Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

από κείνη την επάρατη μυθολογία

Βεβαίως ήτανε κι άλλες αυλές της θάλασσας, κυρίως όσες τις θυμάμαι από παλαιές φωτογραφίες, καφετιές απ' την πολυκαιρία σήμερα, στην περιοχή του Λευκού Πύργου και της υπερυψωμένης Παραλίας, όπου, φαίνεται, συνήθιζαν πατέρας και μητέρα, χωριστά, να με πηγαίνουνε περίπατο, εκείνος πρωινά της Κυριακής νομίζω, ειδικά τα πρωινά της άνοιξης, πιθανώς και του χειμώνα, και να με φωτογραφίζει πότε πότε, μια φορά στα δυο μου χρόνια, μ' ένα άσπρο παλτουδάκι λουτρ, παρά θίν' αλός, στην υπερυψωμένη προκυμαία, κάποια άλλη, άνοιξη, σχεδόν μέσα στη θάλασσα, σε κάποια μαρμαρένια πλάκα μισοβυθισμένη στα νερά, ωσάν να ήταν να βαδίσω επί των υδάτων, πιθανώς στα τέσσερά μου έτη. Πάντως δε θυμούμαι τίποτε συγκεκριμένο από κείνες μας τις εξορμήσεις, ούτε πώς ούτε γιατί κι ούτε αν πηγαίναμε μονάχοι, μια και επί έτη καταδιωκόμασταν οικογενειακώς από κείνη την επάρατη μυθολογία περί των ερωτικώς του περιπετειών, του άτακτου, όπως τον χαρακτήριζαν, Χριστόφορου.

Νίκος Μπακόλας, "Το ταξίδι που Πληγώνει", Κέδρος 2000

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

θέμα μαθηματικών λοιπόν

Η επόμενη νύχτα μου φάνηκε ατέλειωτη. Θέμα μαθηματικών λοιπόν. Επιχείρησα να κάνω μια μαθηματική πράξη, κάπου θα υπήρχε το λάθος. Πολλαπλασίασα τα παιδικά μου χρόνια επί την ευτυχία της εφηβείας μου, ύστερα αφαίρεσα το γινόμενο από την ποσότητα της ευδαιμονίας που έλαβα κατά τη διάρκεια των ταξιδιών μου, και διαίρεσα το αποτέλεσμα με τον αριθμό των κενών ετών, εκείνων όπου στην πραγματικότητα ο χρόνος χάθηκε, δε μου έγινε στ' αλήθεια αντιληπτός. Έκανα αυτές τις πράξεις στο μυαλό μου, αλλά μάλλον όδευα προς ένα ουτοπικό αποτέλεσμα το οποίο τουλάχιστον δε με οδηγούσε στο θάνατο. Ξαναπροσπάθησα. Πρόσθεσα την κατάθλιψη στην ευφορία των ερωτικών μου περιπτύξεων, την άρνησή μου να ζήσω στην ισχυρή επιθυμία μου για τους ανθρώπους, διαίρεσα τα γηρατιά με τις μέρες του βρεφικού θηλασμού, ξανά και ξανά, το πάθος μου για την ύλη, τις ηδονές του σώματος, το φαγητό, όλα πολλαπλασιάστηκαν με την εχθρότητά μου, το μίσος μου για εκείνους που δε με ευνόησαν και τη μοχθηρία μου για τους τιποτένιους, αφαίρεσα την ανάπαυση, τη γαλήνη, τη φλυαρία, τις μέρες της ελπίδας και των ονείρων. Στο τέλος, η μαθηματική μου διάνοια μεταμορφώθηκε σε μια ανόητη σχιζοφρενική εξίσωση χωρίς ειρμό και λογική, δεν έβγαινε κανέναν αποτέλεσμα. Κι όταν κατέληγα, τέλος πάντων, σε κάποιο αποτέλεσμα, η εξίσωση τότε γινόταν ακόμα πιο απαιτητική, με παρανομαστές που εκκρεμούσαν και ατελείς πράξεις που περίμεναν τη σειρά τους. Η κόπωση ήταν τόσο μεγάλη, που αποκοιμήθηκα χωρίς να το καταλάβω. Ένα ήταν σίγουρο: ήμουν ακόμα ζωντανός.

