Κυριακή 29 Μαΐου 2016

με την ακόρεστη περιέργειά του

Η ταξιδιωτική εμπειρία έχει τις ρίζες της στον Ηρόδοτο, ο οποίος, με την ακόρεστη περιέργειά του και τον απροκατάληπτο θαυμασμό του για ό,τι καινούριο ανακάλυπτε, υπήρξε ο πρώτος Δυτικός ταξιδιώτης που κατόρθωσε να παρουσιάσει όλη την πολυμορφία και τον πλούτο των ανθρώπινων πολιτισμών στο φυσικό τους περιβάλλον. Δεν υπήρξε πτυχή της συλλογικής συμπεριφοράς των ανθρώπων που να τη θεώρησε ανάξια περιγραφής, δεν υπήρξε λαός που να μην κίνησε την περιέργειά του. Ένιωθε την ανάγκη να απομακρυνθεί από τα τείχη της πόλης του για να κατανοήσει τα ιστορικά επιτεύγματα του δικού του πολιτισμού συγκρίνοντάς τον με ξένους πολιτισμούς, επειδή πίστευε ότι η γνώση εξαρτάται από τα ταξίδια, από την αδιάκοπη κίνηση προς τα όρια.

Όλγα Αυγουστίνου, "Ιδανικά Ταξίδια", Μ.Ι.Ε.Τ. 2003

Τρίτη 24 Μαΐου 2016

έχουμε ταξιδέψει πολύ

Προτού ακόμα τύχει να ταξιδέψουμε, έχουμε ταξιδέψει πολύ. Είναι στον κόσμο μακρινές πολιτείες που, πριν τις επισκεφτούμε μια μέρα, τις έχουμε κιόλα κατοικήσει από χρόνια. Καμιά πραγματικότητα ύστερα, δεν είναι δυνατό να σβήσει την πρώτη αυτή εικόνα. Όταν πηγαίνομε μια μέρα προς αυτές, νοιώθομε, πλησιάζοντας, τη συγκίνηση μιας επιστροφής ύστερα από χρόνια και χρόνια. Κι όταν, τέλος, μας εμφανίζουν μια εικόνα ολότελα ξένη, νοιώθουμε σα να ‘ταν αυτές που μας πρόδωσαν κι όχι εμείς που τις είχαμε μεταμορφώσει.

Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, "Πολιτείες της Ανατολής", Αστήρ 1982

Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

δεν ήξεραν να το δικαιολογήσουν

Εκείνο που περισσότερο με εξέπληξε σε αυτούς τους πολέμους και τις αιματοχυσίες τους είναι πως δεν κατάφερα να μάθω από αυτούς γιατί πολεμούσαν ο ένας τον άλλον, αφού δεν έχουν ούτε ιδιοκτησίες, ούτε αυτοκρατορίες ή βασίλεια και δεν ξέρουν τι πράγμα είναι η απληστία, ούτε για αντικείμενα ούτε από αγάπη για την εξουσία, που μου φαίνονται να είναι τα αίτια των πολέμων κι όλων των ταραχών. Όταν τους ζήτησα να μου αναφέρουν τα αίτια, δεν ήξεραν να το δικαιολογήσουν παρά μόνο λέγοντας πως τα αρχαία χρόνια ξέσπασε ανάμεσά τους αυτή η κατάρα και θέλουν να εκδικηθούν το θάνατο των νεκρών γονέων τους. Τελικά, είναι κάτι το κτηνώδες. Δεν υπάρχει αμφιβολία, αφού ένας από αυτούς μου ομολόγησε πως βρέθηκε να τρώει κρέας από παραπάνω από 200 ανθρώπινα σώματα κι εγώ αυτό το θεωρώ βέβαιο κι αυτό αρκεί.

Amerigo Vespucci, "Ο Νέος Κόσμος", Στοχαστής 2000 (μετάφραση Δημήτρης Δεληολάνης)

Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

το ελάχιστο

Αλλά τί να βρεις τώρα; Τί να θυμηθείς; Όλα θα μείνουν άγραφα. Ατελείωτα. Μόνο που κάθεσαι εσύ τώρα και συλλογίζεσαι όσους ανθρώπους φεύγανε κάθε τόσο από δίπλα σου, όσοι ξέφτισαν, ή χάθηκαν… Πού; Πότε; Πώς; Ρωτάς τον εαυτό σου, τον ίδιον τον εαυτό σου προπάντων, όχι τους άλλους — έστω και αν οι άλλοι τους γνώριζαν.
Ένας-ένας φεύγει και κανείς πια δε θα μείνει, που να μπορεί να θυμηθεί εκείνα τα πρόσωπα, τα σώματα, τα σπίτια, τις πρασιές, τον μάγκανο, τον Κίτσο, εκείνο το κόκκινο αλογάκι… Πού να τα πεις τώρα όλα αυτά πάνω στην ξένη γη, ποιος να σ’ ακούσει, ποιον ενδιαφέρουν! Τότε σκέφθηκες τουλάχιστον να τα συλλογιστείς. Ήθελες να τα έλεγες, μα δεν επρόφθαινες. Έτσι είναι που μπαίνει η τρέλα μέσα στο κεφάλι: Όταν πια δεν προφθαίνεις ούτε να τα σκεφθείς. Ανάκατα όλα, αναμνήσεις, καταστάσεις, ταξίδια, εξορίες σε τόπους που μήτε στη γεωγραφία δεν έβρισκες, δε σου κινούσαν το ενδιαφέρον. Μονότονα όλα, μονότονα. Ε, βέβαια, μονότονα. Ποιος έχει τόσες φορεσιές για να μπορεί τόσο συχνά ν’ αλλάζει!
Και τώρα σε νομίζουν για πεθαμένη. Νά, εδωνά καθόταν — λέει κάποιος τότε και δείχνει με μια κίνηση θολή και ακαθόριστη. Σ’ έχουν για πεθαμένη, λοιπόν. Μονότονα όλ’ αυτά, μονότονα.
Οι άνθρωποι που φεύγουν, αφήνουν τα βιβλία τους, τα σπίτια τους, τα παπούτσια, τα φορέματα, και οι συγγενείς τα δίνουν όλα αυτά τις Απόκριες, για να τα βάλουν οι μασκαράδες. Τα πουλούν έπειτα οι παλιατζίδες. Τα στοιβάζουν μέσα σε μεγάλες σιδερένιες κασέλες, φράκα παλαιϊκά, καμιζόλες με δαντέλες από τη Βενετία, ώσπου στο τέλος να τα πετάξουν στους τενεκέδες των σκουπιδιών. Μαζί με τα βιβλία σου, που τα είχες γράψει εσύ, και τώρα έχουν πάθει μια φοβερή ασθένεια: εσάπισαν.
Μα το περίεργο είναι πως όλα αυτά εσύ τα πιστεύεις, ενώ είναι μα την αλήθεια απίστευτα. Όλα ανακατεμένα, αναμνήσεις, καταστάσεις, ταξίδια, εξορίες, τύποι ξένοι κι ελληνικοί, που πήρανε τους δρόμους μιας αρκετά μακρόχρονης ή και παντοτινής εξορίας. «Το ελάχιστο» —είχε πει κάποιος ποιητής— «παραδεχθήκαμε το ελάχιστο».

Μέλπω Αξιώτη, "Η Κάδμω", Κέδρος 1972