Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2023

αντίο άχαρα όνειρα

Είναι αλήθεια όσα ο κύριος Εξομολογητής είπε κάνοντας χιούμορ. Δεν είναι όμως δικό μας το φταίξιμο που η επιστήμη σφυροκοπάει συνεχώς τόσα ματαιόδοξα είδωλα: τις προλήψεις, τις σοφιστείες, τα χίλια ψεύδη του παρελθόντος, άλλα όμορφα, άλλα γελοία, γιατί από όλα τα είδη υπάρχουν στον αμπελώνα του Κυρίου. Ο κόσμος των ψευδαισθήσεων, που είναι κάτι σαν δεύτερος κόσμος, γκρεμίζεται με πάταγο. Ο μυστικισμός στη θρησκεία, η μονοτονία στην επιστήμη, η επιτήδευση στις τέχνες γελοιοποιούνται και πέφτουν από τα βάθρα τους όπως έπεφταν οι παγανιστικές θεότητες. Αντίο άχαρα όνειρα. Το ανθρώπινο γένος αφυπνίζεται, και τα μάτια του βλέπουν με διαύγεια. Ο μάταιος συναισθηματισμός, ο μυστικισμός, ο πυρετός, οι παραισθήσεις και το ντελίριο εξαφανίζονται, και αυτός που πριν ήταν ασθενής, σήμερα είναι υγιής και απολαμβάνει με άφατη ευχαρίστηση τη σωστή θεώρηση του κόσμου. Η φαντασία, η τρομακτική τρελή που έκανε κουμάντο στο σπίτι, κατάντησε πια μια υπηρέτρια… Κατευθύνετε το βλέμμα σας παντού γύρω σας, κύριε Εξομολογητή, και θα δείτε το αξιοθαύμαστο σύνολο της πραγματικότητας να έχει αντικαταστήσει τα μυθεύματα. Ο ουρανός δεν είναι ένας θόλος, τα αστέρια δεν είναι λυχναράκια, το φεγγάρι δεν είναι ένας σκανταλιάρης κυνηγός παρά ένας διαφανής ογκόλιθος. 

Benito Pérez Galdós, "Δόνια Περφέκτα", Ανοιχτή Βιβλιοθήκη 2023 (μετάφραση Ευρυδίκη Αμανατίδου)

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023

διότι είμαι ταγμένος στο μέλλον

Δεν είμαι τρελός. Ποτέ δεν ήμουν. Δεν είμαι παράφρων κι ας με έχον αποκαλέσει πολλές φορές έτσι. Δεν είμαι παράφρων. Παρά τις αντιξοότητες, παρά την κόλαση που βίωσα δουλεύοντας τόσα χρόνια απομονωμένος, αγνοημένος, διασυρμένος και αόρατος, δεν έχασα στιγμή τα λογικά μου, ούτε άφησα την απογοήτευση να με οδηγήσει στην ανοησία και την τρέλα. Θα μπορούσα, βέβαια. Θα μπορούσα. Γιατί την έχω γνωρίσει την τρέλα. Έχω κοιτάξει αυτή την τρομερή ήπειρο από μακριά, έχω νιώσει τη ζοφερή επιρροή της πάνω στους άλλους, και με έχουν σπρώξει προς το μέρος της ιδέες που ακροπατούν στα όρια του Λόγου. Αλλά δεν είμαι παράφρων. Είμαι άνθρωπος της επιστήμης. Πιστεύω στη δύναμη της αλήθειας, είμαι αντίπαλος της άγνοιας και φυσικός εχθρός του μηδενισμού και της απροσμέτρητης αβύσσου της απόγνωσης, διότι είμαι ταγμένος στο μέλλον. Οι φιλοδοξίες και οι στόχοι μου μπορεί να φαίνονται γελοίοι σε εκείνους που δεν αποζητούν τίποτε άλλο πέρα από τα όσα ήδη γνωρίζουν, σε εκείνους που ζουν εγκλωβισμένοι στη μεγάλη ψευδαίσθηση που τόσοι και τόσοι άνθρωποι, από τόσα μέρη του κόσμου, ονομάζουν "κοινή λογική". Εγώ όμως έχω δει πράγματα που υπαινίσσονται κάτι άγριο κι αδάμαστο, που η λογική από μόνη της είναι αδύνατο να το τιθασεύσει, πράγματα που περιγελούν τις καθαγιασμένες αρχές που τόσο τιμούν οι επιστήμονες με τις ψοφοδεείς, φοβιτσιάρικες καρδιές: έχω δει πράγματα που υποδηλώνουν την ύπαρξη μιας ψηφιακής ζωής. Δεν έρχεται, είναι εδώ. Είναι ήδη εδώ. Είναι ήδη εδώ, αλλά είναι μεταμφιεσμένη και δεν μπορούμε ακόμα να την αναγνωρίσουμε. Γιατί είναι μια δύναμη αναφυόμενη, ένας παράξενος ελκυστής που ανθίζει κάπου στο μέλλον, και μας τραβάει με χέρια τόσο μεγάλα που παραμένουν αόρατα, μας σέρνει με κυκλώπεια δάχτυλα που θα μπορούσαν, ίσως, σαν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, να φτάσουν να αγκαλιάσουν το σύμπαν ολόκληρο.

