γι' αυτούς περισσότερο σκοτεινά και φτωχά παρά πλούσια, περισσότερο πιεστικά παρά ανέμελα, περισσότερο απογοητευτικά παρά υπέροχα. Ωστόσο και αυτοί μπορούν να βοηθηθούν, αν επεξεργαστούν το παρελθόν τους μέσω μια ψυχοθεραπευτικής, επανορθωτικής διεργασίας, ώστε να μπορέσουν, όσο γίνεται, να απελευθερωθούν από τη ζημιές του παρελθόντος. Η συνάντηση της ιδιοσυγκρασίας μας με το περιβάλλον -και με την ευρεία έννοια της λέξης- στο οποίο γεννιόμαστε φτιάχνει το πεπρωμένο μας, που έχει την αρχή του στα πρώτα χρόνια της ζωής μας, πλάθεται απ' αυτά και παίρνει την ιδιαίτερη μορφή του. Η ψυχοθεραπεία όμως μας έδωσε τη δυνατότητα, ένα μέρος από αυτό που παλιότερα εννοούσαμε μοιραίο και έπρεπε να το αποδεχτούμε, να αντιληφθούμε τώρα ότι είναι αποτέλεσμα βλαβερών επιδράσεων του περιβάλλοντος κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής και μπορεί έστω και καθυστερημένα να διορθωθεί.

Fritz Riemann, "Η Τετραλογία του Φόβου", 1994 (μετάφραση Παντελής Παπαδόπουλος)

Σάββατο 11 Μαΐου 2013

δεν ξέρουμε τι να κάνουμε

Η Κυριακή το χειμώνα είναι η πιο βαρετή μέρα. Θα ’θελα να ξέρω αν όλα τα παιδιά του κόσμου περνούνε τόσο βαρετά, όσο η Μυρτώ κι εγώ. Το απόγευμα μάλιστα, όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει νωρίς νωρίς, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Από το πρωί έχουμε παίξει, έχουμε τσακωθεί, ύστερα ξαναμονοιάσει, έχουμε διαβάσει ―εγώ το «Δαβίδ Κόπερφηλδ» και η Μυρτώ τον «Τζακ»― και δε μένει πια τίποτα, μα τίποτα να κάνεις.
Ο μπαμπάς κι η μαμά, τις Κυριακές, παίζουν χαρτιά στο σπίτι του κυρίου Περικλή, που είναι διευθυντής του μπαμπά στην Τράπεζα. Η θεία Δέσποινα, η αδελφή του παππού, πάει επίσκεψη στις φίλες της κι η Σταματίνα, η υπηρέτρια, έχει έξοδο. Έτσι μένουμε τα κυριακάτικα απογεύματα στο σπίτι μόνες με τον παππού. Αν είναι καλός καιρός, ο παππούς μάς πάει περίπατο κι ύστερα, μόλις σκοτεινιάσει, γυρνάμε πίσω. Τότε αρχίζει η μεγάλη βαρεμάρα. Ο παππούς κλείνεται στο γραφείο του, με τους «αρχαίους» του. Έτσι λέμε, με την αδελφή μου τη Μυρτώ, τα βιβλία του παππού, γιατί είναι όλα αρχαία ελληνικά.
Εμείς πάμε στην τζαμωτή βεράντα και κοιτάμε τη θάλασσα. Όταν έχει τρικυμία, τα κύματα σπάνε στους βράχους, πιτσιλάνε τα τζάμια κι έτσι όπως κυλάνε οι στάλες απάνω τους μοιάζουν με δάκρυα. Τότε είναι που συλλογιζόμαστε τις πιο θλιβερές ιστορίες. Τάχατες πως πέθανε ο μπαμπάς, η μαμά ξαναπαντρεύτηκε κι ο πατριός μας είναι πιο κακός και από του Δαβίδ Κόπερφηλδ.
Ή, πάλι, σκεφτόμαστε πως ο παππούς είναι ένας φτωχός ζητιάνος και μεις, ντυμένες κουρέλια, γυρίζουμε μαζί του μέσα στο κρύο και ζητιανεύουμε, από πόρτα σε πόρτα, ψωμί. Καθετί που συλλογιόμαστε του δίνουμε και τίτλο, λες και είναι ολόκληρο παραμύθι.
Τούτη όμως την Κυριακή είχαμε τόσο βαρεθεί, που σαν είπα στη Μυρτώ να παίξουμε «Ο παππούς ζητιάνος», μου απάντησε πως πιο σαχλή ιστορία δεν είχαμε ξανασκεφτεί. Καθίσαμε κάμποση ώρα μουτρωμένες και ύστερα πήρε καθεμιά ένα τζαμάκι για δικό της και είπαμε, σ’ όποιο πέσουν οι πιο πολλές σταγόνες εκείνη θα κερδίσει. Επειδή όμως κέρδιζα συνέχεια εγώ, η Μυρτώ είπε πάλι πως πιο κουτό παιχνίδι δεν ξαναπαίξαμε.
― Δε φτιάχνουμε μια ιστορία για το καπλάνι*; έκαμα, μα το μετάνιωσα αμέσως, πριν καλοτελειώσω τη φράση μου, και μούδιασα.

