Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

πάντα είναι κάτι προσωπικό

Όπως λένε και οι γκάνγκστερ, δεν είναι τίποτα προσωπικό, Μαξ. Εννοείται πως σ' αυτή τη δήλωση υπάρχει ένα μέρος αλήθειας κι ένα μέρος ψέματος. Πάντα είναι κάτι προσωπικό. Έχουμε φτάσει σώοι μέσα από το τούνελ του χρόνου επειδή είναι κάτι προσωπικό. Διάλεξα εσένα επειδή είναι κάτι προσωπικό. Εννοείται πως δεν σε είχα ξαναδεί ποτέ. Προσωπικά ποτέ δεν έκανες κάτι εναντίον μου. Αυτό σου το λέω για την ψυχική σου ηρεμία. Ποτέ δε με βίασες. Ποτέ δεν βίασες κάποια που ξέρω. Ίσως μάλιστα και ποτέ να μην βίασες καμιά. Δεν είναι κάτι προσωπικό. Ίσως εγώ να είμαι άρρωστη. Ίσως όλα αυτά να είναι προϊόν ενός εφιάλτη που δεν τον ονειρευόμαστε ούτε εσύ ούτε εγώ, παρόλο που σε πονάει, παρόλο που ο πόνος είναι αληθινός και προσωπικός. Υποπτεύομαι, ωστόσο, πως το τέλος δεν θα είναι προσωπικό. Το τέλος, η εξάλειψη, η χειρονομία με την οποία όλα θα τελειώσουν ανεπανόρθωτα. Και ακόμα περισσότερο, προσωπικά ή απρόσωπα, εσύ κι εγώ θα ξαναμπούμε στο σπίτι μου, θα ξανακοιτάξουμε τους πίνακές μου (ο πρίγκιπας κι η πριγκίπισσα), θα πιούμε μπίρες, θα γδυθούμε, εγώ θα ξανανιώσω τα χέρια σου να διατρέχουν αδέξια την πλάτη μου, τον κώλο μου, τον καβάλο μου, αναζητώντας ίσως την κλειτορίδα μου, χωρίς να ξέρουν όμως που ακριβώς βρίσκεται, θα σε ξαναγδύσω, θα πάρω το πουλί σου με τα δυο μου χέρια και θα σου πω ότι την έχεις πολύ μεγάλη ενώ στην πραγματικότητα δεν την έχεις πολύ μεγάλη, Μαξ, και αυτό θα 'πρεπε να το ξέρεις, και θα το ξαναβάλω στο στόμα μου και θα το ρουφήξω πιθανότατα όπως κανείς δεν σου το έχει ρουφήξει, και μετά θα σε γδύσω και θα σ' αφήσω να με γδύσεις, το ένα από τα χέρια σου απασχολημένο με τα κουμπιά, το άλλο να κρατά ένα ποτήρι ουίσκι, και θα σε κοιτάξω στα μάτια, ατά τα μάτια που είδα στην τηλεόραση (και που θα τα ονειρευτώ και πάλι) και που μ' έκαναν να διαλέξω εσένα, και θα επαναλάβω και πάλι πως δεν είναι τίποτα προσωπικό, θα σου ξαναπώ, θα ξαναπώ στην αηδιαστική και ηλεκτρική ανάμνησή σου πως δεν είναι τίποτα προσωπικό, και ακόμα και τότε θα 'χω τις αμφιβολίες μου, θα κρυώνω όπως κρυώνω τώρα, θα προσπαθώ να θυμηθώ όλα τα λόγια σου, ακόμα και τα πιο ασήμαντα, και δεν θα μπορώ να βρω σ' αυτά παρηγοριά.

