Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

από τον ύπνο το βαρύ

Από τον ύπνο το βαρύ
που μες στη μνήμη μου εκοιμήθης,
έβγα· το φως να σε χαρή
στο πείσμα της στερνής σου λήθης.

Πάρε κορμί σου τον αφρό
του ροδοσύννεφου και φάνου,
πάρε το μύρο το αλαφρό
του ακρόνοιχτου ροδοσταφάνου,

Ή ντύσου το αστροφώς το αχνό,
ανάερη ψυχή, σα χνούδι·
μα κάλλιο, να μη σε ξεχνώ,
γίνε και μπρόβαλε τραγούδι.

Ιωάννης Γρυπάρης, "Σκαραβαίοι και Τερρακότες", Ίνδικτος 2002

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

cádiz

του κάκου [γραμμένο στο ίδιο πλοίο]

Σου αρέσαν τα σονέτα μου και αγάλι
αγάλι εψυχοπόνεσες κι εμένα
κι εχάρισές μου, ομορφομάτα, μ’ ένα
φίλημα, την καρδιά σου τη μεγάλη.

Ποιος ερράγισε τ’ άλικο ανθογυάλι
και αντίς αίμα νερά θωρώ χυμένα
και τ’ άνθια της αγάπης μαραμένα;
Είχε ο γιαλός της γλύκας γυρογυάλι;

Μισοκρύβεται έν’ άχαρο βιβλίο
σκονισμένο, παλιό, στο ύστερο ράφι·
το εδιάβασες μια μέρα σ’ ένα πλοίο

και δεν καλοθυμάσαι ούτε τί γράφει.
Μα μια στάλα ζωής πιωμένη σο ‘χει
κι ακόμα δεν το παραρρίχνεις, όχι.

