Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

όταν πάω να κλέψω

-Κι ένας άνθρωπος με το ταλέντο σας, κύριε, να είναι αναγκασμένος να κλέβει για να ζει!
-Ίσως γι' αυτό έχω κάποιο ταλέντο. Μέχρι τώρα οι συγγραφείς μας, όσοι έγιναν γνωστοί, ήταν άνθρωποι που τους πλήρωνε το κράτος ή η Εκκλησία, που ήθελαν να υπονομεύσουν. Εγώ, primo, παίζω τη ζωή μου κορώνα-γράμματα. Secundo, σκεφτείτε κυρία μου, τους στοχασμούς που φουρτουνιάζουν μέσα μου όταν πάω να κλέψω! κάνω σωστά; λέω στον εαυτό μου. Η θέση του ηγέτη προσφέρει υπηρεσίες που ν' αξίζουν πραγματικά εκατό φράγκα το μήνα; Έχω δυο πουκάμισα, το ρούχο που βλέπετε, κάτι παλιοάρματα, και είμαι σίγουρος πως θα τελειώσω στην κρεμάλα: τολμώ να πιστεύω πως είμαι ανιδιοτελής. Θα ήμουν ευτυχισμένος χωρίς αυτόν τον μοιραίο έρωτα που δεν μ' αφήνει να βρω παρά δυστυχία δίπλα στη μάνα των παιδιών μου. Η φτώχεια με βαραίνει γιατί είναι άσχημη: μου αρέσουν τα ωραία ρούχα, τα λευκά χέρια...
Και κοίταξε τα χέρια της δούκισσας έτσι που την κυρίευσε τρόμος.

Stendhal, "Το Μοναστήρι της Πάρμας", Εξάντας 1988 (μετάφραση Γιώργος Σπανός)

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

τότε θα ξέρω για τον καθένα περισσότερα

Καμιά φορά θέλω να μεταμορφωθώ σ’ ένα μικρό κομμάτι κιμωλίας. Τόσο μικρό, σχεδόν αόρατο. Να κάθομαι λευκή σαν φτερό γλάρου πάνω στον μαυροπίνακα. Κανείς να μη με σκέφτεται. Να νιώσω πως οι δακρυσμένες από την ταραχή παλάμες των παιδιών που εξετάζονται, με ποτίζουν και κάνουν την τρυφερή μου σκόνη ακόμα πιο πυκνή. Εγώ θα φιλάω τα ταραγμένα δάχτυλα και με χαρά θα δίνω τη ζεστή μου σάρκα σε διάφορα θεωρήματα. Θα μετράω ήσυχα τον παλμό του καθενός που με κρατά στο χέρι του. θα μαντεύω πάνω στις γραμμές και στις φλέβες της κάθε μιας παλάμης και θα αφήνω λευκή σκόνη σαν ζεστή άμμο. Θα ακούω στο διάλλειμα διάφορα κουτσομπολιά για το κορίτσι που ήμουν πριν, και σιωπηλά θα γελάω. Κι όταν η σύντομη λευκή ζωή μου λιώσει κάτω από το βρεγμένο σφουγγάρι, θα γίνω πάλι η ίδια. Τότε θα ξέρω για τον καθένα περισσότερα. Και μαντεύοντας τα χρώματα από τόσες ταραχές και γαλάζιους νεανικούς παλμούς, θα είμαι η πιο ευτυχισμένη.

Петя Дубарова, «Κείμενα ενός Κοριτσιού», Χαραμάδα 2008 (μετάφραση Μάια Γκιόλα-Γκράχοβσκα)

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

ένα μάτι

Στο βάθος στα μάτια του είχε ακόμα ένα μάτι, που κοίταγε προς τα μέσα, εκεί καρφωμένο, ποτέ νυσταγμένο.

Τάκης Σινόπουλος, "Νεκρόδειπνος", Ερμής 1991

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

ίσως αυτό να είναι αθανασία

Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει και η θέα απλώνεται μαγευτική. Αφήνει πίσω της τα κτήρια και κάθεται σε μια πέτρα. Ο λόφος είναι το ιδανικό σημείο συγκέντρωσης, το μόνο μέρος για να νιώσει οικεία, να έχει την πλήρη εποπτεία του χώρου και να μπορέσει να κινηθεί με άνεση και ασφάλεια. Η τιμωρία, η κόλαση, ο παράδεισος, η μεταθανάτια ζωή δεν περιλαμβάνονταν ποτέ στον κώδικα των αξιών της. Αναρωτιέται αν τούτο εδώ συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους, αν είναι το καθαρτήριο. Απορρίπτει την ιδέα. Είναι εδώ γιατί άγγιξε το μενταγιόν, το μόνο πράγμα που έχει κάποιο νόημα να αποκτήσει κανείς σε όλη του τη ζήση. Δεν μετανιώνει που έφαγε την πατρογονική της περιουσία, που ταξίδεψε και αλήτεψε, ούτε που θα πέθαινε. Όχι, μετανιώνει για άλλα σημαντικότερα που με αυτό το κορμί και αυτή τη ζωή δεν μπορεί να διορθώσει. Τα περισσότερα από τα δικά της πρόσωπα έχουν από καιρό πεθάνει. Δεν θα την ένοιαζε διόλου να ξεκινήσει μια καινούρια ζωή, αν δεν υπήρχαν ο Νίκος και η Λένα. Νιώθει τον πόθο για το κορμί της εγγόνας της να φουντώνει, είναι ίδιες, σα να βγήκε η μια από την άλλη, ίσως αυτή η ομοιότητα να έχει έναν σκοπό, ίσως αυτό να είναι Αθανασία.

