Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

γιώργος θεοτοκάς

Ο Γ. Θεοτοκάς πιστεύει σε μια ορθοδοξία ευαγγελική, κοινωνικά ευαίσθητη, ανοιχτή στην Ευρώπη και τον κόσμο, οικουμενική. Πράγματα σημαντικά, τότε και τώρα. Η κύρια ωστόσο συμβολή του στη θεώρηση της Ορθοδοξίας βρίσκεται αλλού: στη βαθιά πεποίθησή του ότι ο μόνος δρόμος σήμερα για μια Ορθοδοξία που να είναι αληθινή και ζωντανή Εκκλησία του Χριστού περνάει μέσα απόν πολιτικό πολιτισμό της Ευρώπης. Με τα κείμενά του και με τη στάση του λέει το απλούστατο αλλά, φευ, διόλου αυτονόητο για την ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, ότι μπορείς δηλαδή να πιστεύεις στον Χριστό και να είσαι ταυτόχρονα υποστηρικτής της δημοκρατίας και των ατομικών δικαιωμάτων. Κάνει ένα βήμα παραπέρα: υποστηρίζει ουσιαστικά ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να είναι κανείς σήμερα καλός χριστιανός έξω από το να είναι ταυτόχρονα και δημοκρατικός πολίτης:
«Δε ζητούμε, προς Θεού, από την Εκκλησία μας να κάμει πολιτική. Της ζητούμε να συναντήσει κι αυτή κάπου τον Κύριο της – ή τουλάχιστο να το προσπαθήσει.»*

*Γ. Θεοτοκάς, «Η Εκκλησία στον καιρό μας», εφ. Το Βήμα, 10.04.66

Σταύρος Ζουμπουλάκης, «Χριστιανοί στον δημόσιο χώρο», Εστία 2010

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

το κάθε θηρίο έχει τα παιχνίδια του

-Πως ανοίξατε την πόρτα; Ρώτησε φοβισμένος ο Φαντόριν. Θυμάμαι ότι γύρισα δύο φορές το κλειδί, κλείνοντας.
-Ιδού το μαγνητικό αντικλείδι, του εξήγησε πρόθυμα ο αναμενόμενος τόση ώρα επισκέπτης, ο οποίος του έδειξε κάποιο μακρουλό ραβδάκι, που εξαφανίστηκε αμέσως ύστερα στην τσέπη του. Πολύ άνετο πραγματάκι. Το δανείστηκα από έναν ντόπιο κλέφτη. Εξαιτίας της δουλείας μου, έρχομαι σε επαφή με διάφορα απαίσια υποκείμενα, από τον πάτο της κοινωνίας. Τελειότατοι άθλιοι, σας διαβεβαιώνω. Ούτε στ’ όνειρό του δεν τους είδε ο κύριος Ουγκώ. Αλλά κι αυτοί έχουν ανθρώπινες ψυχές και μπορεί κανείς να βρει τον κατάλληλο τρόπο να έρθει σ’ επαφή μαζί τους. Τούτα τα τέρατα τα’ αγαπώ μάλιστα και εν μέρει μπορώ να πω ότι κάνω μια συλλογή μ’ αυτούς. Όπως είπε κι ο ποιητής, «ο καθένας διασκεδάζει όπως μπορεί», αλλά τι τα θες. Μας περιμένει ο θάνατος, που είναι ίδιος για όλους. Ή όπως λένε οι Γερμανοί, το κάθε θηρίο έχει τα παιχνίδια του, jedes Tierchen hat sein Plaisirchen.

Борис Акунин, «Αζαζέλ», Σύγχρονοι Ορίζοντες 2004 (μετάφραση Πέτρος Ανταίος)

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

τόσο πυκνό, τόσο έξυπνα σχεδιασμένο

Με κάθισαν μπροστά στη νεαρή που προοριζόταν να συμπληρώσει το τράνζιτό μου. Λυπήθηκα που δεν είχα πέσει στη χαριτωμένη, με τις ξανθιές μπούκλες. Αλλά και ο φύλακας άγγελός μου δεν ήταν άσχημος: με μαύρες μπούκλες, καστανό δέρμα, που έπρεπε να είχε στην αφή μια αίσθηση από βελούδο. Με κοίταξε καλά στα μάτια, σοβαρά και σκληρά, σαν να ήταν μια προανάκριση για τη Δευτέρα Παρουσία. Ξαφνιάστηκα με τις ερωτήσεις της. Καταχώρισε με φροντίδα τις απαντήσεις μου, όλα τα στοιχεία της περασμένης μου ζωής, το σκοπό των περασμένων χρόνων. Τόσο πυκνό, τόσο έξυπνα σχεδιασμένο ήταν αυτό το δίχτυ από ερωτήσεις, που καμιά λεπτομέρεια της ζωής μου δεν θα ξέφευγε από τον πρόξενο, αρκεί να ήταν πραγματικά αυτή η ζωή μου. Τόσο λευκό, τόσο κενό δεν υπήρξε ποτέ κανένα από τα ερωτηματολόγια στα οποία προσπάθησαν σ’ αυτό το μέρος να συλλάβουν μια ζωή που είχε ήδη φύγει, που δεν υπήρχε φόβος να πέσει σε αντιφάσεις. Όλες οι λεπτομέρειες ήταν σωστές. Τι σημασία είχε που το όλο πράγμα δεν ήταν σωστό; Όλα τα τεχνάσματα που θα φώτιζαν τον άνθρωπο στον οποίο θα επέτρεπαν να αποδημήσει ήταν εκεί. Μόνο που ο ίδιος ο άνθρωπος δεν ήταν εκεί. Μου έπιασε τότε τον καρπό του χεριού και με οδήγησε σε ένα τραπέζι όπου βρισκόταν το μηχάνημα για τα δακτυλικά αποτυπώματα των υποψηφίων για το τράνζιτο. Μου εξήγησε υπομονετικά πώς να πιέσω, όχι πολύ δυνατά, όχι πολύ ελαφρά, τον δεξιό, τον αριστερό μου αντίχειρα, όλα τα δάχτυλα και τις παλάμες των χεριών μου. Μόνο που δεν ήταν καν αυτά τα δάχτυλα του άνδρα που θα του επέτρεπαν να φύγει. Πόσο αισθάνθηκα, μέσα από την υγρή από το μελάνι σάρκα των χεριών μου, τα άσαρκα χέρια του άλλου που δεν ήταν πια κατάλληλα για τέτοια αστεία! Ο φύλακας άγγελος μου με επαίνεσε πολύ, γιατί τα έκανα όλα με ακρίβεια και προσοχή. Τη ρώτησα αν θα έπαιρνα κι εγώ ένα κόκκινο κορδελάκι. Γέλασε με το αστείο μου. Τέλος με οδήγησε μπροστά στο γραφείο του προξένου σαν έναν υποψήφιο για τράνζιτο που τον είχε βρει εντάξει. Ο πρόξενος περίμενε όρθιος. Κάτι στο πρόσωπο και στη στάση του υποδήλωνε ότι η τελετή που θα έκανε τώρα μαζί μου, που τόσο συχνά την έκανε, όπως ένας πάστορας τις βαπτίσεις, ήταν εξίσου σημαντική. Οι γραφομηχανές τερέτισαν για λίγο ακόμα, ύστερα άρχισαν οι πένες. Όταν όλα είχαν υπογραφεί κάμποσες φορές, ο πρόξενος έκανε μιαν ελαφρά υπόκλιση. Εγώ προσπάθησα να μιμηθώ την υπόκλισή του.