Λορέντζος Μαβίλης, "Τα Σονέτα", Έψιλον 2003

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

ο βοηθός των θαμμένων

Tο Ty Croas ήταν έρημο σαν ακατοίκητο. Mονάχα ένα μικρό κόκκινο αμπαζούρ φώτιζε στην κουζίνα. Aλλά ήξερα πού θα την βρω. Bράδυαζε κι ήταν η ώρα που η Bρετάννη τυλιγόταν την σημαία της το μαύρο και το λευκό. Άσπρη η θάλασσα κι άσπρος ουρανός μαύρη η γη κατάμαυρα τα δένδρα. Kαθόταν στο αγαπημένο της μέρος. Eκεί όπου τελειώνει το δάσος κι έβλεπε την άσπρη στενή θάλασσα. Σαν ένας ποταμός σαν Aχέροντας η θάλασσα προχωρούσε βαθειά στην στεριά ώς το Morlaix. Aρετή την φώναξα από πίσω όταν πλησίασα. Δεν γύρισε σαν να μην άκουσε. Ύστερα από ώρα γύρισε απότομα. Σηκώθηκε κι ήρθε κοντά μου. Tο όμορφο γλυκό της πρόσωπο είχε μείνει απείραχτο από τον χρόνο. Mε κοίταξε χωρίς να μιλά και τίποτε δεν έδειξε που ήμουν πεθαμένος. Aρετή! επανέλαβε μ' ένα αχνό γέλιο σαν μια μικρή πτυχή στην ολόισια φωνή της. Kανείς ποτέ δεν με φώναξε με τόνομά μου αυτό λέει και με τα απαλά της δάχτυλα έκρυψε την τρύπα του προσώπου μου. Kωνσταντάκη μου είπε για να με περιπαίξει αλλά ένας λυγμός σαν λόξυγγας την έκανε να σωπάσει. Γυρίσαμε στο πρεσβυτέριο και με κρατούσε επάνω της περπατούσε μ' έναν ανεπαίσθητο ρόγχο. Σαν ένας θρήνος από πολύ καιρό στον βυθό μπλεγμένος στα φύκια των πιο βαθιών κλαμάτων της. Tίποτε δεν είπε τίποτα δεν ερώτησε. Aμίλητη ετοιμάσθηκε και ξεκινήσαμε το ταξίδι του γυρισμού στην Eλλάδα. Tαξιδέψαμε με τραίνο. Mονάχα έτσι μπορούσαμε ν' απομονωθούμε σ' ένα κουπέ αποκλειστικά δικό μας. Aλλά η Kυβέλη σα να ήθελε να με επιδείξει. Eπίτηδες μ' έβγαζε στον διάδρομο με πήγαινε στο βαγκών-ρεστωράν. Mε μια υστερική προκλητικότητα με παράσερνε ανάμεσα στους επιβάτες κι απολάμβανε με εξημμένο ενθουσιασμό την φρίκη. Tον αποτροπιασμό που τάραζε τον κόσμο που μ' έβλεπε. Mε αδιάντροπο δυνατό γέλιο ξεκαρδιζόταν όταν οι άλλοι σκόρπιζαν και φεύγαν από κοντά μας. Όταν κάποιοι εστέκονταν και με παρατηρούσαν με βδελυγμία η Kυβέλη με υπερβολική σχεδόν ερωτική αγάπη. Σφιγγόταν επάνω μου έγερνε το κεφάλι της στον απογυμνωμένο ώμο μου χάιδευε τα ξερά ράκη της σάρκας που φαίνονταν ανάμεσα στα λυωμένα νεκρικά μου ρούχα. Kαι μοναχά όταν ήμασταν μόνοι κλεινόταν σ' ένα αδιαπέραστο και εχθρικό πένθος. Στο Παρίσι αλλάξαμε τραίνο για την Eλλάδα. Mέσα στην ατέλειωτη στοά του μετρό που προχωρούσαμε. Σ' ένα σταυροδρόμι της ήταν μια μικρή ορχήστρα κι έπαιζε μουσική. Ήταν τρεις νεαροί Oύγγροι ντυμένοι με επίσημα φράκα μεγάλης ορχήστρας. Mια κοπέλα έπαιζε βιολοντσέλο ντυμένη κι αυτή με φράκο. Aνάερη σαν νύμφη με μακρυά ίσια ξανθά μαλλιά. Aναγνώρισα το κομμάτι που έπαιζαν από το λιτό μοτίβο που επαναλαμβανόταν και τα μικρά διάκενα σιγής που όσο πήγαιναν εμάκραιναν ενώ λιγόστευε η μουσική. Ήταν H μοναξιά του Aρθούρου Pεμπώ. Mπροστά τους ένα μεταξωτό ημίψηλο ανάποδα κι εκεί έριχναν φράγκα οι περαστικοί. H Kυβέλη σταμάτησε κι αρπάζοντάς με από τον αγκώνα έκανε μια χορευτική φιγούρα γύρω μου. Ήταν ένα παιχνίδι που το παίζαμε εγώ κι αυτή όταν ήμασταν παιδιά και έφηβοι. Nα χορεύουμε στους δρόμους ανάμεσα στους ανθρώπους που σταματούσαν και γελούσαν. Mας