Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

τα πιο σκυθρωπά μοναστήρια

Βρίσκονται σε μερικές επαρχίες σπίτια που η όψη τους εμπνέει μια μελαγχολία όμοια μ' εκείνη που προξενούν τα πιο σκυθρωπά μοναστήρια, οι πιο μουντές χερσάδες ή τα πιο θλιβερά χαλάσματα.. Ίσως και να υπάρχουν μέσα σ' αυτά τα σπίτια κι η σιγαλιά του μοναστηριού κι η ξεραΐλα της χερσάδας και των χαλασμάτων οι σκελετοί· η ζωή και οι κινήσεις εκεί μέσα είναι τόσο ήσυχες που ένας ξένος θα τα 'παιρνε γι' ακατοίκητα, αν ξαφνικά δε συναντούσε την κρύα και χλωμή ματιά ενός προσώπου ακίνητου, που η μισομοναστηρίσια μορφή του προβάλλει πάνω από τα κάγκελα τού παραθυριού, μόλις ακουστεί ασυνήθιστη περπατησιά.

Honoré de Balzac, "Ευγενία Γκραντέ", Κάκτος 2006 (μετάφραση Κ. Παπαλεξάνδρου)

Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

οι δώδεκα μήνες

Το πρωί τράβηξα μόνος μου στο μοναστήρι, που βρίσκονταν πάνω στο βουνό, καμιά μισή ώρα έξω απ’ το χωριό. Ήταν κι αυτό ρειπωμένο. Μονάχα το μπροστινό και λίγο απ’ το πλάγι του στέκονταν ακόμα, έτοιμο κι αυτό να πέσει. Από τη μισογκρεμισμένη πόρτα του μπήκα μέσα. Οι καλόγεροί του σα να κοιμούνταν. Τα κελάρια του γεμάτα, τα μιντέρια του στρωμένα. Απ’ τα μικροπαραθυράκια του έβλεπα πέρα τα μαύρα βουνά, σαν κύματα που με κύκλωναν. Πατήματα δεν ακούονταν στις πλάκες της αυλής που ’ταν σκεπασμένες από αγριόχορτα και φύλλα. Η νύχτα έφτανε βουβή. Μονάχα ο ρύακας μουρμούριζε. Όταν το νυχτοπούλι άρχιζε τα ρυαχτά του, αποτραβιόμουνα στη φωτιά του τζακιού μου, συντροφευμένος από σκιές…
Το μοναστήρι είχε πολλά παλιά πράγματα. Το πιο πολύτιμο ήταν ένα βημόθυρο, από το τέμπλο της εκκλησιάς. Απάνω στα δυο βαριά βουνίσια ξύλα του ήταν ζωγραφισμένος ο «Ευαγγελισμός» και σειρά, από πάνω προς τα κάτω, στη μεριά που θηλύκωναν, οι «δώδεκα μήνες» που παράσταιναν τη ζωή του τόπου, τον καιρό που ζωγραφίστηκαν. Μιλούν για το λαό, όπως ήταν τότε, με τους αρχόντους του, τις δουλειές και τα συνήθεια τους, επάνω κάτω έτσι όπως τα ’νιωθα καθώς τους ξεσήκωνα.
Ιανουάριος: Είναι νύχτα ακόμα. Μέσα στο κατάκλειστο σπίτι, η παλιά αρχόντισσα με τα νυχτικά της, τα σγουρά μαλλιά της αχτένιστα χυμένα στους ώμους της, κάθεται στην πολυθρόνα συρμένη δίπλα στο τζάκι. Δυο υπηρέτριες όρθιες την υπηρετούνε. Η μια μόλις μπαίνει κουβαλώντας ένα χοντρό κούτσουρο. Η άλλη φεύγει από μπροστά της σαστισμένη. Η κυρά της ανασηκωμένη στο κάθισμα, της φωνάζει θυμωμένα. Βιάζεται να ετοιμαστεί για την εκκλησία της.
Φεβρουάριος: Παραμονή απόκριας. Ο χωρικός κατεβάζει τα βόδια του με το βοδαμάξι του να τα πουλήσει. Κάποιος τα χτυπά από πίσω να προχωρήσουν. Το μεγάλο κολώνει μουγκρίζοντας. Το μικρό ακολουθεί φοβισμένο. Ο ζωέμπορας, ριγμένος βαριά πάνω στο ραβδί του, τα κοιτάζει λοξά σα να τα ζυγιάζει. Τα κοιτάζει κι ο χωρικός, όπως τα σέρνει μπροστά του, σα για μια τελευταία φορά, λυπημένα…
Μάρτιος: Μέσα στο πυκνό δάσος, μέσα στην αστέναχτη φύση, τ’ όρνιο περνά ψηλά κρώζοντας. Έπειτα, μες στη σιγαλιά, ακούγεται το χτύπημα του ξυλοκόπου. Δυο άντρες κόβουνε ξύλα. Η γυναίκα τα σηκώνει από χάμω με κόπο. Εδώ απάνω στα βουνά, που η ζωή είναι φτωχή με πολλά βάσανα, μονάχα τα νερά είναι μπόλικα και τα ξύλα…