Anna Seghers, «Τράνζιτο», Άγρα 2006 (μετάφραση Γιώργος Δεπάστας)

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

τίποτα από όσα ειπώθηκαν δεν είναι αλήθεια

Η νύχτα προχωρούσε βαθιά μέσα στη νύχτα μαζί ου και ότε έγινεν εσπέρα έφερον προς αυτόν διαμονισμένους πολλούς και ιδού γυνή αιμορροούσα δώδεκα έτη, πλησίασα σ’ αυτόν, ήγγισεν το άκρον του ιματίου αυτού επειδή στενή είναι η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η φέρουσα εις την ζωή όταν
ήταν να φύγω μου έλεγαν
τίποτα δεν ειπώθηκε
τίποτα από όσα ειπώθηκαν δεν είναι αλήθεια.

Έφτασα νύχτα, γύρω στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, όπως γίνεται σ’ όλα τα ευτελή και πλήρη αστικά μυθιστορήματα, η δωδεκάτη νυχτερινή είναι μία ώρα ευκάμπτου ανάγκης, μια ώρα με πολλά περιθώρια ανταποκρίσεων στον ανατολικό αερολιμένα κι έκλαιγα καθώς χάναμε ύψος με το σαγόνι μου βυθισμένο στη νάυλον σακούλα του εμετού.

Δεν ήξερα λοιπόν που βρισκόμουν,
δεν ήξερα αν ήταν βράδυ ή μόλις πρωί
και παρ’ όλο που το φως ήταν επώδυνα άσπρο
ξεχώριζα τα φύλλα στα δέντρα
δεν ήξερα αν ήταν φύλλα που μόλις ανοίγουν
ή φύλλα που θα πέσουν αμέσως μετά
δεν ξέρω αν είναι φθινόπωρο ή εντελώς καλοκαίρι
πάντως είναι κάτι που πρόκειται σαφώς να σαπίσει
πριν τελειώσει
έτσι είμαστε εγώ κι εσύ

Νατάσα Χατζιδάκι, «Συνάντησέ την, το βράδυ», Πλέθρον 2009

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

ένα μουστάκι

Κατόπιν μιλήσαμε για καμιά ωρίτσα περί Θεού και πολιτικής, γιατί όταν οι άνθρωποι μιλούν με αγνώστους, συζητούν πάντα τα πιο σπουδαία και μεγάλα θέματα. Κι αυτό επειδή στο πρόσωπο του αγνώστου αναγνωρίζουμε τον άνθρωπο αυτόν καθ’ εαυτόν. Η εικόνα και ομοίωση του Θεού δεν αλλοιώνεται από ομοιότητες με κάποιον θείο μας ή από επιφυλάξεις που μπορεί να μας δημιουργεί ένα μουστάκι.