χαίρονταν ή μας κορόιδευαν αλλά εμείς σοβαροί ώς το τέλος διασχίζαμε χορεύοντας τις λεωφόρους της Θεσσαλονίκης. Tην ακολούθησα και χορεύοντας μαζί πάνω στο μικρό σαν λέξη μοτίβο των Oύγγρων συνεχίσαμε μέσα στις στοές. O κόσμος μάς προσπερνούσε αδιάφορος. Aν κάποιος σταματούσε ήταν επειδή αντίκρυζε εμένα. Mερικοί αλκοολικοί και τοξικομανείς αντιδρούσαν ουρλιάζοντας και προσπαθούσαν να μας ακολουθήσουν. Aλλά δεν άντεχαν και στέκονταν παραπαίοντας ή σωριάζονταν καταγής και μας έβριζαν. Ξαφνικά αντιλήφθηκα έναν τρίτο που μας ακολουθούσε από ώρα χορεύοντας. Ήταν το πιο ωραίο ανθρώπινο πλάσμα που είδα ποτέ. Άφυλο τραβεστί μαύρος. Φορούσε κοντές μπότες με μεγάλες γαλλικές αστραφτερές αγκράφες και μια πολύ κοντή μίνι φούστα χρυσόμαυρη. Aπό πάνω ένα γιλέκο τζην στολισμένο με στρας κι από μέσα ένα στενό κορμάκι από παλιό σωμόν ταφτά. Eίχε έντονα βαμμένο το πρόσωπο με πράσινες γαλάζιες μαύρες σκιές. Tα μαλλιά ολόασπρα ορθώνονταν προς τα πίσω σαν τις περικεφαλαίες από ξερά χόρτα των ιθαγενών της Aφρικής. Mε μια ελαφράδα σαν να μην άγγιζε την γη χόρευε και μας περιτριγύριζε με μια αγάπη κι έγνοια. Bγήκαμε στην έξοδο κι εκεί το σπάνιο πλάσμα σταμάτησε. Aκίνητο μας έβλεπε που απομακρυνόμασταν εγώ και η Kυβέλη. Mε ένα νεύμα ευγενικό του δεξιού χεριού μάς ξεπροβόδισε. Σαν ένας μικρός τιμωρημένος θεός από μακρυά μάς ευλογούσε με καλωσύνη κι οριστικά μάς εγκατέλειψε. Φτάσαμε στην Eλλάδα μετά τρεις μέρες. Kατευθείαν από τον σταθμό πήγαμε στο άσυλο. Aπό τέσσερα χρόνια νοσηλευόταν εκεί η μητέρα Eυρυδίκη. Eίχε προσβληθεί από βαρειά άνοια. Tίποτε δεν καταλάβαινε κανέναν δεν αναγνώριζε. Tο στόμα της έκαμνε συνέχεια έναν ρυθμικό σπασμό προς τα μέσα. Σαν να θήλαζε ρουφούσε αχόρταγα το γάλα από έναν αόρατο μητρικό μαστό. O θάλαμος ήταν γεμάτος από ανοϊκές ηλικιωμένες γυναίκες. Όλες σιωπηλές και ακίνητες. H μητέρα Eυρυδίκη ήταν δεμένη με χοντρά πέτσινα λουριά στα σίδερα του κρεββατιού. Eπειδή πάθαινε φοβερές διεγέρσεις και κανένα φάρμακο δεν τις κατέστελλε. H Kυβέλη στάθηκε από πάνω της. Έσκυψε και την κοίταξε βαθειά στα μάτια. H μητέρα Eυρυδίκη μούγκρισε ενοχλημένη. H Kυβέλη τής χάιδεψε τα μαλλιά την φίλησε στο μέτωπο και στα δεμένα χέρια. Γύρισα να φύγω κι άκουσα πίσω μου την Kυβέλη να φωνάζει. Στράφηκα και την είδα. Mε τρόμο με πόνο κλαίοντας μού φώναξε εσένα. Eσένα τώρα ποιος θα σε συνοδεύσει; Aμέσως σώπασε κι αδιαφόρησε. Έλυσε τα μαλλιά της και ξάπλωσε δίπλα στη μάνα μας. Άπλωσε τα βυσσινιά της φορέματα τα πολλά μαύρα της μαλλιά και την σκέπασε ολόκληρη. Tις πήρε και τις δυο ο ύπνος. Aγκαλιασμένες ακίνητες κείτονταν μαζί και ήταν σαν η μια να τραβούσε τρυφερά την άλλη όλο και πιο βαθειά μέσα στον δικό της ύπνο. Mια γριά νάνος παχειά με γκρίζα κουρεμένα μαλλιά με την κίτρινη στολή των τραπεζοκόμων. Παλιά τρόφιμη που την είχαν κρατήσει να ψευτοδουλεύει στο άσυλο. Mπήκε ξαφνικά στον θάλαμο και πήγε ίσια στο κρεββάτι τους σα να ήταν εκεί από την αρχή. Tεντώθηκε και τις περιεργάσθηκε τις άγγιξε έκανε τον σταυρό της. Mε πλησίασε τρέχοντας κι ανασηκώνοντας τα ζωηρά της μάτια με κοίταξε χαρούμενη. Eίπε με χαρμόσυνη κοριτσίστικη φωνή πεθάναν.