Benjamín Labatut, "Maniac", Δώμα 2023 (μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου)

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2023

το πλαγιοκάθισμα και το λοξοκοίταγμα

Στα τσιπουράδικα οι καρέκλες δεν σε περιμένουν χωμένες στα τραπέζια, αλλά παραταγμένες εκατέρωθεν. Η παραδοσιακή εργονομία της τσιπουροποσίας επιβάλλει το πλαγιοκάθισμα και το λοξοκοίταγμα. Τα πόδια δεν μπαίνουν κάτω από το τραπέζι, ούτε οι συνδαιτημόνες κάθονται κατά μέτωπο. Η καρέκλα είναι γυρισμένη στο πλάι, που σημαίνει "τώρα δεν τρώω αλλά σιγοπίνω τσιμπολογώντας". Ο τρόπος αυτός της πλάγιας προσέγγισης, της σωματικής δήλωσης μιας πρόθεσης διαφορετικής από ένα γεύμα, είναι ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες της επιτυχημένης διαδικασίας. Η ιερότητα του τραπεζιού εστίασης παραχωρεί τη θέση της στη χαλαρότητα με την περιστροφή της καρέκλας για περίπου ενενήντα μοίρες.

Αλέξανδρος Ψυχούλης, "Τα Τσίπουρα στον Βόλο", Νήσος 2019

 

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2023

μια μπερδεμένη θολούρα

Μέσα του τρεχολογά ο φόβος. Έχω έναν άγνωστο μες στο κεφάλι μου, σκέφτεται, στο σώμα μου έναν ξένο.
"Έφυγα" δηλώνει ο Ουίλλιαμ κουνώντας τα χέρια. "Θα κρυφτώ σε καθαρά μοναστήρια, αν με δεχτούν, κι αν όχι, θα γίνω ερημίτης μέσα στα δάση της ενδοχώρας και θα ζω από πουλιά παραζαλισμένα που θα κυνηγάω, και θα 'χω για στρωσίδι μόνο τον σιδερόπλεκτο χιτώνα, που θα τον τυλίγω γύρω από τον λαιμό για να μη γυαλίζει στους ληστές. Έχω διερμηνεύσει τόσα και τόσα λόγια άλλων ανθρώπων, τώρα όμως πρέπει να διερμηνεύσω εμένα στον εαυτό μου. Χρειάζομαι μοναξιά. Έχω ξεχάσει ποιος είμαι. Η τριβή και η φθορά με κατάντησαν έναν άγνωστο, η συναναστροφή με τόση ιδιοτέλεια μ' έκανε ένα αστόχαστο πράγμα. Η τόση τύρβη και το πιόμα στα ταβερνεία διέλυσαν αυτό τον τόπο και εξάπλωσαν την αρρώστια παντού. Είμαι μια μπερδεμένη θολούρα".
"Μια αλεπού που μ' αγαπάει" αποκρίνεται ο Σίντζεν με φωνή πνιχτή κι αργόσυρτη "με περιμένει έξω απ' το χωριό, περιμένει να μας κάνει μεζεδάκι, κι εγώ έχω γίνει γέρος".

Oisín Fagan, "Νόμπερ", Δώμα 2023 (μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου)  


Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2023

δεν γύρισε σπίτι όλη μέρα

Ο Μάρτζιο δεν κάθισε στην καντίνα, συνέχισε προς το σπίτι του ταγματάρχη Σάντρα να παίζει με το ατζάκ.
Περπάτησε στα σοκάκια του συνοικισμού, συναντώντας φίλους χωρίς να ανταλλάξει πολλές κουβέντες. Δεν γύρισε σπίτι όλη μέρα. Έφαγε μόνο μερικά φρούτα γκουάβα, που έκοψε απ' το δέντρο που ήταν μπροστά στο ενεχυροδανειστήριο κι έκανε τράκα ένα τσιγάρο απ' τον Αγκούνγκ Γιούντα. Ήθελε να κοιμηθεί στην καλύβα της νυχτερινής περιπολίας, αλλά τα μάτια του δεν έλεγαν να ησυχάσουν. Παράξενες σκέψεις για την μητέρα του δεν τον άφηναν να κοιμηθεί.
Ήθελε να μιλήσει στον Αγκούνγκ Γιούντα, αλλά η αμηχανία και η ντροπή τον απέτρεπαν. Χαζολογούσαν στο γήπεδο μέχρι που πήγαν να δουν τις κούρσες των περιστεριών. Μετά πήγαν στον πάγκο της καντίνας του Σοφιάν. Ούτε τότε κατάφερε να βγάλει απ' το στέρνο του όλα αυτά που τον βασάνιζαν. Μόνο η Μαχαράνι μπορούσε να τον ακούσει και μόνο σ' αυτήν μπορούσε να μιλήσει χωρίς ποριορισμό.
Στο τέλος της μέρας βρέθηκε αποκλεισμένος στην αυλή του Ανουάρ. Δεν ήταν οπλισμένος κι ούτε είχε την πρόθεση να σκοτώσει. Ήθελε μόνο να μιλήσει.

Eka Kurniawan, "Άνδρας Τίγρη", Bibliotheque 2022 (μετάφραση Μαρία Δουκελή) 

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

και ήταν

Έπαψα πια να σκέφτομαι τις τίγρεις και κίνησα πίσω για την καλύβα της Πωλίν. Θα σκεφτόμουν άλλη μέρα τις τίγρεις. Θα υπήρχαν πολλές ευκαιρίες.
Ήθελα να περάσω τη νύχτα με την Πωλίν. Ήξερα πως θα 'ταν όμορφη στον ύπνο της, περιμένοντάς με να επιστρέψω. Και ήταν.

