Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

confiteor! miserere!

Οι μεν πέθαιναν δίχως να βγάζουν κουβέντα, οι δε κουβέντιαζαν δίχως να πεθαίνουν. Οι μεν πέθαιναν μιλώντας οι δε μιλούσαν πεθαίνοντας.
Άλλοι φώναζαν με δυνατή φωνή: "Να ξομολογηθώ! Να ξομολογηθώ! Confiteor! miserere! Εις τας χείρας σου, Κύριε, παραδίδομαι το πνεύμα μου!"
Τόσο δυνατές ήταν οι κραυγές των λαβωμένων, ώστε ο ηγούμενος και όλοι οι καλόγεροί του βγήκαν και, βλέποντας τόσους ταλαίπωρους έτσι να κείτονται καταμεσής στο αμπέλι, χτυπημένοι θανάσιμα, εξομολόγησαν καμπόσους. Την ώρα όμως που οι πρεσβύτες περνούσαν την ώρα τους εξομολογώντας, τα καλογεροπαίδια έτρεχαν στο σημείο όπου βρισκόταν ο αδερφός Ιωάννης και τον ρωτούσαν σε τι ήθελε να τον βοηθήσουν. Κι εκείνος τους απάντησε να σφάζουν όσους είχαν πέσει καταγής. Τότε λοιπόν, αφήνοντας τις μεγάλες κάπες τους πάνω σε μια κληματαριά που βρισκόταν εκεί δίπλα, άρχισαν να σφάζουν και να ξεπαστρεύουν όσους είχαν λαβώσει θανάσιμα. Και ξέρετε με τι σιδερικά; Με κάτι φαλσετίτσες που είναι μικρά μισοδρέπανα, με τα οποία οι πιτσιρίκοι του τόπου μας ξεφλούδιζαν τα χλωρά καρύδια.
Ύστερα, κρατώντας το στραροκόνταρό του έφτασε στη χαλάστρα που είχαν κάνει οι εχθροί στον τοίχο. Μερικά καλογεροπαίδια κουβάλησαν τις σημαίες και τα σήματα στα κελιά τους, για να φτιάξουν καλτσοδέτες. Αυτούς όμως που είχαν εξομολογηθεί, όταν θέλησαν να βγουν από τη χαλάστρα του τοίχου, ο καλόγερος τους χτυπούσε κατακέφαλα λέγοντας:
"Ετούτοι εδώ εξομολογήθηκαν, μετάνιωσαν και πήραν τη συγχώρεση. Πάνε συνεπώς στον Παράδεισο ολόισια σαν δρεπάνι και σαν το δρόμο του Φαι".
Έτσι, με την παλικαριά του ξεπαστρέφτηκαν όλοι όσοι είχαν μπει από το στράτευμα του Πικρόχολου στον περίβολο, και ο αριθμός τους ανερχόταν σε δεκατρείς χιλιάδες εξακόσιους είκοσι δύο, δίχως τις γυναίκες και τα μικρά παιδιά: αυτό εννοείται πάντα.

François Rabelais, "Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ", Εστία 1994 (μετάφραση Φίλιππος Δρακονταειδής)