G. K. Chesterton, «Λέσχη Αλλόκοτων Επαγγελμάτων», Άγρα 1988 (μετάφραση Γ. Ν. Πεντζίκης)

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

σαν θεωρεία ήταν πολύ καλή και ευχάριστη

Ακολούθησε μια μεγάλη περίοδος επιμελούς έρευνας, κατά την οποία επισκέφθηκε τα μεγαλύτερα κέντρα απώλειας στυλό σ’ όλον το Γαλαξία, και τελικά σχημάτισε μια αλλόκοτη θεωρεία, που έκανε μεγάλη εντύπωση εκείνη την εποχή. Κάπου στο Σύμπαν, είπε, ανάμεσα σ’ όλους τους πλανήτες που κατοικούν ανθρωποειδή, ερπετοειδή, ιχθυοειδή, βαδίζοντα δενδροειδή και υπερ-ευφυείς αποχρώσεις του μπλε χρώματος, υπήρχε και ένας πλανήτης παραδομένος σε στυλοειδείς μορφές ζωής. Και σ’ αυτόν τον πλανήτη πήγαιναν τελικά τα στυλό όταν δεν τα πρόσεχε κανείς, δραπετεύοντας κρυφά από σκουληκότρυπες στο διάστημα, σ’ έναν κόσμο όπου ήξεραν πως θα απολάμβαναν έναν μοναδικά στυλοειδή τρόπο ζωής, θα ανταποκρίνονταν σε υψηλά ερεθίσματα προσανατολισμένα στα στυλό, και γενικά θα περνούσαν μια καλή ζωή, σύμφωνα με τα στάνταρτ των στυλό.
Και σαν θεωρεία ήταν πολύ καλή και ευχάριστη, ώσπου ο Βιτ Βούτζαγκιγκ άρχισε ξαφνικά να υποστηρίζει πως είχε βρει τον πλανήτη αυτόν και πως είχε δουλέψει εκεί για ένα διάστημα οδηγώντας τη λιμουζίνα μιας οικογένειας φτηνών πράσινων στυλό με ανταλλακτικό, ώσπου συνελήφθη, φυλακίστηκε, έγραψε ένα βιβλίο και τελικά κατέληξε σε φορολογική εξορία, όπως συμβαίνει συνήθως μ’ αυτούς που είναι αποφασισμένοι να γελοιοποιηθούν δημοσίως.

Douglas Adams, «Γυρίστε τον Γαλαξία με Ωτοστόπ», Φανταστικός Κόσμος 2005, (μετάφραση Δημήτρης Αρβανίτης)

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

φόβος θανάτου

Αρκεί μια μικρή αλλαγή για να μετατεθεί η γενική υπόθεση του φόβου κατάρρευσης σε έναν ειδικό φόβο θανάτου. Αυτός ίσως είναι ένας φόβος πιο κοινός και που απορροφούν οι θρησκευτικές διδασκαλίες περί μιας μετά θάνατον ζωής, ως διάψευση του γεγονότος του θανάτου.
Όταν ο φόβος θανάτου είναι σημαντικό σύμπτωμα, η υπόσχεση για μεταθανάτια ζωή αποτυγχάνει στο να φέρει ανακούφιση, και ο λόγος είναι ο ψυχαναγκασμός του ασθενούς στην αναζήτηση του θανάτου. Κι εδώ, εκείνο που αναζητιέται είναι ο θάνατος που συνέβη χωρίς να γίνει εμπειρία.
Όταν ο Keats ήταν «σχεδόν ερωτευμένος με τον γαλήνιο θάνατο»*, σύμφωνα με την ιδέα που προτείνω, επιθυμούσε έντονα τη γαλήνη που θα επερχόταν, αν είχε μπορέσει να «θυμηθεί» το γεγονός του θανάτου του, αλλά για να θυμηθεί, έπρεπε να βιώσει την εμπειρία του θανάτου στο παρόν.

*"Darkling I listen; and, for many a time/I have been half in love with easeful Death,/ Call’d him soft names in many a mused rhyme,/ To take into the air my quiet breath […}" (John Keats, "Ode to a Nightingale"

D. W. Winnicott, «Φόβος Κατάρρευσης», Άγρα 2010 (μετάφραση Πάνος Αλούπης)

νυχτερινό προσκλητήριο

Ήρθαν εχθροί, κουρσάροι, και κούρσεψαν το σπιτικό. Έσφαξαν τους γέρους και τις γριές. Πήρανε τις γυναίκες και τα παιδιά και βάλανε φωτιά στις αποθήκες. Κι απόμειναν λεύτεροι, να κυκλοφορούνε όπου θέλουν κι όπως θέλουν, μια γυναίκα και κάτι ζώα της γειτονιάς: Γατιά, σκυλιά, κοτόπουλα… μπαίνουν, βγαίνουν ελεύτερα από την ξεχαρβαλωμένη ανοιχτή οξώπορτα, και ξεδιαλένε τα απομεινάρια… Η γυναίκα άμα είδε, πως η πόρτα δεν έκλεινε, την άφησε ανοιχτή και γύρισε μέσα, δεν ενδιαφέρθηκε να τη νοικοκυρέψει προτού νυχτώσει, ούτε την πρώτη βραδιά, ούτε τις επόμενες. Την αφήνει έτσι διάπλατα ανοιχτή. Και πάλι τις άλλες πόρτες παραμέσα, του κυρίως σπιτιού, τις κλείνει για το κρύο. Γιατί, αν και μόνη –απομονωμένο βρίσκεται το σπίτι σε αρκετή γύρω περιοχή- δε φοβάται απολύτως τίποτε. Τη ρωτάνε κάπου-κάπου, καθώς περνάει, οι παλιοί της γνώριμοι:
-Και δε φοβάσαι μόνη; Σ’ αυτό μάλιστα το σπίτι, που γίνηκαν κει μέσα τόσοι φόνοι! τόσες σφαγές! τόσα εγκλήματα! που χύθηκε τόσο αίμα!... Λένε πως το χυμένο αίμα αχνίζει και βογκάει, άμα είναι αίμα σκοτωμένου…
-Καθόλου δε φοβάμαι! Είναι τόσο ήμερο το σπίτι, σα να το κατοικούσαν άγγελοι πριν από μένα…

Έλλη Αλεξίου, «Υπολείμματα Επαγγέλματος», Καστανιώτης 1978

τα άτομα που προσαρμόζονται καλύτερα σ’ αυτές τις περιόδους είναι και τα πιο επικίνδυνα