Richard Brautigan, "Στη Ζάχαρη του Καρπουζιού", Biblioteque 2021 (μετάφραση Γιάννης Τζώρτζης) 

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2023

ψιθύριζαν χάρτινους ψιθύρους

Μεγάλη έκταση με τέτοια βλάστηση κι ύστερα ένα ξέφωτο με γρασίδι. Ένα σπίτι.
Το σπίτι της Ιστορίας.
Που οι πόρτες του ήταν κλειδωμένες και τα παράθυρά του ανοιχτά.
Με δροσερά πέτρινα πατώματα και μεγάλους ίσκιους στους τοίχους που σάλευαν αργά σαν κύματα.
Όπου κέρινοι πρόγονοι (με σκληρά νύχια στα πόδια τους κι ανάσα που μύριζε σαν τους παλιούς κιτρινισμένους χάρτες) ψιθύριζαν χάρτινους ψιθύρους.
Όπου διάφανες σαύρες ζούσαν κρυμμένες πίσω από τους παλιούς πίνακες.
Όπου τα όνειρα αιχμαλωτίζονταν και τα ονειρεύονταν ξανά.
Όπου ένα γέρικο εγγλέζικο φάντασμα, καρφωμένο σε ένα δέντρο, είχε ελευθερωθεί από ένα ζευγάρι διζυγωτικών διδύμων - από μια Κινητή Δημοκρατία με Τσουλούφι που είχε φυτέψει μια μαρξιστική σημαία στο χώμα, πλάι του. Όταν πέρασαν δίπλα του οι Αστυνομικοί δεν άκουσαν τα παρακάλια του. Με την ευγενική, ιεραποστολική του φωνή. Συγγνώμη, θα μπορούσατε, έεε... μήπως κατά τύχη... δε φαντάζομαι να έχετε πάνω σας κανένα πούρο; Όχι;... Όχι, δε νομίζω.
Το Σπίτι της Ιστορίας.
Όπου τα επόμενα χρόνια ο Τρόμος (που-επρόκειτο-να-έρθει) θα έμενε θαμμένος σε ένα μικρό λάκκο κάτω απ' το χώμα. Κρυμμένος πίσω απ' το χαρούμενο μουρμουρητό των μαγείρων του ξενοδοχείου. Την ταπείνωση των παλιών κομμουνιστών. Τον αργό θάνατο των χορευτών. Τα παιχνίδια-ιστορίες που έπαιζαν οι τουρίστες.

Arundhati Roy, "Ο Θεός των Μικρών Πραγμάτων", Ψυχογιός 1997 (μετάφραση Μαρία Αγγελίδου)

Τετάρτη 16 Αυγούστου 2023

άδικα τέντωναν τους κλώνους των

Ο ήλιος έπεφτε ανάμεσα στην οδό Σολωμού και στη Στουρνάρα. Οι καινούριες πολυκατοικίες δεν άφηναν να προσδιορίσει κανείς το σημείο. Όμως η σκιά τους σκέπαζε πάντα την πλατεία ύστερα από τις έξη και τα τραπεζάκια είταν γεμάτα. Η μπλε πολυκατοικία είχε αλλάξει χρώμα. Και τα ρολά των παραθυριών κι οι στύλοι του ζαχαροπλαστείου. Στα καταστήματα είταν πασαλειμμένο ένα πλαστικό που γυάλιζε. Μόνο το Βοξ κρατούσε το μπλε. Μπορεί και νάταν η τελευταία ανάμνηση μαζύ με τα δεντράκια της πλατείας που άδικα τέντωναν τους κλώνους των για να υπάρξουν. Όμως ο θόρυβος από το διπλανό καφενείο, οι διαταγές των γκαρσονιών της ταβέρνας, τα μαρσαρίσματα των ταξί και ό,τι άλλο περνούσε απτόν δρόμο δεν άφηναν κανένα να ησυχάσει. Και το μοναδικό γκαρσόνι πηγαινοερχόταν καταϊδρωμένο φέρνοντας σωρούς ποτήρια νερού. Κι όλο και ξεκουμπωνόταν και ξυνόταν από τη ζέστη και δεν έδινε δεκάρα στην υπολογισμένη οικειότητα της πελατείας. 
Κάποτε ερχόταν κι άλλος στο τραπεζάκι του. Καθόταν λίγο, έπαιρνε νερό κι έκανε διάφορες κρίσεις. για τους τριγύρω, για την πελατεία, για τις πολυκατοικίες και για την πλατεία που άρχιζε να μοιάζει με πηγάδι.

