Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

ακατάπαυστα

Το πήρε έτσι όπως ήταν ανοιχτό και άρχισε να το διαβάζει. Στην αρχή δεν κατάλαβε πολλά, αλλά συνέχισε γιατί ήταν περίεργος. Ήταν ένα βιβλίο με ποιήματα. Διαβάζοντας, άλλα καταλάβαινε και άλλα όχι. Γυρνούσε τις σελίδες και διάβαζε κομματιαστά. πέρασε πολλή ώρα και σήκωσε απορημένο το βλέμμα του κοιτάζοντας γύρω.
-Βρε-βρε, μονολόγησε, για δες, που ήταν όλα αυτά και εγώ δεν τα έβλεπα;
Να τα ψηλά χορτάρια, σαν ξανθά μαλλιά κυμάτιζαν ανατριχιάζοντας. Το αεράκι σαν χέρι απαλό του χάιδευε το πρόσωπο. τα τζιτζίκια παίζαν τα βιολιά τους και οι πεταλούδες διάφανες και μαύρες του έγνεφαν κουνώντας τα φτερά τους. Οι σηταρήθρες είχαν στήσει χορό πιο πέρα, όχι πια τσιρίζοντας, αλλά τραγουδώντας φέρνοντάς του παιδικές ξεχασμένες μνήμες.
Στα πόδια του ακατάπαυστα δούλευαν τα μυρμήγκια και χίλια δυο μικρολούλουδα μοσχοβολούσαν. Τι χρώματα που είχαν! Υπήρχαν και πριν; Τα πατούσε χωρίς να τα βλέπει; Ακολούθησε μια αλυσίδα πράσινες κάμπιες που από ένα πεύκο πιο πέρα, πήγαιναν άραγε για πού;

Λιλή Χ. Τσουρνάβα, "Ο Δρόμος της Αλόννησος", Αυτοέκδοση 2020

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

χρειάζομαι μια λέξη

Ζήτησες ένα ρήμα
Χρειάζομαι μια λέξη, είπες, για να στεγάσει τα αισθήματα
Πώς να πορεύομαι ακαθοδήγητος;
"Ζούμε" είναι το ρήμα, η λέξη είναι "Ζωή"
Αυτή μας ζήτησε να τη δεξιωθούμε
Με ό,τι μαζέψαμε χρόνους πολλούς,
ψιμύθια και υπάρχοντα, έτσι απλά, να τη δεχθούμε
Αποδεχθήκαμε την πρόσκληση με την ψυχή ανοιχτή, άδολη
την καρδιά,
ακμαία το όνειρα, το σώμα έτοιμο
Τώρα, όλα είναι πιθανά

Έλενα Ψαραλίδου, "Θυμητάρι Ενός Ερημοναύτη", Αυτοέκδοση 2014