Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

δεν υπάρχουν ιστορίες

Δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος που τα σκέφτομαι τώρα όλα αυτά, καθώς στέκομαι στην Ακαδημίας και χαζεύω απέξω το γραφείο του Μαλούχου, ενώ σε περίπου μισή ώρα θα πρέπει να επιστρέψω στην Ευελπίδων και να βοηθήσω τη Δημητριάδου να αντιμετωπίσει όσο γίνεται λιγότερες από τις συνέπειες των πράξεών της - πέρα ίσως απ' ότι τα σκέφτομαι κάθε μέρα, αν και όχι απαραίτητα όλα αυτά, ούτε μόνο αυτά, ούτε πάντα με αυτή τη σειρά. Δεν είναι μόνο τη στιγμή του θανάτου μας - σχεδόν κάθε στιγμή όλη η ζωή περνάει μπροστά από τα μάτια μας, αφού μάλλον δεν υπάρχει ούτε μια μέρα στη διάρκεια της οποίας να μη σκεφτόμαστε, έστω στιγμιαία, όλα τα πράγματα που έχουμε κάνει ή όλους τους ανθρώπους που έχουμε γνωρίσει - όσους έχουν χαθεί για πάντα και όσους με κάποιον τρόπο μπλέκονται ακόμα στα πόδια μας. Κάθε μέρα περιέχει ολόκληρο το παρελθόν κι αυτό είναι τελικά το μεγαλύτερο εμπόδιο που δεν μας αφήνει να πούμε την ιστορία, και κυρίως να την πούμε ειλικρινά: το γεγονός πως αν θέλουμε να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς δεν υπάρχουν ιστορίες - υπάρχει μόνο χρόνος.

Χρίστος Κυθρεώτης, "Εκεί που Ζούμε", Πατάκης 2019 

Σάββατο 6 Απριλίου 2024

καλό παιδί

Κάποτε γεννήθηκε ένα παιδί με μία ταμπέλα μπροστά στο μέτωπό του. Η ταμπέλα αυτή είχε την επιγραφή "Δικός μου". Το παιδί αντιλήφθηκε πως ήταν αγόρι από την κατάληξη και χαμογέλασε στη μητέρα του. Τα χρόνια περνούσαν και το αγόρι μεγάλωνε. Μια μέρα ρώτησε τη μητέρα του: "Μαμά, τι μου αρέσει να κάνω;" Εκείνη κοίταξε γλυκά το παιδί και του απάντησε: "Σου αρέσει να κάθεσαι και να παίζεις ήσυχος, μόνος σου. Είσαι καλό παιδί", του είπε.
Λίγα λεπτά αργότερα, η μητέρα σηκώθηκε, πήγε στην αποθήκη και άνοιξε, με το κλειδί που κρεμόταν στο λαιμό της, ένα συρτάρι. Επέστρεψε στο παιδί κρατώντας μία πλακέτα στα χέρια της, που έμοιαζε πολύ με την προηγούμενη που είχε το παιδί. Έπειτα τράβηξε με δύναμη, από το μέτωπο του παιδιού, την ταμπέλα που αναγραφόταν "Δικός μου" και την αντικατέστησε καρφώνοντας τη νέα: "Καλό παιδί". Ο μικρός ήταν τότε λίγο παραπάνω από πέντε χρονών.
Άρχισε να ουρλιάζει από τον πόνο αλλά η μητέρα του δεν είχε την ικανότητα ούτε να τον ακούσει, ούτε να αντιληφθεί την αλλαγή στην έκφραση του προσώπου του. Βλέπετε αυτές οι ταμπέλες είχαν μία ιδιότητα. Δημιουργούσαν ένα πλέγμα γύρω τους, που θόλωνε την οπτική αλλά και οποιαδήποτε άλλη δυνατότητα αντίληψης αυτού που την τοποθετεί. Το πλέγμα αυτό διαρκούσε είκοσι λεπτά. Τόσο διαρκούσε και η διαδικασία αποδοχής του πόνου.

Βασιλική Στρώλη, "Ένα Όχι και Τόσο Παραμύθι", Σπανίδης 2021

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024

μια ανάσα γεμάτη νερό

Με ηρεμεί να σκέφτομαι το μπλε ως το χρώμα του θανάτου. Χρόνια φαντάζομαι την έλευση του θανάτου σαν ένα κύμα που φουσκώνει - σαν έναν πανύψηλο μπλε τοίχο. Θα πνιγείς, μου λέει ο κόσμος, ανέκαθεν μου το έλεγε. Θα εισέλθεις σ' έναν μπλε κάτω κόσμο, μπλε από τα πεινασμένα φαντάσματα, στο μπλε του Κρίσνα, με τα μπλε πρόσωπα όσων αγάπησες. Κι αυτοί πνίγηκαν, όλοι. Μια ανάσα γεμάτη νερό: σε πανικοβάλλει ή σ' ενθουσιάζει αυτή η σκέψη; Αν είσαι ερωτευμένος με το κόκκινο, τότε κόβεις ή πυροβολείς. Αν είσαι ερωτευμένος με το μπλε, γεμίζεις τις τσέπες σου με πετραδάκια και μπαίνεις στο ποτάμι. Οποιοδήποτε ποτάμι.

