Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

πρόχειρα καταλύματα

Τη ζωή του την κουβέντιασε ολομόναχος από νωρίς. Την κέρδισε όπως μπορούσε, τη στέριωσε σε πρόχειρα καταλύματα και, ανάλογα τις συνθήκες, καλά τα είχε πάει. Δεν είχε παράπονο, ώσπου οι χυμοί της νεότητας άρχισαν να κατεβαίνουν την πλαγιά, κι ανακάλυψε ότι το κράτος τού είχε φάει τα μαζεμένα με τους φόρους. Εθνική ανάγκη, του είπαν, όταν βρήκε άδειο τον λογαριασμό του στην τράπεζα. Αν είχε κλέψει εκείνος μία δεκάρα, τώρα, θα ήταν πίσω από τα σίδερα, δεν θα χρειαζόταν να ανησυχεί για το μέλλον του. Για να τα ξαναμαζέψει θα πήγαινε μέχρι και μετανάστης "γκαρσονιέρος", αρκεί πρώτα να έβρισκε τόπο για τον τάφο του. Ήταν η μόνη δικαιολογία της καθυστέρησης. Ήθελε να ταφεί σε γνώριμο χώμα, όταν θα τον καλούσε ο τάφος αφτιασίδωτο. Την ιδέα τού την έιχε δώσει ο λοστρόμος σ' ένα χειμωνιάτικο μπάρκο. 
"Να δεις ότι στο τέλος στα ξένα θ' αφήσουμε το τομάρι μας" τού είχε πει ένα βράδυ με φουρτούνα.
"Ήθελα μόνο να ξέρω: σε ποια ξένα;" σκέφτηκε φωναχτά και η βροχή το έστειλε απάντηση στον λοστρόμο. Το "Γιατί;" του λοστρόμου γύρισε πίσω με τον αέρα γρήγορα.
"Τι γιατί; Πώς θα γυρίσουμε πίσω για να μας θρέψουν στο δικό μας χώμα;"
"Τάφο έχεις;" ξαναρώτησε ο λοστρόμος, παλεύοντας να ισορροπήσει στο κατάστρωμα.
"Όχι."
"Άμα είχες, και το έγραφε το συμβόλαιό σου, θα σε στέλνανε πίσω."  

Κατερίνα Παναγιωτοπούλου, "Διάψαλμα", Εντευκτήριο 2021