Κυριακή 23 Απριλίου 2023

στο ζεστό φως της ημέρας που έφευγε

Οι μήνες περνούσαν. Δεν υπήρχαν τύψεις. Ήταν καλοκαίρι ξανά, και η Ντίλι ήξερε ότι αυτό θα ήταν το τελευταίο της καλοκαίρι στο ακρωτήρι. Τα βράδια του Ιουνίου έβγαινε έξω να περπατήσει για να κρατάει τον πανικό της υπό έλεγχο. Περπατούσε κατά μήκος των γκρεμών, μέσα σε ατόφιο σκοτάδι. Ένιωθε προαιώνιες παρουσίες εκεί που περπάταγε. Μια κρύα ταραχή που ένιωθε της έλεγε ότι εδώ άναβαν τις φωτιές τους, κι εδώ έβοσκαν τα πρόβατά τους, κι εδώ έτρωγαν λιττορίνες και στρείδια μέσα άπ' το όστρακο τους, και νιώθανε το αλάτι να τους καίει τα χείλια, και νιώθανε τη γνώριμη βροχή, και βγάζανε κραυγές έρωτα και πολέμου, και περιπλανιόντουσαν κατά ορδές· τα μικρά βασίλειά τους εδώ ιδρύθηκαν κι εδώ διαλύθηκαν· τις νύχτες, εδώ, στη δική μας κοιλάδα, ούρλιαζαν οι λύκοι παλιά.

Μπήκε στο κρύο νερό. Ένα κύμα φωτός απλώθηκε στον κόλπο. Μια τράτα καθόταν αραγμένη στα βαθιά. Άραξε κι αυτή για λίγο στα βράχια, στο ζεστό φως της ημέρας που έφευγε. Πέτυχε την αντανάκλασή της στα ρηχά νερά μιας κουφάλας στο βράχο. Το πρόσωπό της ήταν θλιβερό, προλεταριακό, μεγαλόπρεπο.

Kevin Barry, "Νυχτερινό Πλοίο για Ταγγέρη", Gutenberg 2021 (μετάφραση Ορφέας Απέργης)



Τετάρτη 12 Απριλίου 2023

οι ίσκιοι χορεύανε και κείνοι

Ξανάρχισε να παίζει ακορντεόν. Τώρα στριφογύριζε η αίθουσα ολόκληρη. Τα πόδια χτυπούσανε στη γη, ο αφαλός έτριβε τον αφαλό, τα κεφάλια ακουμπούσανε, όλοι είχαν μεθύσει, από πιοτό άλλοι κι άλλοι απ' τη μουσική. Οι άντρες κρατούσανε χτυπώντας τις παλάμες το ρυθμό του ταμ-ταμ, τα κορμιά σφίγγονταν μέση με μέση, ύστερα ξεμάκραιναν, στρέφονταν ολομόναχα και ξανασμίγαν πάλι, κοιλιά με την κοιλιά, φύλο με φύλο.
Το ταμ-ταμ συνέχιζε, οι μουζικάντηδες ανακατώνονταν μες στους χορευτές, η σάλα γύριζε ανάποδα, χάλαγε ο κόσμος μια στιγμή, κι ύστερα έπεφτε η βουή, και ξαναρχόταν πάλι μονομιάς και λες και περπατούσαν όλοι στο ταβάνι. Τα φαναράκια μεγαλώναν πιο πολύ το μπέρδεμα. Οι ίσκιοι χορεύανε και κείνοι, χορεύανε στον τοίχο, γιγάντιοι, τρομαχτικοί. Η γη είχε χαθεί, τα πόδια δεν την νιώθαν πια, δεν ένιωθες πια παρά μονάχα το κορμί π' άγγιζες και που σούφερνε σεισμό. Οι γυναίκες ήτανε σα λάστιχα, τρεμούλιαζαν τα κορμιά τους, δίπλωναν στα δυο, πλάταιναν οι γοφοί, τα μπούτια τους κινιούνταν χώρια το καθένα απ' το κορμί του, λες τα ζωντάνευε ζωή ξεχωριστή, ανεξάρτητη, δική τους. Δεν ήτανε πια αίθουσα, δεν ήτανε πια φως, δεν έβλεπες τίποτα πια. Τα μόνα που εξακολουθούσαν να υπάρχουν μέναν το ταμ-ταμ, η μυρουδιά του καπνού η ζαλιστική κι οι αφαλοί που ανταμωνόνταν. Με τη σειρά του σβήνει μια στιγμή κι ο πόθος και τώρα πια δε μένει παρά ο χορός μονάχα, ο χορός μονάχος, καθαρός.

Jorge Amado, "Μπαχία, το Λιμάνι όλων των Αγίων", Αρδηττός 1965 (μετάφραση Μέμος Παναγιωτόπουλος)