Ανδρέας Νενεδάκης, "Δέκα Γυναίκες", 70-Πλανήτης 1973

Παρασκευή 21 Ιουλίου 2023

περιπλανώμενος μέσα του

παρ' όλη τη ζέστη, τη σκόνη, τη βρομιά που κολλούσε στο σώμα του, ο Νταβίντε, ευτυχισμένος, συνέχισε το δρόμο του περιπλανώμενος μέσα του
και όπως στη ΝέαΥόρκη ο ΝαβίντεΑϊρόζα είχε χάσει μαθήματα εξαιτίας αυτού που ονόμαζε υπερβολικό περπάτημα, εδώ στη Λουάντα πολύ συχνά όταν άρχιζε να περπατάει το μυαλό του παρασυρόταν σε μια παράξενη αλληλουχία σκέψεων η οποία μπορούσε εξίσου καλά να τον ταξιδέψει στο παρελθόν όσο και να του προσφέρει τον απαραίτητο χώρο για την ανάδυση κάποιας καινούριας λαμπρής ιδέας, το πρόβλημα του Νταβίντε ήταν ακριβώς αυτό, από μικρό παιδί τον κυρίευαν ιδέες πιο πολύ λαμπρές παρά συγκεκριμένες, που μάλλον μπορούσε κανείς να τις φανταστεί παρά να τις υλοποιήσει, πιο πολύ ωραίες παρά πρακτικές
η απουσία του κίτρινου τράβηξε την προσοχή του

Ondjaki, "Οι Διάφανοι", Αιώρα 2019 (μετάφραση Μαρία Παπαδήμα)

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2023

αντιμέτωπο με την ίδια του την εικόνα

Το "ονειρικό έθνος" του 19ου αιώνα μεταμορφώθηκε στις "ονειρευόμενες κοινότητες" του 20ου αιώνα - και τα όνειρα αυτών των κοινοτήτων φέρνουν θεραπεία, γιατρειά, εξιλέωση. Οι Έλληνες κινηματογραφιστές, συχνά ακούσια, έφεραν το έθνος αντιμέτωπο με την ίδια του την εικόνα. Μερικές φορές αυτό που απεικονιζόταν δεν ήταν ιδιαίτερα κολακευτικό. Σε άλλες περιπτώσεις, προκαλούσε σύγχυση και απορία. Το νέο και το παλιό συνυπήρχαν στην οθόνη, αφήνοντας στο κοινό την αίσθηση μιας αναβληθείσας ολοκλήρωσης και μιας μετέωρης ταυτότητας. Άλλοτε, το σινεμά έφερε το έθνος αντιμέτωπο με τους χειρότερους φόβους του, αμφισβητώντας καθιερωμένα τελετουργικά και εξουσίες, όπως αυτά αποκρυσταλλώνονταν στον κομφορμισμό, την αβουλία και την αδράνειά του. Ο καθρέφτης αντανακλούσε το πρόσωπο που στεκόταν μπροστά του - το πρόσωπο άλλαζε μόνο όταν ο καθρεφτιζόμενος άρχιζε να στοχάζεται τον εαυτό του.

Βρασίδας Καραλής, "Μια Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου", Δώμα 2023


Τρίτη 13 Ιουνίου 2023

αραχνοκάμερες

Το Γκρίμσμπι δεν έμοιαζε καθόλου με το υποβρύχιο λημέρι των κλεφτών που είχε πλάσει ο Τομ με τη φαντασία του. Έκανε πολύ κρύο και παντού βρόμαγε μούχλα και βραστό λάχανο. Το κτίριο, που απέξω έδειχνε τόσο μαγικό κι ονειρεμένο, ήταν στην ουσία ασφυκτικά μικρό και τόσο γεμάτο, που έμοιαζε με παλαιοπωλείο στο οποίο κάποιος λήσταρχος είχε δωρίσει τα λάφυρα από τις αμέτρητες λεηλασίες του. Οι διάδρομοι ήταν στρωμένοι με κλεμμένα υφαντά και στην περίτεχνη ύφανση τους η μούχλα προσέθετε νέα σχέδια. Στα ράφια και στους αποθηκευτικούς χώρους, που διακρίνονταν από τις μισάνοιχτες πόρτες των δωματίων και των εργαστηρίων, ο Τομ έβλεπε σωρούς από ρούχα, μουχλιασμένα βιβλία και έγγραφα, στολίδια και κοσμήματα, όπλα και εργαλεία, υπεροπτικές κούκλες βιτρίνας από πανάκριβα καταστήματα, οθόνες τηλεοπτικής μετάδοσης, τροχούς αεροσκαφών, μπαταρίες, λάμπες και κάθε λογής λαδωμένα εξαρτήματα από τα Σπλάχνα διάφορων πόλεων.
Παντού υπήρχαν αραχνοκάμερες. Τα μικροσκοπικά μηχανήματα πλημμύριζαν τις οροφές. Τα λεπτά γυαλιστερά πόδια τους έλαμπαν στις σκοτεινές γωνίες. Τώρα δεν είχαν λόγο να κρύβονται και ζάρωναν σε στοίβες από πιάτα, κατέβαιναν από τις βιβλιοθήκες, σέρνονταν στα κάδρα ή αιωρούνταν από τα επικίνδυνα ηλεκτροφόρα καλώδια που σαν γιρλάντες στόλιζαν τους τοίχους. Τα κυκλώπεια μάτια τους γυάλιζαν και βούιζαν στην προσπάθειά τους να εντοπίσουν τον Τον καθώς ο Κολ και ο Σκιούερ τον οδηγούσαν στο αρχηγείο του θείου. Στο Γκριμσμπι οι πάντες ζούσαν κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του θείου.