Δημήτρης Σωτάκης, "Η Ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον", Κέδρος 2014

Σάββατο 18 Απριλίου 2015

είμαι τυραννικά τρεπτός

Είμαι ένας άνθρωπος από άμμο.
Φαίνομαι ενιαίος, όμοιος κι είμαι συναρμολογημένος από το άπειρο. Οι απειράριθμοι κόκκοι μου δείχνουν ολόιδιοι και κανείς δεν είναι ίδιος με κανέναν άλλον. Κόσμοι και κόσμοι συγκρούονται μέσα μου, αιφνίδιοι, απροσμέτρητοι, ανεξήγητοι κι αντιφατικοί κι όλο γεννάω νέους. Ανάλογα με τον τόπο, με την ώρα, με τον απέναντι, με τον άνεμο, με την υγρασία, με το στομάχι μου, με το πώς κοιμήθηκα το βράδυ, μεταπλάθω τα υλικά μου σε κόσμους αλλιώτικους που με παρασέρνουν χωριστά και σε καινούρια δίνη.
Κι ο γαλαξίας σαν χυμένη άμμος είναι.
Απ' την παραλία τη νύχτα κάθομαι και τον κυττώ. Ενώνομαι μαζί του, περνώ μέσα του, περνά μέσα μου, σε μια μεγαλειώδη συνουσία ενώ η θάλασσα μού βρέχει τα πόδια.
Είμαι τυραννικά τρεπτός.
Αλλάζω συνέχεια σαν την άμμο. Παραπλανητικός και παραπλανημένος σαν κι εκείνη δείχνω σταθερός και συμπαγής και μόνιμος κι όμως και το πιο ελαφρό αεράκι μάς μετακινεί και αλλοιώνει τους συσχετισμούς δυνάμεων.
Κουράστηκα να μεταπλάθομαι με το παραμικρό κι επιθυμώ να πετρώσω στο ουσιώδες, στο μοναδικό μου πρόσωπο που μού κρύβεται.
Περπατώ στην άμμο όπως εσύ περπατούσες πάνω μου. Αφήνω χνάρια πάνω στη σάρκα της και με καίνε τα χνάρια σου στη δικιά μου. Κανένα κύμα ως τώρα δεν κατάφερε να σε φτάσει, κανένας άνεμος να σε σβήσει. Κι εγώ τρομάζω μήπως σ' αυτά τα χνάρια σου σχηματίζεται το αληθινό μου πρόσωπο. Εκεί, στον πόνο και στο τραύμα σου. Κι απ' το αληθινό δεν γλιτώνεις...

Μάρω Βαμβουνάκη, "Η Μοναξιά Είναι Από Χώμα", Φιλιππότης 1999

Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

να του δώσεις σάρκα, να στερεώσει

Σα μια κιβωτό η κάθε λέξη, και χορεύουμε γύρα της, με ανατριχίλα νογώντας το Θεό σα φοβερό της περιεχόμενο. Ό,τι ζεις στην έκταση ποτέ δε θα μπορέσεις να το στερεώσεις σε λόγο. Όμως μάχου ακατάπαυστα να το στερεώσεις σε λόγο. Πολέμα με μύθους, με παρομοιώσεις, με αλληγορίες, με κοινές και σπάνιες λέξεις, με κραυγές και με ρίμες να του δώσεις σάρκα, να στερεώσει! Όμοια κάνει κι ο Θεός, ο Μέγας Εκστατικός. Μιλάει, μάχεται να μιλήσει, με θάλασσες και με φωτιές, με φτερά, με χρώματα, με κέρατα, με νύχια, με αστερισμούς και πεταλούδες, με ανθρώπους, όπως μπορεί, για να στερεώσει την έκστασή του.