Κατερίνα Μαλακατέ, "Κανείς δεν Θέλει να Πεθάνει", Ο Κήπος με τις Λέξεις 2013

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

κάτι το ασφαλές

Συνήθιζα να πηγαίνω στο εστιατόριο "Bob's Big Boy" σχεδόν κάθε μέρα από τα μέσα της δεκαετίας του '70 έως τις αρχές του '80. Έπαιρνα ένα μιλκσέικ, καθόμουν και σκεφτόμουν.
Υπάρχει κάτι το ασφαλές στο να συλλογίζεσαι μέσα σ' ένα εστιατόριο. Μπορείς να παραγγείλεις τον καφέ ή το μιλκσέικ σου, να χαθείς σε παράξενα σκοτεινά μέρη και να επιστρέφεις πάντα στην ασφάλεια του εστιατορίου.

David Lynch, "Κυνηγώντας το Μεγάλο Ψάρι", Πατάκης 2009

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

ούρλιαζαν πιο χρησμοδοτικά

Προχώρησα. Χωρίς ουρλιαχτά, σε μια μοιραία σιγή, έφτασε ένα κοπάδι κογιότ και περικύκλωνε τον μυστηριώδη βωμό. Πρόσεξα πως τα ερπετά, συγκεντρωμένα αναγύριζαν και στη βάση του βωμού των φιδιών, ένα σώμα αναδευόταν, το σώμα ενός άντρα. Ο κύριος Πέρχαπς βρισκόταν εκεί.
Πίσω από τον κορμό ενός δέντρου παρέμεινα σε μια φοβερή σιωπή. Πίστεψα ότι είχα μια παραίσθηση αλλά αυτό που στην πραγματικότητα συνέβαινε, ήταν εκείνος ο μεγάλος κλοιός που έκαναν αυτοί οι λύκοι της Αμερικής, αυτά τα κογιότ που ούρλιαζαν πιο χρησμοδοτικά από τους λύκους της Ευρώπης.
Την επόμενη μέρα, όταν φθάσαμε στον καταυλισμό, χρειάστηκε να καλέσουν τον γιατρό για μένα. Ρώτησα για τον πάτερ Ρεγκέρα.
"Ο στρατηγός Ρεγκέρα", μου είπε ο άνθρωπος που βρισκόταν κοντά μου, "είναι απασχολημένος αυτήν τη στιγμή. Του λείπουν τρεις για να τουφεκίσει".

Rubén Darío, "Φανταστικές Ιστορίες", Ερατώ 2013 (μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου, Βασίλης Λαλιώτης)

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

το πελώριο, γκρίζο θηρίο που λέγεται φεβρουάριος

Το πελώριο, γκρίζο θηρίο που λέγεται Φεβρουάριος είχε φάει τον Χάρβεϋ Σούικ ζωντανό. Νάτος σου λοιπόν, θαμμένος μέσα στην κοιλιά εκείνου του μήνα που σου πλάκωνε την ψυχή, να αναρωτιέται αν θα κατάφερνε ποτέ να ξεπεράσει τα παγερά δεινά που θα μεσολαβούσαν ως το Πάσχα.
Δεν πίστευε ότι είχε και πολλές πιθανότητες. Το πιο πιθανό ήταν πως, ώρα με την ώρα που σερνόταν μακριά, θα βαριόταν τόσο πολύ, που κάποια στιγμή απλώς θα ξεχνούσε να αναπνεύσει. Κι ίσως τότε κάποιοι να αναρωτιόνταν γιατί ένας τέτοιος εξαιρετικός νέος είχε σβήσει πάνω στο άνθος της νιότης του. Κι ο θάνατός του θα γινόταν μυστήριο ξακουστό, και δεν θα λυνόταν μέχρι που κάποιος ντετέκτιβ θα αποφάσιζε να αναπαραστήσει μια μέρα από τη ζωή του Χάρβεϋ.
Τότε, και μόνο τότε, θα αποκαλυπτόταν η φριχτή αλήθεια. Αρχικά ο ντετέκτιβ θα ακολουθούσε τη διαδρομή που έκανε κάθε πρωί ο Χάρβεϋ για το σχολείο του, και θα διέσχιζε τους μελαγχολικούς δρόμους. Έπειτα θα καθόταν στο θρανίο του Χάρβεϋ και θα άκουγε το αξιοθρήνητο μουρμουρητό του δασκάλου της Ιστορίας και του δασκάλου της Φυσικής, και θα αναρωτιόταν πώς κατάφερνε εκείνο το ηρωικό αγόρι να κρατάει τα μάτια του ανοιχτά. Και στο τέλος, καθώς η χαραμισμένη μέρα θα μαραινόταν στο σούρουπο, θα έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής. Και όταν θα πατούσε το πόδι του στο ίδιο κεφαλόσκαλο από το οποίο είχε αναχωρήσει εκείνο το πρωί, και πολλοί θα τον ρωτούσαν -γιατί είναι σίγουρο ότι θα τον ρωτούσαν- γιατί είχε πεθάνει μια τόσο γλυκιά ψυχούλα όπως ο Χάρβεϋ Σούικ, θα κουνούσε το κεφάλι του πάνω-κάτω και θα έλεγε:
"Είναι πολύ απλό".
"Σοβαρά;" θα έλεγε το περίεργο κοινό. "Πες μας, πες μας".
Και ο ντετέκτιβ θα τους έλεγε, σκουπίζοντας ένα δάκρυ:
"Τον Χάρβεϋ Σούικ τον έφαγε το πελώριο, γκρίζο θηρίο που το λένε Φεβρουάριο".

Clive Barker, "Ο Κλέφτης του Πάντοτε", Οξύ 2011 (μετάφραση Βασιλης Μπαμπουρης)