Η βία και η επίκληση του φόνου βολεύονται μέσα στο τεράστιο κενό που υπάρχει στην καρδιά του μοντερνισμού και που μπορεί να δεχτεί καινούριες ουτοπίες*. Οι συγκινήσεις και οι φόβοι που προκαλούν οι εικόνες βίας και καταστροφής, μπορούν να βυθίσουν και πάλι την ανθρωπότητα σε μια περίοδο ταραχών όπου η λογική, η επιχειρηματολογία και η ισορροπία παραμερίζονται από την παρόξυνση των παθών. Τα άτομα που προσαρμόζονται καλύτερα σ’ αυτές τις περιόδους είναι και τα πιο επικίνδυνα. Οι νέες μορφές τρομοκρατίας μπορούν επομένως να ερμηνευτούν ως προειδοποίηση. Ο Φρόιντ ήταν πεπεισμένος ότι στην καρδιά του πολιτισμού υπήρχε κάτι που αψηφούσε κάθε βούληση και κάθε δυνατότητα μεταρρύθμισης. Ίσως είχε δίκιο. Αλλά οι μεγάλοι καλλιτέχνες πάντα πρότειναν μια άλλη απάντηση στο ιστορικό αίνιγμα, την οποία ο Μότσαρτ εξέφρασε απλά, λέγοντας ότι ο άνθρωπος βρίσκεται στη γη όχι για να παλινδρομεί, να επαναλαμβάνει ή να ντρέπεται για τα εγκλήματά του, αλλά «για να προχωράει πάντα πιο μακριά».

*Πρβλ. το σχόλιο του Νικολάι Μπερντιάεφ: «Δεν ξέραμε και πολλά για τις ουτοπίες και παραπονιόμαστε ασταμάτητα για την αδυναμία πραγμάτωσής τους. Αυτές όμως, αποδείχτηκαν πολύ πιο εφικτές απ’ ό,τι νομίζαμε. Τώρα, το θέμα που τίθεται είναι να αποφύγουμε την οριστική πραγμάτωσή τους. Οι ουτοπίες είναι πιο εφικτές απ’ ό,τι θα ήθελε μια πραγματική πολιτική, δηλαδή ο ορθολογικός υπολογισμός των ανθρώπων της εξουσίας.»

Thérèse Delpech, «Άγριος Αιώνας», Κασταλία 2007 (μετάφραση Ρίτα Κολαΐτη)

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

λίγο κράτησε ο Baradoz

Λίγο κράτησε η αθωότητα, τότε που η αγάπη δίχως όρια βασίλευε ανάμεσα σε όλα τα πλάσματα. Λίγο κράτησε ο Επίγειος Παράδεισος, που ήταν και Θαλάσσιος Παράδεισος, θαρρώ, τότε που τα πλοία ταξίδευαν με πρίμα τον άνεμο, δίχως να χρειάζονται καπετάνιους και χειρουργούς, και ο Αδάμ έφτανε να κάνει μια κίνηση και βίρα οι άγκυρες, και τα πανιά φούσκωναν και σαλπάραμε, κι ήταν σκέτη απόλαυση. Λίγο κράτησε ο Baradoz, τότε που δεν υπήρχε ούτε deiz ούτε noz. Κι ύστερα οι ναυτικοί άρχισαν να ιδρώνουν, να δέχονται διαταγές και βουρδουλιές. Ο λοστρόμος να κοιτάζει τ’ άστρα και να φοβάται. Οι τυφώνες να στροβιλίζονται και να κατεβαίνουν από τον ουρανό.
Η γάγγραινα των τυράννων εξαπλώθηκε, έφτασε μέχρι τη γέφυρα των καραβιών και τρύπωσε μέσα στα σπίτια στη στεριά.

Giuseppe Conte, «Σκλάβοι της Ελευθερίας», Πόλις 2010 (μετάφραση Δήμητρα Δότση)

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

η οργή της μουσικής

Και στο τέλος του πρώτου τραγουδιού η Τζες έβαλε το δάχτυλό της στο λαιμό και άρχισε να κάνει γκριμάτσες.
«Μα είναι τόσο λαπάς» είπε. «Είναι, ξέρω γω, ποιητής ή κάτι τέτοιο».
Αυτό το είπε ως προσβολή: σπαταλούσα το χρόνο μου με κάποια που θεωρούσε τους ποιητές κάτι σαν κολοβακτηρίδια.
«Εμένα δε με ενοχλεί» είπε ο Μάρτιν. «Δε θα σηκωνόμουν να φύγω αν έπαιζε σ’ ένα μπαράκι».
«Εγώ θα έφευγα» είπε η Τζες.
Αναρωτήθηκα αν ήταν δυνατόν να τους βαρέσω και τους δύο συγχρόνως, αλλά απέρριψα την ιδέα με το επιχείρημα ότι θα ήταν υπερβολικά γρήγορη η σφαλιάρα και δε θα τους πονούσε αρκετά. Εγώ θα ήθελα να συνεχίσω να τους κοπανάω κι αφού θα είχαν πέσει κάτω, κι αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να βαρέσω τον καθένα χωριστά. Είναι η οργή της μουσικής, η οποία θυμίζει την οργή της οδήγησης*, μόνο που είναι πιο δικαιολογημένη. Όταν σε πιάνει η οργή της οδήγησης, ένα κομμάτι του εαυτού σου ξέρει ότι φέρεσαι σαν καραγκιόζης, όταν όμως σε πιάνει η οργή της μουσικής, εκπληρώνεις το θέλημα του Κυρίου και ο Θεός τους θέλει αυτούς τους ανθρώπους πεθαμένους.
Και τότε συνέβη κάτι αλλόκοτο, αν μπορείς να ονομάσεις αλλόκοτη μια βαθιά ανταπόκριση στο Five Leaves Left.
«Μα καλά. Αυτιά δεν έχετε;» είπε ξαφνικά η Μορίν. «Δεν ακούτε πόσο δυστυχισμένος είναι και πόσο όμορφα είναι τα τραγούδια του;»

*Η οργή της οδήγησης (road rage) είναι η οργή που νιώθουν όσοι οδηγούν υπό δύσκολες συνθήκες και η οποία τους ωθεί σε βίαιη συμπεριφορά (Σ.τ.Μ.)