Απρίλιος: Λιώσανε πια τα χιόνια. Τα κουδούνια λαλούν γλυκά, τα ποτάμια κατηφορίζουν. Στις πολιτείες, σε κιόσκια χωμένα μέσα σε πρασινάδες, οι κοπέλες κόβουν τα πρώτα λουλούδια. Τ’ αυλάκια, οι φράχτες κελαηδούν. Τ’ αυτιά γεμίζουν από ήχους. Στο σπίτι, μέσα στην αυλή, η τριανταφυλλιά μεγάλωσε και σκάλωσε ώς το παράθυρο. Από κει απλώνει η κοπέλα το χέρι και κόβει το πρώτο τριαντάφυλλο, για να στολίσει το κεφάλι…
Μάιος: Αυγή ακόμα, όλα είναι σκούρα και τ’ ανήλια μέρη είναι σκοτεινά σα νύχτα. Το χορτάρι μόλις χρυσίζει στην πρώτη αχτίδα. Τ’ αρχοντόπουλο με τον υποταχτικό του πάει καβάλα για κυνήγι. Το πρωινό αγέρι που φυσά, του παίρνει τη σάρπα. Το σκυλί τρέχει μπροστά μυρίζοντας. Μες απ’ τη φτέρη πετιέται ο λαγός… Μόλις προφταίνει να γυρίσει το κεφάλι…
Ιούνιος: Έφτασε το θέρος. Ο κόσμος είναι χυμένος έξω στα χωράφια και δουλεύει. Όλη τη μέρα θερίζουν, δεματίζουν. Τα βράδια φτάνουνε κουρασμένα. Οι γυναίκες με τα γαϊδουράκια φεύγουν μονάχες για το χωριό. Οι άντρες κάθονται να φαν κι ύστερα ξαπλώνουν δίπλα στα δεμάτια. Περνούν μεσάνυχτα κι ακόμα ακούς κουβέντες. Τα γκρεμνά είναι γεμάτα από μια χρυσαφένια ημεράδα. Όλα, θαρρείς, μαζί τους αγρυπνούν και ξαποσταίνουνε…
Ιούλιος: Ο άρχοντας, κρατώντας μπράτσο τη γυναίκα του, που δεν ξέχασε να πάρει μαζί της και το κανατάκι της, βγαίνει να δει τα υποστατικά του. Οι δούλοι του δουλεύουν. Κουρασμένοι, δεν έχουν τον καιρό ούτε να τον κοιτάξουν. Παίρνει τότε κι αυτός κάτι απ’ τα χέρια τους, τάχα να τους βοηθήσει…
Αύγουστος: Απ’ το πρωί, οι κοπέλες βγήκαν στ’ αμπέλια. Στις πλαγιές τώρα ακούονται τα γέλια τους και τα χάχανά τους. Μέσα στην πόλη ακούονται, πάλι, άλλοι χαρούμενοι κρότοι. Οι βαγενάδες που φτιάχνουν τα βαγένια τους…
Σεπτέμβριος: Τα σταφύλια κουβαλήθηκαν στα σπίτια και πέφτουν με κοφίνια και με κάδους μες στα πατητήρια. Τ’ ανοιχτά κατώγια των σπιτιών μυρίζουν. Βγαίνουν τα καινούργια τσίπουρα και τα πετιμέζια…
Οκτώβριος: Πέρασαν και τα πρωτοβρόχια. Η παλιά καλαμιά έχει μαυρίσει και σαπίσει. Τα βόδια ανασηκώνουνε παντού τ’ αφράτα χώματα, που χύνονται μαλακά γύρω από τ’ αλέτρι. Τα χωράφια απλώνονται σαν βελούδο, ανεβαίνοντας ώς το δάσος, σιμά στ’ αγριοβαλάνια. Από κει πάλι ακούεται το πελέκι που κόβει κλαδί για το χειμώνα. Δεμένο περιμένει τ’ άλογο στη ρίζα του χαμόπρινου, Όταν φορτώνεται να φύγει, ο τόπος γεμίζει από ερημιά. Πέρα, βαθιά, ακούονται φωνές και μακρινά γαβγίσματα.
Νοέμβριος: Έχει πλακώσει πια ο χειμώνας. Έξω φυσά ο αγέρας σε μια πλάση πεθαμένη και σαβανωμένη. Τα γυμνά κλαριά της λεύκας δέρνονται. Τα χλωμά φυλλαράκια σιγοτρέμουν. Οι αχοί σβήνουν μέσα στην ερημιά. Άξαφνα ακούγεται μια τουφεκιά στα πλάγια…
Δεκέμβριος: Παραμονή Χριστούγεννα. Σφάζονται τα γουρούνια. Μέσα στην αυλή κρέμονται, μ’ ανοιγμένη την κοιλιά, ανάποδα. Ο νοικοκύρης όρθιος σιάζει το κρέας τους. Η νοικοκυρά καθισμένη πιο πέρα, πλένει μέσα στο λεβέτι τ’ άντερα, μαλώνοντας τη γάτα. Έξω ακούονται οι γκάιντες, τα κάλαντα…
Ώς να ξεσηκώσω και τους δώδεκα μήνες, είχε περάσει η άνοιξη. Μες στ’ αυγινό αγέρι, τα τριαντάφυλλα της αυλής άνοιγαν κι η μοσκοβολιά τους με μέθαγε. Έξω απ’ τα παράθυρά μου τα πουλιά κελαηδούσαν, ο ήλιος έλαμπε. Όταν βγήκα ν’ αποχαιρετήσω, διχαλωτά πέφταν τα ποτάμια, σμίγοντας βοερά, σα να διπλοχαιρετιούνταν. Έσκυψα κι ήπια. Ψιλές ψιχάλες μου ράντισαν το πρόσωπο. Ξαναγύρισα στο μοναστήρι να ευχαριστήσω τη «Δέξα Παναγία» και να ετοιμάσω τα πράγματά μου.