Maggie Nelson, "Σπουδή στο Μπλε", Αντίποδες 2023 (μετάφραση Κρυσταλλή Γλυνιαδάκη)  

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

στρόφιγγα

έχει μια στρόφιγγα ο οδυρμός
που όλο την πιλατεύω

αν την ανοίξω ίσως πνιγούμε
αν πάλι όχι, τότε σίγουρα

Βαλάντης Μάστορας, "Η Μοναξιά Περίστροφα", Ενύπνιον 2023

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2024

ρεμπώ

Έκλεισε την πόρτα πίσω της και ξεκίνησε. Το 'κοψε με τα πόδια, δεν ήθελε να πάρει ταξί. Τα τακούνια της ήταν ψηλά, αλλά είχαν σταθερό βήμα. Περπατούσε γρήγορα, με το κεφάλι ευθεία. Είχε από πριν αποφασίσει τι θα σκέφτεται στη διαδρομή. Άρχισε από τα τραγούδια που αγαπούσε. Τα τραγούδησε από μέσα της ένα ένα. Έπειτα έπιασε τα ποιήματα. Τους στίχους που επάνω τους καθρεφτίστηκε, και καθάρισε ή μουτζουρώθηκε, ανάλογα. Και καθόλου δεν είχε εξαντλήσει τους στίχους όταν το μυαλό της γλίστρησε στον Ρεμπώ. Στον Ρεμπώ τον ίδιο, στη μορφή του. Που από κοριτσάκι δε χόρταινε τη φωτογραφία του στα βιβλία. Το πεισμωμένο πιγούνι του, η νεκρική του ματιά, η πορσελάνινη μύτη του και τα άτακτα μαλλιά του την ερέθιζαν. Περπατούσε και ήταν ερεθισμένη. Την καύλωνε ο Ρεμπώ, και πώς να γινόταν να πέθαινε εκεί επιτόπου.

Χαρά Ρόμβη, "Σωτηρία", Αντίποδες 2023

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024

το άγιο τίποτα

Οι νύχτες κρύβουν στις τσέπες τους 
μια πονετική βροχή από λόγια παλιών ανθρώπων. 
Ο σταθμάρχης τότε, ακουμπάει τη ράχη τους 
μια στοίβα άγραφων βιβλίων 
που μας περιμένουν πάντα 
στους άδειους τους σταθμούς μας. 

Στις νύχτες αυτές που δεν έχουν πάτωμα 
κυκλοφορούμε έχοντας στα χέρια 
ωραίες μπουκάλες με κρασί σαν μπιμπερό. 
Μέσα τους πνίγονται λείψανα παλιών ελπίδων, 
που επιπλέουν χρόνια μες στις ξέρες μας. 

Στις νύχτες, λοιπόν, αυτές ψάχνουμε 
να βρούμε την θάλασσα του τίποτα 
εκεί που λέξη καμία δεν ανθίζει. 
Εκεί καθόμαστε στα κρύα τα βουνά 
και πέφτει πάνω μας αυτή η πονετική βροχή 
της μίας νύχτας, της μίας και μόνης νύχτας. 

Κι όπως αργά το τίποτα μας καταπίνει 
ανεβαίνει ο ήλιος πάνω στους ώμους μας 
σε άλλους γίνεται φωτιά 
σε άλλους φωτοστέφανο. 

Στο τέλος μένουμε αγκαλιασμένοι 
εκεί στην άγια σιωπή 
στου αγίου τίποτα, το μέρος.

Νίκος Βαραλής, "Το Τίποτα και οι Λέξεις", Ευδυμίων 2023

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2024

μικροπράγματα

Κάποια βράδια, ξαπλωμένος δίπλα στην Αϊλίν, ο Φέρλονγκ σκεφτόταν ξανά και ξανά μικρά πράγματα σαν κι αυτά. Άλλες φορές, όταν μια κουραστική μέρα γεμάτη κουβάλημα είχε φτάσει στο τέλος της ή όταν ένα σκασμένο λάστιχο τον είχε αφήσει να περιμένει μούσκεμα στην άκρη του δρόμου, επέστρεφε στο σπίτι, έτρωγε ένα πιάτο φαΐ κι έπεφτε νωρίς για ύπνο, κι έπειτα ξυπνούσε μες στη νύχτα, νιώθοντας την Αϊλίν να κοιμάται βαριά πλάι του – και τότε έμενε ακίνητος, με το μυαλό του να κάνε κύκλους, ανήσυχος, μέχρι να αποφασίσει να κατέβει τελικά κάτω να βάλει να βράσει το νερό για το τσάι. Καθόταν στο παράθυρο με την κούπα στο χέρι, κοιτάζοντας τον δρόμο και το ποτάμι μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του, κι όλα τα μικροπράγματα που συνέβαιναν έξω: τα αδέσποτα σκυλιά που έψαχναν για αποφάγια στα σκουπίδια, τις σακούλες έξω από τα φαγάδικα και τους άδειους κάδους που τους παράσερνε η ορμή του ανέμου και η βροχή, τους τελευταίους θαμώνες που έφευγαν από την παμπ, τρεκλίζοντας στον δρόμο για το σπίτι. 

Claire Keegan, "Μικρά Πράγματα σαν κι Αυτά", Μεταίχμιο 2022 (μετάφραση Μαρτίνα Ασκητοπούλου)