Τρίτη 30 Μαΐου 2023

σαν να έχεις ξεβραστεί σε μια ακτή

Πιστεύω πως η στιγμή που ξεκινά η μέση ηλικία μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς. Είναι η στιγμή που εξετάζεις τη ζωή σου και, αντί να βλέπεις ένα πεδίο δυνατοτήτων ν' ανοίγεται, τη σφαίρα των προοπτικών σου να μεγαλώνει, αισθάνεσαι σαν να ξύπνησες από ύπνο βαθύ, ή σαν να έχεις ξεβραστεί σε μια ακτή και ν' αποκτάς ξάφνου συναίσθηση του περίγυρου. Ώστε εδώ βρίσκομαι, λες. Αυτό έχω γίνει. Συνειδητοποιείς για πρώτη φορά πως η -σωματική, διανοητική, κοινωνική, οικονομική- κατάστασή σου δεν είναι πλέον απολύτως στο χέρι σου. Πως ό,τι έχει συμβεί μέχρι τώρα θα καθορίσει εν πολλοίς το υπόλοιπο της ιστορίας. Όσα έχεις κάνει δεν ξεγίνονται, και πολλά απ' όσα έχεις αναβάλει "για αργότερα" δεν θα γίνουν ποτέ. Με λίγα λόγια, ο χρόνος σου δεν είναι απλώς πεπερασμένος, αλλά φθίνει κιόλας. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, ό,τι κι αν κάνεις, όση χαρά η συγκίνηση κι αν νιώσεις, όσα ρίγη ηδονής κι αν αισθανθείς, δεν πρόκειται να απαλλαγείς ποτέ από τη σχεδόν ανεπαίσθητη εντύπωση πως πορεύεσαι σε μια ελαφρώς κατηφορική πλαγιά προς το σκοτάδι. 

Hari Kunzru, "Κρέας για τους Λύκους". Δώμα 2023 (μετάφραση Δέσποινα Κανελλοπούλου) 

Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

πυκνή αλλά αθέατη

Μερικές φορές ονειρευόταν τον Μίλτον· ονειρευόταν ότι έκανε μακροσκελείς συζητήσεις με τον ξάδερφό του, αλλά δεν μπορούσε ποτέ να θυμηθεί τα λόγια του το επόμενο πρωί. Μερικές φορές ονειρευόταν επίσης τη στοιχειωμένη έπαυλη και τη συκιά που φύτρωνε στις όχθες του ποταμού· ονειρευόταν ότι οι κυματιστές ρίζες του δέντρου άνοιγαν σαν πλοκάμια αποκαλύπτοντας στο κέντρο τους μια έπαυλη ολόιδια με την πραγματική, το ίδιο σάπια και ερειπωμένη αλλά πολύ μικρότερη, σαν κουκλόσπιτο, όπου χτυπούσε η αιμάσσουσα καρδιά της Κοντέσας. 
Η αλήθεια ήταν πως, αν ήταν στο χέρι του, ποτέ δεν θα πήγαινε να γίνεται λιώμα στην είσοδο εκείνου του εγκαταλειμμένου κωλόσπιτου. Κι όχι επειδή φοβόταν· ήξερε ότι όλες αυτές οι ιστορίες που αράδιαζαν ήτανε παραμύθια, κι ότι ο μόνος κίνδυνος που παραμόνευε ανάμεσα στα σάπια ερείπια ήταν οι μαύρες χήρες που έπλεκαν τον ιστό τους στις πιο σκοτεινές γωνιές του. το θέμα ήταν η αύρα, η δόνηση που ένιωθε γύρω από τα ερείπια, το αγχωτικό εκείνο συναίσθημα που κατακυρίευε το σώμα του κάθε φορά που καθόταν στα πέτρινα σκαλοπάτια, και το πόσο στ' αλήθεια καταθλιπτικό ήταν να βρίσκεται εκεί και να πίνει παρέα με τον ηλίθιο χοντρό, ενώ γύρω τους έπεφτε η βροχή, πυκνή αλλά αθέατη, στις κορυφές των δέντρων που αιωρούνταν από πάνω τους, ένας φυτικός θόλος που παγίδευε της υγρασία και τους έκοβε τη θέα στο ποτάμι, τον ουρανό και τα φώτα του Προγκρέσο στην αντίπερα όχθη. 

Fernanda Melchor, "Παραντάις", Δώμα 2023 (μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου)