Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021

ενώ το κοινό γελάει ολοένα περισσότερο

Όλοι μας έχουμε παίξει κάποτε με το διάβολο που βγαίνει απ' το κουτί του. Τον πατάμε, σηκώνεται πάλι όρθιος. Τον σπρώχνουμε πιο μέσα, αναπηδά πιο ψηλά. Τον πιέζουμε γερά κάτω απ' το καπάκι του και πολλές φορές τινάζει ψηλά τα πάντα. Δεν ξέρω αν αυτό το παιχνίδι είναι πολύ παλιό, αλλά το είδος της διασκέδασης που περικλείει είναι ασφαλώς πανάρχαιο. Είναι η σύγκρουση δυο πεισμάτων από τα οποία το ένα, καθαρά μηχανικό, καταλήγει συνήθως να υποταχθεί στο άλλο, το οποίο διασκεδάζει. Η γάτα που παίζει με το ποντίκι, που το αφήνει κάθε φορά να ξεφύγει σαν ελατήριο για να το σταματήσει έπειτα μ' ένα χτύπημα της πατούσας της, διασκεδάζει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. 
Ας περάσουμε τώρα στο θέατρο. Θα πρέπει ν' αρχίσουμε από το θέατρο Γκινιόλ, τις μαριονέτες. Όταν ο επιθεωρητής προχωρεί στη σκηνή, δέχεται αμέσως, όπως πρέπει, μια μπαστουνιά που τον ζαλίζει. Συνέρχεται, ένα δεύτερο χτύπημα τον σωριάζει κάτω. Καινούργιο ξαναζωντάνεμα, καινούργια τιμωρία. Με τον ομοιόμορφο ρυθμό του ελατηρίου, που συσπειρώνεται και εκτινάσσεται, ο επιθεωρητής πέφτει κάτω και σηκώνεται, ενώ το κοινό γελάει ολοένα περισσότερο. 
Ας φανταστούμε τώρα ένα μάλλον ηθικό ελατήριο, μια ιδέα που εκφράζεται, που καταστέλλεται και που πάλι εκφέρεται, ένα κύμα λέξεων που εξαπολύεται, που το σταματούν και πάντα ξαναεκφέρεται. Θα έχουμε πάλι την εικόνα μιας δύναμης που πεισμώνει και ενός άλλου πείσματος που την αντιμάχεται. Αυτή όμως η εικόνα θα έχει χάσει την υλικότητά της. Δεν θα είμαστε πια στις μαριονέτες· θα παρευρισκόμαστε σε μια αληθινή κωμωδία.

Henri Bergson, "Το Γέλιο", Εξάντας 1998 (μετάφραση Βασίλης Τομανάς) 

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

και δεν μπορεί να αλλάξει

Μήπως σκόπευε να τη δημοσιεύσει; Ήλπιζε σε μια αναψηλάφηση της υπόθεσης; Μια τέτοια εικασία μού φαίνεται μάλλον απίθανη. Ασφαλώς οι νοητικές του ικανότητες δεν ήταν όλες το ίδιο αναπτυγμένες, ωστόσο είναι βέβαιο ότι δεν του έλειπε η αίσθηση του εφικτού. Αν εντούτοις δεν σκόπευε να δημοσιεύσει τις σημειώσεις του, τότε γιατί αφιέρωσε τόσα χρόνια απ' τη ζωή του σ' ένα τόσο απαιτητικό έργο;   
Στο ερώτημα αυτό μπορούν πιθανότατα να απαντήσουν έμπειροι εγκληματολόγοι. Εστιάζουν στο "παιχνίδι των ενδείξεων", που δεν είναι άλλο από την αυτομαστίγωση που παρατηρείται συχνά σε πολλούς κατάδικους, οι οποίοι προσπαθούν να αποδείξουν στον εαυτό τους ότι, αν η μοίρα το ήθελε, θα ήταν αθώοι.
Πρόκειται για μια αντίδραση απέναντι σε κάτι που έχει συμβεί και δεν μπορεί να αλλάξει! Όμως, αν το δούμε από κάποια απόσταση, αυτό δεν ήταν ανέκαθεν η πηγή της Τέχνης: Και μήπως τελικά κάθε μεγάλη πράξη δεν προκύπτει από τη βαθιά ντροπή, την έσχατη ταπείνωση, τη συντριβή της υπερηφάνειας που βιώνει ο δημιουργός; Ας ζητωκραυγάζουν τα πλήθη των αδαών μπροστά σε ένα σπουδαίο έργο τέχνης - εμένα μου φανερώνει την κατεστραμμένη ψυχή του δημιουργού του. Πίσω από κάθε μεγαλειώδη σύνθεση της μουσικής, των χρωμάτων και του νου, εγώ διακρίνω τη λάμψη του θαυμαστού εκείνου κόκκινου χρώματος του αίματος, της αμαρτίας και της φωτιάς. Μια μακρινή αναλαμπή του μεγάλου οράματος, που για ένα μικρό χρονικό διάστημα έκανε τον δάσκαλο να υπερβεί τον τρόμο της ενοχής και το μαρτύριό του.

Leo Perutz, "Ο Μαιτρ της Δευτέρας Παρουσίας", Κίχλη 2011 (μετάφραση Ρόζα Ιωαννίδου)


Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2021

το ανά χείρας γραπτό

Μ' ετούτα και μ' εκείνα, αγαπητέ αναγνώστη, πήγε τέσσερις και μισή το πρωί.

Η αυγή με περιγελά, προβάλλοντας το ξανθό της κεφάλι από το ανατολικό παράθυρο του ανακτόρου της νύχτας.

Η αντανάκλαση του λαμπερού πρωινού άστρου κάνει ακόμη πιο λευκό το χαρτί στο οποίο γράφω.

Το φως της λάμπας μου εξασθενεί σαν ετοιμοθάνατη παρθένος ή σαν κατεστραμμένος άσωτος.

Από το μπαλκόνι του γραφείου μου μπαίνει, ανεπαισθήτως, ένας αέρας ψυχρός σαν το φιλί του υποκριτή.

Τ' αστέρια χάνονται λίγο λίγο, σαν αυτά τα μυστηριώδη ιερογλυφικά που ο χρόνος σβήνει από τις αιγυπτιακές πυραμίδες.

Το φεγγάρι έχει μετοικήσει στην Αμερική: μόλις έδυσε εδώ κι ετοιμάζεται να εμφανιστεί εκεί, σαν μια ηθοποιός που, αφού τελειώσει η απογευματινή παράσταση, ντύνεται για τη βραδινή.

Είναι η ώρα που οι κοπέλες της Ανδαλουσίας, αφού πέρασαν τη νύχτα ερωτοτροπώντας, λένε στον καλό τους "Αντίο..." όσο πιο μελιστάλαχτα μπορούν και σφαλίζουν το παραθυρόφυλλο, προκειμένου να φύγει ο ένας και να έρθει ο επόμενος.

Είναι, επίσης, η ώρα που οι φοιτητές που έχουν περάσει τις διακοπές στο χωριό τους πηγαίνουν στο κρεβάτι της μητέρας τους και της λεν: Φεύγω... Κι απαντά η μητέρα, κρύβοντας το κεφάλι της μες στα σεντόνια: Αντίο, γιε της ψυχής μου!... Κι ύστερα ο φοιτητής καβαλά, με δάκρυα στα μάτια, ένα γαϊδούρι που τον πηγαίνει στο πανεπιστήμιο.

Είναι η ώρα που θα έρθουν από το τυπογραφείο για να ζητήσουν το ανά χείρας γραπτό... 

Είναι η ώρα που ο άρρωστος κοιμάται, ή πεθαίνει, και που ο νοσοκόμος, επίσης αποκοιμισμένος, καθυστερεί είκοσι λεπτά το πιο σημαντικό καταπότι.

Ακόμη κι ο σοφός που ξαγρυπνά πάνω από τα βιβλία γέρνει το κεφάλι του σαν έρθει αυτή η ώρα...

Αντίθετα, ο νυχτοφύλακας ξυπνά και πηγαίνει σπίτι του...

Στο μεταξύ, ο αγωγιάτης και ο χωρικός βρέχουν το λαρύγγι τους με οινόπνευμα...

Ο χαρτοπαίκτης κάνει το τελευταίο ταμείο...

Ο μοιχός κατεβαίνει απ' το μπαλκόνι...

Ο ακόλουθος του Άρη λαλεί τρεις φορές στο κοτέτσι, γιατί τρεις αρνήθηκε ο Απόστολος Πέτρος το Χριστό...

Καλημέρα, αναγνώστες· πάω να πλαγιάσω!

Pedro Antonio de Alarcón, "Η Ψηλή Γυναίκα", Μάγμα 2019 (μετάφραση Δήμητρα Παπαβασιλείου)