Στρατής Δούκας, "Οδοιπόρος", Κέδρος 1994

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

ένα περιφραγμένο πεδίο δυνάμεων

Το φωτο-πορτρέτο είναι ένα περιφραγμένο πεδίο δυνάμεων. Τέσσερα φαντασιακά στοιχεία διασταυρώνονται, αναμετριόνται, και παραμορφώνονται εκεί μέσα. Μπρος στο φακό είμαι την ίδια στιγμή: αυτός που πιστεύω πως είμαι, αυτός που θα ήθελα να πιστεύουν πως είμαι, αυτός που ο φωτογράφος πιστεύει πως είμαι, κι αυτός που ο φωτογράφος μεταχειρίζεται για να επιδείξει την τέχνη του. Μ' άλλα λόγια, αλλόκοτη ενέργεια: δεν παύω να μιμούμαι τον εαυτό μου, και γι' αυτό κάθε φορά που με φωτογραφίζουν (που αφήνω να με φωτογραφίσουν), έχω πάντα μιαν αόριστη αίσθηση αναυθεντικότητας, καμιά φορά κι απάτης (όπως σε ορισμένους εφιάλτες). Φαντασιακά, η Φωτογραφία (αυτή που έχω την πρόθεση να βγάλω) αναπαρασταίνει εκείνη την πολύ λεπτή στιγμή όπου, πράγματι, δεν είμαι ούτε υποκείμενο ούτε αντικείμενο, αλλά μάλλον ένα υποκείμενο που νιώθει να γίνεται αντικείμενο: βιώνω τότε μια μικρο-εμπειρία του θανάτου (της παρένθεσης): γίνομαι αληθινά φάσμα. 