Άλκη Ζέη, "Το Καπλάνι της Βιτρίνας", Κέδρος 1974

Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

tempo fugit

Tempo Fugit: Ο χρόνος μπρος στο άπειρο.
Ο μετρητής του δήθεν.

Πεντάμορφη: Θα γυρίσω πίσω

Τέρας: ...του χρόνου να εξιλεωθείς

Πεντάμορφη: ...στους ανθρώπους

Τέρας: ...τους νόθους των πλασμάτων

Πεντάμορφη: ...τους γεννημένους από μητρότητα 

Τέρας: ...τους γεννημένους από μικρότητα.

Πεντάμορφη: Θα δημιουργούμε και θα σπέρνουμε.

Τέρας: ...Θα τροχίζετε τον έρωτα και θα πουλάτε το σπέρμα του την άνοιξη σε σακουλάκια. 

Πεντάμορφη: Έχει μνήμη το γονίδιο του θαύματος.
Το σπέρμα του μοίρα πολλή.

Εσμεράλδα Γκέκα, "Pulchritudo Bestiae", Γαβριηλίδης 2012

Κυριακή 5 Μαΐου 2013

ήταν λύκοι, έφκειασες κι’ αρκούδια

Ένας βασιλέας μια φορά είχε πεθάνη και δεν άφησε διάδοχον εις το βασίλειόν του· και οι άνθρωποι γύρευαν άνθρωπον μ’ αρετή να τους κυβερνήση. Εκεί ήταν ένας δεσπότης πολλά ενάρετος. Είχε ένα δίχτυ κι’ όταν θα ’τρωγε ψωμί, το πάγαινε ο διάκος και το ’στρωνε· κι’ έτρωγε απάνου στο δίχτυ. Οι άνθρωποι οπού δεν είχαν βασιλέα είδαν αυτόν τον άγιον δεσπότη με τόση αρετή και τον θέλουν διά βασιλέα τους. Πήγε όλος ο κόσμος και τον πήραν και τον θρόνιασαν. Αφού τον κάμαν βασιλέα, τότε το βράδυ ο δυστυχής διάκος παίρνει το δίχτυ να το στρώση να φάγη ο βασιλέας. Τότε το ’χει μίαν κατακεφαλιά του διάκου και του λέγει· «Βρε αχρείε, το ψάρι οπού γυρεύαμεν τόσα χρόνια, κι’ αφανιστήκαμεν τρώγοντας εις το δίχτυ, το πιάσαμεν· και τώρα σ’ αυτό μου φέρνεις να φάγω; Φέρε τραπέζια και συγύρια λαμπρά κι’ ο Θεός να μη μας το χρωστάγη να ξαναϊδούμεν το δίχτυ». Κι’ ο Κυβερνήτης μας σπούδαζε τους Έλληνες την οικονομίαν όσο να τους μπερδέψη με το δίχτυ. Όμως οι λύκοι οπού τρώγαν τα πρόβατα δεν ψόφησαν – γέννησε κι’ άλλους πολλούς ο Κυβερνήτης μας κι’ ο Αγουστίνος κι’ ο Βιάρος. Φωνάζουν όλοι οι Έλληνες – ο Βιάρος κι’ ο Αγουστίνος λένε των αγωνιστών· «Σύρτε διακονέψετε». Και οι σπιγούνοι πλερώνονται βαριά να μαθαίνουν τι κάνουν οι