Nick Hornby, «Η Κάθοδος των Τεσσάρων», Πατάκης 2005 (μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου)

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

καλύτερη από το τίποτα

Θεωρώ τον αθεϊσμό ανοησία. Αυτοί που πιστεύουν στα σοβαρά ότι δεν υπάρχουν ανώτερες δυνάμεις από τους ίδιους δεν είναι εντελώς στα καλά τους. Το ανθρώπινο είδος παραπαίει τόσο αβοήθητο, ώστε δεν αντιλαμβανόμαστε πως είναι δυνατόν να πέσει κανείς θύμα μιας τέτοιας μεγαλομανίας. Οποιαδήποτε δεισιδαιμονία μού είναι προτιμότερη. Και είναι οπωσδήποτε καλύτερη από το τίποτα. Πριν βγείτε στη σκηνή καλό είναι να σας φτύσει κάποιος. Φτου φτου φτου! Λίγη μαγεία δεν βλάπτει! Ή, αν αυτό σας είναι δύσκολο, Γιοαχίμ, τότε θα έπρεπε τουλάχιστον να σταυροκοπιέστε ή να χτυπάτε ξύλο κάθε φορά που πρόκειται να εγκύψετε στη σκοτεινή επιστήμη σας.

Hans Magnus Enzensberger, «Η Ιωσηφίνα κι εγώ», Scripta 2008 (μετάφραση Σπύρος Μοσκόβου)

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

είμαι περικυκλωμένος

Δεν είναι το τέλος του κόσμου. Είναι το τέλος του κόσμου. Κανένα επιχείρημα, καμιά διδασκαλία δεν φέρνει αποτέλεσμα. Ήταν κάποτε –θυμάσαι;- ένας καιρός που δεν τη γνώριζες, τότε ζούσες χωρίς εκείνη. Και το μεγαλύτερο πένθος δεν έφερε ποτέ κανέναν πίσω. Σφίγγεις την καρδιά σου για το θάνατο μιας γυναίκας, ωστόσο χιλιάδες πεθαίνουν κάθε ώρα, κάθε λεπτό. Τι να κάνουμε. Είμαι εγωιστής, είμαι αδύναμος, έχω καρδιά μόνον για μία.
Η ζωή συνεχίζεται. Δεν συνεχίζεται. Καλά, καλά, το ξέρω, στο τέλος αυτό που θέλουμε, εμείς τα ζωντανά πλάσματα που ανασαίνουμε (είμαι ακόμη ένα από αυτά;) είναι η ζωή. Σε αυτό που πάνω από όλα θέλουμε να πιστεύουμε είναι η επίμονή και η ανθεκτικότητα της ζωής. Αντιμέτωποι με την επιλογή μεταξύ θανάτου και του πιο ελάχιστου υπαινιγμού ζωής, και από ποια ανοησία, και από ποιο ασήμαντο πράγμα δεν θα γραπωνόμασταν προκειμένου να διατηρήσουμε άσβεστη ετούτη την πίστη μας; Σ’ ένα φύλλο; Σ’ ένα μοναδικό μουσκεμένο, πράσινο φύλλο; Θα μας αρκούσε, σίγουρα. Από πού αρπάζονται οι ετοιμοθάνατοι τις τελευταίες τους στιγμές; Από την ηλιαχτίδα που γλιστράει από τις κουρτίνες, από τους ήχους ενός παιχνιδιού τένις, από το θόρυβο ενός παρισινού δρόμου;
Μα το Θεό, είμαι περικυκλωμένος από φύλλα!

Graham Swift, «Εσαεί», Εστία 1999 (μετάφραση Αλέξης Εμμανουήλ)

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

λυσσασμένο σκυλί

-Δε σε τάραξαν όλα αυτά;
-Ναι. Μου συνέβησαν δύο περίεργα πράγματα. Το πρώτο, είναι απίστευτη ιστορία: περπατούσα στην οδό Ντιντούς Μουράντ, την πρώην οδό ντ’ Ισλύ, όταν ανακάλυψα ότι ένας κινηματογράφος, που ξεχνάω τα’ όνομά του, έγινε ταινιοθήκη. Φωτογράφισα την πρόσοψη για τον Πάκο, ξέροντας πόσο θα χαιρόταν βλέποντας ότι έπαιζε το Λυσσασμένο Σκυλί του Κουροσάβα, έπειτα μπήκα για να δω αυτό, το άγνωστο σε μένα, φιλμ νουάρ. Η αίθουσα ήταν σχεδόν άδεια. Αναστατώθηκα από τους ήρωες της ταινίας, ένα δίδυμο μπάτσων, ενός νέου κι ενός πιο ηλικιωμένου, που μου θύμισαν τον Πάκο και τον μπαμπά… Δυο σειρές μπροστά μου, καθόταν ένας τύπος. Μετά από κάμποση ώρα, άρχισε να με εκνευρίζει γιατί κουνιόταν ασταμάτητα στο κάθισμά του. Όταν σηκώθηκα για ν’ αλλάξω θέση είδα ότι αυνανιζόταν! Κι όμως, στην οθόνη δεν προβαλλόταν τίποτα το διεγερτικό, ίχνος γυμνού, γυναικείου ή αντρικού, ίχνος αισθησιασμού. Μόνο η μιζέρια και η απελπισία των εξαθλιωμένων του Τόκιο…
-Και τι συμπεραίνεις απ’ αυτό;
-Ότι το μόνο που του απέμεινε ήταν το σκοτάδι για τις φαντασιώσεις του.
-Είπες δυο πράγματα, ποιο είναι το δεύτερο;

Maurice Attia, «Παρίσι Μπλουζ», Πόλις 2010 (μετάφραση Ρίτα Κολαΐτη)

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

el sueño

Περπάταγα στην αμμουδιά
κι αποφάσισα να σ’ αφήσω.

Πατούσα μια μαύρη λάσπη
που τρεμούλιαζε,
κι όπως βούλιαζα και ξανάβγαινα
πήρα την απόφαση να φύγεις
από μέσα μου, με βάραινες
σαν πέτρα κοφτερή,
και σχεδίασα το χαμό σου
βήμα βήμα:
θα έκοβα τις ρίζες σου,
θα σ’ αμόλαγα στον άνεμο μόνη.

Αχ εκείνο το λεπτό
καρδιά μου, ένα όνειρο
με τα τρομερά φτερά του
σε σκέπαζε.

Ένιωθες να σε καταπίνει η λάσπη,
και με φώναξες κι εγώ δεν ερχόμουν,
και χανόσουν, ακίνητη,
ανυπεράσπιστη
μέχρι που πνίγηκες μέσα στο στόμα της άμμου.

Έπειτα η απόφασή μου συνάντησε το όνειρό σου,
κι από το χωρισμό
που μας έσκιζε την ψυχή,
αναδυθήκαμε καθαροί ξανά, γυμνοί,
αγαπώντας ο ένας τον άλλον δίχως όνειρο,
δίχως άμμο,
ακέραιοι και ακτινοβολώντας,
σημαδεμένοι από τη φωτιά.

Pablo Neruda, «Ερωτικά ποιήματα», Πατάκης 2009 (απόδοση Αγαθή Δημητρούκα)

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

μια τέτοια αμοιβαία εξαπάτηση

Οι ερωτευμένοι υπογράφουν με το αίμα τους το ακόλουθο ελλειπτικό συμβόλαιο: «Εσύ θα υποκριθείς ότι εγώ είμαι ότι πιο σημαντικό για σένα, το κέντρο του κόσμου σου, κι εγώ ότι είσαι το κέντρου του δικού μου. Έτσι θα ξεχάσουμε ότι, μόλις βγήκαμε απ’ τα παιδικά μας χρόνια, ήμαστε αθεράπευτα μόνοι, καθένας περιορισμένος στον κύκλο του δικού του κόσμου… Εσύ θα υποκριθείς ότι εγώ είμαι για σένα κάτι μοναδικό και αναντικατάστατο, ότι είσαι μαζί μου ακριβώς επειδή εγώ είμαι εγώ, ενώ στην πραγματικότητα, η βαθύτερη ταυτότητά μου σου είναι άγνωστη και απροσπέλαστη, κι εγώ δεν είμαι τίποτα παραπάνω από έναν από τους εκατοντάδες ηθοποιούς που θα μπορούσαν να σου παίξουν τον ίδιο ρόλο. Σε αντάλλαγμα, εγώ θα υποκριθώ ότι εσύ είσαι για μένα κάτι μοναδικό και αναντικατάστατο (κάτι που δε θα μου είναι διόλου δύσκολο, από τη στιγμή που θα με κάνεις να πιστέψω ότι είμαι μαζί σου ακριβώς επειδή εσύ είσαι εσύ…»
Από την άλλη, μια τέτοια αμοιβαία εξαπάτηση είναι νοητή μόνο στα πλαίσια μιας μυθολογίας βαθιά εδραιωμένης. Κατά τον ίδιο τρόπο που η θρησκεία είναι μια μορφή έρωτα (προς τον θεοποιημένο πατέρα, δηλαδή προς την αρχή της εξουσίας), έτσι και η αγάπη είναι μια μορφή θρησκείας, η μυθική απόκριση στον απροσπέλαστο και άγνωστο χαρακτήρα της ετερότητας. Αν η θρησκεία είναι μια μυθολογία προορισμένη να εξορκίζει το φόβο της μοναξιάς, κι έτσι σας αποτρέπει απ’ το να έρθετε απευθείας αντιμέτωποι με το πρόβλημα, και ευνοεί τη διαιώνιση μιας κοινωνίας εξατομικευμένης (ή, ακόμα χειρότερο, μοριοποιημένης) και αναλληλέγγυης, βασική αιτία της απόλυτης μοναξιάς μέσα στην οποία ζείτε.

Carlo Frabetti, «Το βιβλίο κόλαση», Opera 2003 (μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης)