Roland Barthes, "Ο Φωτεινός Θάλαμος", Κέδρος 1983 (μετάφραση Γιάννης Κρητικός)

Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

τόσο καλός που έβλεπες τις σκέψεις του

Ο Κολέν αισθανόταν ντροπή που ήταν τόσο πλούσιος.
-Άκου, Σικ, είπε, θέλεις λίγα από τα χρήματά μου;...
Η Αλίζ κοίταξε με τρυφερότητα τον Κολέν. Ήταν τόσο καλός που έβλεπες τις σκέψεις του, γαλάζιες και μοβ, να σαλεύουν μέσα στις φλέβες των λεπτοκαμωμένων του χεριών.
-Δεν νομίζω ότι χρειάζεται, είπε ο Σικ...
-Θα μπορούσες να παντρευτείς την Αλίζ!... είπε ο Κολέν.
-Οι γονείς της δεν θέλουν, απάντησε ο Σικ, και δεν θέλω να μαλώσει μαζί τους. Είναι πολύ μικρή...
-Δεν είμαι τόσο μικρή! είπε η Αλίζ και σηκώθηκε από το καπιτονέ κάθισμα, τονίζοντας έτσι το προκλητικό της στήθος.
-Δεν θέλει να πει αυτό!... τη διέκοψε ο Κολέν. Άκου, Σικ, έχω εκατό χιλιάδες διπλομύρια, θα σου δώσω το ένα τέταρτο, και θα μπορέσεις να ζήσεις ήσυχα. Θα συνεχίσεις να δουλεύεις κι έτσι δεν θα υπάρχει κανένα πρόβλημα.
-Ποτέ δεν θα μπορέσω να σ' ευχαριστήσω αρκετά, είπε ο Σικ.
-Μη μ' ευχαριστείς, είπε ο Κολέν. Αυτό που μ' ενδιαφέρει, δεν είναι η ευτυχία όλων των ανθρώπων αλλά του καθενός ξεχωριστά.

Boris Vian, "Ο Αφρός των Ημερών", Νεφέλη 2013 (μετάφραση Μαρίνα Λεοντάρη, Μαρία Παπαδήμα)

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

ο καταστολέας ή λογική

Όλες οι Γραφές ή οι ιεροί κώδικες υπήρξαν οι αιτίες για τα ακόλουθα λάθη:
1. Πως ο άνθρωπος έχει δύο πραγματικές αρχές ύπαρξης, ήτοι: ένα Σώμα και μια Ψυχή.
2. Πως η ενέργεια η αποκαλούμενη Κακό, εκπορεύεται μόνο από το Σώμα και η Λογική, η αποκαλούμενη Καλό, εκπορεύεται μόνο από την Ψυχή.
3. Πως ο Θεός βασανίζει τον άνθρωπο στην Αιωνιότητα επειδή είναι έρμαιο των Ενεργειών του.
Όμως τα ακόλουθα αντίθετα είναι αληθινά στο εξής:
1. Ο Άνθρωπος δεν έχει σώμα χωριστό από την Ψυχή του. Γιατί αυτό που ονομάζουμε Σώμα είναι μέρος της Ψυχής που το διακρίνουμε με τις πέντε Αισθήσεις, τις μοναδικές διόδους της Ψυχής στις μέρες μας.
2. Η Ενέργεια είναι η μόνη ζωή που εκπορεύεται από το Σώμα και η Λογική είναι το όριο ή η εξωτερική περιφέρεια της Ενέργειας.
3. Η Ενέργεια είναι Αιώνια Ηδονή.
Όσοι καταπιέζουν την επιθυμία, το κάνουν επειδή η δική τους είναι αρκετά αδύναμη ώστε να καταπιεστεί, και ο καταστολέας ή Λογική σφετερίζεται τη θέση της και κυβερνά τον άβουλο. Κι έχοντας καταπιεστεί γίνεται σιγά-σιγά παθητική, ώσπου στο τέλος καταντάει σκιά της επιθυμίας. 