άνθρωποι εις τα σπίτια τους. Κι’ από αυτό φαίνεται ότι είναι μακρυά από την δικαιοσύνη του Θεού. Οι Έλληνες, Κυβερνήτη, διψούσαν δι’ αρετή και διά πατριωτισμόν, να τους σώσης από τα δεινά τους καθώς έσωσε ο Βάσιχτον την πατρίδα του Αμερική και του κάνουν τρόπαια και θα του κάνουν όσο στέκει ο κόσμος, ότι του ανήκουν – λευτέρωσε την πατρίδα του. Εσύ ο Έλληνας, ο φωτισμένος, ο ζυγωμένος εις τους δυνατούς, αν ήθελες να τους μιλήσης ως τίμιος Έλληνας, ως Κυβερνήτης αυτεινών των δυστυχισμένων, οπού κάθε στιμή έγραφες να σ’ εκλέξουν Κυβερνήτη, κι’ ο Κολοκοτρώνης κι’ ο Μεταξάς κι’ η συντροφιά σε έκλεξαν, πού είναι η δικαιοσύνη σου; Αν είχες αρετή, εκεί οπού σου είπαν οι δυνατοί δεν κάνει σύνταμα εις την Ελλάδα, δεν θα τους έλεγες εσύ· «Μήνα το ’φκειασα εγώ να τους το χαλάσω; Το ’χουν φκειασμένο μ’ αίμα και με δυστυχίες. Τώρα που θα λάβω τα χρέη του Κυβερνήτη εγώ θα ορκιστώ σ’ αυτό το σύνταμα – πώς μπορώ να γένω επίορκος;» Και του Σουλτάνου να το ’λεγες με τρόπον θα συνκατάνευε, όχι οι ευεργέται μας χριστιανοί. Κι’ αν δεν θέλαν, τότε να μην έρθης. Τότε λεγέσουνε κι’ όντως Χρυσόστομος κι’ η πατρίδα σου θα σ’ ευγνωμονούσε και θα σ’ έλεγε ευεργέτη της. Κι’ είχες τον τόπον των ευεργέτων· κι’ ερχόσουν και σε θεωρούσε ως τοιούτον· κι’ ας μην ήσουν κυβερνήτης – τότε ήσουνε καλύτερος. Ότι θα την γλύτωνες από τους λύκους. Τώρα, ήταν λύκοι, έφκειασες κι’ αρκούδια. Όλα τα είχαμεν, σπιγούνους δεν είχαμεν· τώρα έγειναν οι περισσότεροι Έλληνες. Και δεν έγιναν μόνοι τους, τους κάνεις η Εξοχότη σου, ο Βιάρος, ο Αγουστίνος δίνοντάς τους βαθμούς, θέσες, χρήματα, βαργειές πλερωμές ανθρώπων οπού δεν έχουν δικαιώματα. Των αγωνιστών πολλών τους λέτε· «Σύρτε διακονέψετε». Τότε όλοι θα γένουν σπιγούνοι. Κι’ αυτό το σκολείον θα φάγη την λευτερία μας· κι’ αυτείνη την λευτερίαν, Κυβερνήτη μου, δεν την ηύραμεν εις το σοκάκι και δεν θα μπούμεν εύκολα πίσου εις του αυγού το τζόφλιο· ότι δεν είμαστε πουλάκι να χωρέσουμεν πίσου, εγίναμε πουλί και δεν χωρούμεν.