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

τρία λευκά νησιά

Μ' ευχαριστούσε μάλιστα τόσο πολύ, που άρχισα ν' απλώνω τη φαντασία μου και σ' άλλα μονοπάτια γύρω από το κομβικό εκείνο σημείο όπου εκείνη λαμβάνει το γράμμα μου κι εκπλήσσεται. Άρχισα να προσπαθώ να φανταστώ πως ζούσε, τι έκανε, πως είχε καταλήξει να χάσει το φάκελο. Το αν το 'χε πάρει είδηση ή όχι, και αν είχε ξαναγράψει το γράμμα της προς τον παλιό της γνωστό. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι μάλλον πρέπει να το 'χε ξεγράψει το απολεσθέν γράμμα, και πως είτε θα το είχε ξαναγράψει και ξαναστείλει, είτε θα είχε θεωρήσει πως ήταν σημάδι τής μοίρας η απώλειά του, ένα σημάδι που δε θα 'πρεπε να αγνοήσει, και άρα δε θα το ξανάγραφε. Το κουβάρι τής φαντασίας μου είχε αρχίσει να ξετυλίγεται κι η κλωστή του πλεκόταν με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Σενάρια πλάθονταν και σβήνονταν μέσα στον νου, περνώντας μπροστά από τα μάτια μου σαν σκηνές κινηματογράφου. Κι όλα τούτα χωρίς καμιά σκοπιμότητα, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Και σε στιγμές τελείως άσχετες. Ενώ έπλενα τα πιάτα ή έκανα μπάνιο, ενώ διάβαζα ένα ενδιαφέρον βιβλίο ή πότιζα τις γλάστρες μου. Οι εικασίες μου είχαν συσσωρευτεί, ρευστές και μεταλλασσόμενες, σχηματίζοντας έναν ωκεανό αεικίνητων ρευμάτων, περιπλεκομένων, έναν ωκεανό σχεδόν φουρτουνιασμένο, έναν ωκεανό που κόχλαζε από την ακατάπαυστη δραστηριότητα.
Όμως αυτόν ακριβώς τον ωκεανό ήταν που έψαχνα τόσο καιρό. Σ' αυτόν τον ωκεανό των εικασιών πρέπει να ζούσε το σπανιότατο πτηνό τής έμπνευσης, που είχα τόσο πολύ αναζητήσει. Κι ο ωκεανός αυτός είχε πια βγει από το κεφάλι μου, είχε πλημμυρίσει το σπίτι μου, εγκλωβίζοντας μέσα στην απεραντοσύνη του τρία νησιά, τρία λευκά νησιά, νησιά αγκυροβολημένα πάνω στο τραπέζι μου. 

Σταύρος Κρητιώτης, "Σελίδες σκόπιμα λευκές" Γαβριηλίδης 2001

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

επανάλαβε!

Μετά θυμάμαι πως κάναμε έρωτα. Πώς κάναμε έρωτα. Έμπαινε μέσα μου διακοπτόμενα, σχεδόν εκβιαστικά. Στιγμές σαν λάμες στερέωσης. Για την επόμενη διάσπαση. Την προδιαγεγραμμένη. Στα διαλείμματα, λέξεις δυο-τρεις.

-"Τσιγάρο;".

-"Ναι, ευχαριστώ".

-"..."

-"Βαρύ είναι".

(Στριφογυρνά στην πολυθρόνα του γραφείου. Η κάφτρα πλησιάζει το δάχτυλο, με το άλλο κατσαρώνει τα ιδρωμένα της μαλλιά και μουρμουρίζει ακατάληπτους στίχους. Δίπλα οι φωτογραφίες αποφοίτησης από το Πάντειο και από την πρώτη μέρα στην κοινή τους δουλειά. Αυτός κόβει βόλτες στο διάδρομο. Υποτεθείσθω ότι είναι ανέμελος. Υποτεθείσθω ότι κινείται μπρος-πίσω εμμονικά σχεδόν παίζοντας με τις μπούκλες της.)

Αυτές οι φωτογραφίες... Αυτός... και ο Καντ, και ο Χάιντεγκερ, και ο Χαίντερλιν δίπλα στον Σέλινγκ., σε ένα χωροχρόνο συμπαγή και αδιαίρετο... Πως να το πω; Πως να το εξηγήσω; Δυο-τρεις λέξεις, έχω. Όχι παραπάνω.

("Εγώ γύρισα για...").

"Άκου με".

False!

Επανάλαβε!

Μαίρη Κλιγκάτση, ("Καραμέλα Παρακαλώ"), "10+1 Διηγήματα για την Ελληνική Κρίση", Βακχικόν 2012