William Blake, «Οι Γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης», Βιβλιοβάρδια 2006 (μετάφραση Δημήτρης Χοροσκέλης)

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

τι όμορφη γυναίκα, γαμώτο!

Δεν με κορόιδεψε. Ήταν εκεί. Πανέμορφη. Έλαμπε ανάμεσα σ' όλες τις άλλες. Πουλούσε τις φόρμες στην είσοδο του Ούλτρα. Αυτό θα πει γυναίκα. Φορούσε μια ολόσωμη εφαρμοστή μαύρη φόρμα από λίκρα, με όλη την πλάτη έξω. Το μαλλί ίσιο και ελεύθερο. Ψηλοτάκουνα παπούτσια πλατφόρμες, μέσα στη μόδα, και πόδια γυμνασμένα, τέλεια. Κορμί σφριγηλό, θεϊκό. Ήταν σχεδόν γυμνή. Διαγράφονταν τα πάντα. Οι ρώγες, ο αφαλός, η απαλή καμπύλη της κοιλιάς μέχρι τα μικρά χείλη του κόλπου της. Μπορούσα σχεδόν να μυρίσω τις μασχάλες της, μ' αυτό τον λεπτό και ερωτικό ιδρώτα που έχουν οι μαύρες. Τι όμορφη γυναίκα, γαμώτο! Ήταν πολλές γυναίκες μαζεμένες που πουλούσαν τα πάντα. Από δολάρια μέχρι τσίχλες. Συνέχεια σε κίνηση, κοιτάζοντας τριγύρω. Παραφυλώντας για αστυνομικούς που από μακριά έκαναν τα στραβά μάτια, αλλά με το σκληρό βλέμμα εκείνου που ξέρει ότι έχει το παιχνίδι στα χέρια του. Ήταν όλες τους έτοιμες να βάλουν στις τσάντες το εμπόρευμα που είχαν στο χέρι και να εξαφανιστούν σαν δαιμονισμένες. Στην τσίτα, με τα μάτια τους δεκατέσσερα, στην πρίζα.
Στάθηκα για μια στιγμή πίσω της. Είχε πολλή ζέστη και ήταν ιδρωμένη. Είχε μια πολύ λεπτή μυρωδιά ιδρώτα. Ο πούτσος μου άρχισε να πρήζεται με τη μία. Μόνος του. Μόλις τη μύρισα καύλωσα. Ψιθυριστά της είπα στο αυτί:
"Σου τα αγοράζω όλα όσα σου έχουν μείνει".

Pedro Juan Gutiérrez, "H Βρόμικη Τριλογία της Αβάνας", Μεταίχμιο 2011 (μετάφραση Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη)

