Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

το πρωί τα μάτια της με τρομάζουν

Στην πόλη που μένω νυχτώνει στις 11 το βράδυ, ξημερώνει στις πεντέμισι. Από τις 11 ως τις πεντέμισι εγώ γυρνάω. Η πόλη που αγαπάω είναι γένους θηλυκού. Την αγαπάω και τη μισώ. Επάγγελμα ρακοσυλλέκτης. Παλαιοπώλης του σαββατοκύριακου. Εκτελούνται μεταφορές. Μοντιλιάνι, πορσελάνες του 1867, Fanatics. Αγαπημένο συγκρότημα. Ρύζι με σάλτσα. Αγαπημένο φαγητό. Μαύρα γυαλιά. Βαμμένα μάτια. Το είδωλο στις βιτρίνες μού είναι άγνωστο. Πατρίκ. Ηλεκτρική κιθάρα, μαύρο πέτσινο παντελόνι, μαύρο μπλουζάκι ανοιχτό, υγρά χείλη. Τι θέλει. Φωτογραφίες στους τοίχους. Το πρωί τα μάτια της με τρομάζουν. Ποια είναι; ποια ήταν πώς τη λένε; ποτέ δεν θα τη συναντήσω. Αγαπάω τα παιδιά που έχουν σκοτάδι στα μάτια. Που γίναν άγρια γιατί είναι λυπημένα. Το μαγνητικό που σφυρίζει στην είσοδο το βγάζεις με τα δόντια. Στο δοκιμαστήριο φοράς το ένα παντελόνι πάνω στο άλλο. Πρέπει να βρω ένα μαύρο σακάκι. Κλέβουν τσάντες στις 4 το πρωί. Μην κλαις. Περπατάω, παράλληλες σκέψεις. Ελληνοπαραγουάνικα διπλωματικά επεισόδια, ενέσεις τρεις φορές τη βδομάδα, χάπια για το συκώτι, αναχωρήσεις στις εννιά. Λιποθυμίες τα μεσημέρια στο λεωφορείο. Ιδρώτας ποτάμι, καταφύγιο σε τουαλέτες καφενείων πέντε δραχμές είσοδος , περίεργα βλέμματα, κομμένα απότομα τηλέφωνα, γιατί έκλεισες έτσι, σε σκέφτομαι, κι εγώ, κι εγώ αλλά κουρασμένος, η κούραση του χειμώνα όλου μαζεύτηκε πια βαραίνω, δύσκολες οι προσπάθειες, δύσκολα τα τηλέφωνα, αδύνατη η αναμονή, δεν υπάρχει αντοχή, η ώρα της αναχώρησης έφτασε, το νιώθω, πρέπει να φύγω, but no particular place to go.

Άρης Σάρτας, "Ροκ Μυθιστόρημα", Λιβάνης 1985

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

άγαρμπο ρούχο

Όσο για τον Νίκο, αυτός εξακολουθεί να παίρνει τον ρόλο του πολύ σοβαρά, κι ολοένα στρατολογεί για το Κόμμα. Αλλά δεν με κεραυνοβολεί πια με τον δωδεκάλογο της ηθικής του επαναστάτη, αντίθετα έχει γίνει ένας πολύ πολιτισμένος κύριος με παχύ μουστάκι και κάτι συμπαθητικά γεροντόπαχα στις λαγώνες. Όποτε οργανώνει εκείνα τα φιλολογικά σουαρέ, ψάχνει πάντα στη βιβλιοθήκη, διαλέγει πάντα το ίδιο βιβλίο, πάντα το ανοίγει στην ίδια σελίδα και διαβάζει το γράμμα του Ρίτσου στον Ζολιό Κιουρί. Κι η Μάρθα, η αιώνια μνηστή του, πάντα βάζει τα κλάματα στο κατάλληλο σημείο, να την βλέπουν τα αμούστακα Ελληνόπουλα και να βουβαίνονται απ' τη συγκίνηση. Αλλά, όπως είπα, ολ' αυτά δεν με τυραννούνε πια, και καμιά φορά τον Νίκο τον ζώνουν αμφιβολίες και ανήσυχος μου λέει: "Λες να γινόμαστε γελοίοι;" Κι εγώ λέω γεμάτος κατανόηση: "Δεν βαριέσαι. Τη γελοιότητά μας τη φοράει σαν άγαρμπο ρούχο η ζωή". "Δηλαδή;" "Είδα πολλούς να γίνονται γελοίοι απ' την απόγνωση και την ανημπόρια".

Δημοσθένης Κούρτοβικ, "Τρεις Χιλιάδες Χιλιόμετρα", Κάλβος 1980

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

δεκαεφτά ποτάμια αίμα

Τι είναι αυτό που κάνει την ιστορία ενός ανθρώπου να είναι άξια απομνημόνευσης; Ο πόνος ή καλύτερα ο ηθικός και πνευματικός τρόμος μπροστά στον αδιόρατο πόνο του θανάτου. Ζω σε μια περίεργη και χαοτική κατάσταση. Βυθίζομαι ολοένα σε μια ζώνη σιωπής. Κολυμπώ στον βυθό μιας κρίσης που αφήνει μόνο μια γεύση χώματος στο στόμα. Όσο κι αν ψάχνω τώρα μέσα στα γυάλινα αυλάκια του μυαλού μου, αδυνατώ να βρω εκείνο το μαύρο, λαμπερό και συμπαγές ον που με συμβούλευε και με οδηγούσε. Αν βαδίζω ακόμη είναι γιατί τα πόδια μου συνεχίζουν τις μηχανικές κινήσεις τους. Όμως τα ίχνη δείχνουν πια πως κάνω κύκλους γύρω απ' τον εαυτό μου. Κατασπαραγμένος από χίλια νύχια πετώ στον αέρα χωρίς βαρύτητα και συνοχή. Μέσα μου ρέει η μουντή βουή ενός αθάνατου ποταμού.
Είμαι δεκαεφτά άνθρωποι στο σώμα ενός. Δεκαεφτά ποτάμια αίμα που κυλούν μέσα στην ίδια φλέβα. Όχι μάσκες και μορφές του αέρα κι ανατριχίλα - μόνο πρόσωπα και σώματα πραγματικά που ζούνε κάτω από το ίδιο δέρμα και κομματιάζουνε το χρόνο με μηχανικά πριόνια. Υπάρχει λοιπόν ο δολοφόνος κι ο ασκητής, ο συνεπής κι ο απλοϊκός, ο επιεικής κι αυτός που σαπίζει τη νύχτα μέσα στο λυωμένο λίπος, ο τραχύς και ο βάρβαρος, αυτός που αγαπά τις λεπτές αποχρώσεις, το καλό κρασί και την φιλία κι αυτός που αναζητά τον πόλεμο και τον ανταγωνισμό κι ο σωρός των σκουπιδιών που κολυμπάνε στη λίμνη κι αυτός που μεθά και ουρλιάζει και ξερνά στην ξένη πόρτα, αυτός που σέρνεται στο βυθό των ονείρων του κι αυτός που κυκλοφορεί άτρωτος μέσα στο χρόνο, ο αιμομίχτης κι ο καταραμένος, ο αγνός κι αυτός που βλέπει τα πράγματα να γίνονται αναπόφευκτα και γελά ευχαριστημένος για το μέλλον που μας επιφυλάσσουν.

Θάνος Παπαδόπουλος, "Το Κυκλικό Διήγημα", Στοχαστής 1985