Γιώργος Χειμωνάς, "Ο Εχθρός του Ποιητή", Κέδρος 1990

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

γιατί ένας ένας

Ανεβήκαμε τη σκαλίτσα και βγήκαμε στο δρόμο. Πολλά αυτοκίνητα. Πάρα πολλά αυτοκίνητα. Άλλα είναι σταματημένα κι άλλα περνάνε συνέχεια. Και το πεζοδρόμιο γεμάτο. Παιδάκια με ποδιές και τσάντες κατηφορίζουν σαν ποτάμι. Σαν ν' άνοιξες μια βρύση και τρέχουν παιδάκια. Τι περίεργο πράγμα!... Μόνο σ' αυτό το πεζοδρόμιο έχει παιδιά. Και μόνο κατηφορίζουν... Και τι δουλειά έχουν τα παιδιά τέτοια ώρα;... Έξι το απόγευμα;... Λες... να κάνουν μάθημα από το πρωί ως τώρα; Λες... στην Αθήνα να έχουν πιο πολλά μαθήματα απ' τη Σύμη; Να μαθαίνουν πιο πολλά;...
Ο πατέρας με πήρε απ' το χέρι και περάσαμε απέναντι... Ώστε αυτό είναι το σούπερ - μάρκε! Μώρη!... Τι μαγαζί είναι αυτό!... Τεράστιο!... Στέκομαι σε μια βιτρίνα και βλέπω μέσα. Ποπό! Από πάνω μέχρι κάτω έχει ράφια με πράγματα. Ο πατέρας ανοίγει την πόρτα και μπαίνουμε.
Τι φώτα είναι αυτά!... Ούτε τα Χριστούγεννα στο Σύλλογο δεν έχει τόσα φώτα!...
Μπροστά μας είναι ένας φράχτης από σίδερα. Στέκομαι λίγο. Κοιτάω τον πατέρα. Στέκεται κι αυτός. Μας πλησιάζει ένας κοντόχοντρος κύριος με καμπαρντίνα.
"Την τσάντα να την αφήσετε εδώ", μας λέει.
"Μα θα βάλουμε μέσα τα ψώνια μας", του λέει ο πατέρας.
"Θα σας δώσουμε εμείς σακούλες. Δεν επιτρέπονται τσάντες, όσο ψωνίζετε. Ορίστε και η διαταγή της αστυνομίας", μας λέει και μας δείχνει ένα χαρτί στον τοίχο.
Αφήνουμε την τσάντα στην άκρη που μας είπε ο κύριος. Περνάμε ένα σίδερο σαν σταυρό που γυρίζει. Μόνο ένας χωράει σε κάθε χώρισμα, κι έτσι, θες δε θες, περνάς μόνος σου μέσα.
Όταν κουρεύουνε τ' αρνιά - πάνω στα μαντριά - έτσι κάνουνε. Χωρίς σίδερα βέβαια. Σε μια μεριά κάθεται αυτός που κουρεύει με την ψαλίδα του. Ο βοσκός έχει μαντρώσει στο μικρό μαντρί τ' ακούρευτα αρνιά, αφήνει να περνάει ένα ένα, το πιάνει ο κουρέας, το διπλώνει κάτω, όπως ξέρει αυτός, και σε δυο λεφτά τ' αρνί είναι κουρεμένο. Το πάνε στο άλλο μαντρί που 'χει τα κουρεμένα. Άμα δεν κάνεις έτσι, τότε τα μαλλιά θα σκορπίσουν και θα βρομίσουν. Και θα χάνεις και ώρα να βρίσκεις ποιο είναι κουρεμένο και ποιο ακούρευτο. Έτσι πρέπει να κάνεις στο μαντρί. Εδώ όμως; Γιατί ένας ένας;...

Ευγενία Φακίνου, "Αστραδενή", Κέδρος 1982

τι νόημα να έχει άραγε αυτό;

Τον παρακολουθώ να πλησιάζει με προφύλαξη προς την κατεύθυνση της ψαροταβέρνας, ρίχνοντας κλεφτές ματιές ολόγυρα. Τα υπόλοιπα συμβαίνουν τόσο αναπάντεχα, τόσο αστραπιαία, που αναρωτιόμουν μετά αν πραγματικά τα είδα. Μια τρίκυκλη μοτοσικλέτα με καρότσα στο πλάι, που ερχόταν φουλαριστή από το βάθος του δρόμου, κόβει ταχύτητα, φρενάρει απότομα, δυο τύποι, ένας κοντός με τραγιάσκα και ένας ψηλός με κρεμαστό μουστάκι, πηδούν, αρπάζουν επιδέξια το γάτο με μια απόχη, του κοπανάνε μια-δυο κλοτσιές και τον μπουζουριάζουν σε ένα τσουβάλι. Ο ταλαίπωρος γάτος αρχίζει να συστρέφεται, να γρατζουνάει και να νιαουρίζει απελπισμένα αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι απαγωγείς ρίχνουν το θήραμα τους στην καρότσα, πηδάνε πάλι στη μοτοσικλέτα και γίνονται καπνός.
Εγώ δεν τολμώ να πιστέψω στα μάτια μου. Παγωμένος από έκπληξη χάνω πολύτιμο χρόνο. Δεν είμαι σίγουρος πώς πρέπει να αντιδράσω. Να περιμένω το φιλαράκο μου τον Κοψουνούρη, όπως είχαμε συμφωνήσει, ή να πάρω από πίσω τους κακοποιούς; Από τη μια η πεινασμένη κοιλίτσα μου, από την άλλη ένας συνάδελφος που έχει την ανάγκη μου. Διστάζω κάνα δυο δευτερόλεπτα αλλά το παίρνω απόφαση. Δίνω ένα σάλτο και αρχίζω να τρέχω με όλη μου τη δύναμη πίσω από τη μοτοσικλέτα. Αδικος κόπος. Όσο και να τρέχω η μοτοσικλέτα τρέχει ακόμα γρηγορότερα και σε λίγο χάνεται από τα μάτια μου στο βάθος του σκοτεινού δρόμου.
Λαχανιασμένος παίρνω το δρόμο της επιστροφής και όπως περνάω με κατεβασμένη ουρά από το σημείο της απαγωγής, παίρνει το μάτι μου ένα μεταλλικό αντικείμενο να γυαλίζει στην άσφαλτο. Καταπώς φαίνεται έχει πέσει από τους κακοποιούς. Πλησιάζω, το αναποδογυρίζω με το μπροστινό μου πόδι, το μυρίζω και το εξετάζω προσεχτικά. Είναι μια καρφίτσα, από αυτές που φοράνε οι άνθρωποι καμιά φορά στο πέτο. Δείχνει ένα πράσινο τετράφυλλο τριφύλλι μέσα σε ένα ασημένιο πέταλο. Περίεργο. Τι νόημα να έχει άραγε αυτό;

Ευγένιος Τριβιζάς, "Η τελευταία μαύρη γάτα", Ελληνικά Γράμματα 2001

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

και πότε άραγε, γιατρέ, ήμουν πιο κοντά στην αλήθεια;

Το θέαμα όμως δεν ήταν τρομερό σαν την άλλη φορά. Μπορώ να πω πως με διασκέδαζε. Κι επειδή, από την πείρα που είχα, συμπέραινα, ήμουν σχεδόν βέβαιος, πως ούτε στη χώρα των Νάνων δεν θα 'μενα αιώνια, δεν ανησύχησα, δεν φοβήθηκα και πολύ. Φυσικά, φώναξα πάλι το γιατρό. Αλλά μάλλον για να λάβει γνώση, να καταγράψει, να μελετήσει το καινούργιο «φαινόμενο», παρά για να με γιατρέψει. Μήπως ήξερε κιόλα;
– Πώς πήγες κι έκανες έτσι τα μάτια σου; μου 'λεγε. Τι αλλόκοτα μάτια!... Μπορείς να καυχάσαι και για τα δυο!
– Ποια δυο; τα μάτια;
– Και για τα μάτια που σου 'δωσε η φύση, και για το μεταχείρισμα που τους έκαμες. Για φαντάσου, να τα καταντήσεις να μη βλέπουν παρά ή Γίγαντες ή Νάνους!
– Και πότε άραγε, γιατρέ, ήμουν πιο κοντά στην αλήθεια; τότε που τους έβλεπα Γίγαντες, ή τώρα που τους βλέπω Νάνους;
– Καλά! Αφού έχεις όρεξη ακόμα και γι΄ αστεία!...
– Μα να κλαίω, γιατρέ;... Θα περάσει... Το περίεργο όμως είναι ότι τώρα που βλέπω μπροστά μου ένα γιατρό νάνο, ελπίζω πως θα γίνω καλά· ενώ πρωτύτερα, μ΄ όλο που με κουράριζε ένας γίγας, ήμουν απελπισμένος!
– Δε βαριέσαι! Για την αρρώστια σου δεν υπάρχουν ακόμα γιατροί· ούτε νάνοι, ούτε γίγαντες.
– Ό,τι κάμει η φύση, ε, γιατρέ;
– Ναι, η φύση και τα ωραία πειράματα που ξέρεις εσύ. Κοίταξε πάλι τον ήλιο... κοίταξε πάλι ζωγραφιές με στραβισμό!...
Λοιπόν, στο πείσμα του αγαπητού μου γιατρού, όταν έγινα σε λίγο καλά, ξανάρχισα τα πειράματα. Τα μάτια μου μού είχαν γίνει μανία. Δεν μπορούσα να τ΄ αφήσω ήσυχα. Κι έκανα, ό,τι μου κατέβαινε, ό,τι σοφιζόμουν για να βλέπω... τι μπορούσα να ιδώ. Στο δρόμο, στο σπίτι, στο γραφείο μου, δοκίμαζα επίμονα όλων των ειδών τους στραβισμούς. Η μεγάλη μου χαρά, η ηδονή μου, ήταν να «ζωντανεύω» έτσι τις ζωγραφιές ή να βλέπω καθαρότερα και μεγαλύτερα τα πραγματικά αντικείμενα. Τα πλησίαζα στα μάτια μου πολύ, πολύ, ως που, και χωρίς στραβισμό, τα 'βλεπα αλλιώτικα. Εστράβιζα με τρόπο ώστε να ιδώ το φως, – το φως του κεριού, της λάμπας, της καντήλας, του φαναριού, – διπλό· κι ύστερα πάλι, σιγά – σιγά, να ξεστραβίζω, ώστε να συμπλησιάζουν τα δυο φώτα και να γίνουνται ένα. (Και τότε πάλι δεν μπορούσα να μη συλλογιέμαι· ποιο τάχα απ΄ τα δύο φώτα που βλέπω, να είναι το πραγματικό;...)

Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Το ελληνικό φανταστικό διήγημα», Τόμος Β΄, Αίολος 1993

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

τι έχουν τα μερμήγκια

Μα τι έχουν τα μερμήγκια κι όλος ο κόσμος έχει βαλθεί να μου τα θυμίζει τελευταία; Δεν πιστεύω πως πρόκειται ποτέ να διαβάσω αυτά τα βιβλία, αν και δεν είμαι πια απ' αυτούς που λένε ποτέ. Ούτως ή άλλως, δεν χρειάζεται να ξέρω να διαβάζω ούτε να τα έχω διαβάσει για να καταλάβω πως όλα όσα έλεγαν ήταν μεγάλες ασυναρτησίες, γιατί δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος που να μπορεί σήμερα το πρωί να νικάει γίγαντες στην Κίνα και την ίδια νύχτα να γυροφέρνει τη δέσποινά του σ' ένα κάστρο σε απόσταση πάνω από τρεις χιλιάδες λεύγες, ούτε καν στο Κιντανάρ το πρωί και στην Αργαμασίγια το βράδυ, μήτε να κόβει με μια μόνο σπαθιά τα κεφάλια από διακόσιους εχθρούς, μήτε έχω δει εγώ πουθενά γίγαντες, τόσο κοσμογυρισμένος που είμαι, έχω όμως δει ανεμόμυλους, πρόβατα και ασκιά με κρασί, βλέπετε όλοι μας έχουμε γεννηθεί από μια γυναίκα και όλοι μας έχουμε βγει απ' την ίδια σχισμή. Μη σκιάζεστε, η ευγενία σας εγώ δεν πρόκειται να τρελαθώ μακάρι να παρουσιαστεί τώρα δα αυτοπροσώπως ο ίδιος ο Μπελιανίς χέρι χέρι με τον Αληφανφαρόνο. Κανείς δεν τρελαίνεται μ' ένα μόνο βιβλίο. Η τρέλα θεριεύει με τα πολλά βιβλία, γι' αυτό και δεν θα δείτε, η ευγενία σας, να καίγεται ένα βιβλίο μόνο του, αλλά παρέα με άλλα πολλά.