Philip Reeve, "Το Χρυσάφι των Αρπακτικών", Μίνωας 2018 (μετάφραση Αναστασία Λαμπροπούλου)

Τρίτη 30 Μαΐου 2023

σαν να έχεις ξεβραστεί σε μια ακτή

Πιστεύω πως η στιγμή που ξεκινά η μέση ηλικία μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς. Είναι η στιγμή που εξετάζεις τη ζωή σου και, αντί να βλέπεις ένα πεδίο δυνατοτήτων ν' ανοίγεται, τη σφαίρα των προοπτικών σου να μεγαλώνει, αισθάνεσαι σαν να ξύπνησες από ύπνο βαθύ, ή σαν να έχεις ξεβραστεί σε μια ακτή και ν' αποκτάς ξάφνου συναίσθηση του περίγυρου. Ώστε εδώ βρίσκομαι, λες. Αυτό έχω γίνει. Συνειδητοποιείς για πρώτη φορά πως η -σωματική, διανοητική, κοινωνική, οικονομική- κατάστασή σου δεν είναι πλέον απολύτως στο χέρι σου. Πως ό,τι έχει συμβεί μέχρι τώρα θα καθορίσει εν πολλοίς το υπόλοιπο της ιστορίας. Όσα έχεις κάνει δεν ξεγίνονται, και πολλά απ' όσα έχεις αναβάλει "για αργότερα" δεν θα γίνουν ποτέ. Με λίγα λόγια, ο χρόνος σου δεν είναι απλώς πεπερασμένος, αλλά φθίνει κιόλας. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, ό,τι κι αν κάνεις, όση χαρά η συγκίνηση κι αν νιώσεις, όσα ρίγη ηδονής κι αν αισθανθείς, δεν πρόκειται να απαλλαγείς ποτέ από τη σχεδόν ανεπαίσθητη εντύπωση πως πορεύεσαι σε μια ελαφρώς κατηφορική πλαγιά προς το σκοτάδι. 

Hari Kunzru, "Κρέας για τους Λύκους". Δώμα 2023 (μετάφραση Δέσποινα Κανελλοπούλου) 

Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

πυκνή αλλά αθέατη

Μερικές φορές ονειρευόταν τον Μίλτον· ονειρευόταν ότι έκανε μακροσκελείς συζητήσεις με τον ξάδερφό του, αλλά δεν μπορούσε ποτέ να θυμηθεί τα λόγια του το επόμενο πρωί. Μερικές φορές ονειρευόταν επίσης τη στοιχειωμένη έπαυλη και τη συκιά που φύτρωνε στις όχθες του ποταμού· ονειρευόταν ότι οι κυματιστές ρίζες του δέντρου άνοιγαν σαν πλοκάμια αποκαλύπτοντας στο κέντρο τους μια έπαυλη ολόιδια με την πραγματική, το ίδιο σάπια και ερειπωμένη αλλά πολύ μικρότερη, σαν κουκλόσπιτο, όπου χτυπούσε η αιμάσσουσα καρδιά της Κοντέσας. 
Η αλήθεια ήταν πως, αν ήταν στο χέρι του, ποτέ δεν θα πήγαινε να γίνεται λιώμα στην είσοδο εκείνου του εγκαταλειμμένου κωλόσπιτου. Κι όχι επειδή φοβόταν· ήξερε ότι όλες αυτές οι ιστορίες που αράδιαζαν ήτανε παραμύθια, κι ότι ο μόνος κίνδυνος που παραμόνευε ανάμεσα στα σάπια ερείπια ήταν οι μαύρες χήρες που έπλεκαν τον ιστό τους στις πιο σκοτεινές γωνιές του. το θέμα ήταν η αύρα, η δόνηση που ένιωθε γύρω από τα ερείπια, το αγχωτικό εκείνο συναίσθημα που κατακυρίευε το σώμα του κάθε φορά που καθόταν στα πέτρινα σκαλοπάτια, και το πόσο στ' αλήθεια καταθλιπτικό ήταν να βρίσκεται εκεί και να πίνει παρέα με τον ηλίθιο χοντρό, ενώ γύρω τους έπεφτε η βροχή, πυκνή αλλά αθέατη, στις κορυφές των δέντρων που αιωρούνταν από πάνω τους, ένας φυτικός θόλος που παγίδευε της υγρασία και τους έκοβε τη θέα στο ποτάμι, τον ουρανό και τα φώτα του Προγκρέσο στην αντίπερα όχθη. 

Fernanda Melchor, "Παραντάις", Δώμα 2023 (μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου)

Κυριακή 23 Απριλίου 2023

στο ζεστό φως της ημέρας που έφευγε

Οι μήνες περνούσαν. Δεν υπήρχαν τύψεις. Ήταν καλοκαίρι ξανά, και η Ντίλι ήξερε ότι αυτό θα ήταν το τελευταίο της καλοκαίρι στο ακρωτήρι. Τα βράδια του Ιουνίου έβγαινε έξω να περπατήσει για να κρατάει τον πανικό της υπό έλεγχο. Περπατούσε κατά μήκος των γκρεμών, μέσα σε ατόφιο σκοτάδι. Ένιωθε προαιώνιες παρουσίες εκεί που περπάταγε. Μια κρύα ταραχή που ένιωθε της έλεγε ότι εδώ άναβαν τις φωτιές τους, κι εδώ έβοσκαν τα πρόβατά τους, κι εδώ έτρωγαν λιττορίνες και στρείδια μέσα άπ' το όστρακο τους, και νιώθανε το αλάτι να τους καίει τα χείλια, και νιώθανε τη γνώριμη βροχή, και βγάζανε κραυγές έρωτα και πολέμου, και περιπλανιόντουσαν κατά ορδές· τα μικρά βασίλειά τους εδώ ιδρύθηκαν κι εδώ διαλύθηκαν· τις νύχτες, εδώ, στη δική μας κοιλάδα, ούρλιαζαν οι λύκοι παλιά.

Μπήκε στο κρύο νερό. Ένα κύμα φωτός απλώθηκε στον κόλπο. Μια τράτα καθόταν αραγμένη στα βαθιά. Άραξε κι αυτή για λίγο στα βράχια, στο ζεστό φως της ημέρας που έφευγε. Πέτυχε την αντανάκλασή της στα ρηχά νερά μιας κουφάλας στο βράχο. Το πρόσωπό της ήταν θλιβερό, προλεταριακό, μεγαλόπρεπο.

Kevin Barry, "Νυχτερινό Πλοίο για Ταγγέρη", Gutenberg 2021 (μετάφραση Ορφέας Απέργης)



Τετάρτη 12 Απριλίου 2023

οι ίσκιοι χορεύανε και κείνοι

Ξανάρχισε να παίζει ακορντεόν. Τώρα στριφογύριζε η αίθουσα ολόκληρη. Τα πόδια χτυπούσανε στη γη, ο αφαλός έτριβε τον αφαλό, τα κεφάλια ακουμπούσανε, όλοι είχαν μεθύσει, από πιοτό άλλοι κι άλλοι απ' τη μουσική. Οι άντρες κρατούσανε χτυπώντας τις παλάμες το ρυθμό του ταμ-ταμ, τα κορμιά σφίγγονταν μέση με μέση, ύστερα ξεμάκραιναν, στρέφονταν ολομόναχα και ξανασμίγαν πάλι, κοιλιά με την κοιλιά, φύλο με φύλο.
Το ταμ-ταμ συνέχιζε, οι μουζικάντηδες ανακατώνονταν μες στους χορευτές, η σάλα γύριζε ανάποδα, χάλαγε ο κόσμος μια στιγμή, κι ύστερα έπεφτε η βουή, και ξαναρχόταν πάλι μονομιάς και λες και περπατούσαν όλοι στο ταβάνι. Τα φαναράκια μεγαλώναν πιο πολύ το μπέρδεμα. Οι ίσκιοι χορεύανε και κείνοι, χορεύανε στον τοίχο, γιγάντιοι, τρομαχτικοί. Η γη είχε χαθεί, τα πόδια δεν την νιώθαν πια, δεν ένιωθες πια παρά μονάχα το κορμί π' άγγιζες και που σούφερνε σεισμό. Οι γυναίκες ήτανε σα λάστιχα, τρεμούλιαζαν τα κορμιά τους, δίπλωναν στα δυο, πλάταιναν οι γοφοί, τα μπούτια τους κινιούνταν χώρια το καθένα απ' το κορμί του, λες τα ζωντάνευε ζωή ξεχωριστή, ανεξάρτητη, δική τους. Δεν ήτανε πια αίθουσα, δεν ήτανε πια φως, δεν έβλεπες τίποτα πια. Τα μόνα που εξακολουθούσαν να υπάρχουν μέναν το ταμ-ταμ, η μυρουδιά του καπνού η ζαλιστική κι οι αφαλοί που ανταμωνόνταν. Με τη σειρά του σβήνει μια στιγμή κι ο πόθος και τώρα πια δε μένει παρά ο χορός μονάχα, ο χορός μονάχος, καθαρός.

Jorge Amado, "Μπαχία, το Λιμάνι όλων των Αγίων", Αρδηττός 1965 (μετάφραση Μέμος Παναγιωτόπουλος)    

Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

τόσο μικροσκοπικά

Την διασκέδαζε αυτό! 
Με το κεφάλι της ακουμπισμένο στη ράχη της πολυθρόνας, τα μάτια μισόκλειστα, χαμογελούσε, έκπληκτη και πανευτυχής. 
-Τα φιλιά σας, έλεγε αναστενάζοντας, τα φιλιά σας, είναι περίεργο, έχουν γίνει τόσο μικροσκοπικά! Τώρα σκαρφαλώνουν στη γάμπα μου σαν ένα μικρό ευκίνητο έντομο. 

Ο Ζευς δεν μεταμορφώθηκε σε μυρμήγκι, για να φθάσει στην νύμφη Κλειτορίδα;

Gabriel Soulages, "Βενετσιάνικο Ειδύλλιο", Εξιτήριον 2022 (μετάφραση Μαρία Τσάτσου)