Ιωάννης Μακρυγιάννης, "Απομνημονεύματα", Ελληνικά Γράμματα 2006

Σάββατο 4 Μαΐου 2013

πεπεισμένοι

Δεν είναι αναγκαία η πίστη σε κάποιον δημιουργό, αρκεί η πίστη στο δημιούργημα, που μας επιτρέπει να κινούμαστε ανάμεσα στα αντικείμενα πεπεισμένοι ότι υπάρχουν, πεπεισμένοι για την αναντίρρητη πραγματικότητα της καρέκλας, της ομπρέλας, του τσιγάρου, της φιλίας. Όποιος αμφιβάλλει για τον εαυτό του είναι χαμένος, όπως κι εκείνος που, έχοντας το φόβο μήπως δεν τα καταφέρει να κάνει έρωτα, τελικά όντως δεν τα καταφέρνει. Ευτυχούμε δίπλα στα πρόσωπα που μας κάνουν να νιώθουμε την αδιαμφισβήτητη παρουσία του κόσμου, έτσι όπως ένα αγαπημένο κορμί δίνει τη βεβαιότητα αυτών των ώμων, αυτού του στήθους, αυτής της καμπύλης των γοφών που κυματίζουν σαν θάλασσα. Και όποιος δεν έχει την πίστη, διδάσκει ο Σίνγκερ, μπορεί να συμπεριφέρεται σαν να πιστεύει. η πίστη θα έρθει μετά.

Claudio Magris, "Δουναβης", Πόλις 2001 (μετάφραση Μπάμπης Λυκούδης)

Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

ένα λιοντάρι με... απειλεί!

Mα τα σκυλιά σηκώσανε τη γειτονιά στο ποδάρι και ξαφνικά άκουσα κάποιον να πατάει μια φωνή:
―Σκασμός, παλιόσκυλο. Tι έπαθες;
H φωνή αυτή με ξύπνησε. Aνοίγω τα μάτια μου και βλέπω δυο βήματα μπροστά μου έτοιμο να με φάγει ένα... λιοντάρι. Kόπηκε η χολή μου. Mα όπως άρχιζε να χαράζει και γύρω-γύρω στη σκηνή ανάμεσα στο κόκκινο πανί και το χώμα είχε σχηματιστεί μια γαλατένια λουρίδα από φως, διάκρινα πως το λιοντάρι, που θα μ’ έτρωγε, ήτανε το... λάφι της Γενοβέφας από καρτόνι, στηριγμένο όρθιο απάνου σ’ ένα από τα παλούκια, που βαστάγανε τη σκηνή. Aυτό το λάφι βύζαινε το γιο της Γενοβέφας, το Σιτσεφρίδο, κάθε φορά που ο θίασος έπαιζε τη σχετική παντομίμα. Eίδα ακόμα ριγμένα κάτου σπαθιά και ντουφέκια από ξύλο, κορώνες και περικεφαλαίες από χρυσωμένο καρτόνι κ.λπ. κ.λπ.
Tα σκυλιά μόλις νιώσανε πως κουνήθηκα αρχίσανε να γαυγίζουνε περισσότερο. Δε μπορούσα πια να μείνω εδώ. Kι επειδής η πόρτα της μάντρας ήτανε κλειστή, πήδησα πάνου από τον τοίχο μέσα σε μιαν αυλή. Eκεί, ήτανε κάποιο γκρεμισμένο σπίτι. Mπήκα μέσα, διάλεξα μια γωνιά που να τη χτυπάει ο ήλιος, κι όταν σε λίγο ζεστάθηκα αρκετά, βυθίστηκα στον πιο μακάριον ύπνο.
Aλίμονό μου. Δεν πέρασε μισή ώρα κι ένιωσα σ’ όλο μου το κορμί ένα δυνατό ζεμάτισμα.
Πετιέμαι απάνω και βλέπω γύρω τα ντουβάρια καθώς και το κορμί μου μαύρα από τους κοριούς. Bγήκα έξω και καθαρίστηκα. O ήλιος πια έκαιγε καλά. Tο κρύο και τις τρομάρες της νύχτας τα είχα ξεχάσει. Mα τώρα άρχισε η πείνα.

Kώστας Bάρναλης, "Φιλολογικά απομνημονεύματα", Kέδρος 1980