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

σαν μπάλες του μπιλιάρδου χτυπημένες με γιγάντια αόρατη στέκα

Εξαντλημένος από τούτη την παράλογη έχθρητα στρέφει το βλέμμα στον ουρανό που σκοτεινιάζει και μονομιάς γεννιέται κι άλλος παραλογισμός, τόσο δυνατός και πειστικός που 'ναι σαν να τον βλέπει: Το λυκόφως παίρνει άξαφνα φωτιά, καθώς ένας απρόσκλητος κομήτης διαπερνά την ατμόσφαιρα, βάναυσος σαν αρχηγός των Βανδάλων, έτοιμος να βιάσει και να καταστρέψει τον πολιτισμένο κόσμο. Ο εκτυφλωτικός επικείμενος Αρμαγεδδών είναι ορατός παντού, ως κι οι πιγκουίνοι της Ανταρκτικής σκορπίζουν πανικόβλητοι, σκούζοντας και βουτώντας στα παγωμένα νερά να σωθούν. Μα στο τέλος δε σώζεται τίποτα και κανείς. Ο κομήτης συγκρούεται με τη Γη, τη βγάζει απ' την τροχιά της. Σαν μπάλες του μπιλιάρδου χτυπημένες με γιγάντια αόρατη στέκα κι οι άλλοι πλανήτες χάνουν την ισορροπία τους και το ηλιακό σύστημα διαλύεται σε μια άηχη έκρηξη, διασαλεύοντας το μαγνητικό πεδίο του γαλαξία αλυσιδωτά, προξενώντας ολοένα μεγαλύτερη ανισορροπία, κι άλλες συγκρούσεις κι εκρήξεις. Το μαύρο κενό δεν μπορεί να καταπνίξει τις αλλεπάλληλες μοιραίες ταλαντώσεις, οι γαλαξίες πέφτουν ο ένας μετά τον άλλο σαν ντόμινο. Κι έτσι, μέσα σε δευτερόλεπτα ή αιώνες (καθώς τίποτα δεν έχει μείνει όρθιο πλέον, καμιά σταθερά για μέτρηση του χρόνου και του χώρου) όλη η μεγαλοφυής Δημιουργία, το περίτεχνα δομημένο χάος, εξαφανίζεται, άνθρωποι και μακρυσμένοι εξωγήινοι -φιλικοί ή εχθρικοί ποτέ δε θα μάθουμε- σβησμένοι, πιο νεκροί κι απ' το θάνατο.
Ο Νίκος κλείνει τα μάτια απολαμβάνοντας τη ζοφερή φαντασίωση. Τι γλύκα έχει η εξολόθρευση άμα δεν τη μοιράζεσαι;

Αύγουστος Κορτώ, "Ο Αφανισμός του Νίκου", Καστανιώτης 2008

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

μια φωνή έβαζε τους επιθετικούς προσδιορισμούς

Στη διάρκεια του σιδηροδρομικού ταξιδιού στην Ιταλία, ο Φ. δεν έπαψε να εγκωμιάζει την τελειότητα της γαστρονομίας των τρένων (pizzoccheri della Valtellina, ένας μαυριδερός χυλός, την όψη του οποίου ο Βάλτερ αναγκάστηκε να προσπεράσει), το τοπίο του Πάδου και της Τοσκάνης, τις εντυπωσιακές γυναίκες και τον λεγόμενο "νεορεαλιστικό" κινηματογράφο που, κατά την κρίση του, ήταν η καλύτερη απόδειξη του απατηλού "θαύματος" που τόσο αμφισβητούσε. Ο Βάλτερ συγκατένευσε σιωπηλά, όχι γιατί συμφωνούσε πάντα, αλλά γιατί του αρκούσε το ότι μια φωνή έβαζε τους επιθετικούς προσδιορισμούς.
Τα λογύδρια του Φ. τού υποδείκνυαν συχνά πως δεν έπρεπε να χάσει απ' τα μάτια του τις αποσκευές τους και, παρατηρώντας την καλοσυνάτη έκφραση ευχαρίστησης του συντρόφου του, σκεφτόταν ότι, από αξιολογικής πλευράς, "την ομορφιά δεν την κατέχουν τα πράγματα, ούτε είναι μια αυταπόδεικτη αλήθεια, αλλά μια αξία... γιατί το ωραίο δεν είναι, αλλά αξίζει", ενώ η εικόνα του τοπίου που κατίσχυε της καταστροφής του πολέμου τού έλεγε το αντίθετο. Σκεφτόταν επίσης ότι δεν θα μπορούσε πλέον να προβεί σε τέτοιου είδους εικασίες παρά μόνο σαν παιχνίδι, μια νέα αντιπαραβολή προσώπων πάνω σε ρυζόχαρτο η οποία θα του επέτρεπε να ανασυνθέσει το χαμένο του είναι, το κάπως συρρικνωμένο τώρα, μάλλον σκόρπιο, και ανοιχτό, αν όχι σ' ένα είδος ευτυχίας, τουλάχιστον σ' έναν ειρηνικό τρόπο διαβίωσης σε αυτόν τον κόσμο.

Carlos Sampayo, "Τη Χρονιά που Δραπέτευσε το Λιοντάρι", Πόλις 2007 (μετάφραση Αγγελική Βασιλάκου)