Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

ωσάν πυροτέχνημα

Βασανιζόμουν από συχνούς ιλίγγους. Τα αντικείμενα μου φαίνονταν να στροβιλίζονται γύρω μου, κι εγώ να στροβιλίζομαι μαζί τους. Αν μια νεαρή γυναίκα παρουσιαζόταν κατά τύχη μπροστά μου, μου φαινόταν να λάμπει ζωηρά και να καταυγάζει ωσάν πυροτέχνημα. Αυτό το υγρό πυρ, αστείρευτο, ανάβλυζε εντός μου, ανέβαινε στο κεφάλι μου, και με τα πυρακτωμένα μόριά του, χτυπώντας τις γυάλινες επιφάνειες των ματιών μου, δημιουργούσε εκτυφλωτικούς αντικατοπτρισμούς.

Alfred de Musset, «Γκαμιανί», Άγρα 2002 (μετάφραση Ανδρέας Στάικος)

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019

ζωγραφισμένο σε μια προσευχή

Ο Γανύκτωρ ήταν βέβαιος ότι η ερώτησή του θα έφερνε τον Όμηρο σε δύσκολη θέση. Όμως ο ποιητής δεν είχε θαλασσοπορευτεί και ταξιδέψει ίσαμε την Αυλίδα για να χάσει τον χάλκινο τρίποδα. Παρατήρησε τότε έναν φτωχό ψαρά, μακριά απ' το πλήθος. Και δίχως να πάρει ανάσα είπε:
-Δείτε αυτόν τον άνθρωπο, ανοίγεται στη θάλασσα με δίκτυα μπαλωμένα, παλεύει με τα κύματα και τις καταιγίδες, άλλοτε γυρίζει με τα κοφίνια του γεμάτα, άλλοτε όχι. Κινδυνεύει να χαθεί στον ορίζοντα, και η γυναίκα του τον περιμένει ψάλλοντας προσευχές με μάτια δακρυσμένα. Αν ο Πλάστης του κόσμου τούτου ήθελε να γελάσει μαζί τους, θα τους βύθιζε πάραυτα στις παγωμένες γωνιές του αχαλίνωτου ωκεανού κόβοντάς τους τη γλώσσα και τα χέρια. Όμως όχι, περιμένει από τα πλάσματά του να τον καταλάβουν και να τον αγαπήσουν. Περιμένει να δει τον καημό τους ζωγραφισμένο σε μια προσευχή - ή σε ένα όμορφο ποίημα. Ένα όμορφο ποίημα δεν κάνει τίποτ' άλλο απ' το να διαβάζει τον κόσμο όπως θέλουν οι θεοί.

Δημήτρης Καρακίτσος, "Βενουσμπέργκ", Αντίποδες 2015

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

η απέναντι γυναίκα

Μια μέρα περπάτησε να πάει στη δουλειά, γιατί είχανε, λέει, απεργία τα ΚΤΕΛ. Κι όπως περπάταγε στη λεωφόρο ευθεία, της φάνηκε απέναντι στο βάθος πως ερχόταν ο εαυτός της. Ήταν ένα παράξενο συμβάν, ένα δρώμενο του παραλόγου, ένα παρατεταμένο ντεζαβού. Τη συντάραξε συθέμελα. Αμέσως έλιωσαν όλα τα κτήρια γύρω της, ο δρόμος έγινε μονόδρομος και ένιωσε ένα αίσθημα πρωτόγνωρο, ότι υπερίπτατο της ασφάλτου περίπου δέκα εκατοστά στον αέρα, σαν να τη μετέφεραν με ένα χοντρό, κόκκινο αγκίστρι πίσω στο κολάρο του εργοστασίου.
Ήταν ίδια, ήταν η ίδια απέναντι που ερχότανε, επέστρεφε από τη δουλειά, λερωμένη, αποκαμωμένη.
Κοντοστάθηκε.
Κοντοστάθηκε και η απέναντι γυναίκα.
Δεν κοιτάχτηκαν.
Φοβόντουσαν κι οι δυο το ίδιο πράγμα.
Προχώρησαν.
Η μια πήγε στο σπίτι.
Η άλλη πήγε στη δουλειά.

Χρίστος Ρ. Τσιαήλης, "Ψωμί", Γκοβόστης 2017