Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

κάτι σαν κινέζικο βάζο

Σίγουρα δεν έχεις ξεχάσει το περίφημο ρητό που αναφέρεται στην εισαγωγή της Άννας Καρένινα, όπου ο Τολστόι τυλίγεται εκεί με το μανδύα μιας γαλήνιας αγροτικής θεότητας και, ενώ αιωρείται στο κενό, καρτερικός και φιλεύσπλαχνος, αποφαίνεται από ψηλά πως όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους, ενώ οι δυστυχισμένες οικογένειες έχουν η κάθε μία τη δική της δυστυχία. Με όλο το σεβασμό που τρέφω για τον Τολστόι, έχω να σου πω ότι το σωστό είναι ακριβώς το αντίθετο: οι δυστυχείς, ως επί το πλείστον, είναι βυθισμένοι σε μια συμβατική μιζέρια, αναπαράγοντας με μια άγονη μονοτονία τέσσερα-πέντε κλισέ δυστυχίας, φθαρμένα κι αυτά από την πολλή χρήση. Ενώ η ευτυχία είναι ένα λεπτό και σπάνιο κομψοτέχνημα, κάτι σαν κινέζικο βάζο, οι λίγοι που την έφτασαν τη σκάλιζαν ή τη λάξευαν επί χρόνια, ο καθένας κατ’ εικόνα και ομοίωσή του, ο καθένας σύμφωνα με το δικό του μέτρο, έτσι ώστε να μην υπάρχει ευτυχία όμοια με άλλη ευτυχία. Και στο σμίλευμα της ευτυχίας τους ενστάλαξαν και τον πόνο τους και την ταπείνωσή τους. Αποδεσμεύοντας, λες, το χρυσάφι από άλλα ορυκτά. Υπάρχει στον κόσμο ευτυχία, Άλεκ, έστω και σαν όνειρο ιπτάμενο. Όμως εσένα σου ξέφυγε. Μακρινό όσο το αστέρι για τον αρουραίο. Όχι η «ικανοποίηση που προσφέρει η αποδοχή», όχι δόξα και προαγωγή και κατακτήσεις και κυριαρχία, όχι παραίτηση και υποταγή, αλλά η χαρά της συνύπαρξης. Η συνένωση του «εγώ» με τον «άλλο». Σαν στρείδι που αγκαλιάζει ένα ξένο σώμα και τραυματίζεται και το μετατρέπει σε μαργαριτάρι ενώ τα ζεστά νερά περιβάλλουν και τυλίγουν τα πάντα. Εσύ στη ζωή σου δεν γεύτηκες αυτή τη συνένωση. Όταν το σώμα γίνεται βιολί στα δάχτυλα της ψυχής. Όταν το «εγώ» κι ο «άλλος» ενώνονται και γίνονται ένα κοράλλι. Και το στάξιμο του σταλακτίτη σιγά σιγά ανυψώνει το σταλαγμίτη μέχρι που οι δυο τους γίνονται ένα.

Amos Oz, "Το Μαύρο Κουτί", Καστανιώτης 2010 (μετάφραση Ιακώβ Συμπί)

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2022

ξερόκλαδα

Με εξέπληττε το ότι κάποιος ενήλικας γνώριζε, ή εξακολουθούσε να θυμάται, αυτές τις λέξεις. Οι στίχοι αναπτύσσονταν λαίμαργα, οι μικρές τσουπωτές λέξεις στοιχειοθετημένες με αδιά ντροπα τυπογραφικά στοιχεία φούντωναν τον πόθο σαν ψεκάδες κηροζίνης σε ξερόκλαδα. Ήταν όμως όλο ταυτολογίες, επιτηδευμένοι· έπειτα από λίγο άρχιζε να γίνεται αισθητό ότι προέρχονταν από μηχανική προσπάθεια, δεν έρεαν αβίαστα· γίνονταν όλο και πιο ανιαροί. Αυτές καθαυτές οι λέξεις εξέπεμπαν αναλαμπές δύναμης, ιδιαίτερα η λέξη γαμήσι, που δεν είχα καταφέρει ποτέ μου να την κοιτάξω πραγματικά πάνω σε φράχτες ή πεζοδρόμια. Δεν είχα καταφέρει ποτέ μέχρι τότε να αναλογιστώ την κτηνώδη ορμή της, το υπνωτικό κόρδωμά της. 
Απάντησα όχι στον κύριο Τσάμπερλεν, όταν με ρώτησε αν είχα διαβάσει τα μαθήματά μου. Δεν με άγγιξε όλο το βράδυ. Όταν όμως βγήκα από το σχολείο τη Δευτέρα, ήταν εκεί.
«Ακόμη άρρωστη η φιλενάδα σου; Πολύ κρίμα. Ωραίο πάντως. Δεν είναι ωραίο;»
«Ποιο;»
«Τα πουλιά είναι ωραία. Τα δέντρα είναι ωραία. Ωραίο που μπορείς να έρθεις μαζί μου για μια βόλτα με το αυτοκίνητο, να μου κάνεις τις ερευνούλες μου». Τα έλεγε όλα αυτά με φωνή παιδιάστικη. Το κακό δεν θα ήταν ποτέ μεγάλο μ’ αυτόν. Η φωνή του υπαινισσόταν ότι θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε, μα οτιδήποτε, και να το πλασάρει για αστείο, αστείο εις βάρος όλων των σοβαρών και ένοχων, όλων των ηθικών και συναισθηματικών ανθρώπων στον κόσμο, των ανθρώπων που «έπαιρναν τον εαυτό τους στα σοβαρά».

Alice Munro, «Η Αγάπη μιας Καλής Γυναίκας», Μεταίχμιο 2015 (μετάφραση Τρισεύγενη Παπαϊωάννου)