Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

χιλιοστοελένιο

Την ξέρετε σίγουρα αυτή την κλίμακα; Την έχει επινοήσει ο Γ.Α.Χ. Ράστον, ο μεγάλος μαθηματικός του Καίμπριτζ. Να, έχει ως εξής: Η Ελένη της Τροίας γίνεται αποδεκτή ως το απόλυτο στη γυναίκεια ομορφιά και σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός ποιητή το πρόσωπό της έκανε να αποπλεύσουν χίλια καράβια. Αλλά σαφώς εδώ το "πρόσωπο" εννοεί τη γυναίκα ως σύνολο. Κατά συνέπεια ας ονομάσουμε το πρόσωπο που κάνει χίλια πλοία να σαλπάρουν "Ελένιο". Αλλά τι είναι το πρόσωπο που κάνει μόνο ένα πλοίο να σαλπάρει; Προφανώς ένα "χιλιοστοελένιο". Πρέπει να υπάρχει λοιπόν μια διαβάθμιση για όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα ανάμεσα σ' αυτά τα δύο, τα οποία προβάλλουν οποιεσδήποτε αξιώσεις στο κάλλος. Σκεφτείτε την Γκάρμπο. Πιθανόν γύρω στα 750 "χιλιοστοελένια", επειδή, παρ' όλο που το πρόσωπό της είναι έξοχο, η σιλουέτα της είναι πενιχρή και τα πόδια της μεγάλα. Η Μαρία λοιπόν μου φαίνεται πως είναι θαύμα από κάθε άποψη, που εγώ είχα τη χαρά να ανιχνεύσω, και τα ρούχα της άλλωστε φαίνονται ότι δεν είναι σκοπίμως επιλεγμένα, ώστε να συγκαλύπτουν κουσούρια. Άρα λοιπόν τι λέμε; Εγώ θα πρότεινα 850 "χιλιοστοελένια" για τη Μαρία. Κανείς περισσότερα; Εσύ τι λες Άρθουρ;
Εγώ θα 'λεγα πως είναι φίλη μου και δε διαβαθμίζω τους φίλους με μαθηματικό υπολογισμό, είπε ο Άρθουρ.

Robertson Davies, "Έκπτωτοι Άγγελοι", Κριτική 1992 (μετάφραση Κώστας Θεολόγου)

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

άκουγα ακόμα τη ζωή να ξεφωνίζει

Πανικόβλητος, γύρισα στο δωμάτιό μου στην οδό Χόουπ, έκλεισα τα παράθυρα, τράβηξα τις κουρτίνες, αμπάρωσα την πόρτα. Παρόλ' αυτά, άκουγα ακόμα τη ζωή να ξεφωνίζει με πόνο γύρω μου...
Αποφάσισα και πάλι να βρω μόνιμη δουλειά... Οι γνωστές ενοχές... Τα βράδια έβρισκα κάποια ανακούφιση στα τσιγάρα με μαριχουάνα που κάπνιζα στη στέγη του ξενοδοχείου. Και με την ψεύτικη διαύγεια που προκαλούσε το ναρκωτικό, κοιτούσα την πόλη της νύχτας και φανταζόμουν -σα σ' ένα ηλίθιο, άνοστο θεατρικό έργο όπου κάθε συναίσθημα αμβλύνεται- πως είχα διαχωρίσει τη θέση μου από τον κόσμο: όπως ένιωθα μικρός, τότε που κοίταζα έξω από το παράθυρο, αποτραβηγμένος από τη ζωή.
Ο κόσμος μου αποκάλυπτε το θάνατό του μέσα από τη διαδικασία της αργής ανακάλυψης: τη βασανιστική απώλεια της αθωότητας· και διαπίστωσα πως λαχταρούσα πάλι να βρω το Θεό της παιδικής μου ηλικίας. Αλλά αυτός ο κόσμος της μοναξιάς και της απελπισίας Τον διέψευδε, Τον αναιρούσε. Ο ουρανός είχε γίνει πια για μένα μια σκοτεινή σπηλιά, εκεί που κάποτε ήταν απεριόριστος, γεμάτος αγγελούδια και γαλήνη.
Και καθώς οι χτύποι της καμπάνας από την απέναντι εκκλησία θρηνολογούσαν μέσα στη νύχτα, κοίταξα από τη στέγη μου κατά την Πλατεία Πέρσινγκ.
Μια μέρα, από θλίψη για τα ίδια Του τα δημιουργήματα, ο Θεός έπεσε στην Κόλαση... Τώρα, ο κόσμος γυρίζει ζαλισμένα σαν τη ρόδα του Λούνα Παρκ που έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο.

John Rechy, "Η Πόλη της Νύχτας", Εξάντας 1986 (μετάφραση Χρύσα Τσαλικίδου)

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

λες και δεν είχαν κόκαλα

Αποχαιρετώ αυτόν τον χειμώνα, αυτή την άνοιξη, τις γέφυρες που δεν μπορούσα να διασχίσω χωρίς ευτυχία, όταν ο ουρανός ήταν τόσο εύθραυστος πάνω από το Τυλιερί, που τα σύννεφα γίνονταν ακόμα πιο ελαφρά για να μπορούν ακόμα να αιωρούνται· αντίο, μαγαζιά, δέντρα, φώτα του γκαζιού, αντίο αστυφύλακα, που είσαι όχι μόνο αδιάβροχος αλλά και ερωτευμένος με το νερό του ουρανού, αφού παρ' όλο το χιόνι του Ιανουαρίου, τη βροχερή επίμονη του Φεβρουαρίου, το χαλάζι του Μαρτίου, τις μπόρες του Απριλίου, τις καταιγίδες του Μαΐου, σε έβρισκα πάντοτε στη θέση σου, χωρίς να είσαι ούτε τόσο δα υγρός. Μικρέ γενναίε λουστραρισμένε αστυνομικέ, ένα ολόκληρο ποτάμι κυλούσε στα πόδια σας, δεν ήσαστε πιο περήφανος γι' αυτό, αλλά αμετακίνητος, εμπνέατε περίεργους πειρασμούς σ' αυτόν το φίλο που ονειρευόταν να σας δει να κάνετε έρωτα με μια αδελφούλα των φτωχών, Δάφνις και Χλόη, με τις χοντρές κάπες και τα χοντρά σεντόνια, πετάτε πάνω από τα σπίτια, από τις εκκλησίες, από τους πύργους, άγγελοι της πόλης. Αλλά, όπως οι άλλοι άγγελοι, αυτοί της παιδικής μου ηλικίας που είχαν ένα σώμα τόσο απαλό, λες και δεν είχαν κόκαλα, όπως όλοι αυτοί οι άγγελοι, είσαστε ήδη παρελθόν. Το παρελθόν των γερασμένων ανθρώπων. Πρέπει να καταθέσουμε το εξής: πρέπει να είμαστε σοφοί, συνετοί.

René Crevel, "Το Σώμα μου κι Εγώ", Καστανιώτης 1996 (μετάφραση Γιώργος Μίχαλος)