Roberto Bolaño, "Πουτάνες Φόνισσες", Άγρα 2008 (μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου)

Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

που πάνε αλήθεια οι φονιάδες, φίλε;

«Τι είναι αυτό, ποιο είναι αυτό το ακατανόμαστο σκοτεινό και μυστήριο πράγμα˙ ποιος είναι εκείνος ο απατηλός, κρυμμένος δυνάστης, εκείνος ο άκαρδος και άσπλαχνος μονάρχης που με προστάζει˙ ώστε, ενάντια σε κάθε φυσική επιθυμία και πόθο, να πιέζω, να στριμώχνω και να συνθλίβω τον εαυτό μου έτσι, διαρκώς˙ και αψηφώντας τον κίνδυνο να είμαι έτοιμος να κάνω ό,τι, στο βάθος της φυσικής καρδιάς, δε θα τολμούσα όπως τολμώ αυτή τη στιγμή; Είναι ο Αχαάβ, ο Αχαάβ; Είμαι εγώ, ο Θεός ή αυτός που σηκώνει τούτο το χέρι αυτή τη στιγμή; Αν όμως ο επιβλητικός ήλιος δεν κινείται ο ίδιος˙ αλλά είναι απλά ένα παιδί που κάνει θελήματα στον ουρανό˙ κι αν ένα άστρο δε μπορεί να περιστραφεί παρά από κάποια αόρατη δύναμη και μόνο˙ πώς μπορεί τότε, τούτη-‘δώ η μικρή καρδιά να χτυπάει, αυτός-εδώ ο μικρός εγκέφαλος να στοχάζεται, αν ο Θεός, κι όχι εγώ, δεν προκαλεί εκείνους τους χτύπους, δεν προκαλεί εκείνες τις σκέψεις, δε δίνει εκείνη τη ζωή; Ο ουρανός, φίλε μου, είναι αυτός που μας κάνει να στριφογυρίζουμε διαρκώς σ’ αυτό τον κόσμο, όπως αυτό-εκειδά το μανουβέλο – η Μοίρα είναι απλώς η μανιβέλα. Κι αυτό γίνεται στον αιώνα, το βλέπεις! δες εκείνον το χαμογελαστό ουρανό κι αυτή την αβυθομέτρητη θάλασσα! Πρόσεξε όμως! κοίτα αυτόν-εκειδά τον τόνο! ποιος τον υποχρεώνει να κυνηγάει και να μπήγει τα δόντια του σε εκείνο το χελιδονόψαρο; Που πάνε αλήθεια οι φονιάδες, φίλε; Ποιος θα τους καταδικάσει, όταν ο ίδιος ο δικαστής είναι στο εδώλιο χρόνια τώρα; Παρόλα αυτά, είναι γλυκό, πολύ γλυκό το αεράκι και γλυκός ο ουρανός˙ η ατμόσφαιρα μοσχοβολάει τώρα, σα να φυσάει από κάποιο μακρινό λιβάδι˙ κάπου στους πρόποδες των Άνδεων ξεραίνουν σανό, Στάρμπακ, και οι θεριστές κοιμούνται μες στο νιοθέριστο χορτάρι. Κοιμούνται; Ναι, όσο κι αν μοχθούμε, κοιμόμαστε στο τέλος όλοι πάνω στο χωράφι. Κοιμόμαστε! Ναι, και σκουριάζουμε μες στην πρασινάδα˙ όπως τα δρεπάνια της περασμένης χρονιάς που είναι πεταμένα καταγής, παρατημένα στις μισοθερισμένες αυλακιές – Στάρμπακ!»

Herman Melville, «Μόμπι-Ντικ ή Η Φάλαινα», Gutenberg 1991 (μετάφραση Α.Κ. Χριστοδούλου)

Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

τέσσερα συστατικά στοιχεία του λαϊκισμού

Τέσσερα συστατικά στοιχεία του λαϊκισμού είχαν διαποτίσει τη φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ και παρήγαγαν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα: Ο μανιχαϊσμός της ιδεολογίας και του πολιτικού λόγου γεννούσε έτσι κι αλλιώς μια επιθετικότητα προς τον «εχθρό», μια δυσφορία προς το διάλογο και τις «αποχρώσεις» της αλήθειας, μια ευκολία να αναγορεύεται η διαφωνία και η διαφορετικότητα σε υπονόμευση και «συνωμοσία» κατά του κόμματος, του αρχηγού και της «αλλαγής». Η εργαλειακή-βολονταριστική αντίληψη του κράτους, σύμφωνα με την οποία οι θεσμοί ήταν εργαλεία έτοιμα να υποταχθούν στην πολιτική βούληση του κατόχου τους προκειμένου να υπηρετήσουν ένα σχέδιο ή μια πολιτική που είχαν σχηματιστεί έξω από αυτούς. Η εξ αντικειμένου υποτίμηση των θεσμών που προκύπτει από την άμεση και αδιαμεσολάβητη σχέση του Αρχηγού (και των εκπροσώπων του) με τη φαντασιακή κοινότητα «λαός», καθόσον και οι δυο πόλοι τη επικοινωνίας επενδύονται αμοιβαία με κύρος υπερβατικό που ξεπερνάει τους θεσμούς. Η ακράτητη ροπή προς την εξουσία καθαυτή, αλλά και η ανάγκη διατήρησής της ως μέσου για τη συνοχή ενός αντιφατικού και κατακερματισμένου συνόλου κοινωνικών δυνάμεων το οποίο δεν είχε ενοποιηθεί πολιτικά στη βάση ενός σαφούς προγράμματος. Αυτά τα συστατικά της κομματικής κουλτούρας κατέληξαν στην υποταγή των θεσμών στο κομματικό συμφέρον, είτε με τη χρήση του κράτους για εκλογικούς λόγους είτε με τη νομή της εξουσίας ως αυτοσκοπού και αυτάρκη νομιμοποιητικό λόγο των εφαρμοζόμενων πολιτικών και της συμπεριφοράς των κυβερνητικών αξιωματούχων.

Γιάννης Βούλγαρης, «Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης», Θεμέλιο 2001

Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

θα πρέπει να έρχεσαι συνέχεια

Ο Κυριάκος τον ρωτούσε διάφορα για την προέλευση κάθε εικόνας, στο πλαίσιο της άτυπης νοητικής εκγύμνασης που είχε αναλάβει, αλλά και της δικής μου ενημέρωσης. Αυτό θα πρέπει να είχε επαναληφθεί πολλές φορές στο παρελθόν, γιατί όπου ο Δημήτρης Λέτσιος κόμπιαζε ή έδειχνε να μην μπορεί να ανασύρει εύκολα από τη μνήμη του το ιστορικό κάποιας φωτογραφίας, εκείνος του θύμιζε όσα του είχε πει παλιότερα. Στις περιπτώσεις που απεικονίζονταν άνθρωποι ή ανθρώπινη δραστηριότητα, ρωτούσα κι εγώ να μάθω τι είχε συμβεί λίγο πριν τη λήψη ή και αμέσως μετά. Τότε, χαμογελώντας μου διηγείτο πότε, που και κάτω από ποιες συνθήκες τράβηξε τη φωτογραφία, με τόση όρεξη, ώστε έφτανε σε σημείο να βαριανασαίνει. Κάποια στιγμή γύρισε και μου είπε: «Πίσω από κάθε φωτογραφία κρύβεται μια ιστορία». «Πόσο θα ήθελα να τις ακούσω αυτές τις ιστορίες!» απάντησα ενθουσιασμένη. Αυτόματα σοβάρεψε και με κοίταξε αυστηρά στα μάτια. «Πρόσεξε τι λες!» «Αλήθεια λέω…» ψέλλισα απορώντας για την αλλαγή στο ύφος του. «Αν θέλεις να μάθεις ιστορίες, θα πρέπει να έρχεσαι να τις ακούς» συνέχισε. «Εννοείται» απάντησα. «Ναι, αλλά πρέπει να είσαι σίγουρη γι’ αυτό. Αν πεις ότι θα έρχεσαι, θα πρέπει να έρχεσαι συνέχεια, όχι να έρθεις μια φορά και μετά να εξαφανιστείς. Είναι όρος. Αν δεν τον δεχτείς, δεν πρόκειται να ξεκινήσω να μιλάω» εξήγησε στον ίδιο αυστηρό τόνο.

