Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

σαπουνόφουσκες

Ω Μεγαλιότατε! Πώς τα πάντα περιδινούνται και αποσυντίθενται μπροστά στα μάτια μου! Προχωρημένος πια στα χρόνια, ο θάνατος δεν με φοβίζει. Μα με φοβίζει να νιώθω δόλωμα στον στρόβιλο της ιστορίας που δεν καταλαβαίνω. Εκείνους βεβαίως τους γνώρισα. Αξιοθαύμαστοι, ναι, δημιουργοί μεγαλόψυχων και μεγαλόπρεπων παρανομιών, και πώς υπέμειναν με ατσάλινη ψυχή τις πιέσεις της ανάκρισης, και πώς ανέβηκαν στο ικρίωμα σαν γενναίοι. Έστω κι αν, την τελευταία νύχτα, αμφέβαλαν ανθρώπινα για τον εαυτό τους και προσπάθησαν να κρυφτούν πίσω από ψευδείς ευφημισμούς· έστω κι αν, σ' όλη τους τη ζωή, σκέφτονταν περισσότερο τις αλυσίδες παρά τη φήμη τους ως αθλίων, κατά τρόπον ώστε ο Κύριλλος τους επετίμησε δια στόματός μου. Με τον οποίον, αλίμονο, είναι και ο έσχατος εξευτελισμός μου: από την ώρα που μεταμφιέστηκα με τα ρούχα του, μου έτυχε να ταυτίζομαι τόσο, που συχνά να λέω τα λόγια του και να νιώθω τα συναισθήματά του... Συγχυσμένος από τον ίδιο μου τον εαυτό και διεφθαρμένος από τη συναναστροφή μαζί τους, αναρωτιέμαι: Εμείς, οι άνθρωποι, ποιοι είμαστε; Είμαστε πραγματικοί, είμαστε ζωγραφιές; Χάρτινες μεταφορές, αδημιούργητα ομοιώματα, ανύπαρκτες οπτασίες στη σκηνή μιας παντομίμας από στάχτες, σαπουνόφουσκες που βγαίνουν από το καλάμι ενός ταχυδακτυλουργού εχθρού;

Gesualdo Bufalino, "Τα Ψέματα της Νύχτας", Γνώση 1990 (μετάφραση Έφη Καλλιφατίδη)

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

αλλά αφήνει πολλά πίσω του

Ακόμα και όταν κάποιος εδώ πρέπει να χωρίσει από τον άλλον, τα μάτια του λάμπουν από χαρά, γιατί ξέρει ότι σύντομα θα τον ξαναδεί, γεια σου σουσού, ένα γκρίζο σκαθάρι σέρνεται με τα τέσσερα καθώς στρίβει στη γωνία και χάνεται, αλλά αφήνει πολλά πίσω του: μια φιλία και μια ανθρώπινη ποιότητα. Ένα κορίτσι που, ενώ η οικογένεια την πειράζει με καλόβολα αστεία την ώρα του μεσημβρινού φαγητού, πετιέται ξαφνικά πάνω σαν να την τσίμπησε ταραντούλα και υποδέχεται το φίλο της, που τόση ώρα τον περίμενε και που εκείνη τη στιγμή επιστρέφει από μια ορειβασία με αναρρίχηση. Στη συνέχεια ολόκληρη η οικογένεια πάει περίπατο. Τέτοια οικογενειακά εγχειρήματα με τα οποία οι άνθρωποι διασχίζουν μια περιοχή όπως μια πυκνή ομίχλη στα βουνά εκνευρίζουν τον Χανς αφάνταστα. Μανιασμένος σκαλίζει με το κουταλάκι του τα τελευταία υπολείμματα του παγωτού του στο κύπελλο, ξεθυμαίνοντας έτσι πάνω από αθώα παρασκευάσματα. Περιγραφές για διαβάσεις παγετώνων. Αποχαιρετισμός της οικογένειας. Μύηση της "αδερφής" Χριστίνας στην εύθυμη πλάκα. Αναχώρηση για το ταχυδρομείο, μιάμιση ώρα πορεία, ανάπαυση στο μπαρ "Ο θείος Σεπ". Ένα αγόρι που ανεβοκατέβηκε το βουνό. Ένα εντελώς ιδιόμορφο συναίσθημα, που ρέει από μένα σε σένα και από σένα σε μένα. Η γιαγιά που νεύει φιλικά. Βόλτα, κουβέντα, μεσημβρινό φαγητό. Βόλτες στο ξέφωτο όπου υλοτομούν λάρικες. Κάποιος που τίποτα δεν επιθυμεί τόσο όσο να βλέπει γρασίδι και ουρανό. 

Elfride Jelinek, "Οι Αποκλειμένοι", Εκκρεμές 2001 (μετάφραση Λευτέρης Αναγνώστου)