Νίκος Καζαντζάκης, "Ασκητική", Καζαντζάκη 2014

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

ξέρουμε πλέον

Και θα ξάπλωνε πάνω σ' ένα στρώμα από χρυσή άμμο, πάνω σε μια ακτογραμμή διαπερατή από ρέοντες αναστεναγμούς και σχόλη, να λιώνει, να αφανίζει κάψες που είχε καταπνίξει άσχημα όλο το καλοκαίρι: α! Κι ο κύκνος, που είχε παρασυρθεί από τη συνθήκη μια αύρας πιο γρήγορης από τις υπόλοιπες, προσπερνάει βαριεστημένες κορυφογραμμές αφρού και μικρά τεμπέλικα κυματάκια, που υπάγονται σ' ένα σύστημα ρευμάτων πιο αργοκίνητο, κι όπως λένε, θα μάθω απέξω κι ανακατωτά, όπως την παλάμη του χεριού μου, την πολιτισμική πορεία του λαμπερού σου δέρματος, ζωή μου, για να κολυμπήσουμε μαζί κι άλλο καλοκαίρι, θα διαπεράσω τη μυστική φιλελεύθερη κίνηση των γλυκών ηλιοκαμένων σου γοφών, και θα σου είμαι πιστός ως τον θάνατο. Κατά τα άλλα στα τσακίδια άοσμες κοπέλες της γειτονιάς μου, στήθη σαβανωμένα με σεντόνια φόβου και χαζής απαντοχής, εγώ φεύγω! Τα μαλλιά στον άνεμο πλέον, στην πλώρη του πλοίου, στη σκάλα του αεροπλάνου, στη βεράντα μπροστά στον ωκεανό και στο φεγγάρι, τα αιθέρια μέτωπα πλέον και τα γαλάζια μάτια των παιδιών μας που πιάστηκαν σε γιοτ, σε υπερωκεάνια και σε ταχύτατα νυχτερινά εξπρές ή πάνω σε πιάνα με ουρά ανάμεσα σε κηροπήγια ή στην άκρη κάποιας ιδιωτικής πισίνας ή με το πρωινό σερβιρισμένο στο κρεβάτι πάνω σε δέρματα τίγρεων, όχι πλέον στην ξεδιάντροπη νύχτα που λερώνει μάτια και παραμορφώνει γοφούς που βαριούνται το ίδιο τους το βάρος, όχι πλέον στην, πλέον ναι, πλέον μαζί, ανάμεσα σε μακρόστενους μεγαλοπρεπείς διακοσμημένους με αλυσίδες από ήλιο μυς που ωριμάζουν τον χειμώνα σαν τις χρυσαφένιες σαύρες, σαν τις κολλημένες στις βαλίτσες μας ετικέτες πολύ μακρινών ξενοδοχείων, σαν τις αγαπημένες ουλές από παλιές νεανικές περιπέτειες στα νησιά, κι αυτή η μουσική (ακούς;) ξέρουμε πλέον από που έρχεται αυτή η μουσική, από το ευχάριστο δειλινό που μας περιμένει στον οικογενειακό κήπο κουνώντας ρακέτες του τένις και μαντίλια και δώρα τυλιγμένα σε μεταξωτό χαρτί και κόκκινες κορδέλες που ποτέ, ποτέ ως σήμερα δε λύσαμε, αλλά πλέον ναι, πλέον είναι δικό σου και δικό μου ετούτο το κρύσταλλο των ποτηριών, αυτή η αρμονική ζευγαρωμένη πτήση απαντοχής, περιστεριών και φιλιών πάνω σε λεπτοϋφασμένα σεντόνια, πάνω στο γκαζόν του κήπου και η αξιοπρέπεια, ο σεβασμός κι άλλα πολλά, πολύ περισσότερα, μικρούλα μου, που μ' έχεις τρελάνει εντελώς, δικά μας πλέον, Τερέζα, αγάπη μου, πλέον...

Juan Marsé, "Τα Τελευταία Απογεύματα με την Τερέζα", Πατάκης 2014 (μετάφραση Μαρία Παλαιολόγου)