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

η παραδοσιακή αυτοκινητοβιομηχανία

Μία ακόμα μέρα είχε ξημερώσει πάνω απ’ τη μικρή μας πόλη και τα πουλάκια κελαηδούσαν αμέριμνα τους αθώους σκοπούς τους.
Τα τελευταία είκοσι λεπτά κοιτούσα το πολυαγαπημένο μου lada. Είχαμε φάει ψωμί κι αλάτι μαζί. Κάποτε ήθελα να πάρουμε μέρος στο Παρίσι-Ντακάρ. Το lada είχε αρνηθεί κατηγορηματικά. Θυμάμαι ότι για μέρες δεν μιλιόμασταν μετά. Ήθελα να το πετάξω στη θάλασ- σα, αυτό κόντεψε να με σκοτώσει σε μια στροφή στην παλαιά εθνική (δεν είμαι κορόιδο να πληρώνω διόδια). Μετά, θυμάμαι, τα ξαναβρή- καμε. Κάναμε μια εκδρομή στα Αραχωβίτικα. Μείναμε ένα βροχερό βράδυ από λάστιχο και γελούσαμε με την καρδιά μας αγκαλιασμένοι. Δεν φτιάχνουν αμάξια σαν αυτό πια. Μαζί με την τυπογραφεία, τις κα- σέτες, την κολτσίνα, τη φουστανέλα και το θεσμό της προίκας, αργο- πεθαίνει και η παραδοσιακή αυτοκινητοβιομηχανία. Χαλεποί καιροί.
Ο μαστρο-Τάσος μισοχωμένος μέσα στο καπό, ξεφύσηξε. Προσπα- θούσε με ψυχή να αναστήσει τη μηχανή, αλλά ήταν ζόρικη αποστολή. Δεν είχα μάθει ακόμα αν ήταν μόνο η μπαταρία και η μίζα, ή και άλλα, ακόμα πιο άγνωστα εξαρτήματα. Προκειμένου να μην ρεζιλευτώ, είπα στο μαστρο-Τάσο να ρίξει μια ματιά και στο βεντιλατέρ, μία λέξη που είχα βρει στο google πατώντας amάξι+βλάβη+μάστορας+εμπειρία.
Όπως και να είχε, το συνεργείο του μαστρο-Τάσου ήταν το καλύ- τερο. Καλή εξυπηρέτηση, καλές τιμές, σπάνια ανταλλακτικά, ο μα- στρο-Τάσος ήξερε πολλά ρατσιστικά ανέκδοτα. Επίσης ήταν το μόνο σε ακτίνα σπρωξίματος από το σπίτι του Μάγου. Τελικά δεν είχα φέρει μαζί μου το τσαλακωμένο χαρτί της εγγύησης, γιατί ήταν στα κυριλλι- κά και η σφραγίδα είχε πάνω ένα σφυροδρέπανο. Όταν γύριζα σπίτι θα την πουλούσα στο ebay.
«Μαστρο-Τάσο! Το νου σου. Έτσι και καταφέρεις και το κάνεις και- νούργιο, θα σε γεμίσω καφετιά», του είπα κλείνοντας το μάτι.
Ο μαστρο-Τάσος με κοίταξε παραξενεμένος. «Καφετιά; Τι καφετιά;»
«Ε, ευρώ», απάντησα. «Ξέρεις. Καφετιά». Έτριψα τον δείκτη με τον αντίχειρά μου και του ξανάκλεισα το μάτι. Μετά έφερα αργά τον δεξί μου δείκτη στον κρόταφο, για να του δείξω να έχει το νου του. Τον μπαγάσα, τι πλακατζής είναι! Από εκείνον είχαν ακούσει και το ανέκ-τα ουγγρικά ψάρια - 123 - δοτο με τον μισό άνθρωπο, μισό πορτοκάλι.
Ο μαστρο-Τάσος κούνησε το κεφάλι του, έφτυσε μια βρισιά και συνέ- χισε να στριφογυρίζει ένα κατσαβίδι πάνω σε κάτι ανοξείδωτα μπου- λόνια. Τουλάχιστον έτσι έμοιαζαν τα μπουλόνια στη φαντασία μου.

Γιάννης Πλιώτας, "Τα Ουγγρικά Ψάρια", Βορειοδυτικές Εκδόσεις

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

αριθμοί

Βρήκα μες σε χαρτιά κιτρινισμένα
το σονέτο για κείνη την κυρία
που ήταν τότες κορίτσι, όλο ευτυχία
- τα 18 δεν τα 'χε δα κλεισμένα.

Κι είναι από τότες χρόνια 23
(λιγότερο μητ' ένα) περασμένα.
Θάχει πατήσει πια το 41.
Τάχα όμως νάχει νοιώσει δυστυχία;

Τώρα, δε θάναι πια μήτε δροσάτη
μήτε και πεταχτούλα, μήτε νια
θάναι δυσκολοκίνητη, γιομάτη

μ' ακόμα θα κραττεί κι όμορφο κάτι:
"Κλείνω", θα λέει με νάζι, "τα 29".
Μα οι αριθμοί δεν έχουνε σπλαχνιά.