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

ο κατήγορος της δημιουργίας

Όταν ο ολιγόπιστος γέρο Καντ ύψωσε τα μάτια του στον έναστρο ουρανό και είπε ότι εκεί επάνω είδε την απόδειξη του Ηθικού Νόμου, ή όταν εκείνος ο άλλος ολιγόπιστος αππό την ανάποδη, κοιτάζοντας τον ίδιο ουρανό τρομοκρατήθηκε από εκείνα τα κενά διαστήματα που τον αγνοούσαν, δεν έκαναν άλλο από το να λένε το ίδιο πράγμα με διαφορετική ψυχική διάθεση ή ίσως απλώς με διαφορετικές λέξεις. Τίποτα από όλα αυτά δεν είμαι εγώ: αυτό αισθάνονταν. Τι σχέση έχει η ανθρώπινη ηθική με το δρόμο που ακολουθούν τα αστέρια, τι το καλό ή το φαύλο υπάρχει στη γέννηση των κόσμων ή στην καταστροφή τους; Τι το τρομακτικό μπορεί να υπάρχει, εκτός κι αν ένας αριθμός έχει από μόνος του κάτι το μοχθηρό, σε εκατό χιλιάδες εκατομμύρια άστρα που περιστρέφονται στο κενό προς την αδιάφορη αιωνιότητα; Πώς να μη σκεφτεί κανείς ότι ο άνθρωπος ήταν το μοναδικό αληθινά ξένο πράγμα προς τη φύση, ένα κομμάτι που δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί σε αυτήν, το απρόβλεπτο αποτέλεσμα μιας τάξης που κάποτε αρκέστηκε απόλυτα στον εαυτό της και που, στην πραγματικότητα, αν εξαιρέσουμε τη συνείδησή μας, τα ερωτήματά μας, τα αισθήματά μας, εξακολουθούσε να αρκείται στον εαυτό της. Αν ήταν αυτό, αν ήταν αυτή η παγωμένη και απάνθρωπη τάξη που με απέκλειε από αυτό που ο Βαν Χούτεν αποκαλούσε δημιουργία του Θεού, τότε αποδεικνυόταν αρκετά σαφής η βιβλική παραβολή του δέντρου της γνώσης. Είπε επρόκειτο για μήλο είτε όχι, το φρούτο του παραδεισένιου δέντρου διέφθειρε τη δημιουργία. Δεν διέφθειρε τον άνθρωπο: τον δημιούργησε. Με την πρώτη απορία που δημιουργήθηκε στο πιθηκίσιο μυαλό ενός ανθρωποειδούς που αναζητούσε στα τέσσερα σαλιγκάρια ή ρίζες ή έναν θεό, εμφανίστηκε πάνω στη γη η αταξία, το απρόβλεπτο και πλέον χωρίς καμιά ελπίδα να διορθωθεί. Αυτός ο καταρράκτης, αυτά τα δέντρα, αυτά τα πουλιά τα φοβισμένα στον ύπνο τους, αυτά τα ατάραχα αστέρια, δεν έθεταν ερωτήματα πάνω στο πεπρωμένο τους ούτε αναζητούσαν αλήθειες, έτσι ήταν, τελεία και παύλα, όπως ισχυριζόταν ο αρχαιολόγος όταν μιλούσε για το Θεό του. Η ευφυΐα είναι ο αντίπαλος και ο κατήγορος της δημιουργίας. Είναι η αμαρτία: είναι ο Σατανάς. Ο Παράδεισος δεν ήταν ένας χαμένος κήπος σε κάποια μεριά της Γης, αλλά η Γη ολόκληρη, και, παρόλο που κατοικούμε σε αυτήν, από τη Γη εκδιωχθήκαμε.

Abelardo Castillo, «Το κατά Βαν Χούτεν Ευαγγέλιο», Καστανιώτης 2005 (μετάφραση Αγγελική Αλεξοπούλου)

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

δεν αντιλαμβάνονται τι ακριβώς μεταδίδουν

«Μη συγχέεις τον συγγραφέα με τα πρόσωπά του» αποκρίθηκες εσύ. «Εγώ δεν πιστεύω σε τίποτα. Σημασία έχει ότι αυτοί πιστεύουν».
«Η Israfel Society είναι μια οργάνωση δολοφόνων που διοικείται από κακά πνεύματα;»
«Η Israfel Society πιθανόν δεν δολοφόνησε ποτέ κανέναν. Γι’ αυτό απέτυχε και σ’ αυτή την πρώτη της απόπειρα. Υποπτεύομαι ότι είναι μια από τις πολλές οργανώσεις, με αντιπροσώπους σε όλον τον κόσμο, που είναι σε κατάσταση συναγερμού για να μην βρεθούν τυχαία οι γνωστικοί κώδικες από κάποιον που δεν τους καταλαβαίνει. Ή επαγρυπνούν για εμφανίσεις νέων μυστικών μηνυμάτων στο έργο συγγραφέων που, πολλές φορές, δεν αντιλαμβάνονται τι ακριβώς μεταδίδουν, όταν γράφουν για να θυμηθούν κάτι που ποτέ δεν το έζησαν. Όλες οι οργανώσεις αποτελούν μέρος ενός συστήματος συναγερμού που δημιουργήθηκε, αν δεν κάνω λάθος, πριν από ακριβώς τετρακόσια χρόνια, σε μια σύνοδο των γνωστικών ρευμάτων που συνήλθε στην Πράγα, στη βιβλιοθήκη του βασιλιά της Βοημίας. Μάλλον συγκλήθηκε από έναν άνθρωπο ονόματι Τζων Ντη. Και θα μπορούσε να ονομαστεί "επιχείρηση Αιώνιος Ουραγκοτάγκος"».
«Βρε Χόρχε!»