Κυριακή 19 Μαρτίου 2023

συμμερίζεται και συλλειτουργεί

Λέγαμε πως το γελοίο είναι η κοροϊδία που ανασκαλεύει τα ελαττώματα, τις υπερβολές ή τις δυσμορφίες του άλλου. Το να αντλεί αυτός που γελοιοποιεί από το ελάττωμα του άλλου σημαίνει να τον υποτιμά μέχρι να τον αφήσει σε κατάσταση ελλείματος, στέρησης, έλλειψης των φυσικών ιδιοτήτων του πράγματος. Ο ελαττωματικός τον οποίο προπηλακίζει εκείνος που γελά κοροϊδευτικά είναι ένας εκκεντρικός: κάνει ό,τι γουστάρει χωρίς να δίνει λογαριασμό (κάνει το ελάττωμά του αρετή) και τοποθετείται σε ένα διαφορετικό κέντρο. Γιατί το γελοίο λειτουργεί μέσω της εξομοίωσης. Για να γελοιοποιήσεις, πρέπει πρώτα να τηρείς τη νόρμα, να ενσωματωθείς σε αυτήν, να μάθεις από μνήμης το αλφάβητο της φυλής στην οποία έχεις βρεθεί, να φέρεις μαζί με τον άλλο το βάρος της κουλτούρας. Αυτός που γελοιοποιεί συμμερίζεται και συλλειτουργεί. Γι' αυτό, όταν παρατηρεί μια ανωμαλία, ένα ελάττωμα, μια απόκλιση από την τάξη, που στα μάτια του δεν μπορεί παρά να είναι τερατώδες, ενεργοποιεί τον συναγερμό του γέλιου: η ατέλεια, είτε σωματική είτε ηθική, εκτίθεται σε κοινή θέα. Αν αυτό που αντιλαμβάνεται στον άλλο δεν είναι ελάττωμα αλλά υπερβολή, κάτι το παράξενο, ασυνήθιστο, πέραν του συνήθους αλλόκοτο ή πρωτότυπο, ραπίζεται μέσω της δράσης του τραυματικού γέλιου εκείνος δι' αυτού του τρόπου απομακρύνεται από το μονοπάτι το οποίο έχουν χαράξει οι πολλοί.

Vicente Ordóñez Roig, "Το Γελοίο ως Πολιτικό Εργαλείο", Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2022 (μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου) 

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

πού πάμε άμα πεθαίνουμε

-Εγώ πριν απ' τον πόλεμο, ήμουν στην Ελλάδα, είπε με καημό ο Σνάιντερ! Κι αφότου έφυγα... «Με την ψυχή γυρεύω των Ελλήνων τη χώρα».
Άρχισε να διηγιέται στη Γιαννίνα πως σαν αντιπρόσωπος μιας βιομηχανίας ηλεκτροεργαλείων είχε ταξιδέψει στην Ελλάδα απ' τη Μακεδονία ως την Κρήτη... «Κάποτε πήγαμε εκδρομή σ' ένα χωριό, ένα ψαροχώρι... ήταν, στάσου να δεις... (Βάρεσε τη γροθιά του στο τραπέζι και φώναξε ενθουσιασμένος)... στο Πήλιουν... Καθήσαμε σε μια ταβέρνα. Ήταν λοιπόν ένα γεροντάκι εκεί και με ρώτησε "τι είμαι, τι δουλειά κάνω"... Του είπα. Το γεροντάκι ήταν τεχνίτης βαρελάς. Άμα άκουσε για ηλεκτροεργαλεία με ρώτησε: "Ξέρεις πού πάμε άμα πεθαίνουμε;". Απάντησα πως δεν ξέρω ακόμα. Το γεροντάκι παραξενεύτηκε: "Εσύ δεν ξέρεις, που ανακατεύεσαι με τον ηλεχτρισμό;". Μου 'δειξε τη λάμπα του ηλεκτρικού... "Να πού πάμε, είπε. Μέσα στη λάμπα... γινόμαστε ηλεχτρική ενέργεια. Άλλος σαράντα κεριών, άλλος εξήντα, άλλος εκατό! Ανάλογα με όσα είδες άμα ζούσες!.. Κατάλαβες; Γιατί τρέχεις από δω κι από κει, μείνε στο χωριό μας θα μάθεις πολλά. Εγώ εδώ στο χωριό τα 'μαθα όλα..."». 
Ο Σνάιντερ είχε γύρει στην καρέκλα του και γελούσε μ' όλη του την καρδιά. Τον είχα ακούσει ίσα με δέκα φορές να διηγιέται αυτη την ιστορία. Της είχε μάλιστα δόσει και όνομα... την έλεγε «η εκδρομή».