Φώτος Γιοφύλλης, "Ποιητικές Συνομιλίες", Οδός Πανός 2012

περαστικές

Γυναίκες που σας είδα σ' ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι άλλα μέρη'
γυναίκες που σας είδα σ' άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο'
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό μ' ένα βλέμμα ξεχασμένο,
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ'ένα μαντήλι αργά να χαιρετάτε:
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην ανάμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ ' τη ζωή μου μέσα - και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου!

Κώστας Ουράνης, "Ποιήματα", Εστία 2008

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

στο παραμύθι της ζωής σου

Στο παραμύθι της ζωής σου
ο απέραστος εγώ περνώ.
- Καλό στον! Σ' ένα σούρουπο με απάντεχες
μες στο περβόλι το καλοκαιρνό.

Στο κιόσκι, που δε χινοπώριασε
στο πράσινο κατώφλι του το ΚΑΡΤΕΡΩ.
- Δε στόλεγα; Ήρθα! Και με πρόσμενες
(θυμάσαι;) από μια φορά κι έναν καιρό.

Κι εκάλουν με στο πέρασμά μου τον ακάλεστο,
οι οργιακές σιωπές του δάσου:
- Που μας αφήνει τις Ξωθιές με τα μαλλιά
τα πράσινα; Χαρά της μοναξιάς σου!

Για νάρθω τη ζωή μου ξέχασα
στη χώρα, που μακριά θα ξοριστώ.
Το θρύλο μου παράδωσα
στου φεγγαριού το φιλντισένιο αργαλιό.

Στο παραμύθι της ζωής σου
ο απέραστος εγώ περνώ:
Μια ρητορεία χλόινη
με κάποιον ήλιο εμφαντικό.

Απόστολος Μελαχρινός, "Τα Ποιήματα", Εστία 1994

βόλος

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

η αλέα μες στην πυκνή βροχή

Η αλέα μες στην πυκνή βροχή πρωινό όνειρο μου φάνταζε
που όσο η ματιά το θόλωνε, τόσο στο φως του σίμωνε.
Πηδούσε ο αέρας τις κορφές των δέντρων που ανατράνταζε
κ' η θύελλα ανήλεια κράζοντας τον κήπο μας ερήμωνε.

Μα εγώ στο βίο μου κι αν περνώ τόσα δρολάπια αδήγητα
που μόνο η θέρμη της ζωής να τα λαγιάσει μπόρεσε
ακούω στα μάκρη τ' ουρανού τον κεραυνό που σμίγει τα
μ' εκείνα που έχω στην καρδιά κ' η πένα δεν τα χώρεσε.

Ρήγας Γκόλφης, "Ποιήματα", Εστία 2002

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

πρωϊνό τραίνο

Ύστερα από γλυκό κι άυλο νυχτέρι,
σ' ένα πρωί μαγευτικό κι ωραίο,
να τρεμολάμπει ανάφλογο το αστέρι
του πόθου της ζωής μέσα μας, νέο.

Η ψυχή σαν χυμός να πλημμυρίζει
το στήθος μας κι' οι πόροι μας ν' ανοίγουν
προς ό,τι αναπνέει και ψιθυρίζει,
ενώ οι νύχτιοι πόθοι ορμούν και φεύγουν.

Η νοσταλγία να κουρταλεί τα φρένα
και να τα καίει μια ανυπομονησία,
για κάποια τάχα που θαρθούνε ξένα
πρόσωπα με το τραίνο από επαρχία,

Όπου είχαν χρόνια ζήσει ξεχασμένα
για μας, γι' αυτά, για όλους, σαν ασβόλη,
και μια μέρα κινούν συντροφεμένα,
να γίνουν πάλι νούμερα στην πόλη.

Ρώμος Φιλύρας, "Ρώμος Φιλύρας", Γαβριηλίδης 1999 (επιμέλεια Γιάννη Δάλλα)

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

το χαμόγελο

Ωραία γυναίκα, το τρελό το γέλιο σου διαβαίνει,
σα μάταιος ήχος και σκορπά, κι ούτε μια ηχώ ξυπνά
στην ακατάδεχτη καρδιά, που αγάπη τήνε δένει
μ' αθώα χαμόγελα βουβά.