Νατάσα Καρακατσάνη (Συλλογικό), «Πρόσωπα της Ανακασιάς Βόλου», Κέντρο Πολιτισμού και Κοινωνικής Παρέμβασης «Ιωλκός» 2013

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

όταν όμως δεν υπάρχουν άλλες δυνατότητες διασκέδασης

Αν η γνώμη της Ελίζαμπεθ είχε βασιστεί αποκλειστικά στη δική της οικογένεια, θα ήταν αδύνατο να έχει σχηματίσει μια πολύ ευχάριστη εικόνα της συζυγικής ευτυχίας ή της οικογενειακής γαλήνης. Ο πατέρας της, γοητευμένος από τα νιάτα και την ομορφιά, και από την όψη της ευχάριστης ιδιοσυγκρασίας που προδίδουν συνήθως αυτά, είχε νυμφευτεί μια γυναίκα που το φτωχό της πνεύμα και οι περιορισμένοι ορίζοντές της σύντομα νέκρωσαν κάθε αίσθημα πραγματικής αγάπης που είχε γι’ αυτήν. Ο σεβασμός, η εκτίμηση, η εμπιστοσύνη, χάθηκαν για πάντα. Και όλες του οι αντιλήψεις περί οικογενειακής ευτυχίας ανατράπηκαν. Αλλά ο κύριος Μπέννετ δεν ήταν ο άνθρωπος που θα γύρευε παρηγοριά για την απογοήτευση που του είχε προκαλέσει η αφροσύνη του στις απολαύσεις που τόσο συχνά παρηγορούν τους άτυχους για την ανοησία ή τη φαυλότητά τους. Αγαπούσε ιδιαίτερα την εξοχή και τα βιβλία, και η κύρια απόλαυσή του πήγαζε απ’ αυτές τις δύο προτιμήσεις. Ο μόνος σχεδόν λόγος που αισθανόταν υποχρέωση προς τη γυναίκα του ήταν επειδή η ανοησία και η άγνοιά της τον βοηθούσαν να διασκεδάζει. Δεν πρόκειται βέβαια για το είδος ευτυχίας που ένας άνδρας θέλει συνήθως να οφείλει στη σύζυγό του. Όταν όμως δεν υπάρχουν άλλες δυνατότητες διασκέδασης, ο πραγματικός φιλόσοφος ξέρει να εκμεταλλεύεται εκείνες που του προσφέρονται. 

Jane Austen, «Υπερηφάνεια και Προκατάληψη», Σμίλη 1996 (μετάφραση Δημήτρης Γ. Κικίζας)

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

take me into your skin

κρατάω την καρδιά σου μαζί μου(την κρατάω μες
στην καρδιά μου)δεν την αποχωρίζομαι ποτέ(όπου
κι αν πάω πηγαίνεις κι εσύ,καλή μου,κι ό,τι γίνεται
από μένα μόνο είναι δικό σου έργο,αγαπημένη μου)
                                                               δεν φοβάμαι
καμία μοίρα(γιατί εσύ είσαι η μοίρα μου, γλυκιά μου)δεν θέλω
κανέναν κόσμο(γιατί ομορφιά μου εσύ είσαι ο κόσμος μου,η αληθινή)
και είσαι εσύ ό,τι από πάντα σημαίνει ένα φεγγάρι
κι ό,τι ένας ήλιος πάντα θα τραγουδάει είσαι εσύ

εδώ βρίσκεται το βαθύτερο μυστικό που κανένας δεν γνωρίζει
(εδώ βρίσκεται η ρίζα της ρίζας και ο ανθός του ανθού
και ο ουρανός του ουρανού ενός δέντρου που ονομάζεται ζωή:που
                                                               αναρριχάται
ψηλότερα απ’ όσο η ψυχή μπορεί να ελπίζει ή ο νους να κρυφτεί)
και αυτό είναι το θαύμα που θέλει τ’ αστέρια χωριστά

κρατάω την καρδιά σου(την κρατάω μες στην καρδιά μου)

e.e. cummings, «33x3x33», Νεφέλη 2004 (μετάφραση Χάρης Βλαβιανός)