Ιάκωβος Καμπανέλλης, «Μαουτχάουζεν», Θεμέλιο 1965

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2023

το σαρακότσι

Μια νύχτα, όπως βγαίνω να παλέψω με τα φαντάσματα, διακρίνω κάτω από τη φωτιά της πανσελήνου, στην απάτητη, χορταριασμένη αυλή της Σαρακώτσαινας, δυο μανταλάκια απολιθωμένα να δαγκώνουν με πείσμα τη σκουριά και αγριεύομαι, θλίβομαι. Αλυχτάει η ψυχή μου. Και παίρνω την άλλη μέρα και φτιάχνω μόνο μου, όπως-όπως, από πεταμένα κλαδιά λυγαριάς και καρυδιάς, ένα έλκηθρο μικρό, θεόστραβο, αλλά με γερά, πλατιά πατήματα, για να μπορεί να γλιστράει στα χορτάρια.
Έκτοτε, νύχτα μπαίνει, νύχτα βγαίνει, παίρνω το έλκηθρο κι ανεβαίνω, χτενίζω τα κατσικόδρομα, μαυλίζοντας τις μνήμες μου να 'ρθουν να μισαρίσουν. Τις βλέπω πάντα μόλις πιάσει η χαραή να ξεπροβάλουνε σε σμήνος μέσα απ' τα σκοτάδια. Έχουν το σχήμα μικρού χελιδονιού ή ορτυκιού, σαν μανταλάκια σπασμένα στην ανάταση και πετώντας γύρω μου στροβιλικά, αρχίζουν να χιονοβολούν το έλκηθρο με μικρούς αιμοπόρφυρους καρπούς - κράνα, σμέουρα και κυνόροδα που τα βαστούν στα νυχοπόδαρά τους. Έπειτα, μόλις φορτώσουνε το έλκηθρο, έρχονται και με περικυκλώνουν - γίνονται όλες ένα, σαν μανδύας περιστρεφόμενου δερβίση. Και ορμάνε, πέφτουν άτακτα πάνω στα χέρια και στα πόδια μου, σκίζοντας και αρπάζοντας τον οβολό που τους αναλογεί - το σαρακότσι τους.
Κάθε νύχτα που ανεβαίνω κακαδιασμένος, τρύπιος να συγχρωτιστώ με τα φαντάσματα, αναλογίζομαι το πώς έμπλεξα και παλεύω μια ζωή με τα κρύφια και με τ' άδηλα. Αλλά πάντα συμπεραίνω, πως ίσως να φταίει που με τρομάζει τόσο η θανατερή ροή των πραγμάτων.

Κωνσταντίνος Δομηνίκ, "ώπα-ώπα, μπλάτιμοι", Ενύπνιο 2021 

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023

λευκώματα

Έτυχε να γνωρίσω αρκετούς μανιώδεις συλλέκτες στη ζωή μου. Λίγοι όμως είχαν αυτό το πάθος. Ένας απ' αυτούς είναι ο πατέρας μου που μάζευε γραμματόσημα. Τα καλοκαίρια που γυρνούσε από τα μπάρκα, έφερνε μαζί του ένα σωρό γραμματόσημα από τις χώρες που έχει δέσει το καράβι. Τον θυμάμαι πολλά απογεύματα να κάθεται σκυφτός πάνω από τα λευκώματά του που τα είχε μοιράσει σε ηπείρους και χώρες και να τοποθετεί προσεκτικά τα νέα του συλλεκτικά κομμάτια μέσα σε διαφανείς ζελατίνες. "Δεν διαχωρίζεις τα γραμματόσημα μόνο σε χώρες αλλά και σε χρονολογίες και σε κόστη", μου έλεγε κάθε φορά που καθόμουν δίπλα του και παρακολουθούσα τις λεπτές του κινήσεις. Μέσα από το πάθος του πατέρα μου, είχα ξεκινήσει κι εγώ μια συλλογή με ξένα χαρτονομίσματα και κέρματα που μου έφερνε από κάθε του ταξίδι, αναθέτοντάς μου να τα τακτοποιώ σε ειδικά λευκώματα.
Άραγε ποια μανία μας οδηγεί σ' αυτό το πάθος; Τι είναι αυτό που μας παρακινεί να γίνουμε συλλέκτες διαφόρων αντικειμένων; Μία ιδιάζουσα τάση που μας αναθέτει να συγκεντρώνουμε και να τακτοποιούμε τον προσωπικό μας θησαυρό, πιστεύοντας πως ίσως έτσι αποκτήσουμε την αίσθηση μιας διακριτικής αυθυπαρξίας.

Γιώργος Χατζελένης, "Βαλκανευτές", Ενύπνιο 2021


Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

μέσα στις λέξεις

Τα κορίτσια περπατούσαν δύο μέρες. Τα κορίτσια δεν κοιμούνταν και δεν έτρωγαν. Κάλπαζαν κι ας μην είχαν άλογα. Δεν φοβήθηκαν ούτε για μια στιγμή. Γιατί τα κορίτσια είχαν πιστέψει ότι είχαν αφήσει τη ζωή τους στα χέρια του Θεού. Μιλούσαν λίγο, ύστερα καθόλου. Μόνη τους μέριμνα ήταν η αναπνοή. Η αναπνοή είναι μια άγρια ηδονή, πρώτη φορά αισθάνονταν κάτι τέτοιο. Δεν γύρισαν ούτε μια φορά πίσω το κεφάλι. Ξάπλωναν αγκαλιασμένες. Αλλά δεν έβλεπαν όνειρα. Αυτό, σκέφτονταν, είναι η ευτυχία.
Απέφυγαν τους πολυσύχναστους δρόμους. Προτίμησαν τα δάση. Η Ζοζεφίν έλεγε συνέχεια ότι τα άγρια ζώα δεν επιτίθενται αν γίνεις ένα με το δάσος. Έτσι γίνεται στην Αφρική, την είχε πει η μαμά της. Η μαμά της, που ποτέ δεν είχε δει την Αφρική, ήξερε τα πάντα γι' αυτήν και σου περιέγραφε τις μυρωδιές και τα χρώματα και τη φορά των μαγικών ανέμων. Αυτή είναι η δύναμη της γλώσσας. Να ακούς και να αφηγείσαι. Από μητέρα σε κόρη, από πατέρα σε γιο, τα άνθη της ζούγκλας και το χώμα της σαβάνας είχαν αφεθεί να ταξιδέψουν μέσα στις λέξεις και είχαν λάβει μια στέρεη και διαρκή υπόσταση.

Άννα Γρίβα, "Η Ελληνίδα Σκλάβα", Μελάνι 2022