M' αυτά που δείχνουνε χαρά, με κάποια που σκεπάζουν
τον πόνο τους αμίλητο οι ευγενικές ψυχές,
μ' εκείνα που μαραίνονται κρυφά και ξεθωριάζουν,
σ' αρχαίες εικόνες σκοτεινές,

Kαι μ' όσα ακόμα ούτε αλαφρά δε σκίζουνε τα χείλη,
κι αστράφτουν μόνο στων ματιών βαθιά τη σιγαλιά,
ωσάν τ' αντιφεγγίσματα που απλώνονται το δείλι
στην πελαγίσιαν ερημιά...

Λάμπρος Πορφύρας, "Σκιές", Πελεκάνος 2012

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

η γυναίκα στο πάρκο

Από το πάρκο επέρασεν η ώριμη κυρία,
μέσα στους όρθιους των δεντρών, ολόρθη, τους κορμούς.
Φύλλα νεκρά της έριξε η χρυσή δεντροστοιχία –
κι εμείς τους μαραμένους μας συλλογισμούς.

Θα 'ναι η γυναίκα που έκλαψε πολύ. Στα βλέφαρά της
η σκιά των τρισευγενικών κατέβη μαρασμών.
Τη λύπην εξεδίψασαν τα δάκρυά της
και την υδρία της γέμισε στην βρύση των λυγμών.

Τα φιλημένα, άλλον καιρό, κρατεί κλεισμένα χείλη,
κι απάνου απ’ τα ξερόφυλλα περνάει θαμπή, σβηστή,
στο μύρο της υπομονής, που απλώνουνε το δείλι
τα πληγωμένα απ’ την βροχή κλαριά, να ξεχαστεί.

Κι εγώ, που από τον μάταιο τον κόσμο αναχωρούσα,
την είδα και είπα: «Είναι νωρίς· θα μείνω». Μυστικά
στον πόνο και στην γνώση της να εμπιστευτώ, μπορούσα
τα δάκρυά μου τα τωρινά και τ’ αναμνηστικά.

Τότε θα γείρουμε κι οι δυο σε μια βαθιά ησυχία,
οι κουρασμένοι, οι ώριμοι πολύ, να ιστορηθεί
απ’ τον καθέναν η παλιά πικρή του αποτυχία
τρυγώντας του άλλου τα φιλιά, όπου έχουν μαραθεί.

Γλυκό χινόπωρο της ζωής, σοφή κι ατάραχη ώρα,
ξέρεις, τα φίλτρα πίνοντας της λύπης, να ευτυχείς
και να γευτείς τον έρωτα σαν τη χρυσήν οπώρα
βαρειά απ’ το μέλι των χυμών στα ρίγη της βροχής.

Την ίδια δόξα επόθησε την χινοπωρινή
καθώς με είδεν η ώριμη γυναίκα, κι η καρδιά της
τα πληγωμένα ετάραξε για μία στιγμή φτερά της -
όμως τα ξαναδίπλωσε στην πρώτη υπομονή.

Και προσπεράσαμε βουβοί, δειλοί και αγνοημένοι.
Ο λόγος, που δεν ήταν γραφτό μας ν’ ακουστεί,
καθώς ξερόφυλλο έπεσε λαμπρό στην κοιμισμένη
θάλασσα του ανεκπλήρωτου που τόσα μου κρατεί.

Ζαχαρίας Παπαντωνίου, "Η νεοελληνική ερωτική ποίηση", Ελευθεροτυπία 2010

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

βενετσάνικο

Στον παλιό της Βενετιάς δρομάκο,
Σ' ένα μαγαζί
μια ζωή περάσαμε μαζί
Σε μιαν ώρα μέσα·

Φτερό είχα στο καπέλο μου και δράκο
Στα στήθια ασημοκέντητο, κι εσύ,
Κοντέσσα, Του Ζωρντάνο Μαντρεπήλια,
Τη μαντήλα,
Χρώμα θαλασσί.

Ω τα κρουστά πως ανασήκωνες μετάξια,
Απάνω από το πόδι το γραμμένο,
Μ' εκείνα σου τα χέρια, που ήταν άξια
Ν' αλείψουν μύρα τον Εσταυρωμένο!...

Μιλτιάδης Μαλακάσης, "Ποιήματα", Πατάκης 2005