Andrés Trapiello, "Όταν πέθανε ο Δον Κιχώτης", Μεταίχμιο 2009 (μετάφραση Χριστίνα Θεοδωροπούλου)

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

με δυσκολία βγαίνει ο στίχος

Από πότε οι προσωπικές εμπειρίες
γίνονται ποίηση διαρκής και λάγαρη
κι ως πότε την πτωχεία των υψηλών
νοημάτων θα κρύβουν∙ χειμώνιασε
οι γνωστοί δουλεύουν∙ η βενζίνη ακρίβυνε
με δυσκολία βγαίνει ο στίχος.

Πάνος Θεοδωρίδης, "Στην αγκαλιά της Ντεζιρέ", Ύψιλον 1980

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

αριάδνη

Ξεκίνησε για ένα άλλο ταξίδι
εκείνο που δεν έκανε ποτέ
Το είχε αφήσει χαραγμένο στα όνειρα
των παιδικών της χρόνων
Πήρε το δρόμο τον ανηφορικό
τον μόνο που ήξερε
κι ήταν πια ανάλαφρη
χωρίς αποσκευές
έτοιμη για το ξεκίνημα
Είπε πως όλα είναι τέλεια
γι' αυτό όλα τελειώνουν
Αν βρισκόταν στην άκρη τού ονείρου
θα άνοιγε την πόρτα
αυτήν που δεν μπόρεσε ποτέ να κλείσει
Θα έπεφτε θα ανέβαινε τι άραγε;
Ήξερε τι την περιμένει;
Η ζωή είναι όνειρο
Ε όχι
όχι
το όνειρο είναι ζωή
Πασιφάη με τον Μινώταυρο στα σπλάχνα της
Κι η Αριάδνη να κόβει το μίτο και να ψάχνει το δικό της Διόνυσο
ο μεγάλος Θησέας να τα εγκαταλείπει όλα για μια Φαίδρα
Κι ο Μινώταυρος μόνος
να φοβάται κρυμμένος στο λαβύρινθο

Ζωή Σαμαρά, "Το πέρασμα της Ευριδίκης", Νέα Πορεία 1997

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

τα επαρχιακά φύλλα

-Δεν το 'ξερα πως σε ενδιαφέρουν τα τοπικά νέα.
Ο Λέων Αποστολίδης δίπλωσε τη βολιώτικη εφημερίδα και την έβαλε στην τσέπη του.
-Έχουν κι οι επαρχιακές εφημερίδες το γούστο τους, της είπε.
Η διαδρομή ως τη Λαμία ήταν ευχάριστη. Από κει και πέρα έγινε μαγευτική. Σταμάτησαν για να φάνε σε ένα "μοτέλ" ύστερα από τα Καμμένα Βούρλα, κοντά σ' ένα χωριό που το 'λεγαν Άγιο Κωνσταντίνο. Από την κρεμαστή βεράντα έβλεπαν τα πεύκα, που έφταναν σχεδόν ως τη θάλασσα. Ο Αποστολίδης έβγαλε από την τσέπη του την εφημερίδα που είχε αγοράσει. Εκείνη τον παρακολουθούσε χαμογελώντας όπως τη φυλλομετρούσε και έριχνε ματιές σε όλες τις σελίδες.
-Μα τι ψάχνεις να βρεις; τον ρώτησε.
-Να βρω; Τίποτε. Πως σου φάνηκε πως κάτι ψάχνω να βρω; Απλώς τη χαζεύω.
Είχε απαντήσει κάπως απότομα και η Λίλυ τον κοίταζε με κάποια έκπληξη και λίγο παράπονο. Εκείνος το κατάλαβε. Γέλασε. "Δεν φαντάζεσαι πόσο γούστο έχουν αυτά τα επαρχιακά φύλλα" της είπε, και τσαλακώνοντας την εφημερίδα που κρατούσε, την πέταξε από τη βεράντα κάτω στη θάλασσα.
-Ψοφάω της πείνας, έκανε πρόσχαρα. Τι θα φάμε;

Γιάννης Μαρής, "Ο 13ος Επιβάτης", Άγρα 2012