Luis Fernando Verissimo, «Ο Μπόρχες και οι Αιώνιοι Ουραγκοτάγκοι», Άγρα 2007

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

αυτό που νιώθουμε όταν πεινάμε

Γι’ αυτό, εκείνο το ίδιο βράδυ, η νεκρική καμπάνα του χωριού μου φάνηκε φορτωμένη, όχι από απελπισία, μα από μια ευθυμία ανάλαφρη και τρυφερή. Εκείνη που σήμαινε τις κηδείες και τα βαφτίσια, σήμαινε για μια ακόμη φορά το πέρασμα απ’ τη μια γεννεά στην άλλη. Και δεν ένιωθες παρά μια απέραντη χαρά ακούγοντας να ψέλνονται αυτά τα αρραβωνιάσματα μιας φτωχής γριούλας με τη γη.
Αυτό που μεταδινόταν έτσι από γεννιά σε γεννιά, με την αργή πρόοδο μιας ανάπτυξης δέντρου, ήταν η ζωή μα ήταν κι’ η συνείδηση. Τι μυστηριώδης άνοδος! Ξεκινάμε από μια λυωμένη λάβα, από μιαν αστρική ζύμη, από ένα ζωντανό κύτταρο που βλάστησε από θαύμα και, σιγά σιγά, υψωνόμαστε μέχρι το σημείο να γράφουμε καντάτες και να ζυγίζουμε γαλαξίες.
Η μάνα δεν είχε μεταδώσει μόνο τη ζωή: είχε διδάξει στους γιους της μια γλώσσα, τους είχε εμπιστευτεί το φορτίο που συγκέντρωνε αιώνες, την πνευματική πατρογονική κληρονομιά που η ίδια είχε πάρει σαν παρακαταθήκη, αυτό το μικρό κλήρο από παραδόσεις, από αρχές και μύθους που αποτελεί τη διαφορά που χωρίζει τον Νεύτωνα ή τον Σαίξπηρ απ’ το κτήνος των σπηλαίων.
Αυτό που νιώθουμε όταν πεινάμε, μ’ αυτή των πείνα που ωθούσε τους στρατιώτες της Ισπανίας, κάτω απ’ τις ριπές, προς το μάθημα της βοτανικής, που ώθησε τον Μερμόζ προς τον Νότιο Ατλαντικό, που ωθεί τον άλλο προς το ποίημα του, σημαίνει πως η γένεση δεν συμπληρώθηκε ακόμη και πως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τους εαυτούς μας και το σύμπαν. Μας χρειάζεται να στήσουμε γέφυρες μέσα στη νύχτα. Οι μόνοι που το αγνοούν είναι εκείνοι που μετατρέπουν τη σύνεσή τους σε μια αδιαφορία που θεωρούν εγωϊστική, όμως όλα διαψεύδουν αυτή τη σύνεση! Συνάδελφοι, συνάδελφοί μου, σας έχω μάρτυρες: πότε νοιώσαμε ευτυχισμένοι;

Antoine de Saint-Exupéry, «Γη των Ανθρώπων», Λυχνάρι 1976 (μετάφραση Αλίκη Βρανά)

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

madrid

είναι εύκολο να γίνει κανείς εγωιστής;

Κάποτε, σε μια χαλαρή συζήτηση που είχαμε αρχίσει για τους αναρχικούς, μνημόνευσα τον θεωρητικό τους πρόδρομο, τον Μαξ Στίρνερ, που δίδασκε ότι ιδεώδης κοινωνία είναι η κοινωνία των εγωιστών. «Κι αν υποτεθεί ότι έχει ως ένα βαθμό δίκιο, είναι εύκολο να γίνει κανείς εγωιστής;», αναρωτήθηκε ο Καραμανλής. Τυχαία έπεσα αργότερα σε μια σκέψη της Σιμόν Βέιλ: «Ο άνθρωπος θα ήθελε να είναι εγωιστής και δεν το μπορεί. Αυτό είναι το πιο χτυπητό χαρακτηριστικό της δυστυχίας του και η πηγή του μεγαλείου του». Του διάβασα την περικοπή θυμίζοντάς του την παλιά συζήτησή μας. «Βρίσκεσθε στο ίδιο κλίμα» -του είπα μισοαστεία-μισοσοβαρά- «με την ιδιόρρυθμη Γαλλίδα φιλόσοφο, ηρωική κοινωνική ακτιβίστρια, μαχήτρια της γκωλικής Αντίστασης και ριζοσπαστική ερμηνεύτρια, παρά την εβραϊκή της καταγωγή, της χριστιανικής δογματικής!...».
Γέλασε. Όταν του πρόσθεσα ότι ένα από τα σπουδαία έργα της είναι για τις χριστιανικές ιδέες στην πλατωνική φιλοσοφία, μου είπε σοβαρά: «Αυτό πραγματικά θα ήθελα να το διαβάσω. Αν βρω καιρό…».

Τάκης Λαμπρίας, «Καραμανλής ο Φίλος», Ποταμός 1998

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

ήταν στοιχηματζής γεννημένος

-Και ο Χέμινγουεϊ; Ήξερε από κοκόρια;
-Προφανώς ήξερε… Εγώ τον έμαθα, διαβεβαίωσε ο Τορίμπιο και προσπάθησε να βολέψει το σκελετό του στην πολυθρόνα. Για να καταλάβεις αν ήξερε, όταν έφυγε από την Κούβα για να πάει να σκοτωθεί, μου είπε πως όταν τελείωνε το βιβλίο για τους ταυρομάχους θα έγραφε ένα για τους κοκοράδες. Εγώ θα ήμουν ο πρωταγωνιστής και εκείνος θα διηγιόταν τις ιστορίες των καλύτερων κοκοριών μου.
-Θα ήταν καλό βιβλίο.
-Καλό βιβλίο, προφανώς, διαβεβαίωσε ο γέρος.
-Κι εκείνος, πόνταρε γερά;
-Ναι, γερά, ήταν στοιχηματζής γεννημένος. Στα άλογα, στα κοκόρια… και είχε τύχη ο παλιοκερατάς, σχεδόν πάντα κέρδιζε. Όμως, αφού είχε κερδίσει, μεθοκοπούσε και μερικές φορές σπαταλούσε και χάριζε όλα τα κέρδη του. Δεν τον ενδιέφερε το χρήμα, εκείνο που του άρεσε ήταν ο αγώνας. Είχε μανία με τις κοκορομαχίες και με το θάρρος των κοκοριών. Τον ενθουσίαζε να βλέπει έναν κόκορα να έχει μείνει τυφλός από τις σπιρουνιές και να συνεχίζει να παλεύει χωρίς να βλέπει τον αντίπαλο. Αυτό τον ξετρέλαινε.
-Παράξενος τύπος, έτσι;
-Καργιόλης, σου το είπα ήδη. Για μένα, είχε το δαίμονα μέσα του. Γι’ αυτό έπινε τόσο… για να καλμάρει το δαίμονα.

Leonardo Padura, «Αντίος, Χέμινγουεϊ», Καστανιώτης 2007 (μετάφραση Κώστας Αθανασίου)

lisboa